Νόμιζα ότι είναι σχετικά καθιερωμένο το «λεπτά όργανα», «ορχήστρα λεπτών οργάνων». Τα δε χοντρά όργανα, που δεν ξέρω αν λέγονται έτσι, πρέπει να είναι κατεξοχήν ο ζουρνάς με το νταούλι. Οπότε ναι, το τουμπελέκι μπροστά στο νταούλι είναι λεπτό.
Βεβαίως και είναι καθιερωμένοι όροι αυτοί. Όμως, όπως με όλα τα πράγματα στην Ανατολή, τίποτα δεν είναι στάνταρ: δεν υπάρχει λίστα πεπερασμένη, οργάνων που θεωρούνται λεπτά και άλλη, “χοντρών οργάνων”. Το τουμπελέκι πάντως δεν συνηθιζόταν στις ορχήστρες λεπτών οργάνων της οθωμανικής («κλασικής») μουσικής, προτιμούσαν τους νταϊρέδες που όσο να ΄ναι, βαρούν λεπτότερα απ΄ το τουμπελέκι.
Ώπα, λάθος μου. Αυτό που έχω δει κατ’ επανάληψιν είναι «ψιλά όργανα», όχι «λεπτά». Δεν ξέρω, μπορεί να παίζουν και οι δύο όροι εξίσου, αλλά το «λεπτά» τελικά δεν το έχω δει άλλη φορά, το μπέρδεψα.
Το λεξικό μου αποδίδει το ince ως λεπτός, κομψός, ευαίσθητος, λεπτοκαμωμένος, απαλός, εκλεπτυσμένος, ευγενής, λιανός, λιγνός, ντελικάτος, φίνος, ψιλός, ζαρίφης. Το ιντζέ σαζ το ξέρω ως λεπτά όργανα, αλλά και το ψιλά δεν είναι πολύ μακριά. Δεν το έχω ακούσει όμως. Πάντως, η διαφοροποίηση δεν είναι μόνο απέναντι στα zurna – davul αλλά και στο συνηθισμένο σάζι, που δεν έχει την διαστηματική ακρίβεια του tanbur της παλατιανής ορχήστρας, με το μεγάλο ημισφαιρικό σκάφος και το αρκετά μακρύ μπράτσο, του quanun κλπ.
Πάντως ο ζουρνάς, μπορεί μεν ο ήχος του να είναι χοντρός (πιο χοντρός πεθαίνεις), αλλά έχει δυνατότητα απόλυτης διαστηματικής ακρίβειας, περισσότερο κι απ’ το ταμπούρ και το κανονάκι: όσο ένα άταστο έγχορδο.
Κατά τη γνώμη και την εμπειρία μου, ο ζουρνάς στέκει μόνο στη ζυγιά «δύο ή περισσότεροι ζουρνάδες + νταούλι[α]). Σε τούρκικα βιντεάκια όμως έχω δει διάφορους περίεργους συνδυασμούς, όπως ζουρνά με λύρα. Άμα ψάξεις με λέξη κλειδί «ζουρνά» (χωρίς -ς για περισσότερα αποτελέσματα) στο Σίλαμπς, θα βρεις και μερικές ηχογραφήσεις σμυρνο-τουρκοπρεπών ελληνικών τραγουδιών με ζουρνά, κανονάκι και δε θυμάμαι τι άλλο ακριβώς, αλλά πάντως ψιλά (λεπτά έστω) όργανα.
Ηχογραφήσεις που προσωπικά τις βρίσκω ατυχέστατες, αλλά μου δίνουν παρά ταύτα την εντύπωση ότι πρέπει να στηρίχτηκαν σε κάποια υπαρκτή πρακτική κι όχι να τις εμπνεύστηκε κάποιος εκ του μηδενός.
Επίσης, θα βρεις κι έναν ζουρναλή χιτζάζ μανέ, όπου το κατεξοχήν χοντρό όργανο χρησιμοποιείται σε κατεξοχήν λεπτό ρόλο!
Οπότε, θέλω να πω, το τι ταιριάζει με τι χωράει πολλές απόψεις.
Πάντως για κλασικούς μουσικούς έχω ακούσει να λένε ουντί (παίζει ούτι), κεμανί (βιολί), ταμπουρί (ταμπούρ), λένε κεμεντζετζή (κεμεντζέ=λύρα) και λάφτατζη (λάφτα - αυτά τα δύο όργανα ήταν λαϊκής προέλευσης, παίζει ρόλο άραγε;), και λένε και νεϊζέν (νέι) και ιδού τώρα και ζουρναζέν (ζουρνά). Για το κανονάκι δεν ξέρω τι λένε, κανουνί ίσως;
Ναι, αλλά με κάποια κοινωνική (ακόμη και αξιολογική, για κάποιους) διαφοροποίηση. Ορισμένα από τα όργανα που είναι και λαϊκά και κλασικά έχουν διπλές ονομασίες για τους παίχτες, και στα υπόλοιπα πάλι κάποια διαφοροποίηση υπάρχει, έστω και χωρίς αυστηρή κωδικοποίηση. Ο κιθαρίστας παίζει τα πάντα, ο βιολιτζής όμως όχι! Και η γνωστή ιστορία με τον μπουζουκίστα Πολυκανδριώτη πατάει στην διαπίστωση ενός αντικειμενικού γεγονότος.
Αυτό, για κάποιο περίεργο λόγο, δεν συμβαίνει με άλλα επαγγέλματα
δηλαδή ο ελαιοχρωματιστής= μπογιατζής
και ο αυτοκινητιστής =ταξιτζής
(οκ ο σωφέρ μπορεί να οδηγεί λιμουζίνα)
δεν ξέρω πως καταλήξαμε να διαχωρίζουμε τους μουσικούς με αυτό τον τρόπο
Απλούστατα, επειδή ορισμένοι μουσικοί, μαζί με το κοινό τους, διαμόρφωσαν ένα λεξιλόγιο, ενώ άλλοι, μαζί με το δικό τους κοινό, διαμόρφωσαν ένα άλλο. Παλιότερα επρόκειτο για διαφορετικούς κόσμους.
Για την ορχήστρα ince saz (“λεπτά” όργανα) αναφέρει ο Νίκος Στεφανίδης (βλ. “Περί Αραβοπερσοτουρκικής μουσικής”, περ. “TAR”, τεύχ. 12, Μάρτιος 1986, αναδημοσιεύτηκε στο Παναγιώτης Κουνάδης, “Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών”, τόμος Α’, Κατάρτι, Αθήνα 2000, σελ. 212-214) : “Η αραβοπερσοτουρκική μουσική εκτελείτο παλαιότερα από τους μουσικούς με σάζια, μπαγλαμάδες, μπουζούκια και ντέφια, στα λαϊκά τραγούδια. Στη σοβαρά δε μουσική εκτελείτο από ορχήστρα η οποία ονομάζετο Ince saz (λεπτά όργανα), αποτελείτο δε από τα εξής όργανα: Το tanbur (πανδουρίς), το οποίον έχει όλας τα υποδιαιρέσεις του τόνου και του ημιτονίου και καθώς είναι γνωστόν αποδίδει την ποικιλίαν ήχων (μακαμιών) […] Μεταγενεστέρως εισήγαγον εις το Ince saz και το ψαλτήριον, το βυζαντινόν όργανον, το κανονάκι που ονομάζεται στην Ελλάδα και kanun στους Άραβες και τους Τούρκους. […] έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο εντός της ορχήστρας. Ήτο καθοδηγητής των ήχων, με τους ποικίλους χρωματισμούς που απέδιδε, με την βοήθεια των μανδαλιών κι έτσι οι άλλοι μουσικοί καλλιτέχναι εξ ακοής προσαρμόζοντο εις τον ήχον που έπαιζαν. Καθώς γνωρίζουμε το βιολί, το ούτι, το νέι, αυτά τα όργανα δεν έχουν περντέδες ή τάστα, διά να πατούν τα δάκτυλά τους οι μουσικοί ακριβώς εκεί που πρέπει. Μόνο το tanbur και το kanun αποδίδουν ακριβώς τας μικράς υποδιαιρέσεις και έτσι οι ήχοι ακούγονται όπως πρέπει και όπως τους θέλει η θεωρία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και της τουρκικής μουσικής […] Το tanburi και το kanun ήσαν οι καθοδηγητές των ήχων εις την απόδοσίν των με τας μικροτέρας λεπτομέρειάς των… […] Οι ορχήστρες Ince saz είχαν και τους τραγουδιστάς οι οποίοι ονομάζονταν Χανεντέδες. Ήσαν καλλίφωνοι τραγουδισταί, έπαιζαν και τον νταϊρέ, το ντέφι, κρατώντας τους διάφορους ρυθμούς των εκτελούμενων μελωδιών. Ήσαν δε οι ρυθμοί αυτοί πολυποίκιλοι και τους ονόμαζαν Dum-Tekia”.
Τη δημοσίευση στο TAR δεν την ήξερα, όμως στο "Εις ανάμνησιν…" ο Κουνάδης σημειώνει ότι το κείμενο αυτό του Στεφανίδη, μαζί με άλλα, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τάρ υπό την επιμέλεια του ιδίου και αναδημοσιεύτηκε στο Ρωμηοί συνθέτες της Πόλης των Τσιαμούλη – Ερευνίδη, χωρίς αναφορά στην πηγή. Πράγματι, βρίσκεται στο βιβλίο αυτό στις σελίδες 288 -290 και βεβαίως δεν κάθησα να αντιπαραβάλλω τα δύο κείμενα. Η πηγή του Άνθιμου περιέχει λίγα μόνο τμήματα του πλήρους κειμένου του Στεφανίδη. Να σημειωθεί ότι ο Π. Κουνάδης είχε στενή επαφή με τον Ν. Στεφανίδη καθώς, νομίζω, ήταν γείτονες στη Ν. Φιλαδέλφεια.
Πάντως, η περιγραφή του Στ. δεν είναι πάντα πλήρως αντικειμενική, αφού πρόκειται για πρόχειρες σημειώσεις σε τετράδιο ενός λαϊκού, θεωρητικά απαίδευτου μουσικού.
Το νέι μπορεί να μην έχει περντέδες ή τάστα, όμως έχει τρύπες. Η διαφορά με τα άταστα (τυφλά) όργανα είναι ότι ενώ τα δάχτυλα τοποθετούνται πάνω στις (σταθερές) τρύπες, για την παραγωγή συγκεκριμένων φθόγγων χρειάζεται, τόσο με κατάλληλη ρύθμιση της θέσης του δάχτυλου πάνω στην τρύπα όσο και με κατάλληλη αυξομείωση της πίεσης του αέρα μέσα στο όργανο, να αλλάξει λίγο η συχνότητα του παραγόμενου ήχου και αυτό, πράγματι, δεν εξασφαλίζει την ακρίβεια που εξασφαλίζεται στο ταμπούρ ή το κανονάκι, πολύ περισσότερο βέβαια στο γιαυλί τανμπούρ, που είναι και το ακριβέστερο διαστηματικά όργανο της οθωμανικής μουσικής(μάνικο ενάμισυ περίπου μέτρου).
Οι ρυθμοί λέγονται usûl και όχι Dum-Tekia. Οι συλλαβές Düm και Tek δηλώνουν το ισχυρό τμήμα του μέτρου που εκτελείται με το δεξί χέρι σε κρουστό όργανο, και τα ασθενή αντίστοιχα, που εκτελούνται με το αριστερό. Ο προσδιορισμός Dum-Tekia μάλλον είναι «ελληνικός» (τα ντουμτέκια; ) και άγνωστος στους Τούρκους.
Τουναντίον: αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του νέι είναι που επιτρέπουν στον μάστερ παίχτη, αυτόν που έχει τερματίσει τόσο την εσωτερική γνώση των διαστημάτων όσο και τον έλεγχο του οργάνου, να παίζει ακριβέστερα και από το ταμπούρ, το κανονάκι και το γιαϊλί ταμπούρ. Τα ακριβέστερα όργανα είναι ίσα ίσα τα άταστα και όσα λειτουργούν σαν άταστα (όπως το νέι), και, βέβαια, η φωνή.
Για ένα λίγο χαμηλότερο έως και τελείως χαμηλό επίπεδο επάρκειας, αυτά ακριβώς τα όργανα είναι που θα σου βγάλουν την ψυχή και πάλι δε θα 'χεις πετύχει την ακριβώς σωστή νότα, αντίθετα από το κανονάκι και όσα έχουν πολλούς μπερντέδες, όπου από τα πρώτα στάδια της εκμάθησης πετυχαίνεις τονική ακρίβεια (μόνο που μετά δεν έχει να τη βελτιώσεις άλλο).