Τυποποιημένοι μανέδες

[Το παρόν μήνυμα το ξεκίνησα εδώ και πάνω από μήνα, αλλά με τη μεσολάβηση διακοπών κλπ. δεν ευκαίρησα ποτέ να το ολοκληρώσω. Το ανεβάζω ημιτελές, με την επιφύλαξη να το συμπληρώσω μόλις μπορέσω.]

  1. Πειραιώτικος μανές.

Σε προηγούμενα μηνύματα είχε τεθεί το ζήτημα του τίτλου μιας ηχογράφησης μανέ ως πιθανής ένδειξης για το αν ο μανές είναι τυποποιημένος ή όχι: άδηλοι τίτλοι (Ραστ μανές, Ουσάκ Μανές, Ραστ-Νεβά μανές…) είναι γενικά πιθανότερο να παραπέμπουν σε μανέδες του κλασικού τύπου, δηλαδή μάλλον αυτοσχέδιους, ενώ πιο συγκεκριμένοι τίτλοι (Μανές του πόνου / της καληνυχτιάς / του φθισικού, μανές χιώτικος / σμυρναίικος, κλπ.) συχνά δείχνουν τυποποιημένη σύνθεση. Ο οδηγός αυτός δεν είναι επ’ ουδενί αλάνθαστος, αλλά κάπου βοηθάει.

Ο τίτλος όμως «Πειραιώτικος μανές» δε μας βοηθάει, αφού πειραιώτικος σημαίνει και «του Πειραιά» αλλά είναι και όνομα δρόμου.

Με τον τίτλο αυτό έχω εντοπίσει έναν μόνο μανέ που να μην είναι σε δρόμο Πειραιώτικο, και πράγματι ήταν τυποποιημένος. Τον ξαναανέφερα στο #58. Επαναλαμβάνω τις πληροφορίες:

Νταλγκάς, 1928, δίστιχο Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου… Τίτλος, σύμφωνα με το Σίλαμπς, τόσο στη βάση όσο και στο φυλλάδιο, «Πειραιώτικος μανές», ενώ σύμφωνα με το ΥΤ «Πειραιώτικος Ματζόρε μανές», όπου καμία από τις δύο λέξεις δε δηλώνει δρόμο αλλά το μεν «Πειραιώτικος» νοείται ως τοπικός προσδιορισμός, το δε «Ματζόρε» ως τίτλος συγκεκριμένης σύνθεσης (που όμως είναι Χιτζάζ, βλ. #6). Δεν υπάρχει στους Ρ.Διαλόγους, ενώ στον Μανιάτη γίνεται ένα περίεργο μπέρδεμα (βλ. #58). Μια ματιά στην ετικέτα θα ξεκαθάριζε τον ακριβή επίσημο τίτλο, όμως ο Φώτης με πληροφορεί ότι η τεράστια συλλογή του από ετικέτες δεν περιλαμβάνει την εν λόγω, οπότε μένουμε με την απορία.

Με τίτλο «Πειραιώτικος» ΚΑΙ σε δρόμο πειραιώτικο υπάρχουν 12 ηχογραφήσεις. Ξεκίνησα να τις μελετώ συγκριτικά για να δω αν κάποιες συμπίπτουν μελωδικά και άρα είναι τυποποιημένοι μανέδες, αλλά δεν έβγαλα άκρη (τρομερή ψιλοδουλειά: 66 ζευγάρια προς σύγκριση, με αναλυτική ακρόαση φράση προς φράση, με το εμπόδιο των διαφορετικών τόνων κλπ.), οπότε απλώς τις παραθέτω μ’ έναν μικρό σχολιασμό μετ’ επιφυλάξεων:

Καρίπης 1928, Δίσκος Odeon Γερμανίας GA-1367 (αρ.μ. GO-590), δίστιχο: Ας τη χαρούμε τη ζωή γιατί ο καιρός διαβαίνει… Υπάρχει μόνο στη βάση ΣΛ και στο ΥΤ, όχι στο φυλλάδιο του ΣΛ, ούτε στους Ρ. Διαλ. ή στον Μανιάτη.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος.

Νούρος (α) 1928, δίσκος ODEON GA-1308 Γερμανίας (αρ. μήτρας: GO-629), δίστιχο: Τα βάσανα με θρέφουνε και οι καημοί με ζούνε… Υπάρχει και στις τέσσερις πηγές (Μανιάτη, φυλλάδιο ΣΛ, βάση ΣΛ και Ρ.Διαλ.), καθώς και στο ΥΤ.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος, και πάντως δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους άλλους δύο Πειραιώτικους μανέδες που ηχογράφησε ο Νούρος, βλ. παρακάτω.

Νούρος (β) 1929, δίσκος Columbia Αγγλίας 8399 (αρ.μήτρας: 20602), δίστιχο: Πολλά είναι τα βάσανα κόσμε που μου 'χεις δώσει… Και αυτός υπάρχει τόσο στη βάση ΣΛ όσο και στις άλλες τρεις πηγές, και στο ΥΤ.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος, και πάντως δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους άλλους δύο Πειραιώτικους μανέδες που ηχογράφησε ο Νούρος, τον αμέσως προηγούμενο κι έναν παρακάτω.

Παπασιδέρης 1929, δίσκος Columbia Αγγλίας 18075. Το δίστιχο το καταγράφουν και οι 4 πηγές ως «Αφού ο Θεός με δίκασε, ποιος άλλος θα με σώσει; / Το τέλος υπολείπεται για να 'ρθει να μου δώσει», αλλά εγώ ακούω «ο Χάρος υπολείπεται θάνατο να μου δώσει». Όπως προκύπτει και από τις προσφωνήσεις, παίζουν βιολί ο Σαλονικιός και λαούτο ο Σιδέρης Α(ν)δριανός, ωστόσο προξενεί κατάπληξη η προσφώνηση «Γεια σου Παπασίδερη» (με τόνο στο -σί-), νομίζω μάλιστα από τον ίδιο τον Παπασιδέρη! Στη βάση ΣΛ ο ίδιος ο Π. αναφέρεται και ως συνθέτης και στιχουργός.

Εδώ όχι απλώς δε φαίνεται να έχουμε τυποποιημένο μανέ (αν και η ένδειξη περί συνθέτη αυτό υποδεικνύει: την ύπαρξη σύνθεσης), αλλά θα έλεγα ότι έχουμε έναν μάλλον ατυχή αυτοσχεδιασμό. Πέρα από τη γενικότερη τάση του Παπασιδέρη να καταστρατηγεί, στα μελίσματά του, τα όρια των υπομονάδων (εδώ λ.χ., την ώρα που κινείται κατά βάση γύρω από την 5η της κλίμακας και κάνει αυτοσχέδια ανεβοκατεβάσματα από λίγο πιο πάνω μέχρι και κάτω στην τονική, τουλάχιστον δύο φορές βουτάει αιφνιδίως ακόμη πιο κάτω, κάνοντας ένα αναίτιο πέρασμα στο 4χ κάτω από την τονική, σε νότες που ούτε εδώ έχουν καμιά δουλειά αλλά ούτε και σε άλλο σημείο του μανέ τις αξιοποιεί πιο ουσιαστικά), υπάρχει και πρόβλημα με τη δομή: το δεύτερο μέρος, επανάληψη του β’ ημιστιχίου, που σ’ άλλους μανέδες διατηρεί την αυτοτέλειά του και σ’ άλλους συγχωνεύεται με το τρίτο, εδώ απουσιάζει ολότελα. Επιπλέον δεν υπάρχει μελωδική εξέλιξη: μαθαίνουμε τη δεσπόζουσα και την κλίμακα του δρόμου, στο τελικό κλείσιμο μαθαίνουμε και την τονική, και πέραν αυτού ουδέν. Τέλος, υπάρχει κι ένας περιττός μελωδικός επίλογος, αφού έχει ολοκληρώσει τον μανέ με μια πλήρη τελική κατάληξη κι έχουμε ακούσει και την οργανική ανταπόκριση, σε σημείο δηλαδή όπου κανείς δεν περιμένει ν’ ακούσει κι άλλα από τη φωνή, πόσο μάλλον σε κινήσεις μελωδικώς τόσο άσχετες απ’ ό,τι έχει προηγηθεί. Μοιάζει λες και, παραλείποντας το δεύτερο μέρος, να βρέθηκε ξαφνικά με παραπανήσιο χρόνο στη διάθεσή του και να είπε ό,τι να 'ναι, έτσι για να μη βγει τσουρούτικο το κομμάτι.

Νούυρος (γ) 1930, δίσκος Pathe Γαλλίας X-80187 (αρ.μήτρας: 70236), δίστιχο: Εμένα πρέπει μια σπηλιά σ’ αραχνιασμένο χώμα… (οι πηγές το ακούνε και «μ’ αραχνιασμένο», «κι αραχνιασμένο»). Και στις τέσσερις πηγές (στο ΣΛ εδώ). Στις προσφωνήσεις αναφέρονται τα ονόματα του Σαλονικιού κι ένα που δεν το πιάνω, του κιθαρίστα.

Δεν ταυτίζεται με καμία από τις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις του Νούρου, και μάλλον με τίποτε γενικότερα.

Μάρκος Μαβακάρης 1934, δίσκος Columbia DG-0499 78rpm 1934 (αρ.μήτρας: WG-805), δίστιχο: Είναι πικρός ο θάνατος μα είναι κι ησυχία… Και στις τέσσερις πηγές. Σύμφωνα με τη βάση ΣΛ, κιθάρα παίζει ο Σκαρβέλης.

Μάλλον έχει ξανασχολιαστεί εδώ. Μια ατυχής προσπάθεια ενός βέρου Πειραιώτη (με τη …μουσική έννοια :slight_smile: ) να αποδώσει αυτό που νόμιζε ότι είναι ο μανές. Μου δίνει την εντύπωση ότι συνδυάζοντας την αντικειμενική δυσκολία του εγχειρήματος, τη δική του περιορισμένη εξοικείωση με το είδος, και τις συνθήκες της ηχογράφησης, ο Μάρκος κόμπλαρε και τα 'χασε. Εκτός όλων των άλλων, δεν είναι και σε φόρμα φωνητικά, ακούγεται σαν συναχωμένος ενώ οι νότες, αν και ψηλές βέβαια, δεν είναι πέρα από τα όριά του. Αυτοσυνοδεύεται ο ίδιος στο μπουζούκι, πράγμα που μπορεί να του 'ρχότανε πιο φυσικό σε σχέση με το είδος τραγουδιών που ήξερε καλά, αλλά για αυτοσχεδιαστικό διάλογο -όπως είναι ο μανές με ενδιάμεσα ταξίμια- ανεβάζει πολύ τον δείκτη δυσκολίας, και δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει ξανασυμβεί (κι αν έχει ξανασυμβεί, θα είναι κατά σπανία εξαίρεση). Το αποτέλεσμα είναι ότι και στο ταξίμι κομπλάρει, κι επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια μοτίβα χωρίς μελωδική εξέλιξη -και δεν μπορεί βέβαια κανείς να πει ότι δεν ήξερε από ταξίμια! Η αξία της ηχογράφησης έγκειται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός καθαυτό ότι ο Μάρκος θέλησε να δοκιμάσει κι αυτό το είδος, εμβληματικό της «άλλης» σχολής, είναι δηλαδή ένα ντοκουμέντο σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο σχολών.

Κάπου ακούγεται η προσφώνηση «Γεια σου Συριανάκι γεια σου!», που όλως παραλόγως ο Μανιάτης την έχει μεταγράψει «Γεια σου γενάρχη, γεια σου».

Οι επόμενοι δύο αξίζουν λίγο ιδιαίτερη προσοχή:

Περπινιάδης 1934, δίσκος Columbia DG-6112 (αρ.μήτρας: CG-1209), δίστιχο: Ο Χάρος μόνον ημπορεί να γειάνει την πληγή μου… Και στις 4 πηγές. Στη βάση του ΣΛ διαβάζω:

Στο κανονάκι ο Μανώλης Μαργαρώνης. Σύμφωνα με τον Γιώργη Παπάζογλου, κιθάρα παίζει ο Βαγγέλης Παπάζογλου ο οποίος και εδίδαξε το συγκεκριμένο μανέ στον Περπινιάδη.

Για την πρώτη πληροφορία (κανονάκι Μαργαρώνης) έχω να σχολιάσω ότι, με κάθε επιφύλαξη, θαρρώ πως είναι σαντούρι. Θυμίζω ότι σε μια συζήτηση προέκυψε ότι ο Μαργαρώνης έπαιζε σαντούρι και με τον κανονικό τρόπο (μπαγκέτες) αλλά και με πένες σαν το κανονάκι, ότι έπαιζε επίσης και κανονάκι, αλλά και ότι ενδεχομένως η λέξη «κανονάκι» είχε χρησιμοποιηθεί και για ένα είδος μικρού σαντουριού.

Η δεύτερη πληροφορία (ότι ο Παπάζογλου εδίδαξε τον μανέ στον Στελλάκη) έχει πολύ ενδιαφέρον. Καλά θα ήταν να βλέπαμε τι ακριβώς έχει γράψει ο Γιώργης Παπάζογλου σχετικά, αλλά από την αναφορά του ΣΛ καταλαβαίνω ξεκάθαρα ότι πρόκειται περί συγκεκριμένου, συντεθειμένου μανέ, άρα τυποποιημένου. Μ’ αυτή την πληροφορία στο μυαλό (αλλά και με την επιφύλαξη της υποβολής!), βρίσκω ότι το άκουσμα πράγματι ταιριάζει: η μελωδική κίνηση που ακολουθεί ο Στελλάκης στο τραγούδι του δείχνει απολύτως ελεγχόμενη, ξέρει σαφέστατα σε ποια περιοχή και σε ποιο τονικό κέντρο θα κινηθεί ανά πάσα στιγμή, πότε θα επαναλάβει μια λεπτομέρεια που να συνδέει τα προηγούμενα με τα επόμενα σημεία της μελωδίας, κλπ., εν ολίγοις θα μπορούσε πιθανότατα να ακολουθεί συγκεκριμένο σενάριο. Χωρίς φυσικά να αποκλείεται η πιθανότητα να το 'κανε αυτό και αυτοσχέδια ένας δυνατός, έμπειρος αμανετζής.

Το κομμάτι κλείνει γυρίζοντας σ’ ένα πολύ δυνατό οργανικό ζεμπεκάκι, που δε νομίζω να το ξέρω άλλοθεν, αν και θυμίζει βέβαια αρκετά γνωστά τραγούδια σ’ αυτό τον τόσο χαρακτηριστικό δρόμο (μεταξύ των οποίων ένα του ίδιου του Παπάζογλου, που έχω πάθει μπλακάουτ τώρα και δε μου 'ρχεται - γυναίκα τραγουδάει, χασικλήδικο, ποιο είναι ρε παιδιά;)

Ρούκουνας 1934, δίσκος Parlophone B-21755 (αρ.μήτρας: 101504), δίστιχο: Φίλοι πια δεν υπάρχουνε να σ’ αγαπούν με πόνο… Και στις 4 πηγές (ΣΛ εδώ). Κανονάκι ο Λάμπρος Σαββαΐδης, σύμφωνα με την προσφώνηση που ακούγεται.

Μαζί με τον προηγούμενο, είναι οι μοναδικοί μανέδες απ’ όλη αυτή τη δωδεκάδα που δείχνουν να είναι τυποποιημένοι. Συγκεκριμένα, οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι η ίδια μελωδία. Η μόνη κάπως αισθητή διαφοροποίηση γίνεται στην αρχή της τρίτης ενότητας, και είναι η εξής:

Το τέλος της δεύτερης ενότητας μάς είχε αφήσει στην οκτάβα. Η τρίτη ενότητα κινείται κυρίως περί την 5η βαθμίδα (όπως και η πρώτη). Τη μετάβαση αυτή από τα ψηλά στα μεσαία ο μεν Περπινιάδης, προηγουμένως, την είχε πραγματοποιήσει αρκετά σβέλτα, μέσα σ’ ένα σχετικά σύντομο επιφώνημα, ώστε όταν μπήκε στον κυρίως στίχο βρισκόταν ήδη στην 5η, ενώ εδώ ο Ρούκουνας την καθυστερεί περισσότερο, μένοντας στην οκτάβα και μετά την έναρξη του κυρίως στίχου. Πρόκειται για μια διαφορά όχι και τόσο θεμελιώδη μέσα στο σύνολο της κατά τα άλλα παρόμοιας μελωδικής εξέλιξης των δύο μανέδων - από την άλλη όμως, και τα υπόλοιπα σημεία μοιάζουν βέβαια ανάμεσα στους δύο αλλά δεν είναι και καρμπόν, ώστε να μιλάμε για πλήρη και ασφαλή ταύτιση.

Μένουμε λοιπόν με το ενδεχόμενο της ύπαρξης ενός τυποποιημένου πειραιώτικου μανέ, που είτε τον έγραψε ο Παπάζογλου και τον δίδαξε στον Περπινιάδη αλλά παράλληλα τον ηχογράφησε και ο Ρούκουνας, είτε κυκλοφορούσε ανώνυμα αλλά -και πάλι- τον έδειξε ο Παπάζογλου στον Περπινιάδη.

[Υπολείπονται τέσσερις ακόμη μανέδες που τους χρωστώ γι’ αργότερα.]

2 «Μου αρέσει»