Η τεκμηρίωση του #78 είναι εμπεριστατωμένη, και προκύπτει από αυτήν, χωρίς να έχει παρουσιαστεί κάτι αντίθετο, ότι σύμφωνα τις διαθέσιμες πηγές δεν υπήρξε ονομαστική απαγόρευση του “κάνε λιγακι υπομονή”.
Εμμένω όμως στην εικασία μου του #66 (ότι μπορεί το κάνε υπομονή να “πλήρωσε” τη συγχυση με τον “υπομονητικό”, ότι δηλαδή η σύγχυση ενδεχομένως δεν υπήρξε μόνο “ρεμπετολογική” αλλά λειτούργησε και στο πλαίσιο της αστυνομικής πράξης - αυθαιρεσίας της περιόδου εκείνης), και εμμένω για 2-3 παραπάνω λόγους:
α) Τα γραφόμενα της Ελένης στο #76 σχετικά με τη μαρτυρία του Καζαντζίδη, από την οποία χρήσιμο θα ήταν να έχουμε και τη διατύπωση.
β) Από το γεγονός ότι η αστυνομική διάταξη 124 (ΦΕΚ Β΄ 119/29-7-1950), καθολου δεν περιορίζει τις απαγορεύσεις της στις μελλοντικές διατάξεις τις “καθορίζουσες τα εμπίπτοντα άσματα” κλπ, αλλά αντίθετα θεσμοθετεί ένα πλατύ πεδίο αστυνομικής αυθαιρεσίες καθώς εξαρχής απαγορεύει ό,τι υποτίθεται πως προσκρούει στις γενικές ρήτρες της, και κατόπιν προβλέπει και δυνατότητα ειδικών διατάξεων που θα καθορίζουν “τα εμπίπτοντα άσματα”. Τέλος οι ποινές που προβλέπει αφορούν τις παραβάσεις της “παρούσας ως και των κατ’ εφαρμογήν της διατάξεων”. Δεν προβλέπει λοιπόν την εφαρμογή της υπό τον όρο ειδικών διατάξεων αλλά μπαίνει η ίδια σε εφαρμογή, “νόμιμα και ηθικά”, με δυνατοτητα και ειδικών διατάξεων.
γ) Ο τρίτος λόγος ειναι, οπως έγραψα και στο #66 το καθεστώς κρατικής αυθαιρεσίας εκείνων των χρόνων. αλλά για να γίνει αυτό πιο ανάγλυφο, παραθέτω από τη σελ. 211 του “Ρεμπέτικο και Πολιτική” (Νέαρχος Γεωργιάδης, ΣΕ 1993), το εξής περιστατικό:
“Ο Μπακάλης σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Θησαυρός [αρ. 1186 24-4-1990] αποκάλυψε ότι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου b[/b], εξαιτίας του τραγουδιού αυτού [Κάποια μάνα ανστενάζε] … Το περιοδικό αναφέρεται σε μια ανάλογη περιπέτεια που είχε ο Απόστολος Καλδάρας εξαιτιας του τραγουδιού του “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, και στη συνέχεια ερχόταν στην περίπτωση του Μπακάλη, με τα εξής λόγια: “Η Ασφάλεια επισκέφτηκε, νύχτα και πάλι, τον Μπάμπη Μπακάλη στο σπίτι του. Και τον έστρωσε κι αυτόν, άνευ προλόγου, στο ξύλο. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.!” Τον χτυπούσαν μέχρι το πρωί και του ζητούσαν να τους εξηγήσει το νόημα των στίχων. … Τον ρωτούσαν να τους πει γιατί αναστενάζει η μάνα και γιατί απουσιάζει ο γιός της, που βρίσκεται; “Να σου το πούμε εμείς, τότε: αναστενάζει γιατί ο γιός της είναι αντάρτης! Τον περιμένει να γυρισει στο σπίτι της αλλά αυτος δεν πρόκειται να γυρισει.””
Από όλα αυτά συμπεραίνω ότι καμία αυστηρή τυπικότητα δε χρειαζόταν για να διωχθεί ένα τραγούδι, πχ για να μαζευτούν οι δίσκοι του από τα πρατήρια.
Και ένα σχόλιο σχετικά με την αλληγορικότητα των στίχων του “Κάνε λιγάκι υπομονή”: Θα πρέπει να ήταν, εκείνα τα χρόνια, εκτος τόπου και χρόνου ο Τσιτσάνης, αν δεν ήξερε με ποιον τρόπο θα λειτουργούσαν τα λόγια του τραγουδιού αυτού. Πολύ απλά.
b[/b] Να σημειωθεί ότι όταν εκδόθηκε η παραπάνω αστυνομική διάταξη του '50, δεν είχε περάσει καν χρόνος από το τέλος του εμφυλίου, τα στρατοδικεία κι οι εκτελέσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα, κι ακόμα τα βουνά δεν είχαν καλά - καλά “καθαρίσει” από τους διωκόμενους αντάρτες. Μάλιστα στο ιδιο ΦΕΚ με την εν λόγω διάταξη δημοσιεύεται και επικήρυξη του επονομαζόμενου ως “ληστή” Καπετάν Καλομοίρη - αρχηγού “ομάδος Κ/Σ”, δηλαδή καπετάνιου του ΔΣΕ, που “συνεχίζει την δράσιν του” κλπ κλπ. Με άλλα λόγια είναι ζήτημα αν μπορούμε να πούμε ότι κατά τη συγεκριμένη χρονολογία έχουμε πια περάσει από την εμφυλιοπολεμική στη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και σε μια σχετική εξομάλυνση της “λύσσας” (κατά τον Ν.Γ.) των κρατικών οργάνων…