Ας μου συγχωρηθεί (ή και όχι) το ότι προσωπικά δεν αισθάνομαι την ίδια ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη για την έκταση του παρόντος, διότι είμαι της γνώμης ότι οι επί των συζητούμενων εκάστοτε θεμάτων τοποθετήσεις θα πρέπει να εκτείνονται όσο το καλεί το ίδιο το συζητούμενο θέμα, προκειμένου να εκτεθούν στοιχεία και επιχειρήματα που να οδηγήσουν ει δυνατόν στην αποκάλυψη όλων των πτυχών του και στην κατάληξη σε μια ισχυρή θέση, ανεπίδεκτη κάποιας αξιόμαχης κριτικής. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για σημαντικό, θεωρώ, θέμα όπως αυτό που συζητούμε. (Θα ήθελα επίσης θερμά να προτρέψω, με την ευκαιρία, όσους κουράζονται / βαριούνται / τσαντίζονται με όσα γράφω ή με τον τρόπο που γράφω, να με παρακάμπτουν και να διαβάζουν κάτι άλλο από τα τόσα ενδιαφέροντα που έχει το Φόρουμ)
1)Κάποια σχόλια καταρχάς ως προς την αναφερόμενη, σχετική με το θέμα μας, νομοθεσία, η οποία παρουσιάζεται ελλιπώς και ανακριβώς στο # 76.
Κατά πρώτον, τα ακριβή στοιχεία του (δ) είναι «Αστυνομική Διάταξη αριθ. 124 (ΦΕΚ Β΄ 119/29-7-1950)». Επειδή υποστηρίζεται στο #76 το γεγονός ότι «γενικά και αόριστα» απαγορεύονται εκεί τα άσματα κλπ χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα, να ξεκαθαρίσουμε την υποκείμενη σύγχυση: η αστυνομική αυτή διάταξη, είπαμε ότι έρχεται και αντικαθιστά, καταργώντας την άλλη εκείνη κρίσιμη ομόλογή της υπʼ αριθ. 12/1937. Και εκείνη του 1937 και ετούτη η φρέσκια του 1950 θέτουν το γενικό κανονιστικό πλαίσιο, εντός του οποίου οφείλουν να κείνται τα άσματα, και ταυτόχρονα οι διατάξεις αυτές εμπεριέχουν την άγρια μπηχτή, η μία: «Επαφίεται ημίν το δικαίωμα, όπως διʼ αποφάσεων ημών απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν πλακών φωνογράφου, ών το περιεχόμενον κρίνεται παρʼ ημίν ως άσεμνον και προσβάλλει γενικώς τα χρηστά ήθη» (Αριθ. 12/1937), και τη δικιά της κρίσιμη μπηχτή η άλλη: «Διʼ αποφάσεων ημών δύνανται εκάστοτε να καθορίζωνται ειδικώτερον τα εις τας διατάξεις της παρούσης εμπίπτοντα άσματα […] δίσκοι γραμμοφώνου κλπ» (Αριθ. 124/1950). Κατʼ επίκληση των γενικού κανονιστικού πλαισίου διατάξεων αυτών είναι που γινόταν στη συνέχεια η εξατομικευμένη ή και ομαδοποιημένη απαγόρευση, όπως και πράγματι έγινε τον Σεπτέμβριο του 1950 με τα 24 απαγορευθέντα άσματα.
Κατά δεύτερον, υπάρχει πληθώρα διατάξεων που δεν αναφέρθηκαν στο #76:
α. Αριθμ. 162 (15-1-1931/13-2-1931) Αστυνομική Διάταξη «Περί απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως εις δημοσίους τόπους πλακών φωνογράφων διακωμωδουσών ή σατυριζουσών την θρησκείαν». Μη μας ξαφνιάζει που αφορά τα της θρησκείας, διότι εδώ είναι που θα πατήσουν επόμενες διατάξεις για να φάνε λάχανο τραγούδια από το αστικολαϊκό φάσμα. Πράγματι, δεν προλαβαίνει να αναρριχηθεί ο Μεταξάς και εντός διμήνου εκδίδεται η παρακάτω τροποποίηση της παρούσας υπʼ αριθμ. 162 Αστυνομικής Διάταξης:
β. Στις 24/10/1936 εκδίδεται η, άρθρου μόνου, Αστυνομική Διάταξη υπʼ Αριθμ. 313 (ΦΕΚ Β΄/6-11-1936), που τροποποιεί και συμπληρώνει την αριθ. 162, ορίζοντας ότι: «Επαφίεται ημίν το δικαίωμα όπως διʼ αποφάσεων ημών απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν πλακών φωνογράφου, ων το περιεχόμενο κρίνεται παρʼ ημών ως άσεμνον και προσβάλλει γενικώς τα χρηστά ήθη» (ο εντοπισμό της οφείλεται στον Γ. Αγγελάκη, βλ. «“Αναχρονιστικά άσματα” και “θρηνωδία”: Η μεταξική λογοκρισία των “αμανέδων ρεμπέτικων” και παρεμφερών ασμάτων», Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και ιστορία», Επετηρίδα 2012-2014, Πάντειο Πανεπιστήμιο).
γ. Με την ίδια ακριβώς διατύπωση («Επαφίεται ημίν κλπ κλπ») δημοσιεύεται η υπʼ Αριθμ. 12 Αστυνομική Διάταξη (ΦΕΚ Β΄/25-6-1937) «Περί απαγορεύσεως βλασφημιών και χρήσεως πλακών φωνογράφου σατυριζουσών την θρησκείαν», η οποία θα αποτελέσει το κρίσιμο νόμιμο έρεισμα αστυνομικής απαγόρευσης συγκεκριμένων τραγουδιών στη συνέχεια. Πράγματι, βάσει αυτής, εκδίδεται η:
δ. Αστυνομική Απόφαση αριθ. 52747 Φ. 1/12 (14/7/1937), σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η χρησιμοποίηση «των κάτωθι φωνογραφικών πλακών ως περιεχουσών άσεμνα και ακατάλληλα διά το κοινόν άσματα: 1) “Απόστολος” (Κυριακού), 2) “Το δικαστήριον” (Μαυρέα), 3) “Υπομονητικός” (Μαυρέα), 4) “Της χήρας το καρπούζι” (Στελάκη), 5) “Πέσε πρώτη” (Στελάκη), 6) “Βαρβάρα”, 7) “Μεσολογγίτης στην Αβησσυνία”, 8) “Εορτολόγιον” και 9) “Ξήγα Θύμιο”».
ε. Απόφαση 65911/1937: απαγορεύονται οι «Αδικοπνιγμένοι» του Ρούκουνα
στ. Εγκύκλιος του Υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 29/11/1937, με την οποία σημειώνεται η έναρξη της προληπτικής μεταξικής λογοκρισίας. Βάσει αυτής απαγορεύονται όλοι οι δίσκοι με «άσεμνα άσματα ή που περιέχουν φράσεις αντικειμένας εις την κοινήν ευπρέπειαν ως και αναχρονιστικά άσματα (αμανέδες)». Ταυτόχρονα ανακοινώνεται ότι κανένα νέο τραγούδι δεν θα κυκλοφορεί πριν περάσει από την αρμόδια υπηρεσία ελέγχου.
ζ. Αστυνομική Απόφαση αριθμ. 60190 φ. 50/7/ 13-9-1938: απαγόρευση του τραγουδιού του Θ. Σακελλαρίδη «Η Μάρω».
ι. Ν.Δ. 1108/1942 (ΦΕΚ Α΄ 48/6-3-1942) «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί ελέγχου θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών, δίσκων γραμμοφώνου και βιβλίων διατάξεων».
ια. Ν. 485/1943 (ΦΕΚ Α΄ 267/16-8-1943) «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των περί Τύπου και Ραδιοφωνίας διατάξεων».
2)Χαίρομαι που συμφωνήσαμε ότι το «Κάνε λιγάκι υπομονή» δεν περιλαμβάνεται στη λίστα του 1950. Από εκεί και πέρα όμως τα επιχειρήματα και πάλι δεν ευσταθούν, καθότι γίνεται σύγχυση μεταξύ λογοκρισίας και αστυνομικής απαγόρευσης. Άλλης τάξεως ζήτημα είναι το ότι το «Κάνε υπομονή» πήρε κανονικότατα άδεια από τη λογοκρισία (φέρεται επί της ετικέτας του δίσκου, άλλωστε) και ουδέποτε απαγορεύτηκε στη συνέχεια με αστυνομική απόφαση, άλλης τάξεως ζήτημα ότι το «Κάποια μάνα αναστενάζει» πήρε μεν άδεια από τη λογοκρισία αλλά από τη διαδρομή του στην πραγματική ζωή σκόνταψε πάνω στην εκ των υστέρων αστυνομική απαγόρευση, και άλλης τάξεως ζήτημα είναι π.χ. τα 36 τραγούδια του Παπάζογλου, οι καπνουλούδες και οι χασικλούδες και δεν ξέρω τι άλλο, διότι αυτά τα τελευταία «άπειρα» τραγούδια τα έφαγε άλλου τύπου μαρμάγκα: η καθολική απαγόρευση του 1937.
Όσα χασικλοέτσι ξέρω γω και συναφή άσματα είχαν κυκλοφορήσει πριν από την έλευση του Μεταξά, κυκλοφορούσαν βέβαια ελεύθερα (από νομοτεχνική άποψη). Από το 1937 όμως έχουμε την κρίσιμη τομή: σκάει μύτη η περίφημη Εγκύκλιος που ανέφερα (στ) και που γράφει αυτά που διαβάζουμε. Τι μας λέει, ξεκάθαρα μάλιστα, π.χ. για τους αμανέδες; Ότι, εγώ, ο Μεταξάς, δεν θέλω να ξανακούσω (δημοσίως) αμανέδες. Καμμία λίστα περιέχουσα τα άπειρα αμανεδοειδή δεν χρειάζεται να καταρτιστεί! Ο κάθε «κατεργάρης» (δισκογραφικές εταιρείες π.χ.) το παίρνει πρέφα μια χαρά πώς παίζεται εφεξής το έργο: η δική μου ανάγνωση είναι ότι από εκείνη τη στιγμή έχουμε μια καθολική απαγόρευση (με το βέλος του χρόνου και προς τα πίσω και προς τα εμπρός…) και οι εταιρείες φροντίζουν μάνι-μάνι να «μαζέψουν» ό,τι χασικλοειδές και αμανεδοειδές ή άλλο δυνητικά επιλήψιμο δισκογραφημένο υλικό είχαν παρακαταθήκη στα μαγαζιά και να το κλείσουν όμορφα όμορφα στις αποθήκες τους, προκειμένου να μη γευθούν τις συνέπειες. Από εκείνη τη στιγμή δε και μετά, ό,τι έμελλε να κυκλοφορήσει, έπρεπε πρώτα να περάσει από τον λογοκριτικό «πάγκο». Και ό,τι τυχόν διέφευγε τον «πάγκο» αυτό, κατά απίθανη συγκυρία (βλ. καλοκαίρι του 1946 τα 5 χασικλίδικα) καραδοκούσαν πάντα -κατά περιοχές δικαιοδοσίας- οι αστυνομικές διευθύνσεις, να «συμπληρώσουν» τα κενά…
Οπότε, συνιστά λογικό σφάλμα και αναχρονισμό να συμφύρουμε τραγούδια διαφόρων χρονικών περιόδων και περιεχομένων, ενόψει της συγκεκριμένης συζήτησης που κάνουμε, και των σκοπουμένων της. Τα προμεταξικά τραγούδια θα τα πραγματευθούμε σύμφωνα με τα προμεταξικά μέτρα και κριτήρια, τα επί Μεταξά τραγούδια σύμφωνα με τα Μεταξικά μέτρα και κριτήρια και τα μεταμεταξικά τραγούδια σύμφωνα με τα μεταμεταξικά μέτρα και κριτήρια (αλλά και τα προμεταξικά τραγούδια σύμφωνα με τα μεταξικά κριτήρια, από ορισμένη μεταχρονολογημένη άποψη…) . Άλλο το κανονιστικό πλαίσιο στην πρώτη περίπτωση, άλλο στη δεύτερη, άλλο στην τρίτη, άλλο στην άλλη. Για αυτό και είναι άκυρα επιχειρήματα του τύπου π.χ. το «Κάνε υπομονή» δεν συμπεριλαμβάνεται μεν σε λίστα αλλά ούτε τα 36 του Παπάζογλου περιλαμβάνονταν κλπ κλπ, διότι είτε ομαδόν είτε εξατομικευμένα, η τύχη των εκάστοτε τραγουδιών καθορίστηκε σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
3) Και επιστρέφουμε και πάλι στο συγκεκριμένο τραγούδι. Και πάλι στο # 76 συμφύρεται διαφόρου τάξεως και άνισης αξιοπιστίας υποστηρικτικό υλικό. Επίσης, να ξεδιαλύνουμε ότι άλλο πράγμα είναι ένας ισχυρισμός και άλλο μια μαρτυρία και άλλο μια πηγή μέσα από τον Τύπο.
Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα τις επικαλούμενες στο # 76 «μαρτυρίες» από τον Τύπο: το παραμικρό δεν αναφέρεται που να μας διαφωτίζει και να αποδεικνύει το οτιδήποτε σχετικά με το συγκεκριμένο τραγούδι.
Πάμε και στις άλλες «μαρτυρίες». Μιλάμε για ένα τραγούδι του 1948. «Μαρτυρίες» για αυτό δεν είναι δυνατό να καταθέσουν οι Γεωργιάδης, Κουνάδης, Χατζηδουλής και άλλοι όμοιοι ηλικιακά, διότι δεν συντρέχουν οι βιοτικές προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, πρόκειται απλώς για ισχυρισμούς, την εγκυρότητα των οποίων θα κρίνουμε βάσει του τεκμηριωτικού υλικού που επικαλούνται οι ισχυριζόμενοι για το οτιδήποτε ισχυρίζονται. Και για να μη λέμε τα ίδια, είδαμε τι επικαλούνται και τι προσάγουν ως απόδειξη των λεγομένων τους: τίποτα.
Τι έχουμε, ωστόσο, ως μαρτυρία, με την κυριολεκτική της έννοια; Μα, τη μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού: «Τότε με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. […]Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά: Μην απελπίζεσαι και δεν θʼ αργήσει κλπ κλπ» (Β. Τσιτσάνης, Η ζωή μου, το έργο μου, Νεφέλη 1980: σελ. 134). Αυτή η μαρτυρία, σε συνδυασμό με την απάντηση που έδωσε στον Gauntlett παραπάνω σχετικά με τα 2 τραγούδια του που μόνο αυτά απαγορεύτηκαν (και στα οποία δεν περιλαμβάνεται το επίμαχο), από μόνες τους δεν υπερεπαρκούν ώστε να παράσχουν απόδειξη επί του συγκεκριμένου ζητήματος έναντι των πάσης φύσεως «μαρτυριών» τρίτων;;;
Ε, πόσω μάλλον που και όλο το υπάρχον πραγματολογικό και εμπειρικό υλικό που επικαλέστηκα συνηγορεί επίσης στο ότι ουδέποτε απαγορεύτηκε αυτό το τραγούδι.