Ανέκδοτο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη

Η τεκμηρίωση του #78 είναι εμπεριστατωμένη, και προκύπτει από αυτήν, χωρίς να έχει παρουσιαστεί κάτι αντίθετο, ότι σύμφωνα τις διαθέσιμες πηγές δεν υπήρξε ονομαστική απαγόρευση του “κάνε λιγακι υπομονή”.
Εμμένω όμως στην εικασία μου του #66 (ότι μπορεί το κάνε υπομονή να “πλήρωσε” τη συγχυση με τον “υπομονητικό”, ότι δηλαδή η σύγχυση ενδεχομένως δεν υπήρξε μόνο “ρεμπετολογική” αλλά λειτούργησε και στο πλαίσιο της αστυνομικής πράξης - αυθαιρεσίας της περιόδου εκείνης), και εμμένω για 2-3 παραπάνω λόγους:
α) Τα γραφόμενα της Ελένης στο #76 σχετικά με τη μαρτυρία του Καζαντζίδη, από την οποία χρήσιμο θα ήταν να έχουμε και τη διατύπωση.
β) Από το γεγονός ότι η αστυνομική διάταξη 124 (ΦΕΚ Β΄ 119/29-7-1950), καθολου δεν περιορίζει τις απαγορεύσεις της στις μελλοντικές διατάξεις τις “καθορίζουσες τα εμπίπτοντα άσματα” κλπ, αλλά αντίθετα θεσμοθετεί ένα πλατύ πεδίο αστυνομικής αυθαιρεσίες καθώς εξαρχής απαγορεύει ό,τι υποτίθεται πως προσκρούει στις γενικές ρήτρες της, και κατόπιν προβλέπει και δυνατότητα ειδικών διατάξεων που θα καθορίζουν “τα εμπίπτοντα άσματα”. Τέλος οι ποινές που προβλέπει αφορούν τις παραβάσεις της “παρούσας ως και των κατ’ εφαρμογήν της διατάξεων”. Δεν προβλέπει λοιπόν την εφαρμογή της υπό τον όρο ειδικών διατάξεων αλλά μπαίνει η ίδια σε εφαρμογή, “νόμιμα και ηθικά”, με δυνατοτητα και ειδικών διατάξεων.
γ) Ο τρίτος λόγος ειναι, οπως έγραψα και στο #66 το καθεστώς κρατικής αυθαιρεσίας εκείνων των χρόνων. αλλά για να γίνει αυτό πιο ανάγλυφο, παραθέτω από τη σελ. 211 του “Ρεμπέτικο και Πολιτική” (Νέαρχος Γεωργιάδης, ΣΕ 1993), το εξής περιστατικό:
“Ο Μπακάλης σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Θησαυρός [αρ. 1186 24-4-1990] αποκάλυψε ότι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου b[/b], εξαιτίας του τραγουδιού αυτού [Κάποια μάνα ανστενάζε] … Το περιοδικό αναφέρεται σε μια ανάλογη περιπέτεια που είχε ο Απόστολος Καλδάρας εξαιτιας του τραγουδιού του “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, και στη συνέχεια ερχόταν στην περίπτωση του Μπακάλη, με τα εξής λόγια: “Η Ασφάλεια επισκέφτηκε, νύχτα και πάλι, τον Μπάμπη Μπακάλη στο σπίτι του. Και τον έστρωσε κι αυτόν, άνευ προλόγου, στο ξύλο. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.!” Τον χτυπούσαν μέχρι το πρωί και του ζητούσαν να τους εξηγήσει το νόημα των στίχων. … Τον ρωτούσαν να τους πει γιατί αναστενάζει η μάνα και γιατί απουσιάζει ο γιός της, που βρίσκεται; “Να σου το πούμε εμείς, τότε: αναστενάζει γιατί ο γιός της είναι αντάρτης! Τον περιμένει να γυρισει στο σπίτι της αλλά αυτος δεν πρόκειται να γυρισει.””
Από όλα αυτά συμπεραίνω ότι καμία αυστηρή τυπικότητα δε χρειαζόταν για να διωχθεί ένα τραγούδι, πχ για να μαζευτούν οι δίσκοι του από τα πρατήρια.

Και ένα σχόλιο σχετικά με την αλληγορικότητα των στίχων του “Κάνε λιγάκι υπομονή”: Θα πρέπει να ήταν, εκείνα τα χρόνια, εκτος τόπου και χρόνου ο Τσιτσάνης, αν δεν ήξερε με ποιον τρόπο θα λειτουργούσαν τα λόγια του τραγουδιού αυτού. Πολύ απλά.

b[/b] Να σημειωθεί ότι όταν εκδόθηκε η παραπάνω αστυνομική διάταξη του '50, δεν είχε περάσει καν χρόνος από το τέλος του εμφυλίου, τα στρατοδικεία κι οι εκτελέσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα, κι ακόμα τα βουνά δεν είχαν καλά - καλά “καθαρίσει” από τους διωκόμενους αντάρτες. Μάλιστα στο ιδιο ΦΕΚ με την εν λόγω διάταξη δημοσιεύεται και επικήρυξη του επονομαζόμενου ως “ληστή” Καπετάν Καλομοίρη - αρχηγού “ομάδος Κ/Σ”, δηλαδή καπετάνιου του ΔΣΕ, που “συνεχίζει την δράσιν του” κλπ κλπ. Με άλλα λόγια είναι ζήτημα αν μπορούμε να πούμε ότι κατά τη συγεκριμένη χρονολογία έχουμε πια περάσει από την εμφυλιοπολεμική στη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και σε μια σχετική εξομάλυνση της “λύσσας” (κατά τον Ν.Γ.) των κρατικών οργάνων…

Παρακολούθησα την ενδιαφέρουσα συζήτηση και η τεκμηρίωση του παρασάνταλου είναι παραπάνω από επαρκής.
Νομίζω ότι υπάρχει μια τάση να ξεχειλώνονται τα νοήματα που συνοδεύουν το λαικό τραγούδι προσδίδοντας μια πολιτική-ταξική (εκτός της κοινωνικής) χροιά που μάλλον ήταν περιορισμένη.
Με την ίδια λογική θα μπορούσαν να υπάρξουν δεκάδες ,ίσως εκατοντάδες, αλληγορικά τραγούδια…
Μην ξεχνάμε ότι άλλο το κοινό που άκουγε το είδος το 45-50 και άλλο το κοινό της δεκαετίας του 70 με το σύνολο της αριστεράς να αγκαλιάζει το “ρεμπέτικο”…

Επί του #81:
Σχολιάζω έναν -έναν τους προβληθέντες λόγους της εμμένουσας εικασίας:

α) περί «μαρτυριών» τοποθετήθηκα ήδη, και η αναφερθείσα καζαντζίδεια δεν μεταβάλλει το σκεπτικό μου, πόσω μάλλον που δεν προσκομίστηκε στη συζήτηση, ως όφειλε, ώστε να αξιολογηθούν διατύπωση και συγκείμενο.

β) Οι παρατηρήσεις που αφορούν την ΑΔ 124, φοβάμαι πως ελέγχονται από πλευράς γνώσης της στοιχειώδους λειτουργίας των κανόνων δικαίου. Να τα βάλουμε λίγο κάτω, λοιπόν. Οι Αστυνομικές Διατάξεις συνιστούν κανονιστικές διοικητικές πράξεις (κατʼ ουσίαν κανόνα δικαίου) που αφορούν τη ρύθμιση, δηλαδή την αστυνόμευση της ελευθερίας υπό όλες τις εκδοχές της. Ενέχουν αφʼ εαυτών υποχρεωτικότητα και δεν την εξαρτούν, βέβαια, από δυνητικά εφαρμοζόμενες κατʼ εφαρμογήν της αποφάσεις! Είναι δεσμευτικές οι ίδιες για ό,τι επιτάσσουν. Άλλης τάξεως, λοιπόν, η υποχρεωτικότητα της ΑΔ 124, και άλλης τάξεως η υποχρεωτικότητα της (δυνητικά) εκδιδόμενης απόφασης κατʼ εφαρμογήν της ΑΔ 124. Έτσι και η υπό συζήτηση Αστυνομική Διαταγή 124, όπως και κάθε ανάλογη, καθορίζει αρνητικά το γενικό κανονιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να κινούνται οι δίσκοι: δηλ. μας λέει π.χ. ότι απαγορεύονται οι δίσκοι που εξυμνούν εγκληματικές πράξεις, ανηθικότητες, χυδαιότητες κλπ κλπ. Από το γεγονός ότι ως κανόνας δικαίου απαγορεύει εν γένει στη δημόσια σφαίρα τραγούδια που φέρουν συγκεκριμένα επιλήψιμα χαρακτηριστικά, δεν συνάγεται βέβαια ότι λογίζονται απαγορευμένα συγκεκριμένα τραγούδια (ποια άλλωστε;) ούτε παρέχει εν λευκώ εξουσιοδότηση στους χωροφυλάκους να σπάνε όποιο δίσκο τους φαίνεται ότι συγκεντρώνει κάποιο από τα επιλήψιμα χαρακτηριστικά που απαγορεύει η ΑΔ 124! Εάν δεν ενεργοποιηθεί το άρθρο 8, το οποίο προβλέπει τη διακριτική ευχέρεια έκδοσης «καταδικαστικών» αποφάσεων συγκεκριμένων τραγουδιών που παρέβησαν την ΑΔ 124, ουδείς χωροφύλαξ (υφʼ οιασδήποτε περιστάσεις αστυνομικού κράτους) μπορεί να σπάσει -ηρέμως ή λυσσαλέως- το «Κάνε υπομονή», και μάλιστα, ακόμα χειρότερα, να σπάσει το όλως διαφόρου ονοματολογικής ταυτότητας τραγούδι του Τσιτσάνη στη θέση του «Υπομονητικού» του Μαυρέα…

Στη συνέχεια, τώρα, όταν εκδοθεί η συγκεκριμένη απόφαση για συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα τραγούδια, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία του άρθρου 8, όποιος την παραβεί θα αντιμετωπίσει τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες, διότι η παράβαση αστυνομικών διατάξεων/αποφάσεων τιμωρείται όπως προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας (τότε Ποινικός Νόμος). Αυτό είναι το νόημα του «οι παραβάται της παρούσας ως και των κατʼ εφαρμογήν της εκδιδομένων αποφάσεων», μην τα μπλέκουμε. Για παράδειγμα, παραβαίνω την παρούσα (δηλ. την 124) εάν, παρά την απαγόρευση, εγώ βγάζω ένα τραγούδι με γαμοσταυρ…. Το παίζουν τα μεγάφωνα, ξέρω γω, τʼ ακούει ο χωροφύλακας, βουτάει ένα δίσκο για δείγμα-πειστήριο, συνεδριάζει η αρμόδια αστυνομική επιτροπή, βγάζει το Πρακτικό της (κρίνοντας εάν εμπίπτει ή όχι το τραγούδι μου στο ρυθμιστικό πεδίο της 124) και πράγματι εκδίδεται η απόφαση (κατʼ επίκλησιν και κατʼ εφαρμογήν της 124) που απαγορεύει το συγκεκριμένο παλιοτράγουδό μου. Ε, εγώ πρέπει να συμμορφωθώ και όχι να παραβώ την κατʼ εφαρμογήν της ΑΔ 124 εκδοθείσα απόφαση.

γ) «Ρεμπετολογικού» τύπου αστυνομικές συγχύσεις δεν έγιναν ποτέ όσον αφορά τη δίωξη τραγουδιών, οπότε πώς μπορούμε να εικάσουμε ότι θα γίνονταν στη συζητούμενη περίπτωση, και μάλιστα με αφορμή τραγούδι, του οποίου ο δημιουργός ο ίδιος δεν το συγκαταριθμεί στα απαγορευθέντα του; Φοβάμαι πως η διαρκής επίκληση στο «καθεστώς κρατικής αυθαιρεσίας εκείνων των χρόνων» συνιστά απλώς πάγχρηστο πασπαρτού, διότι επισείεται εκ των προτέρων ως γενική θολή ομπρέλα τεκμαιρόμενης αυθαιρεσίας, κάτω από την οποία μοιραία «κουκουλώνονται» τα καθʼ έκαστον συμβάντα κατά περίπτωση, χωρίς τίποτε να εξηγεί σχετικά με το συγκεκριμένο τραγούδι που έχουμε μπροστά μας και τα συνοδά δεδομένα που το αφορούν και εξηγούν πλήρως την περίπτωσή του.

Μην ξεχνάμε ότι εδώ πρόκειται περί του να θίξουμε ένα εμπορικό προϊόν, πρόκειται περί του να βάλουμε χέρι στην περιουσία του άλλου (του Τσιτσάνη, ξέρω γώ, του εταιριάρχη κλπ κλπ), πρόκειται κυρίως περί του να «σπάσουμε με λύσσα» εκατοντάδες αντίτυπα ενός δίσκου που ωστόσο φέρει επί της ετικέτας του αριθμό αδείας λογοκρισίας! Άιντε… έτσι…, με την -απλώς θέτουσα το γενικό απαγορευτικό περίγραμμα- Αστυνομική Διάταξη 124 στο χέρι, ο πάσα χωροφύλαξ θα έβγαινε παγανιά να σπάσει όχι μόνο «πλάκα» αλλά και συγκεκριμένες πλάκες στο έτσι στιλ που θα του εκάπνιζε, περί διά αστυνομικήν αυθαιρεσίαν του καιρού εκείνου; Δεν νομίζω, και μάλιστα ούτε με σφαίρες δεν το νομίζω, ακόμη και εμφυλιοπολεμικές… Το μόνο διαπιστωμένο εν τοις πράγμασι είναι ότι χρειαζόταν και τότε ακόμη -και πάντα, υπό οιεσδήποτε περιστάσεις αστυνομικού κράτους- να τηρηθεί ο «ουσιώδης τύπος», που λέμε στο διοικητικό δίκαιο: δεν μπορούσε κανείς να σε αρπάξει (αν υποθέσουμε ότι ήσουν άσμα) αν δεν ήσουν εξακριβωμένα εσύ ο κύριος «Υπομονητικός» που κρίθηκες απαγορευτέος κατά την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία, πώς να το κάνουμε… Έπρεπε δηλ. να προϋφίσταται η θέτουσα το γενικό απαγορευτικό πλαίσιο ΑΔ 124, π.χ., ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια, εάν διαπιστωνόταν παράβαση αυτής, η κατʼ εφαρμογήν της έκδοση απόφασης που θα απαγόρευε συγκεκριμένα πια τραγούδια.

Και πράγματι, υπό την προπεριγραφείσα διαδικασία ακριβώς ήταν που απαγορεύθηκε, για παράδειγμα, το «Κάποια μάνα αναστενάζει»:
Λαβόντες υπόψη 1) τας διατάξεις της υπʼ αριθ. 190/1946 άρθρ. 5ον περί απαγορεύσεως κυκλοφορίας εις φυλλάδια ή φωνογραφικούς δίσκους κλπ ασμάτων αντιθρησκευτικών, αντεθνικών ή χυδαίου και ανηθίκου περιεχομένου, 2) τας υπʼ αριθ. 7.813/19-10-47 και 17343/9-11-47 αναφοράς των ΙΑ΄ και Ε΄ Αστυν. Τμημάτων και 3) Πρακτικό Επιτροπής εξ ανωτέρων αστυνομικών υπαλλήλων εξ ων προκύπτει ότι το κυκλοφορούν άσμα «Κάποια μάννα αναστενάζει» εις φωνογραφικούς δίσκους ενέχει αλληγορικήν σημασίαν, εξ ού δύνανται να δημιουργηθώσιν αντεγκλήσεις, σοβαρά επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως.

Αποφασίζομεν: Την απαγόρευσιν της χρησιμοποιήσεως του φωνογραφικού δίσκου με το άσμα «Κάποια μάννα αναστενάζει» εντός δημοσίων κέντρων και λοιπών χώρων προσιτών εις το κοινόν καθʼ άπασαν την περιοχήν της καθʼ ημάς Αστυν. Δ)νσεως. Ημέραν ενάρξεως ισχύος της παρούσης ής η εφαρμογή ανατίθεται εις τους αστυν. υπαλλήλους ορίζομεν την 10ην Δεκεμβρίου 1947.

Η τεκμηρίωση του παρασάνταλου αποδείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για ρητή ονομαστική απαγόρευση του “κάνε λιγάκι υπομονή” και ότι όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο αντίθετο.

Σχετικά με την αλληγορικότητα, που είναι διαφορετικό ζήτημα, νομίζω πως πράγματι δεν ήταν ένα και δυο τα αλληγορικά τραγούδια αλλά πολύ-πολύ περισσότερα.
Το θέμα είναι όμως και πώς αντιλαμβάνεται κανείς την αλληγορικότητα και τη λειτουργία της στον ακροατή.
Δεν πρόκειται για κρυπτογραφήματα και για κάποια στεγνά λογική διαδικασία αποκρυπτογράφησης.
Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι ίδιοι στίχοι απευθύνονται στα βιώματα και τις προσδοκίες του κοινού τους.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 ένα τραγούδι αρχίζει με το στίχο: "Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει κοντά σου νάρθει μια χαραυγή", έχει ήδη απευθυνθεί άμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που είναι απελπισμένοι, όχι όμως για μια γυναίκα, αλλά για έναν εντελώς διαφορετικό έρωτα. Γι’ αυτόν τον έρωτα που τους έκανε να ζουν για σχεδόν μια δεκαετία με το όπλο στο χέρι, με το παράνομο έντυπο στην τσέπη, που τους έκανε να διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να γράψουν ένα σύνθημα στον τοίχο, και που πηγαίνανε 200-200 στους τοίχους της κάθε Καισαριανής, πολλές φορές χορεύοντας και τραγουδώντας, και που δεν ανταλλάσανε τη ζωή τους ούτε για μια “απλή” υπογραφή. Σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που είχαν πατέρα, μάνα, αδελφό, αδελφή, σύζυγο, αρραβωνιαστικό κλπ στη φυλακή ή στην εξορία, μελλοθάνατο, ισοβίτη, φυλακισμένο ή υπόδικο. Δεν “βγάζω λόγο” απαριθμώντας τα αυτά, είναι η ιστορική αλήθεια, και είναι επίσης το βιωματικό υπόβαθρο ολόκληρου λαού εκείνα τα χρόνια, πάνω στο οποίο λειτουργούσε το λαϊκό τραγούδι.

Η αλληγορία, με αυτή την έννοια και όχι με την έννοια της γραμματολογικής αποστέωσης, δεν είναι κάτι το πρωτοφανές, δεν είναι κάποια “πρωτοτυπία” του Τσιτσάνη. Αντίθετα ο Τσιτσάνης είναι μέρος μιας πολύ πιο πλατιάς ποιητικής και λαϊκής - ποιητικής παράδοσης. Στο #61 αναφέρω το παράδειγμα ενός εντελώς λαϊκού. “άσημου”, μπλουζίστα που λέει στον κινηματογραφικό φακό, ότι “όταν τα τραγούδια μου μιλάνε για μια γυναίκα, δεν εννοούν πάντα μια γυναίκα”.
Στη “λόγια” ποίηση, να θυμηθώ το Ρίτσο και το “κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα”, που βρίσκει το χρώμα του στο συναγμένο αίμα και στο μάζεμα του ήλιου.
Στο δημοτικό τραγούδι, ποια βιωματική “συμπαραδήλωση” (!!!) μπορεί να έχει, στα χρόνια όπου ήταν τραγούδι σύγχρονο και όχι παραδοσιακό, ο στίχος για την ξανθή που κοιμάται στο γυάλινο πύργο στο βουνό που έχει ανταρούλα στην κορφή “και πώς να την ξυπνήσουμε και πώς να της το πούμε, ξύπνα καημένη Αναστασιά”;

Και σχετικά με το κοινό του 40 - 50 και αυτό του 74 με το “σύνολο της αριστεράς” κλπ.
Νομίζω ότι το “σύνολο της αριστεράς” του ‘74, και ιδίως η νεολαία που άρχισε ν’ ασχολείται με το παλιό λαϊκό τραγούδι, ήταν πολύ λιγότερο σε θέση να αντιληφθεί αλληγορικά την “απελπισία”, τη “χαραυγή”, την “αγάπη” και τον “έρωτα” των στίχων, σε σύγκριση με το κοινό του 40-50 που όλα της τα άμεση πάθη και βιώματα έβρισκαν λυτρωτική ανταπόκριση στους ίδιους αυτούς στίχους και “λέξεις”. Για το κοινό του 74 η αλληγορία μπορούσε βασικά να προέλθει μέσα από φιλολογική και όχι βιωματική διαμεσολάβηση.

Ακόμα και πριν το 40: Στο #42 παράθεσα την σύγχρονη (1936) μαρτυρία, για τα αγόρια που σχολώντας από το σχολείο τραγουδάνε ένα τραγούδι σαν του Μάρκου (“πρωθυπουργοί”), αν όχι το ίδιο το τραγούδι του Μάρκου συνοδευόμενο με πρόσθετα αυτοσχέδια στιχάκια, και την παράθεσα για να δείξω το κοινωνικό (και χωρίς περιστροφές, εν προκειμένω, ταξικό) πεδίο μες στο οποίο λειτουργούσε το λαϊκό τραγούδι και η “πολιτικότητά” του.

Για τη δεκαετία ακριβώς 40-50 (και για τα χρόνια μετά το '47) παράθεσα στο #40 την αφήγηση για το “κάποια μάνα” και την “αλληγορία” του (την κατά “σύμπτωση” τόσο παράλληλη αφήγηση με τα αναφερόμενα για τον Μπακάλη στο #81) και την αφήγηση για τη φυλακή και την ξενητιά και το πλάτυ κοινωνικό λαϊκό έδαφος στο οποίο κάθε στιχουργική στάλα μπορούσε βιωματικά να μετουσιωθεί σε “πολιτική”.

Διαθέσιμη έχω και την αφήγηση του ίδιου συγγενικού μου προσώπου που όταν ήρθε από το χωριό στην Αθήνα ήξερε σχεδόν μόνο τα δημοτικά, κι έμαθε το λαϊκό τραγούδι όταν έπιασε δουλειά στην Πειραϊκή-Πατραϊκή το '48: Όχι από τους δίσκους αλλά από τις φωνές των άλλων εργατριών.

Ίσα-ίσα, που λόγω μιας επίκτητης “διαστροφής” μου, είμαι αναγκασμένος και έχω συνηθίσει, να δίνω ιδιαίτερη προσοχή στις διαφορές ανάμεσα σε φράσεις όπως “δι’ αποφάσεων ημών δύνανται να καθορίζονται” ή “δι’ αποφάσεων ημών καθορίζονται”. Ή ανάμεσα σε ένα “οι παραβάται της παρούσης ως και των κατ’ εφαρμογήν της εκδιδομένων αποφάσεων”, σε ένα “οι παραβάται της παρούσης και των κατ’ εφαρμογήν της εκδιδομένων αποφάσεων”, ή σε ένα “οι παραβάται των κατ’ εφαρμογήν της (παρούσης) εκδιδομένων αποφάσεων”.

Βέβαια, όλος ο ακόλουθος συλλογισμός του #83 θα μπορούσε να συνιστά τους νομικά βάσιμους ισχυρισμούς κάποιου αναιρεσείοντος αν το ζήτημα έφτανε στον Άρειο Πάγο ή στο ΣτΕ, αλλά με πολλές πιθανότητες να μειοψηφούσε ή και να απορριπτόταν ομόφωνα, εφόσον το ανώτατο δικαστήριο παρέμενε προσκολλημένο στην γραμματολογική ερμηνεία της αστ/κής δ/ξης και την θεωρούσε ταυτόσημη με την “βούληση του νομοθέτη”, εν προκειμένω του “αστ/κού δ/ντή”.
Και επειδή το ζήτημα δεν έφτασε ποτέ στον ΑΠ ή στο ΣτΕ, αρμόδιο για την ερηνεία της βούλησης του νομοθέτη παρέμενε το κάθε αστ/κό όργανο, στο οποίο όργανο αυτο το “δύνανται” και αυτό το “ως και” παρείχε ένα εκτεταμένο πεδίο αυθαιρεσίας, υπό τον τύπο μάλιστα και της “χάρης” προς τον “ένοχο”, οτι απλώς τώρα σπάω μερικές πλάκες ή μαζευω δίσκους από το πρατήριο και να εισαι ευχαριστημένος που δεν σε διώκω “συμφώνως τοις άρθροις 29 έως 33 του Νόμου 5060 ως ετροποποιήθη κλπ κλπ”.

Ο λόγος για να εικάσουμε (με αφετηρία τα όσα λέει πχ ο Χατζηδουλής ή ο Γεωργιάδης) είναι το θέατρο του παραλόγου με το οποίο είναι άρρηκτα συσχετισμένη η κρατική αυθαιρεσία. Στην καθημερινότητα αυτής της αυθαιρεσίας μπορώ κάλλιστα να φέρω στο νου μου τον χωροφύλακα που στο όνομα του “υπομονητικού” διώκει το “κάνε λιγάκι υπομονή” μια και δυο φορές, μέχρις ότου πχ ανταλλαγούν μερικά τηλεφωνήματα μεταξύ εταιρίας και αρμόδιων αρχών και “ξεκαθαριστεί” το τόσο “συγκεχυμένο” αυτό ζήτημα. Ο δε Τσιτσάνης ήταν, φυσικά, πολύ καλά σε θέση να γνωρίζει ποια τραγούδια του υπέστησαν ρητή απαγόρευση, και σε αυτό ακριβώς αναφέρεται κι όχι στο αν τυχόν “άτυπα” κυνηγήθηκε οποιοδήποτε άλλο τραγούδι του.
Σχετικά με την “επίκληση στο «καθεστώς κρατικής αυθαιρεσίας εκείνων των χρόνων»”, φοβάμαι κι εγώ με τη σειρά μου, ότι η άποψη περί “πασπαρτού” στερείται εμπειρίας ακόμη και για το καθεστώς αυθαιρεσίας αυτών εδώ των χρόνων που ζούμε (και για να το περιορίσω αλλά και να δώσω και έμφαση: ακόμα και των “προμνημονιακών” χρόνων), όπου στη βάση ενός καθορισμένου - ακαθόριστου νομικού πέπλου είναι απλό να υποστείς λ.χ. αυθαίρετες ανακριτικές πράξεις μόνον για τον λόγο ότι είσαι διερχόμενος από κάποιο “σημείο ελέγχου”, να προσαχθείς ενώ έχεις ταυτότητα και να παραμείνες κρατούμενος για 23 ώρες και 59 λεπτά απλά γιατί θεωρήθηκες κακομαθημένος.
Να πω λοιπόν, απλώς: Πόσο μάλλον εκείνα τα χρόνια.

Φοβάμαι, επίσης, ότι και οι παραπάνω “αναφορές των ΙΑ΄ και Ε΄ Αστυν. Τμημάτων”, δεν ήταν καθόλου φιλολογικές (με την υπηρεσιακή έννοια) αλλά συνοδεύονταν από περιστατικά, για τα οποία οι αναφορές αναφέρονταν και ταυτόχρονα ζητούσαν εκ των υστέρων υπηρεσιακή κάλυψη (εφοσον μάλιστα επρόκειτο και περί “εμπορικού προϊόντος”). Την οποία κάλυψη βρήκαν στην εκδοθείσα αστ/κή δ/ξη κλπ. Το αντίθετο (το να ήταν αναφορές απλώς φιλολογικές) θα μου φαινόταν αταίριαστο με τα κρατικά ηθη της εποχής.

Εν κατακλείδι, η εικασία μου ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα: κρατική αυθαιρεσια vs “κάνε λιγάκι υπομονή”, παραμένει εικασία μου.

Για να υπάρξει τεκμηρίωση, λαμβάνονται υπόψη όλες οι υπάρχουσες πληροφορίες:
ναι, μεν, νομοθεσία και σχετικές διατάξεις, αλλά και μαρτυρίες (*) αξιόπιστες και διασταυρωμένες., αναφορές στον Τύπο κ.λπ.

i Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά έχω την εντύπωση, Παρασάνταλε, πως θεωρείς ότι οι αναφορές στην απαγόρευση του “Κάνε λιγάκι υπομονή” είναι εσφαλμένες λόγω σύγχυσής του με τον “Υπομονητικό”, κάτι που δεν ισχύει. Τουλάχιστον όχι σε όλες τις αναφορές.[/i]

Επίσης, τα όργανα της τάξης, επί Μεταξά, δεν φαίνεται να είχαν σαφείς και συγκεκριμένες εντολές για δράση πάντοτε:

  • π.χ., ένας υπάλληλος του υφυπ. Τύπου βρισκόταν δίπλα στο ραδιοφωνικό παραγωγό, με δικαίωμα να κόψει την εκπομπή στον αέρα, αν έκρινε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να έχει συγκεκριμένες οδηγίες, πως αυτά που ακούγονταν έβλαπταν την “εικόνα” της δικτατορίας

  • μαρτυρίες ότι μπούκαραν σε σχολεία και σπίτια και παρακινούσαν και “εθνικόφρονες” πολίτες να κάνουν το ίδιο και να συγκεντρώνουν ό,τι βιβλίο / έντυπο έβρισκαν μπροστά τους και θεωρούσαν “αντεθνικό” και να τα καίνε στις πλατείες. Δεν νομίζω να είχαν …σκονάκι, ενεργούσαν κατά πώς τους έκοβε το κεφάλι τους, στη δεδομένη στιγμή, χωρίς και σ’ αυτή την περίπτωση να υπολογίζουν περιουσιακά στοιχεία, πνευματικά δικαιώματα κ.λπ.

  • μαρτυρία του Μπακάλη (την ανέφερε νομίζω ο Άγης) για υποβολή του σε βασανιστήρια για να μολογήσει “τι εννοούσε ο ποιητής στους στίχους” επιβεβαιώνουν το καθεστώς αυθαιρεσίας που υπήρχε.
    Για όσους εξάλλου ένιωθαν την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν υπήρχε και ο …Μανιαδάκης.

Δεν απέχει και πολύ, λοιπόν, με την ίδια ευκολία, να έσπαζαν και πλάκες γραμμοφώνου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες Νέαρχου και Κουνάδη.

Εκτός από τις μαρτυρίες του Νέαρχου και του Κουνάδη που αναφέρθηκαν ήδη, [b][u] ένα δημοσίευμα από τον Τύπο[/b] [/u]

και μια σχετική επίσης αναφορά στο “Κάνε λιγάκι υπομονή”:
“…Τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου,με αλληγορικές-για τον φόβο της λογοκρισίας-πλην όμως, σαφείς αναφορές. Ο Β. Τσιτσάνης, στην προσπάθειά του να περάσει κοινωνικοπολιτικά θέματα στη δύσκολη εμφυλιακή περίοδο και να ξεγελάσει τη λογοκρισία, χρησιμοποιούσε --όπως και οι περισσότεροι συνθέτες-- το θέμα της γυναίκας και του έρωτα.
Το 1951, μαζί με χασικλίδικα όπως η «Δροσούλα» και «Της μαστούρας ο σκοπός» και άλλα «ύποπτα» για την εποχή τραγούδια, όπως το «Κάποια μάνα αναστενάζει» και το «Ως πότε πια τέτοια ζωή», περιελήφθη στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» που εξέδωσε τότε η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, προκειμένου να «προστατεύσει» «τη θρησκεία και τα Ελληνικά ήθη και έθιμα». Ισχυρή απόδειξη του πόσο συνδέθηκε η συγκεκριμένη ηχογράφηση με την εμπειρία εκείνων των χρόνων, αποτελεί η χρήση της ως ηχητικού ντοκουμέντου στο «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, για να «εικονογραφηθεί» το έτος 1951…”

για να υπάρχει μια πιο πλουραλιστική εικόνα για το θέμα που συζητάμε.

Αλληγορίες και κρυμένα νοήματα βρίσκονται παντού, αρκεί να θέλει κάποιος να τα δει.
Πολλές φορές όμως, το τι φαντασιώνεται ο καθένας ακούγοντας ένα τραγούδι δε σημαίνει ότι συμβαδίζει με το σκοπό του καλλιτέχνη και τα φανερά ή κρυφά νοήματα που ήθελε να περάσει.
Προσωπικά ακούω ένα καταπληκτικό ερωτικό τραγούδι και τίποτα παραπάνω. Άλλωστε αν δεν κάνω λάθος δεν υπάρχει καμία μαρτυρία περί υπάρξεως διαφορετικών αρχικών στοίχων. Επίσης δεν ξέρω αν υπάρχουν μαρτυρίες ακροατών της εποχής που να αναφέρουν ότι όταν άκουγαν γυναίκα και έρωτα σε ένα τραγούδι φαντασιώνονταν την επανάσταση… Και σίγουρα κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε παρά να έχει μερική ισχύ και όχι καθολική στο σύνολο των ακροατών, που προφανώς δεν ήταν μόνο αριστεροί.
Δε νομίζω να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ειδικά ο Τσιτσάνης είχε κάποιου είδους κρυφή σχέση με το αριστερό ακροατήριο ώστε να εκπέμπει κρυφά νοήματα. Άλλωστε κουμπαριά με το Μουσχουντή είχε…

Δεν είναι το γενικό ερμηνευτικό κλείδι (“πασπαρτού”) του έργου που άφησε ο Τσιτσάνης η κουμπαριά του με τον Μουσχουντή.
Ούτε το αν υπήρχαν διαφορετικοί αρχικοί στίχοι αποτελεί κριτήριο για το αν αυτοί οι συγκεκριμένοι στίχοι λειτουργούσαν αλληγορικά στην εποχή τους, καθώς και για το αν αυτή η αλληγορική λειτουργία τους ήταν συνειδητή εκ μέρους του δημιουργού τους.
Το ερώτημα αν υπάρχουν “μαρτυρίες ακροατών της εποχής που να αναφέρουν ότι όταν άκουγαν γυναίκα και έρωτα σε ένα τραγούδι φαντασιώνονταν την επανάσταση”, είναι άστοχο από όλες του τις πλευρές: Καταρχήν δε μιλάμε για “ένα τραγούδι”, αλλά για αυτό το τραγούδι. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία πάγια αλληγορική σημασία της “γυναίκας” (στην οποία επιπροσθέτως δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο τραγούδι) και του “έρωτα”. Τρίτον, κανείς δεν είπε ότι η “φαντασίωση” των ακροατών του “κάνε υπομονή” ήταν η “επανάσταση”.
Τέταρτον, η μαρτυρία είναι του ίδιου του Τσιτσανη, απλώς στη ροή της συζήτησης παρεμβλήθηκαν ορισμένες ενστάσεις για το αν ο Τσιτσάνης ήξερε τι έλεγε επ’ αυτού.

Ο Τσιτσάνης από το άλληγορικό “Κάνε λιγάκι υπομονή” έως το καταδηλωτικό “Της γερακίνας γιος” ακολούθησε μια συνεπή δημιουργική διαδρομή…
Φυσικά το να ακούει κανείς απλώς ένα καταπληκτικό ερωτικό τραγούδι και τίποτα παραπάνω, είναι δικαίωμα που το δίνει η ίδα η αλληγορία. Αυτός είναι άλωστε κι ο σκοπός της: άλλος να ακούει απλώς ένα ερωτικό τραγούδι, κι άλλος ν’ ακούει ένα τραγούδι με θέμα τον έρωτα στην κοινωνική του καθολικότητα.
Άλλος μπορεί να ακούει απλώς έναν γυάλινο πύργο που μέσα μένει μια ξανθή που τυχαίνει να τη λένε Αναστασία (κι οι βλάχοι την φωνάζουν Αναστασιά), κι άλλος να “φαντασιώνεται” τα δικά του, χωρίς καν να διατίθενται και μαρτυρίες ακροατών γύρω από αυτο.
Αλλά μάλον οι Βλάχοι δεν αλλάζουν, ίδιοι κι όμοιοι από την εποχη της Αναστασιάς μέχρι την εποχή της Υπομονής.

#86:
1)Θεωρώ αυτονοήτως ελάχιστο προαπαιτούμενο κάθε σχετικής συζήτησης τη λήψη υπόψη όλων των πληροφοριών που μπορούμε να συγκεντρώσουμε για το θέμα που μας απασχολεί (:«απαγορεύτηκε ή όχι αυτό το τραγούδι του Τσιτσάνη;»). Από εκεί και μετά, όμως, προβαίνουμε σε κριτική αποτίμηση των «πηγών»: υποβάλλουμε ό,τι μαζέψαμε στη σχετική βάσανο, αξιολογώντας το από άποψη σχετικότητας, εγκυρότητας, αξιοπιστίας, αντιπροσωπευτικότητας κλπ κλπ, προκειμένου να καταδειχθούν η αξία του και τα όριά του, με συγκρίσεις/διασταυρώσεις, ώστε αναλόγως να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε ή να τροποποιήσουμε τις εκάστοτε τοποθετήσεις και επιχειρήματα που έχουν παρουσιαστεί σε μια δεδομένη συζήτηση, προκειμένου να διαφωτίσουμε -ει δυνατόν εντελώς- το αντικείμενο της συζήτησης.

2)Θεωρώ ότι κατέδειξα πως όλες οι αναφορές στην απαγόρευση του τραγουδιού είναι εσφαλμένες, είτε συσχετίζονται με τον «Υπομονητικό» είτε όχι, είτε προέρχονται από ρεμπετολόγους είτε από «μάρτυρες» είτε από έτερους αντιγραφείς.

Επαναλαμβάνω πάντως και αποσαφηνίζω: η «ρεμπετολογική» σύγχυση με τον «Υπομονητικό» αφορά τους κάτωθι: (Π. Κουνάδης,«Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά−μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι», εκδ. ΓΣΕΕ 2000: σελ. 217) –(Θ. Αναστασίου, «Βασίλης Τσιτσάνης-Άπαντα», εκδ. Λαϊκό Τραγούδι 2004: σελ. 141 )-(Γ. Αλεξάτος, «Το τραγούδι των ηττημένων», εκδ. Γειτονιές του Κόσμου 2006: σελ. 58) – (Σ. Πάπιστας,«Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια, 1940-1949», εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007: σελ. 753)

Όλοι οι άλλοι, ρεμπετολόγοι (Γεωργιάδης, Χατζηδουλής) και μη («μάρτυρες», διαδικτυακοί αντιγραφείς και πλήθος κόσμου) ΑΠΟΦΑΙΝΟΝΤΑΙ, χωρίς να παρέχουν την παραμικρή απόδειξη των λεγομένων τους, ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε και σπάγανε λυσσωδώς τους δίσκους. Κάποιοι πάντως και από αυτούς (ή οι περισσότεροι) ισχυρίζονται ότι μπήκε στη λίστα του 1950 ή του 1951 (π.χ. Χατζηδουλής), οπότε ξαναγυρνάμε πάλι από την πίσω πόρτα στον «Υπομονητικό» (διότι αυτόν τον έρμο βλέπουμε στη λίστα…). Ο κύκλος είναι φαύλος…

3)Ευχαρίστως να συζητήσουμε κάποτε για το μεταξικό καθεστώς σχετικά με το ρεμπέτικο (και εξ άπαντος για το αριστερό «καθεστώς» σχετικά με το ρεμπέτικο), αλλά τώρα συζητούμε για τραγούδι του 1948: παράκληση και πάλι να μη μετατοπίζεται η συζήτηση.

4)Η προτελευταία αναφορά του #86 σε δημοσίευμα από τον Τύπο, προσθέτει απλώς μία ακόμη αναπαραγωγή της «πληροφορίας» ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, χωρίς να παρέχει την παραμικρή τεκμηρίωση, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη, από εμένα τουλάχιστον. Εκτός και εάν θεωρείται ότι συνιστά επιχείρημα η αριθμητική συγκομιδή ατεκμηρίωτων αποφάνσεων, προκειμένου η έλλογη υποστήριξη μιας θέσης να υποκατασταθεί από την ποσοτικοποιημένη α-λογία…

5)Η τελευταία αναφορά που μας προσκομίζει το #86 είναι ανώνυμη, ως μη όφειλε, ωστόσο από μια πρόχειρη αναζήτηση είδα, εάν δεν κάνω κανένα φρικαλέο λάθος (για το οποίο ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη), ότι το κείμενο ανήκει στο μέλος Peven. Εάν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, θα ήθελα να μας πει ο ίδιος από πού έχει αντλήσει την πληροφορία (κι ενημερώνει και το κοινό του You Tube) ότι το τραγούδι που συζητάμε «μπήκε στον κατάλογο των απαγορευμένων του 1951».

  1. Στο #76, προσκομίστηκε ως επιπρόσθετος «μάρτυρας» της απαγόρευσης του τραγουδιού ο Καζαντζίδης, στο καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Παρακαλώ την Ελένη να καταθέσει το συγκεκριμένο παράθεμα (εννοείται ότι όφειλε να το είχε ήδη κάνει), διότι πολύ πιθανόν να μου διέφυγε κατά την πολύ πρόχειρη ανάγνωση του βιβλίου. Αυτό που διαβάζω στη σελ. 44 είναι μια σκηνή που διαδραματίζεται τον Οκτώβριο 1949 όπου ο Στελάρας κάθεται σπίτι και γρατζουνάει την κιθάρα του και τότε «Από μακριά ακουγόταν η λατέρνα που έπαιζε το τραγούδι Κάνε λιγάκι υπομονή […] Πατώντας στις νότες της λατέρνας, έπαιζα και τραγουδούσα το τραγούδι της λατέρνας. Ήταν ένα δυνατό κομμάτι του Τσιτσάνη, είχε κυκλοφορήσει πρόσφατα».

7)Το τελευταίο επιχείρημα που έχει εισαχθεί στη συζήτηση είναι το περιώνυμο «καθεστώς αυθαιρεσίας» του τότε. Πάει καλά, αλλά επαναθέτω τα προκύπτοντα ερωτήματα: εάν το τραγούδι απαγορεύτηκε «κανονικά και με τον νόμο», όπως τα άλλα 2 του Τσιτσάνη (που και στη μαύρη λίστα βρίσκονται με το ονοματάκι τους, αλλά και ο δημιουργός τους βεβαιώνει της λίστας το αληθές), πού είναι το ονοματάκι του στη μαύρη λίστα και γιατί δεν το συγκαταριθμεί στα απαγορευμένα ο Τσιτσάνης; Είναι ποτέ νοητό να υποθέσουμε ότι δεν θα έσπευδε από την πρώτη στιγμή να το μνημονεύσει υπερηφάνως πλάι στα άλλα δύο (και για το ονόρε, αν μη τι άλλο); Εάν, πάλι, δεν απαγορεύτηκε μεν επισήμως, αλλά όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το «κυνηγούσανε ατύπως» ένεκα το «καθεστώς αυθαιρεσίας», πώς και πάλι ο Τσιτσάνης ποτέ δεν μνημόνευσε τέτοια άδικη και παράνομη κακομεταχείριση του δίσκου του; Τι είχε να φοβηθεί το 1972 ή το 1980;

Αλλά, όπως και να έχει το πράγμα με το ενδεχόμενο του άτυπου κυνηγητού από το «καθεστώς αυθαιρεσίας, είχα μείνει με τη βεβαιότητα ότι το ζήτημα που έβαλα δεν ήταν αυτό, αλλά εάν το τραγούδι απαγορεύτηκε ή όχι (υποστηρίζοντας το δεύτερο). Θα παρακαλούσα να μείνουμε σε αυτό. Μόλις (και εάν) καταλήξουμε στο υπό συζήτηση θέμα που άνοιξα, μετά, όσοι θέλουν, ας συζητήσουν και το άλλο.

Είναι όμως άλλο από αυτό που έθεσα, μη γελιόμαστε…

Μια που το 7) του #89 με αφορά, να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα:

Εξαρχής το ζήτημα περί κρατικής αυθαιρεσίας και της πιθανότητας αυτή να “άγγιξε” και το “κάνε λιγάκι υπομονή”, το έθεσα σαν άλλο από το θέμα της ρητής του ονομαστικής του απαγόρευσης, για την οποία ανέφερα ήδη δυο φορές ότι η τεκμηρίωση βάσει των διαθέσιμων πηγών δεν την επιβεβαιώνει.

Για τα προκύπτοντα ερωτήματα: Το τι είχε να φοβηθεί ο Τσιτσανης το 1972 είναι φανερό από τη χρονολογία (αν δεν πρόκειται για λάθος χρονολογία, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από την ίδια την ερώτηση). Τι είχε να φοβηθεί το 1980: Μέχρι και το 1980 οι αντιστασιακοί που με τις οργανώσεις τους επιχειρούσαν να καταθέσουν στεφάνια στις εθνικές γιορτές ξυλοκοπούνταν άγρια από τα ΜΑΤ. Το 1980 μάλιστα υπήρχε κι ένας νεκρός από τέτοιο “επεισόδιο”. Ενδεικτικό του κλίματος της περιόδου και γι’ αυτό και το αναφέρω. Για να μη λέω πρισσότερα, μια απόλυτα ρεαλιστική πηγή για το πώς ήταν το 1980 από αυτή την άποψη, είναι η κωμωδία του Θ. Μαραγκού “Μάθε παιδί μου γράμματα”. Γύρω λοιπόν από τα ζητήματα της αντίστασης, του εμφυλίου και της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, τα στόματα άρχισαν να ελευθερώνονται μετά το 1981 κι ακόμα περισσότερο μετά το 1982 και την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Έτσι κι ο Τσιτσάνης, όπως και πολλοί άλλοι, δύσκολα θα άνοιγε το στόμα του ως τότε για να μιλήσει γύρω από “άτυπα” γεγονότα και καταστάσεις που έζησε.

Τέλος, πουθενά δεν έγραψα ότι ίσως “όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το «κυνηγούσανε ατύπως» ένεκα το «καθεστώς αυθαιρεσίας»”. Δεν έχω μεταχειριστεί κανενός το λόγο έτσι για να μεταχειρίζεται οποιοσδήποτε έτσι τον δικό μου. Είναι φανερό από όσα έγραψα, ότι αυτά αφορούν την πιθανότητα κρουσμάτων “αυθαιρεσίας” σε βάρος του συγκεκριμένου τραγουδιού μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής και δυνάμει της “δημιουργικής ασάφειας” του αστυνομικού “νομοθετικού” πλαισίου.

Πιθανότητα προερχόμενη από τις τόσες αναφορές σε τέτοια γεγονότα (μάζευαν δίσκους, έσπαγαν κλπ), οι οποίες είτε έχουν οικοδομηθεί πάνω στη σύγχυση γυρω από τον “υπομονητικό” είτε αντικατοπτρίζουν μια πραγματικότητα που συνέτεινε και στη δημιουργία της σύγχυσης γύρω από τον “υπομονητικό”.

Μια πιθανότητα λοιπόν. Θα την διατηρήσω σαν πιθανότητα, σαν “εικασία”, σαν υπόθεση που μπορεί ενδεχομένως να ερευνηθεί, και πέραν τούτου ουδέν.

ΥΓ ως εκ περισσού βεβαίως για το “κλίμα” του 1980, εδώ κι εδώ

Έχεις δίκιο, εσύ ποτέ δεν είπες όσα συνδηλώνει η επίμαχη φράση μου, η οποία πάντως συμπυκνώνει με προσωπικό (κι ενδεχομένως αδέξιο) τρόπο το στο 7) σχολιαζόμενο επιχείρημα, που αφορά όσους το επικαλούνται και όχι μόνο εσένα. Ιδίως αφορά τον Ν. Γεωργιάδη, ο οποίος νομίζω πρωτοϊσχυρίστηκε τα περί λυσσαλέων σπασιμάτων:
«Οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, έσπαγαν με λύσσα τις πλάκες με αυτό το τραγούδι, όπου κι αν το συναντούσαν» (Ν. Γεωργιάδης)
«όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το κυνηγούσανε ατύπως ένεκα το καθεστώς αυθαιρεσίας» (Παρασάνταλος)

Από την άλλη, οι «τόσες αναφορές» που λες στο «μάζεμα» και στο «σπάσιμο», θαρρώ είναι οι εξής δύο (εάν γνωρίζεις και άλλες, τις καταθέτεις): «απαγόρευση+μάζεμα»=Χατζηδουλής, «απαγόρευση+σπάσιμο»=Γεωργιάδης (σε κάποια αναφορά επίσης του Κουνάδη παραπέμπει η Ελένη, αλλά δεν μου ανοίγει κάτι σχετικό…)

Δύο, λοιπόν, οι «τόσες» αναφορές. Και οι δύο ατεκμηρίωτες…

Δυο αυτές + εκείνες που μιλούν γενικά για απαγόρευση.
Αν ήταν τεκμηριωμένες δεν θα μιλούσα για πιθανότητα.
Ένας λόγος ακόμα είναι, ότι από όσο έχω καταλάβει, ο Χατζηδουλής πρέπει να έχει περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσιτσάνη, και όχι με τη μορφή μιας συμβατικής συνέντευξης. Γι’ αυτό και, πχ στο τέυχος 26 του λ.τ., οι αφηγήσεις του είναι σε τρίτο πρόσωπο “ο Τσιτσάνης έκανε”, “έλεγε” κλπ, συνοδευόμενες από πολλά ντοκουμέντα που του είχε παραχωρήσει. Θα μου έκανε λοιπόν εντύπωση να ήταν εντελώς αβάσιμο το αναφερόμενο για το θέμα που συζητάμε.
Παραμένει λοιπόν ατεκμηρίωτο. Αλλά και πιθανό.

Οπότε, για να συνοψίσω, από την πλευρά μου, ό,τι έως τώρα προέκυψε από το συγκεντρωθέν υποστηρικτικό υλικό και την ανταλλαγή επιχειρημάτων, θεωρώ δικαιολογημένη την παρακάτω παράγραφο:

Όσοι ισχυρίσθηκαν ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, παραπέμποντας στον «Υπομονητικό», περιέπεσαν σε σύγχυση. Όσοι ισχυρίστηκαν ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, χωρίς να παραπέμψουν ούτε στον «Υπομονητικό» ούτε πουθενά αλλού, ώστε να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους, περιέπεσαν σε ασύστατο ισχυρισμό. Όλως αντιθέτως, καταδείχθηκε ότι το τραγούδι δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στη μαύρη λίστα ούτε και ο δημιουργός του ο ίδιος το συγκαταλέγει στα απαγορευθέντα του, μαζί με τα άλλα δύο.

Δείτε και αυτό, αντιγράφω από το θέμα “Έφυγε και ο Μπακάλης…”, σημερινή δημοσίευση:

07:28 κ. ε.: “Κάποια μάνα αναστενάζει”, 09:37 κ. ε.: Χωρίσαμε ένα δειλινό.

Ενας θεός μόνο ξέρει πού είναι η αλήθεια ,οσον αφορά τούς δημιουργούς τών παλιών τραγουδιών.
Ενα μικρό παράδειγμα σάς λέω,σάν μιά μικρή παρένθεση στο θέμα αυτό με το τραγούδι τού Τσιτσάνη.
Ολοι ξέρουμε το τραγούδι…Οι μάγκες δέν υπάρχουν πια,τούς πάτησε το τρένο.Δέν είναι ρεμπέτικο ,αλλά δέν εχει σημασία …
Αυτό τήν φράση τήν ελεγε ο Βραχνάς,χρόνια ολόκληρα προτού το φτιάξουν τραγούδι…
Τα μηχανουργεία πού γύρναγε,ηταν ακριβώς παράλληλα με τίς γραμμές τού Ηλεκτρικού στήν Λεύκα…Καί κριτικάροντας τούς καινούργιους μάγκες πού εχουν γεμίσει τόν ντουνιά…ελεγε τήν αγαπημένη του φράση…
Οταν βγήκε ξαφνικά αυτό το τραγούδι το μόνο πού εγινε ηταν να στεναχωρεθεί καί να το εχει παράπονο,γιατί οπως και να το κάνουμε ,αυτή η φράση είναι ολόκληρο το τραγούδι.
Δέν είχε τα μέσα καί τα λεφτά να ξεκινήσει αγώνα γιά δικαιώματα καί τα ρέστα…Καί ετσι τελείωσε η ιστορία…Αυτό τε λένε οι φίλοι τού Μουστάκια,αλλα ομως στοιχεία εχουν γραφτεί πάνω στόν δίσκο…
Κάπως ετσι μπορεί να εχει γίνει στό παρελθόν με πολλά τραγούδια,συνθέσεις…
Ακουσε λοιπόν κάτι ο ενας,το εγραψε κάπου,ο αλλος ο ρεμπετολόγος ομως ακουσε κάτι αλλο,και εγραψε κάτι αλλο…Καί γυρίζει ο τροχός ατελείωτα…

Οποιος θέλει πιστεύει τόν εναν,καί οποιος θέλει πιστεύει τόν αλλον…

Οι αναφορές, αφενός, στην απαγόρευση αυτή οφείλουν να μας προβληματίσουν: δεν υπάρχουν παρόμοιες και για άλλα τραγούδια εκείνης της εποχής.

Αφετέρου, τα δημοσιεύματα περί αστυνομικής αυθαιρεσίας πάλι για το συγκεκριμένο τραγούδι, επίσης προβληματίζουν.
Τόσες πολλές συμπτώσεις, πια;

Όπως και η αναφορά στην ταινία “Ο θίασος” η οποία χρησιμοποιεί το τραγούδι το συγκεκριμένο, ως εμβληματικό της εποχής.

Υ.Γ. Η αναζήτηση για αστυνομικές διατάξεις (συγκεκριμένα) πώς γίνεται;

Δε νομίζω να γίνεται συγκεκριμένα.

Συγκεκριμένα γίνεται αλλά, ε, είναι κάπως δύσκολη…

Εννοώ αν πρόκειται για αναζήτηση ΦΕΚ, Τεύχος Β, ανά έτος, από εδώ, αυτα δεν αφορούν “συγκεκριμένα” αστυνομικές διατάξεις, απλά τις περιλαμβάνουν, οπότε φύλλο-φύλλο και με υπομονή.
Αν υπάρχει άλλος τρόπος δεν τον γνωρίζω

Υπάρχουν “κωδικοποιήσεις” αστυνομικών διαταγών, που ήταν χρήσιμες στους αξιωματικούς, αλλά οι σχετικές εκδόσεις δεν βρίσκονται βέβαια σε κάθε δημόσια βιβλιοθήκη, ίσως να μην είχαν σταλεί αντίγραφα ούτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Δεν νομίζω, ο σίγουρα από δεκαετίες μακαρίτης Γεώργιος Παπαστράτος, που είχε συντάξει τέτοιες κωδικοποιήσεις, να φοβήθηκε μπας και του υποβάλλει μήνυση η Εθνική Βιβλιοθήκη και τραβιέται στα δικαστήρια…