Σαν σήμερα έφυγε ο Μάρκος

Σαν σήμερα πριν 45 χρόνια έφυγε από την ζωή ο “Πατριάρχης του Ρεμπέτικου” Μάρκος Βαμβακάρης.

Ας δούμε πως περιέγραψαν την είδηση του θανάτου του οι εφημερίδες “ΤΑ ΝΕΑ” και “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”.

[b]ΤΑ ΝΕΑ 9/2/1972

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Καλό ταξίδι Μάρκο Βαμβακάρη!

Ο Μάρκος. Ήθελε να πεθάνη με το μπουζούκι στο χέρι, μ΄ένα τραγούδι στα χείλη. Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες του, τον αποχαιρέτησαν το πρωί, με πραγματική οδύνη.
Ένας ακόμη μεγάλος του λαϊκού τραγουδιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης, δεν υπάρχει πια. Ο συνθέτης της «Φραγκοσυριανής» και του «Κάβουρα», ο «Μάρκος ο δάσκαλος μας» πέθανε προχθές τα χαράματα και κηδεύτηκε το πρωί στο Γ΄ Νεκροταφείο, μέσα σ΄ένα σπαραγμό συγγενών, φίλων και ανθρώπων του τραγουδιού.
Ήταν άρρωστος ο Μάρκος τα τελευταία χρόνια. Είχε σάκχαρο. Η φωνή του, μέρα με την ημέρα, λιγόστευε. Το καλοκαίρι, που έγινε μια γιορτή προς τιμήν του, μόλις που μπορούσε να κρατήση το μπουζούκι στα χέρια του, μόλις που μπορούσε να τραγουδήσει, με κείνη, τη βαρειά, αδρή φωνή του. Ήταν φανερό ότι ο θάνατος τουχε στήσει καρτέρι…
Τον έλεγαν «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου τραγουδιού. Και ήταν. Ήταν, γιατί σ΄αυτόν μαθήτεψαν όλοι οι μεγάλοι του τραγουδιού μας, με πρώτον απ΄όλους τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν, γιατί από τον Μάρκο ξεκίναγε και στον Μάρκο κατέληγε, το γνήσιο, το ρωμαλέο, το ελληνικό τραγούδι.
Γεννήθηκε πριν από 67 χρόνια στην Άνω Χώρα της Σύρου. Από φτωχή οικογένεια, καθώς ήτανε, ρίχτηκε από παιδί στη βιοπάλη. Έκανε διαδοχικά, τον εργάτη σε κλωστήριο, το λούστρο, το μανάβη, τον λαχειοπώλη, το «κοράκι» σε κηδείες, τον χαμάλη, τον εκδορέα στα σφαγεία- ένα σωρό δουλειές. Ώσπου μπλέχτηκε με το μπουζούκι.
Μπουζούκι και μπαγλαμά, έμαθε στο στρατό. Γύρω στο 1930 (το 1917 ήρθε από τη Σύρο στον Πειραιά) οργάνωσε την πρώτη ορχήστρα με λαϊκά όργανα, στην ανάσταση του Πειραιά. Σε μια παράγκα, ο Μάρκος και η «κομπανία» του, έπαιζαν και τραγουδούσαν, με μπουζουκομπαγλαμάδες, τα ντέρτια της καρδιάς:
*«Τα ματόκλαδα σου λάμπουν *
Σαν τα λούλουδα του κάμπου
Τα ματόκλαδα σου γέρνεις
Νου και λογισμό μου παίρνεις».
Στα 1934, ο Μάρκος, παρουσίασε στην εταιρία «Κολούμπια» μια σειρά τραγουδιών του. Τα τραγούδια, όλα του τραγούδια άρεσαν. Κι ο πρώτος δίσκος του Βαμβακάρη ηχογραφήθηκε. Ήταν το τραγούδι «Έπρεπε να΄ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μου».
Από τότε και μέχρι το 1967, ο Βαμβακάρης ηχογράφησε αναρίθμητα τραγούδια, που τα ερμήνευσαν οι καλύτεροι λαϊκοί τραγουδιστές- από τον Μπιθικώτση ως τον Καζαντζίδη. Μερικά απ΄αυτά: «Αντιλαλούν δυο φυλακές», «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Αν μ΄αξιώση ο Θεός», «Τα δυο σου χέρια πήρανε», «Αλεξανδριανή φελάχα», «Καραβοτσακίσματα», «Σούδωσα διαζύγιο», «Παιχνιδιάρα».
Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, συνθέτης με γνήσια λαϊκή φλέβα, γνώστης και λάτρης του δημοτικού τραγουδιού, τραγουδιστής με σωστή φωνή, αληθιμός ποιητής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, τιμήθηκε, όσο λίγοι λαϊκοί καλλιτέχνες στον τόπο μας: Όλες οι εταιρίες δίσκων, εξέδωσαν άλμπουμ με τραγούδια του, στη Σύρο, πριν από οκτώ χρόνια, ένας δρόμος βαφτίστηκε με το όνομα του, βιβλία γράφτηκαν και γράφονται για το έργο του. Ήταν πράγματι, μεγάλος, ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ένας Θεόφιλος της ελληνικής μουσικής. Μακάρι τα τρία αγόρια του, ο Ντομένικος, ο Στέλιος και ο Ασήμης, να πατήσουν στα χνάρια του.

Εδώ μπορείτε να δείτε το δημοσίευμα όπως αποτυπώθηκε στην εφημερίδα.
ΤΑ ΝΕΑ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 9/2/1972

ΤΑ ΝΕΑ 9-2-1972

ΤΑ ΝΕΑ 9 2 1972

Την επόμενη μέρα και στην ίδια εφημερίδα ο δημοσιόγραφος Μιχάλης Φακίνος έγραφε:

ΤΑ ΝΕΑ

10/2/1972

ΜΙΑ ΦΟΥΝΤΩΣΗ, ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ, ΕΙΧΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ…

Μάρκος, ο καλός

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: «ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ»

ΤΡΙΤΗ 9-11-1971

“Παιδιά μου ελάτε να με ακούσετε στη Μαργώ σε παλιά και νέα μου τραγούδια”
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

Στο κέντρο του Κυρ-Αποστόλη, στο Αιγάλεω, για λίγο σώπασαν όλοι. Ύστερα, το γκαρσόνι, ο Λευτέρης ο Μυτιληνιός, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία του Μάρκου, με χρυσή, μπιχλιμπιδωτή κορνίζα. Την ακούμπησε, με σέβας, πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μπροστά από την ορχήστρα κι όλοι την κοίταζαν. «Ε, ρε Μάρκο, φιλαράκο» είπε αυτός με το μπουζούκι. Κι΄αμέσως όλοι έπιασαν τα όργανα κι άρχισαν να παίζουν την «Φραγκοσυριανή» δυνατά, κλαμένα,παράφωνα, όμορφα – σα νάτανε το τελευταίο τραγούδι που παίζανε στη ζωή τους. Σα νάτανε, δηλαδή, η συντέλεια του κόσμου και τίποτε άλλο. Ήταν το πρώτο μνημόσυνο του Μάρκου…
• Την άλλη μέρα, στο Τρίτο Νεκροταφείο, στη Νίκαια, δυο λεβεντόπαιδα ίσαμε κει πάνω, μπροστά στον ανοιχτό τάφο του πατέρα τους, με τα μπουζούκια στο χέρι, έπαιζαν πάλι την «Φραγκοσυριανή». Έπαιζαν κι έκλαιγαν. Κι ύστερα κάποιος άρπαξε το μπουζούκι του Μάρκου και το τσάκισε πάνω στα χώματα. Γεια σου ρε Μάρκο, φιλαράκο του Έλληνα!
«Κάθε καινούριος Μουζικάντης που βγαίνει στη δικιά μας τη δουλειά έρχεται σαν χαρμάνης να με ρωτήση: «Μάρκο, δάσκαλε, για πες μου τα μυστικά!». Του λέω λοιπόν, πόσο γαζί έχει η δουλειά, πόσο κουμάρι είναι φορές-φορές η μουσική, ποσες πίκρες και γλύκες έχει».
• Μ΄ΑΥΤΑ τα λόγια, ειπωμένα από τον ίδιο, θα άρχιζε ο καινούριος δίσκος του Μάρκου Βαμβακάρη, που ετοιμάζεται αυτές τις μέρες. Τάγραψε αλλά δεν πρόλαβε να τα πη. Οι αρρώστιες, η τσακισμένη καρδιά, η κούραση, τον έριξαν κάτω. Και ο μονόλογος του Μάρκου συνεχιζόταν έτσι:΅
«Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ξεκίνησα μπατίρης και μερακλωμένος. Νταγιάντισα χρόνια τώρα, είναι πάνω-κάτω καμιά πενηνταριά, και δεν άφησα το μπουζούκι να πάρει ανάσα. Αυτό το όργανο στάθηκε ο πιστός μου φίλος. Θέλω να ξομολογηθώ ότι μέρωνε και τα πιο άγρια τσακάλια της πιάτσας. Έτσι, λοιπόν ξεκίναγε ο Μάρκος. Με το μπαγλαμά κάτω από το παλτό. Πάνω σε τούτα τα τέλια φτιαχτήκανε τα τραγούδάκια μου, που όλος ο ντουνιάς τραγούδησε. Έκανα χιλιάδες τραγουδάκια, με τις μουσικές που τις έφτιαχνα όταν είχα τα ντουζένια μου. Και τα στιχάκια, εγώ τάγραφα. Χασάπικα, ζεϊμπέκικα, αμανέδες, σόλα, ότι τραβά η ψυχή σας. Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα τότες. Παίζαμε σε κουτούκια και σε τεκέδες. Άλλος χασμουριότανε, άλλος φουμάριζε, άλλος μπεκρούλιαζε. Εμείς, εκεί. Λαλάγανε τα τέλια, τραγουδάγαμε κι άμα δεν τους άρεσε και το τραγούδι, μας ρίχνανε και δυο-τρεις πιστολιές στα πόδια, για φιγούρα ή νταηλίκι. Μέσα σ΄αυτά τα χρόνια, ο Μάρκος έζησε και δεν σταμάτησε ποτέ να γράφη»
• Ξαφνιάστηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης σαν έμαθε το θάνατο του φίλου του, του «συμπολεμιστή». Και είπε:

  • Ο ξαφνικός του θάνατος μας λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την (ω)ραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικότατο χρώμα. Με το θάνατο του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως ποτέ δεν θα φύγη από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πα΄ψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύωνται. Όσο «βαριά» ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφρό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζη.
    • ΚΑΙ ο δημιουργός του τραγουδιού «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» Απόστολος Καλδάρας, είπε: «Ήταν μεγάλος συνθέτης ο Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτός άνοιξε το δρόμο του λαϊκού τραγουδιού. Καταδιωγμένος, έρημος, φτωχός, αγωνίστηκε και κατάφερε να επιβάλη το λαϊκό τραγούδι, κάνοντας τη δική μας προσπάθεια ευκολώτερη»
    • ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ το 1905 στη Σύρα. Και μεγάλωσε όπως χιλιάδες και χιλιάδες νησιωτάκια. Ξυπόλητος, κουρούπι, με σπασμένη τη μια τιράντα του βρακιού, νταηλίκι, φωνακλάς, ζηλιάρης. Και πείνα - όχι παίξε γέλασε, σα τη σημερινή. Μαύρο ψωμί βουτηγμένο στη θάλασσα για νοστιμιά κι άντε πάλι δεύτερη μερίδα σα ξημερώση η άλλη μέρα. Κι η μάνα να δουλεύη στο κλωστήριο του Δηλιγιάννη, πούφτιαχνε πετσέτες μπαμπακερές για προικιά, με πρώτο μισθό μίασιμη δραχμή. Κι ο πατέρας σταυροπόδι στην αυλή να πλέκη καλάθια και κοφίνια – έτσι για να μην τον λένε τεμπέλη κι ανεπρόκοπο στο νησί.
    • ΚΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ μεγάλωνε όπως χιλιάδες και χιλιάδες νησιωτάκια « μέσα σ΄ένα σκουριασμένο τενεκέ κονσέρβας», σα μικροοργανισμός, σα λειχήνα, σα μικρόβιο, όπως όλα τα μικρόβια – «μη ορατόν δια γυμνού οφθαλμού». Τον έγραψαν στο Δημοτικό. Σκασιαρχείο. Δίπλα η θάλασσα η κουνίστρα, η σφεντόνα στην κολότσεπη, η παλιοπαρέα με τα κουρεμένα κεφάλια, το αλαναριό που λένε οι νοικοκυραίοι. Τελικά, έφτασε μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού και μπαίλντισε από τα γράμματα. Τ΄όνομα του τουλάχιστον ήξερε να το γράφη. Και την Αλφαβήτα, και για τον Κολοκοτρώνη και για τον Ηρακλή έμαθε το παιδί. Και για τους Τρεις Ιεράρχες. Χρήσιμα πράματα…
    «Μετά πήγα μπακαλόγατος στο μπακάλικο του Μούγια, στο Ηρώο. Φράγκο τσακιστό δεν έβαλα στην τσέπη. Το μοναδικό μου κέρδος ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια. Το πρώτο της ζωής μου, γιατί ίσα με το τότε φορούσα «ντρίλιες». Η γυναίκα του μπακάλη, όμως, ήτανε κακιά. Μ΄έδερνε. Και μ΄έστελνε να κοιμηθώ τρακόσα μέτρα μακρυά απ΄το μπακάλιλο, σε μια θυμωνιά, κοντά στα ζώα. Εκεί έμενα με τον πρώτο μου φίλο, το Ντομένικο…».
    • ΜΙΑ ΜΕΡΑ τα βρόντηξε κάτω. Πήρε το μπογαλάκι του και κατέβηκε στην Χώρα, στη Σύρα. Παρακάλεσε από δω, παρακάλεσε από κει, στο τέλος βρήκε δουλειά στο πρακτορείο εφημερίδων. Έφερνε σβάρνα όλη τη Χώρα με τις εφημερίδες στη μασχάλη, την «Εσπερινή», την «Πατρίδα», τον «Αστέρα», το «Εμπρός». Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα κασσελάκι και τα βράδυα έβαφε τα παπούτσια του καλού κόσμου, που βολτάριζε στο «νυφοπάζαρο» της παραλίας.
    «Από τα 15 μέχρι τα 17, ζούσα εγώ την οικογένεια. Ο πατέρας μου έπλεκε καλάθια και κοφίνια κι εγώ δούλευα πότε στου Κουζούπη, πότε στου Τσιγκέλη, πότε στου Αποστολάκη, πότε στου Καραντρέα και πότε στου Παραμάνη. Στον τελευταίο έκανα και ψυχογιός εκείνα τα χρόνια. Τα πράμματα, όμως, όλο και γινόντουσαν και πιο στενά. Γι΄αυτό και αποφάσισα να την κοπανήσω για πέρα. Κατέβηκα στον Πειραιά, στη θειά μου την Ειρήνη, με τα τέσσερα παιδιά πούμενε στα Ταμπούρια. Εκεί μένανε κάποιοι Φραγκοσυριανοί που ήταν γαιανθρακεργάτες. Μετά από λίγους μήνες κατέβηκε κι ο πατέρας μου και το ρίξαμε πάλι στα κοφίνια. Τότες γνώρισα μια που την λέγανε Ελένη. Το ΄24, δεκαενιάρης, την παντρεύτηκα. Οι δικοί μου δεν τη θέλανε. Πέρασα μαζί της 20 χρόνια».
    • ΤΟ 1925 ο Μάρκος πηγαίνει φαντάρος. Στο τριαντατέσσερα Σύνταγμα στην Κοκκινιά. Και η ζωή του παίρνει τούμπα σαν γνωρίζει κάποιον Νικόλα από το Αϊβαλί. Αυτός ο Νικόλας, ο Αϊβαλιώτης, ήταν ένα παιδί μέλι. Λιγομίλητος – πέντε κουβέντες το πολύ νάλεγε μέσα σε μια μέρα. Αλλά κάτω από την κουβέρτα τη χακί είχε ένα πράμα, που έτσι και τόπιανε στο χέρι, τόκανε να κελαϊδάη, να μιλάη για πατρίδες, για αγαπητικές, για μανούλες, για φτώχειες, που σουρχότανε να τρελλαθής δηλαδή. Ήταν ένα τόσο δα μπαγλαμαδάκι, πιο μικρό κι΄από μωρό εφταμηνίτικο. Ο Μάρκος τάκουγε με τις ώρες και ξαναγύριζε τρέχοντας ξυπόλητος πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, ξαναμένος τους δρόμους της Σύρας. «Γεια στάσου ρε πατριώτη, είπε ένα βράδυ στον Αϊβαλιώτη. Τέτοια ωραία πράματα παίζει αυτό το όργανο; Πας να με τρελλάνης δηλαδή;». ο Αϊβαλιώτης έπαιζε – ήταν σαν μη άκουγε τίποτα γύρω του.
    «Μ΄αυτόν τον Αϊβαλιώτη ανάψανε μεγάλα πράματα μέσα μου. Κι έκανα όρκο ότι άμα δεν μάθω να παίζω καλό μπαγλαμά, να κόψω τα χέρια μου με τη χατζάρα, τη χασάπικια».
    • ΕΤΣΙ, Μάρκος Βαμβακάρης και Νικόλας, ο Αϊβαλιώτης, έγιναν «κολλητοί». Στο πειθαρχείο ο Νικόλας; Έκανε κάποια φασαρία ο Μάρκος και τον έστελναν κι αυτόν να του κάνει παρέα. «Εξόδου» ο Αϊβαλιώτης; «Σκαστός» ο Βαμβακάρης.
    «Εκεί, ήταν ένας ανθυπολοχαγός, που ήτανε ένα καλό ανθρωπάκι κι όλο μ΄έδιωχνε, γιατί ήμουνα ατίθασος. Ήμουνα σπουδαίος καυγατζής εγώ. Πρώτος μπορώ να σου πω. Αυτός, λοιπόν ο ανθυπολοχαγός μ΄έδιωχνε. Κι εγώ πήγαινα απέναντι απ΄τη στρατώνα, σε μια σπηλιά, και παίζαμε μπουζούκι, καπνίζαμε…Έκανα επίτηδες φασαρία για να πηγαίνω πειθαρχείο και να παίζω το όργανο. Το βράδυ την κοπάναγα. Εγώ παιδί μου, ροπήν προς το απουσιάζει…».
    • ΤΟ ΠΡΩΤΟ του τραγούδι όμως τόγραψε στο Πειθαρχείο. Σήμερα δεν γράφουν τέτοια τραγούδια. Άλλοι λένε πως το πρώτο του τραγούδι ήταν αυτό:
    «Έπρεπε ρε μάγκα
    Ναρχόσουν στον ντεκέ μας
    Νάκουγες το μπαγλαμά
    Και τις διπλοπενιές μας.
    Νάκουγες το μπαγλαμά
    Και το καραντουζένι
    Και σε λιγάκι νάλεγες
    Ο αργιλές να γένη»
    • ΤΕΛΙΚΑ, το 1927 απολύθηκε από το Στρατό, αν και ο ίδιος έλεγε πως «έφαγα 2.000 μέρες φυλακή» κι ότι τον απειλούσαν, αν δεν κάτση καλά, «να τον στείλουν στην Σάμο να κυνηγάη τους Γιαγιάδες».
    • Μετά το Στρατό, έμεινε στη Κρεμμυδαρού κι έπιασε δουλειά στα Σφαγεία σαν «εκδορεύς». Αυτό, όμως, το άγριο χέρι, το χασάπικο, τα βράδυα γινόταν πούπουλο, χάϊδευε το μπαγλαμαδάκι κι έκανε τα τέλια να «μιλάνε». Κάθε βράδυ και κάποιο καινούριο τραγούδι γεννιότανε – λένε πως έχει γράψει 2.500 τραγούδια: «Αν μ΄αξιώσει ο Θεός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Για σένα ρούσα και ξανθιά», «Ο Κάβουρας», «Μαύρα μάτια-μαύρα φρύδια», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν», «Ο γρουσούζης», «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά», «Τα καραβοτσακίσματα», η αθάνατη «Φραγκοσυριανή»…
    • «Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου λέει ο δεύτερος γιος του Βαμβακάρη, ο Στέλιος, έγραψε την «Φραγκοσυριανή» το 1938. Έπαιζε τότε σ ένα πάρκο, στη Σύρα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του να περνάη μια κοπέλλα. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Και χωρίς να χάση καιρό αρχίζει αμέσως να της σκαρώνη ένα τραγουδάκι. Σε δέκα λεπτά η «Φραγκοσυριανή» ήταν έτοιμη. Με μουσική και στίχους. Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Ό,τι έβλεπε, ό,τι τούκανε εντύπωση, τόκανε τραγούδι. Καθόταν στο καφενείο και σκάρωνε τραγούδια. Πίσω απ΄το πακέτο των τσιγάρων έγραφε. Πάνω σε χαρτοσακούλες. Και τη μουσική, μια φορά την έπαιζε, δεν τη ξεχνούσε. Σαν μαγνητόφωνο ήταν».
    • Ο ΜΑΡΚΟΣ άφησε τρία παιδιά. Τον Βασίλη, 27 ετών, υποπλοίαρχο και τον Στέλιο, 25 ετών και τον Δομένικο, 23 ετών, που ακολουθούν τα χνάρια του πατέρα τους. Γράφουν, παίζουν και τραγουδούν και θέλουν «με την πρώτη ευκαιρία να παρουσιάσουν μια πρωτότυπη δουλειά τους». Οι γιοι είναι περήφανοι για τον πατέρα τους: «Δεν ήταν μόνο ο καλύτερος μουσικός, λένε. Ήταν και ο καλύτερος πατέρας.
    • Ήταν καλός, λένε κι όσοι τον γνώρισαν. Ντόμπρος άνθρωπος. Ταλέντο. «Θεωρώ τον Μάρκο πάρα πολύ σημαντικό, γιατί αυτός συνδέει το δημοτικό τραγούδι με το ρεμπέτικο» είπε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που έχει ασχοληθή μ΄αυτό το είδος του τραγουδιού. Μια μελέτη, ειδικά για τον Μάρκο Βαμβακάρη πρόκειται να κυκλοφορήση σε λίγο. Τη γράφει ο Αχιλλέας Θεοφίλου, διευθυντής παραγωγής εταιρίας δίσκων. Ο ίδιος ο Μάρκος όμως, τι γνώμεη είχε για τον εαυτό του; Όταν τον ρώτησαν κάποτε, ποιος είναι ο καλύτερος μουσικός είπε.
  • Μετά από μένα, ο Χατζιδάκης!

[/i][/b]

Εδώ μπορείτε να δείτε το ρεπορτάζ του Μιχάλη Φακίνου
ΤΑ ΝΕΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ 10/2/1972

Τέλος ο γνωστός δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος στα πρώτα του βήματα στην δημοσιογραφία μας δίνει το ρεπορτάζ για λογαριασμό της εφημερίδας “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/2/1972

Ύστερα από μακροχρόνιο ασθένεια

Πέθανε ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής»

Η ζωή και το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη

Πρωτοπόρος της διπλοπεννιάς

Συνθέσεις που αγαπούσε

Απεβίωσεν εις ηλικίαν 67 ετών ο «πατριάρχης του μπουζουκιού» Μάρκος Βαμβακάρης, έπειτα από από ασθένεια τριών περίπου ετών. Ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής» και πολλών τραγουδιών, που έγιναν επιτυχίες, τόσον εις την Ελλάδα, όσον και εις το εξωτερικόν, άφησε την τελευταίαν του πνοή εις ένα ισόγειον διαμέρισμα, της επί της οδού Δαιδάλου 24, παρά την Νίκαιαν του Πειραιώς πολυκατοικίαν, όπου διέμενε μετά της συζύγου του Βαγγελιώς, κατά είκοσι έτη μικροτέρας του και των τριών τέκνων του.
Ο πρωτοπόρος της διπλοπεννιάς ήτο σχεδόν κατάκοιτος από τριετίας, πάσχων εξ ουρίας, σακχάρου και καρδιακών ενοχλήσεων. Προ δεκαετίας εζύγιζεν, όπως λένε οι δικοί του 102 κιλά και τελευταίως μετά από την ασθένειαν κατήλθε εις τα 72.
Ο Βαμβακάρης εγεννήθη εις την Σύραν και ήλθεν εις Αθήνας το 1918. Το 1925 ήρχισε να τραγουδά και να παίζη μπουζούκι εις διάφορα καπηλιά της Κοκκινιάς και της Πλάκας. Πέρασε πολλά χρόνια φτώχιας και κακουχίας, διότι, την εποχήν εκείνην η εργασία του «μπουζουκτσή» δεν είχεν απόδοσιν, ως αύτην που έχει σήμερα. Από το 1934 ήρχισε να γράφη τραγούδια και να συνθέτη ο ίδιος, με αποτέλεσμα μέχρι του θανάτου του να έχη εις το ενεργητικόν του άνω των τριών χιλιάδων τραγουδιών, τα περισσότερα των οποίων εγνώρισαν διεθνή επιτυχίαν. Το τραγούδι όμως που έσπασε κάθε ρεκόρ είναι η «Φραγκοσυριανή». Τραγουδήθηκε και τραγουδιέται ακόμη, όχι μόνον εις την Ελλάδα, αλλά και εις το εξωτερικόν, έχει μεταφρασθή εις πολλάς γλώσσας και τραγουδιέται στις πέντε ηπείρους. Άλλα τραγούδια του , που γνώρισαν και γνωρίζουν ακόμη και σήμερα μεγάλη επιτυχία. Είναι τα εξής: «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Ο κάβουρας» κλπ. Τα περισσότερα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες τα έγραψε εις ένα υπόγειον, όπου έμενε μέχρι προ πενταετίας, με την οικογένειαν του εις τα Άσπρα Χώματα.
Άφησε εις τον κόσμο τρία αγόρια, εκ των οποίων τα δύο ηκολούθησαν την εργασίαν του μπουζουκτσή, ενώ ο τρίτος είναι καπετάνιος εις τα καράβια.
Τον Ιανουάριον του 1969 ο Μάρκος Βαμβακάρης εκλήθη από το πανεπιστήμιο Μπούφαλο της Αμερικής, δια να ομιλήση εις τους φοιτητάς δια το λαϊκό τραγούδι. Αρρώστησε, όμως, και η κατάστασις της υγείας του όλο και χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιήση το ταξίδι του αυτό. Εν τω μεταξύ, ένας Αμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου έχει συγκεντρώσει άνω των 150 λαϊκών τραγουδιών, συνθέσεις του Βαμβακάρη, τα οποία πρόκειται να εκδώση εις βιβλίον.
Εις δηλώσεις του, που έκανε πέρυσι, ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, είπεν ότι από τους νέους καλλιτέχνας τον συγκινούν περισσότερο οι τραγουδιστές Παλιούρης, Ρίτα Σακκελλαρίου και Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Από τους συνθέτας αγαπούσε και θαύμαζε τους Χατζηδάκη, Ξαρχάκο και Θεοδωράκη.

Εδώ το δημοσίευμα της Μακεδονίας
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΝΟΣ ΣΟΜΠΟΛΟΣ 9/2/1972

1 «Μου αρέσει»

Η κληρονομιά που άφησε είναι τεράστια, κάποιοι πιάσαμε μπουζούκι μόνο και μόνο για να παίξουμε τα τραγούδια του!

ΑΘΑΝΑΤΟΣ

1 «Μου αρέσει»

Πριν ένα χρόνο έγραφα για τον Μάρκο Βαμβακάρη

Στο Όταν έφυγε ο Μάρκος Βαμβακάρης - rebetiko.sealabs.net μπορείτε να δείτε τα δημοσιεύματα από τις δύο εφημερίδες την επόμενη του θανάτου του Μ.Βαμβακάρη. Δυστυχώς τα αρχεία είναι μεγάλα σε όγκο και δεν μπορούν να ανέβουν και στην σελίδα μας.

1 «Μου αρέσει»

Ώστε αυτό το έλεγαν ήδη όσο ζούσε. Ξέρουμε ποιος του το 'βγαλε; Άλλος μουσικός, ή δημοσιογράφος - μουσικολόγος κλπ.;
Πάντως δημιούργησε μια παράδοση πατριαρχών. Οι «πατριάρχες της λύρας» της Κάσου Σάββας Περσελής και του Πόντου Γώγος Πετρίδης είναι σίγουρα χαρακτηρισμοί εμπνευσμένοι από εκείνον του Μάρκου, και μετά βγήκαν κι άλλοι που τους φόρεσαν τη μίτρα. (Όποιος γκουγκλάρει «πατριάρχης» + όργανο θα βρει διάφορα…)

1 «Μου αρέσει»

Εδώ (01:14) βλέπουμε αφίσα από «χορευτικόν κέντρον» featuring Μάρκο και Στράτο και παρακάτω (02:25) σε άλλη . Κατονομάζονται (από κοινού) «αρχηγοί και πατέρες του μπουζουκιού και τραγουδιού» στην πρώτη αφίσα και «δημοφιλείς άσσοι και πρωτοπόροι του Λαϊκού Τραγουδιού» στη δεύτερη. Άρα, τέλος δεκαετίας ΄30 (εκεί περίπου τις προσδιορίζω τις αφίσες), ο προσδιορισμός «Πατριάρχης» (για τον Μάρκο) μάλλον δεν είχε ακόμα λανσαριστεί.

Νίκο οι αφίσες που παρουσιάζονται στο βίντεο, νομίζω ότι χρονολογούνται κατά την γνώμη μου μεταγενέστερα από τα τέλη του ΄30.

Στην πρώτη εκτός των δύο, βρίσκουμε και τον Καμπάνη, ο οποίος ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1958, σύμφωνα με το sealabs.

Κατά πάσα πιθανότητα και οι δύο αφίσες χρονολογούνται την δεκαετία του 1960, μετά την επιστροφή του Μάρκου στην δισκογραφία, στα τέλη του ΄59.

Εδώ https://www.lifo.gr/articles/book_articles/164797/agnostes-fotografies-kai-stoixeia-gia-ti-zoi-toy-markoy-vamvakari υπάρχει φωτογραφία και των πέντε μουσικών (Μάρκος-Στράτος-Μπέλου-Καμπάνης-Φωφώ Στράτου) από το 1959.

Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Δημήτρη Βαρθαλίτη “Μάρκος Βαμβακάρης-Από το μύθο στην ιστορία 1600-2017”.

Άρα η πρώτη αφίσα χρονολογείται γύρω στο 1959.

3 «Μου αρέσει»

Δεν πιστεύω να σκεφτόταν κανείς με τέτοιους χαρακτηριστμούς (πατριάρχης) τον καιρό που το ρεμπέτικο έβραζε ακόμα. Μάλλον αφού πάλιωσε και άρχισε η επανανακάλυψή του. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκα και μόνο που ζούσε ακόμη ο Μάρκος όταν βγήκε το «πατριάρχης».

Υποθετικά βέβαια μιλάω.

1 «Μου αρέσει»

Αντιγράφω από το προφίλ του Σιδερή Πριντεζη:

Ο πατέρας μου – στα 95 του φέτος – έχει μία ισχυρή μνήμη από τον Μάρκο Βαμβακάρη: τον θυμάται να παίζει το μπουζούκι του και να τραγουδά, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, κάποια προπολεμική Καθαροδευτέρα στα Ταμπούρια, προς τον λόφο του Αη-Γιώργη. Ο Μπάτης άλλωστε είχε το καφενεδάκι του κοντά στο μικρό σπίτι της οκταμελούς οικογένειας του φραγκοσυριανού παππού μου Σιδερή Πρίντεζη, στην οδό Αίμου, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά. Και όταν έβλεπε λέει τον πατέρα μου και τ’ αδέλφια του τους φώναζε «Καλώς τα Σιδερόπουλα!»
Εγώ πάλι θυμάμαι το 45άρι δισκάκι με τη «Φραγκοσυριανή» στην εκτέλεση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να είναι απαραίτητο σε κάθε οικογενειακό μας γλέντι συνοδευόμενο από το – σαν από χρόνια προβαρισμένο – χασάπικο που χόρευαν ο πατέρας μου με αγαπημένες του ανηψιές.
Όταν πέθανε ο Μάρκος Βαμβακάρης, στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, δεν είχα κλείσει ούτε τα 4 μου χρόνια. Τα τραγούδια του τα ανακάλυπτα σιγά-σιγά τα κατοπινά χρόνια. Και δεν τα έχω ανακαλύψει όλα ακόμα. Πριν από λίγα χρόνια όμως, βρήκα ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο – πού αλλού – στο Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Δεν ήταν ωστόσο επαρκώς τεκμηριωμένο. Απλωνόταν σε 3 ταινίες που περιείχαν συνομιλία του Μάρκου Βαμβακάρη με αναγραφόμενη τραγουδίστρια που, όταν πέθανε ο Μάρκος, εκείνη μάλλον δεν είχε βγει ακόμα στο τραγούδι. Μήνας και έτος ο Απρίλιος του 1981. 9 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατό του. Παράξενα πράγματα…
Βάζοντας τις ταινίες με τη σειρά στο μαγνητόφωνο, άκουγα καθαρά μία γυναικεία φωνή να του απευθύνεται με το επώνυμό του («κύριε Βαμβακάρη»), εκείνος όμως 1-2 φορές τη φώναζε «Ελενάκι». Διαφορετικό από το μικρό όνομα της τραγουδίστριας που αναφερόταν στη μπομπίνα. Και τότε θυμήθηκα κάποιες αφηγήσεις της Ελένης Καραΐνδρου για συνάντησή της στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με τον Μάρκο Βαμβακάρη, αλλά και με τη Σωτηρία Μπέλλου, στο πλαίσιο εργασίας της ως νεαρότατη φοιτήτρια της Εθνομουσικολογίας στο Παρίσι, τα αποτελέσματα της οποίας κατατέθηκαν στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης στη Γαλλία. Η μνήμη μου επαληθεύτηκε μέσα από 2 συνεντεύξεις της που βρήκα στο διαδίκτυο, στον Αντώνη Μποσκοΐτη («Κουτί της Πανδώρας», 2019) και τον Γιώργο Βουδικλάρη (“Popaganda”, 2016).
Πώς όμως προέκυψε η χρονολογία 1981; Η ίδια η Ελένη Καραΐνδρου θυμόταν πως είχε παραχωρήσει τις καταγραφές αυτές στην ΕΡΤ, αλλά νόμιζε πως είχαν σβηστεί. Το 1981 η Καραΐνδρου έκανε εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα επί Μάνου Χατζιδάκι (παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα με την απομάκρυνση του Χατζιδάκι από το Τρίτο). Το 1981 λοιπόν θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην παραχώρηση του ηχογραφήματος στην ΕΡΤ και όχι φυσικά στην αρχική του ηχογράφηση, την οποία, σύμφωνα με δισκογραφικά δεδομένα που προκύπτουν από τις αφηγήσεις του Μάρκου, τοποθετώ στο 1969.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης μιλά στην Ελένη Καραΐνδρου περιληπτικά για τη ζωή του, το ξεκίνημά του στη μουσική, τα μέρη στα οποία εμφανίστηκε με το μπουζούκι του, μιλά με περισσή αγάπη για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, παίζει στο μπουζούκι ταξίμια και τραγούδια του, εξηγεί τους στίχους και τους μουσικούς δρόμους με αντίστοιχα παραδείγματα, προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο που του απαγορεύει ο γιατρός, ενώ προσφέρει ευγενικά στην καλεσμένη του και τον Γάλλο συνοδό της λουκούμι από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σύρο.
Η ηχογράφηση βέβαια έγινε για μουσικολογικούς σκοπούς και όχι για ραδιοφωνική μετάδοση. Μοιραία λοιπόν ακούγονται θόρυβοι από τον δρόμο και ήχοι από τον περιβάλλοντα χώρο, υπάρχουν λαθάκια στα αυτοσχέδια παιξίματα, διακοπές στην κουβέντα, ενώ και κάποιες πληροφορίες που δίνονται από τον ήδη άρρωστο Μάρκο δεν είναι ιστορικά ακριβείς. Όπως όμως συνηθίζω να λέω συχνά-πυκνά «το ντοκουμέντο υπερισχύει της ποιότητας» και το μεγαλύτερο μέρος του, κάτι παραπάνω από 70 λεπτά, μονταρισμένο κατάλληλα, θα μεταδοθεί σήμερα στις 4 το απόγευμα στο πλαίσιο του μεγάλου ολοήμερου αφιερώματος του Δεύτερου Προγράμματος για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη. Αφιέρωμα που περιλαμβάνει πολλές και ενδιαφέρουσες εκπομπές, αρχειακές και σύγχρονες, ηχητικά ντοκουμέντα, αφηγήσεις, μαρτυρίες, κλασσικές αλλά και νέες εκτελέσεις τραγουδιών του Μάρκου από παλιότερους και νεώτερους καλλιτέχνες σε οργανωμένες εκπομπές ή διάσπαρτες μέσα στο πρόγραμμα της ημέρας.
Προσωπικά μιλώντας, μία από τις βραδιές που θα θυμάμαι ήταν το αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη τον Σεπτέμβριο του 2013 στην αυλή του θεάτρου Badminton από τον γιο του Στέλιο Βαμβακάρη και το συγκρότημά του με την Εβελίνα Αγγέλου, τον Παντελή Θεοχαρίδη και τη συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα, σε προγραμματισμένα, αλλά και εκτός προγράμματος τραγούδια όπως φαίνεται παρακάτω.

7 «Μου αρέσει»

Εύγε, αυτή είναι είδηση!
“Πριν από λίγα χρόνια” λέει ο Πρίντεζης ότι το ανακάλυψε, αλλά σήμερα θα το ακούσουμε.
Ας είναι κι έτσι.

Με την ευκαιρία, θα απηύθυνα μια έκκληση προς όσους μπορεί να σχετίζονται με το βαμβακαρικό οικογενειακό περιβάλλον: ας κάνουν κάποια κρούση μήπως υπάρχει οιουδήποτε είδους τεκμηριωτικό υλικό που δεν έχει δημοσιοποιηθεί.

Είναι μια καλή αφορμή τα πενηντάχρονα του θανάτου του Μάρκου.

2 «Μου αρέσει»

Με την τεχνολογία, ως πασίγνωστον, δεν τα πηγαίνω και τόσο καλά. Θα μπορούσε να αναλάβει κάποιος, να καταγράψει την σημερινή εκπομπή του Δεύτερου στις 4 το το απόγευμα και να την ανεβάσει κάπου, ώστε να μπορούν όσοι από εμάς θέλουν, να την αντιγράψουν;

Και κάτι σχετικό με το «βαμβακαρικό οικογενειακό περιβάλλον»: Όταν, πριν κοντά 20 χρόνια, ο Π. Κουνάδης είχε γράψει ένα βιβλίο για τον Μάρκο, που το είχε σχεδιάσει να κυκλοφορήσει συγχρόνως με την κυκλοφορία εννέα ψηφιακών δίσκων σε επιμέλειά του, με τα «άπαντα» της δισκογραφίας Μάρκου στις 78 στροφές, είχε προηγουμένως συνεννοηθεί με την οικογένεια και προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου με τη σύμφωνη γνώμη της. Για κάποιους όμως λόγους, η οικογένεια δεν υλοποίησε την υπόσχεση που είχε δώσει, να κυκλοφορήσουν και οι δίσκοι, πολύ περισσότερο μάλιστα, με «προσωρινά μέτρα» επέβαλε και την απόσυρση του βιβλίου από την αγορά. Ας μην ελπίζουμε, λοιπόν, για πολλά θετικά αποτελέσματα από τις όποιες κρούσεις προς το περιβάλλον αυτό, σχετικά με οποιασδήποτε μορφής μη δημοσιοποιημένο τεκμηριωτικό υλικό…

Ο Δημήτρης Βαρθαλίτης, που έβγαλε το δίτομο βιβλίο για τον Μάρκο, φαίνεται να συνδέεται με το οικογενειακό περιβάλλον του Μάρκου, ενώ είναι ταυτόχρονα ερευνητής με φλογερό ενδιαφέρον ακριβώς για τον Μάρκο (φλογερό είναι understatement μάλιστα).

Αλλά μάλλον αυτός έχει ήδη σηκώσει όποια πέτρα θεωρούσε ότι σηκώνεται.

1 «Μου αρέσει»

το εχω ξαναπει… υπαρχει αρκετο υλικο ακομα καβατζωμενο η παρατημενο στα συρταρια… :wink:

1 «Μου αρέσει»

E, και που τό ΄χεις ξαναπει βρε Μιχάλη, τί κερδίζουμε; Το θέμα είναι πώς θα βγεί απ’ τα συρτάρια το υλικό! Επ’ αυτού, έχεις καμμιάν ιδέα;

2 «Μου αρέσει»

Αυτά που κυκλοφόρησαν σήμερα υπάρχει περίπτωση να τα ανεβάσει κάποιος για εμάς που τα χάσαμε; Είδα δύο ποστ στο φέισμπουκ, το ένα αφορούσε στις 4 το απόγευμα και το άλλο στις 7.30.
Επίσης να ρωτήσω γιατι δεν υπήρχε περιγραφή, σε αυτά ανέβηκαν υπάρχοντα βίντεο/ηχητικά ή ακυκλοφόρητα;

Δεν θα μπω για ακόμα μια φορά στη συζήτηση περι δημοσίευσης υλικού από την οικογένια του Μάρκου.
Η γκρίνια για κάποιους είναι χόμπυ απ ότι φαίνεται.

Η συνέντευξη δεν υπήρχε στην κατοχή της οικογένειας, βρέθηκε στο αρχείο της ΕΡΤ και έχει ανέβει ήδη : ΕΡΤecho

Επίσης ξεχώρισα ένα ιδιαίτερο σημείο και το ανέβασα:

8 «Μου αρέσει»

Όπως πάρα πολλές φορές έχουμε πει, ο Μάρκος ήταν γνήσιος εκπρόσωπος της λαϊκής παράδοσης: διαλέγει τους στίχους του απ’ το μεγάλο καλάθι της και τους συνταιριάζει, όπως του έρχεται κάθε φορά. Όταν βρέθηκε στο στούντιο για ηχογράφηση είπε «Τα ματάκια σου αδερφούλα μου ραγίζουν την καρδούλα». Το βράδυ, στο κέντρο, μπορεί να έλεγε κάτι διαφορετικό. Στη συνέντευξη είπε για τ’ αστρί (υπονοείται ο αυγερινός) και την πούλια. Η κοπέλα, με τα στάνταρ της εποχής της, παρατηρεί: «Έπ! Αυτό δεν το ΄χει ο δίσκος!». Και ο Μάρκος σχολιάζει «Ε, και; Ποιος είπε ότι πρέπει πάντα να λέμε αυτό που έχει ο δίσκος;». Αποδεικνύεται περίτρανα ότι όσες δεκαετίες κι αν πέρασαν, ο Μάρκος παρέμεινε παραδοσιακός, δεν προσάρμοσε τη νοοτροπία του στις ανάγκες της εποχής.

6 «Μου αρέσει»

Μα κάπου δεν έχω διαβάσει ότι του κάναν παρατήρηση για το «το ‘να τ’ άσστρι, τ’ άλλο η Πούλια», ότι μοιάζει λες και κοροϊδεύει αλλήθωρη, και προτίμησε να το αλλάξει;

1 «Μου αρέσει»

Εγώ δεν θυμάμαι τέτοιο θέμα. Πάντως πράγματι, “τ’ άστρι και η πούλια” δεν έχω ακούσει να υπάρχει, εγώ ξέρω “τ’ αστρί και το φεγγάρι” αλλά αυτό ριμάρει με π.χ. "θά ΄ρθει νύχτα να με πάρει, με τ’ αστρί κλπ. Και αν του μίλαγαν για κατηγόρια της κοπέλας, κάτι θα ΄βρησκε να πει για την ομορφιά της κλπ. κλπ.

Μήπως το λέει ο Βαρθαλίτης; Αλλά χωρίς ηλεκτρονική βοήθεια, άντε φυλλομέτρα…

Ναι το γραψε ο Κώστας Φέρρης στο facebook. Δες το καρφιτσωμένο σχόλιο στο βίντεο