Διευκρίνιση στίχων στο τραγούδι του 1931,
«Ο μερακλής των συνοικισμών», του Γρηγόρη Ασίκη.
Κάθε βράδυ τριγυρνώ
απ’ ένα συνοικισμό
Ποδονίφτη, Ποδαράδες
που ’χει όμορφες σαν νεράιδες
Στο Πολύγωνο, παιδιά
είναι όλες λεβεντιά
και περίπατο σαν βγαίνουν
αχ, τον κόσμο ξετρελαίνουν
Στου Συγγρού έχει νταήδες
και στην τρίχα μερακλήδες
αμανέ και ζεϊμπεκάκι
είναι όλα τους μεράκι.
Και στο Βύρωνα πολλές
άσπρες και μελαχρινές
με τσαχπίνικες ματιές
καίουνε πολλές καρδιές
Κοπανά και Υμηττό
μου ’ρχεται να τρελαθώ
σαν κουκλίτσες κοριτσάκια
που σε βάζουν σε μεράκια.
Κι αν θα πας στο Περιστέρι,
όλοι οι νέοι έχουν ταίρι,
με σκοτάδι στα σοκάκια
παίρνουνε γλυκά φιλάκια.
Στα Σφαγεία όλες ξεύρουν
στη στιγμή να σε μαγεύουν
και σου κλέβουν την καρδιά
κι όλο πας κάθε βραδιά.
Θα σας πω την Κοκκινιά
που ’ναι μπύρες και βιολιά
όλο γλέντι τραγουδάκια
πω, πω, πω και τι μεράκια.
Κι αν θα δείτε τα Ταμπούρια
που τα πίνουνε στη φούρια
η λατέρνα και ουζάκι
έτσι σπάζουνε κεφάκι.
Τη Δραπετσώνα για να δείτε
πρέπει για να τρελαθείτε,
*Πόντιοι με τα λυράκια *
ξεμυαλίζουν κοριτσάκια.
(*) Παντού, όπου είδα, ο στίχος έχει αποδοθεί [και αναπαράγεται] ως: «…Πόντιοι με ταληράκια…», αλλά τι σχέση μπορεί να έχουν τα χρήματα, εδώ, και ειδικά τα - μικρής αξίας - ταληράκια;
Έχω την εντύπωση πως την ποντιακή λύρα εννοεί, αυτή είναι ικανή να «ξεμυαλίσει».
Ακούστε το και εδώ:
και πείτε καμιά γνώμη.