Το Σεπτέμβριο του 1935 ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μπερτ Μπερτλς έρχεται στην Ελλάδα για 3 μήνες έχοντας ραντεβού “στον Παρθενώνα με το Ηλιοβασίλεμα”" με τη γυναίκα του, τη συγγραφέα Ντόρα Μπερτλς (Τολ), που τρία χρόνια νωρίτερα είχε φύγει από την Αυστραλία με μια σκούνα δέκα μέτρων για να γυρίσει τον κόσμο.
Όμως το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είναι την περίοδο εκείνη τόσο ταραγμένο και απορροφά τόσο το ενδιαφέρον του σοσιαλιστή ή κομμουνιστή Μπερτλς, ώστε οι 3 μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα γίνονται ολόκληρος χρόνος, ως τον Αύγουστο του '36, και καρπό της παραμονής του αποτελεί ένα χρονικό αυτού του χρόνου (Σεπτέμβριος '35 - Αύγουστος '36) στο βιβλίο του “Εξόριστοι στο Αιγαίο” (1η έκδ. στα αγγλικά 1938, σημερινή ελλ. εκδόσεις Φιλίστωρ).
Τέλη Μαΐου του 1936, γράφει ο Μπερτλς, “…μετά από συμβουλή του Πέτρου Αδάμ, πέρασα μισή μέρα στα Ταμπούρια, ένα προσφυγικό συνοικισμό έξω από τον Πειραιά, που, όπως με πληροφόρησε, ήταν ενδεικτικός όλων των αντίστοιχων συνοικισμών στις βιομηχανικές περιοχές. Ο Αδάμ είχε μια δουλειά σ’ ένα χωριό κοντά στα ταμπούρια και προσφέρθηκε να με συνοδεύσει. (…) Εκεί τον έχασα, επειδή χρειάστηκε να επιστρέψει για κάποια δουλειά στον Πειραιά…”
Ο Μπερτλς αφηγείται στις επόμενες 6 σελίδες την μοναχική περιήγησή του στα Ταμπούρια τις συζητήσεις του με τους κατοίκους και τις πληροφορίες που του δίνουν. Την οικιστική κατάσταση της παραγκούπολης, την κατάσταση της υγιεινής, την μαζική ανεργία, τη φτώχια και την πείνα, τα ισχνά μεροκάματα όσων έχουν δουλειά στα εργοστάσια της περιοχής, τα εκτεταμένα κρούσματα εκπόρνευσης (ως εκμετάλλευση εκ μέρους των “πλούσιων” της ανάγκης των κοριτσιών για μεροκάματο), την έξαρση αφροδίσιων και ψυχικών νοσημάτων…
Η αφήγηση τελειώνει με το παρακάτω περιστατικό:
"Περάσαμε από το σχολείο του συνοικισμού την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά, όσα οι γονείς τους είχαν την οικονομική δυνατότητα να τους αγοράσουν βιβλία, τα μισά περίπου παιδιά του συνοικισμού. Μια ομάδα παιδιών ηλικίας δέκα έως δώδεκα χρονών, τραγουδούσαν ένα σατιρικό τραγούδι καθώς κατηφόριζαν το δρόμο με τις τσάντες τους να χτυπούν στους γοφούς τους. Νόμισα πως ξεχώρισα τις λέξεις “Τσαλδάρης” και “ψωμί” και ρώτησα τη γυναίκα τι τραγουδούσαν.
Εκείνη γέλασε. “Λένε ότι ο Τσαλδάρης θα κάνει είκοσι δραχμές την οκά το ψωμί και τραγουδούν για το Βενιζέλο, το Σοφούλη, το Μεταξά και άλλους πολιτικούς”.
Δεκάχρονα και δωδεκάχρονα να τραγουδούν πολιτικά σατιρικά τραγούδια! “Μήπως ξέρετε όλους τους στίχους του τραγουδιού;”
“Όχι, όχι”, μου απάντησε γελώντας, αποδιώχνοντας την ιδέα. "Τα αγόρια τραγουδούν πολλά τραγούδια με ανόητα στιχάκια και όλα αφορούν τους πολιτικούς, για μας όμως, το φτωχό λαό, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον Τσαλδάρη, τον Βενιζέλο και τον Μεταξά; Έχουμε την εντύπωση ότι ο Βενιζέλος ήταν κάπως καλύτερος, αλλά όχι με μεγάλη διαφορά. Ο Κονδύλης ήταν κακός, ο χειρότερος όλων, θα τα είχε κάψει όλα αυτά τα σπίτια και τότε τι θα γινόταν όλος αυτός ο κόσμος; Ο Βενιζέλος δεν συμφωνούσε με τέτοια πράγματα, ο Βενιζέλος βοηθούσε κάπως τους πρόσφυγες, αλλά ούτε κι εκείνος ήταν καλός, όλοι οι πολιτικοί είναι καλοί μόνο για τον εαυτό τους. "
“Θα ήθελα να μάθω τους στίχους, όλους τους στίχους που τραγουδούσαν τα αγόρια”.
“Α, εκείνου του χαζοτράγουδου;”
Δυσκολεύτηκα να την πείσω ότι σοβαρολογούσα, αλλά μετά όλα δυσκόλεψαν αφού φάνηκε ότι τα αγόρια, που είχαν ήδη γίνει καπνός, ζούσαν στην άλλη άκρη του συνοικισμού. Ήταν πρόθυμη να στείλει το κοριτσάκι της να τα καλέσει στο σπίτι της… Όχι, όχι, είπα, δεν άξιζε τον κόπο, αλλά μακάρι να είχα επιμείνει αφού σπανίως ακούει κανείς παιδιά να τραγουδούν πολιτικά τραγούδια καθημερινά και μακάρι να είχα καταγράψει αυτό το τραγούδι του νεανικού ελληνικού προλεταριάτου.
Επιστρέφοντας στη στάση του λεωφορείου σταμάτησα για να φωτογραφήσω μια ομάδα ανθρώπων που έπαιρναν νερό από τη βρύση του συνοικισμού. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι ελεεινά, μετέφεραν τενεκέδες από κηροζίνη ή στάμνες. Η βρύση βρισκόταν σ’ ένα μονοπάτι, μπροστά από ένα φούρνο, στον τοίχο του οποίου ήταν χαραγμένο ένα μεγάλο σφυροδρέπανο στο κέντρο ενός κύκλου που έγραφε:
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!"
Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει η αφήγηση της περιήγησης του Μπερτλς στα Ταμπούρια. Και μια που στο παρόν νήμα έγινε αρκετή συζήτηση για την πολιτικότητα του Βαμβακάρη, όπως και σε αυτό έγινε συζήτηση για την “ιδιοκτησία” (με την κοινωνική έννοια) του ρεμπέτικου, παραθέτω τα παραπάνω σαν μια ενδεικτική περιγραφή γύρω από το ερώτημα των κοινωνικών συνθηκών, των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, καθώς και των αντιλήψεων, που απηχούνται τόσο στην “πολιτικότητα” του Μάρκου ειδικά όσο και στο “στίγμα” του προπολεμικού ρεμπέτικου γενικότερα.