Ο Ταύρος και ο Αρχιτέκτονας: Η μεταμόρφωση του Τσιτσάνη
Καλησπέρα φίλοι, γράφω εδώ για πρώτη φορά, αν και είναι τώρα καιρός που διαβάζω πολλές από τις απολαυστικές συζητήσεις σας. Τώρα, για να μπω στο θέμα: Χθες αργά, φτάνοντας στο δωμάτιο μου άρχισα, κατά συνήθεια μου, να περπατώ επάνω κάτω συλλογιζόμενος τα της ημέρας. Ευθύς πέρασαν απ’ το μυαλό μου μερικά τραγούδια του Τσιτσάνη που ακούω μανιωδώς τον τελευταίο καιρό. Διαισθανόμενος μια θεμελιώδη διαφορά στο ύφος του προπολεμικά και μεταπολεμικά, προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Υπάρχει σίγουρα μια διαφορά. Διαφορά όχι μόνο μουσικολογική αλλά και ανθρώπινη.
Στα προπολεμικά τραγούδιά του (πχ. Η Μάγισσα της Αραπιάς, Μες την Πολλή Σκοτούρα μου) ο Τσιτσάνης είναι ένας ταύρος μαινόμενος!
Ο ήχος του είναι ορμητικός. Η φωνή του οργάνου είναι μία και μοναδική, κάμωμα της νεότητάς του. Η εισαγωγή σκαλίζεται απάνω του και είναι μια… ψυχική τομή.
Με μια πενιά σουβλερή, σε τρυπά και σε δαγκώνει! Έρχεται, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα της, σαν κραυγή μες την έρημη νύχτα.
Οι μελωδίες συχνά «σπάνε» έξαφνα, σαν κοψίματα στην ανάσα. Εκείνος είναι ειλικρινής, ανεξέλεγκτος, διαχυτικός· ως Νέος, που ακόμη ακτινοβολεί με το μυαλό και το σώμα του.
Το ύφος αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί, είναι ύφος ηλικίας, περίστασης και εποχής.
Μεταπολεμικά, δηλαδή ύστερα της κατοχής (πχ. Αχάριστη, Η Μάγισσα της Βαγδάτης) έχουμε μια τελείως διαφορετική μορφή:
Μέσα από μια βίαιη ωρίμανση ο Τσιτσάνης γίνεται ένας μεγάλος αρχιτέκτονας ήχων. Τώρα οι εισαγωγές έχουν μια σοφία γραφής. Σαν να έχει καταλαγιάσει ο ταύρος, περνά απ’ την κραυγή στη κατασκευή. (Δεν εννοώ, βέβαια, πως γίνεται συνετός, σώφρων, παραμένει στον πυρήνα του μαινόμενος).
Πολυφωνίες, εναλλαγές, διάλογοι, συμφωνία ολόκληρη. Τώρα χτίζει ένα σύμπαν ήχων με προσεγμένες ενορχηστρώσεις, με μια επιδιωκόμενη αφηγηματική στερεότητα. Πλέον, δεν λειτουργούν όλα ιδιοσυγκρασιακά, ορμώμενα ως μια ροή της συνείδησης.
Η υφή είναι πολυεπίπεδη, κι εκείνος έχει μια ποιητική ηρεμία, μια “μεγάλη ανάσα” και βλέπει τον κόσμο με βλέμμα μάλλον πιο στοχαστικό. Άλλοτε μειλίχιος κι άλλοτε ανέλπιδος.
Νοιώθω πως πρόκειται για μια εξέλιξη βαθειάς υπαρξιακής σημασίας.
Διαβάζω σε ένθετο της έκδοσης του Charles Howard (γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος, παραθέτω σε μετάφραση) πως:
“Στο μπουζούκι, ο Τσιτσάνης δεν είχε κανέναν όμοιό του πριν από τον πόλεμο· το παίξιμό του ήταν μοναδικό, γεμάτο συναίσθημα, απλότητα, καθαρότητα και “ψυχή”. Αυτό το ύφος δεν συνεχίστηκε μετά το 1940, και φαίνεται πως αυτό δεν ήταν επιλογή του. Το τι ακριβώς συνέβη παραμένει αβέβαιο. Ορισμένες πηγές ισχυρίζονται πως ένα από τα δάχτυλά του είχε τραυματιστεί από τις μακρές και επίμονες ώρες παιξίματος και ότι το δάχτυλο αυτό έχασε την αίσθηση της αφής. Είναι επίσης πιθανό μια μικρή χειρουργική επέμβαση να προκάλεσε αυτή την αλλαγή.”
Δεν θεωρώ, όμως, πως είναι συγκαταβατικές οι μεταπολεμικές συνθέσεις, κάθε άλλο. Δεν νομίζω πως αλλάζει τη μουσική του για να συμβαδίζει με τον πιθανό τραυματισμό του. Η λαϊκή μουσική αλλάζει κι η Ελλάδα στέκει σακατεμένη μετά την κατοχή. Κι έπειτα… ο εμφύλιος.
Το δάχτυλο ίσως εξηγεί την αλλαγή στο ύφος μόνο μερικώς, κι αυτό όχι από την πλευρά της τεχνικής δεινότητας. Ο πραγματικός τραυματισμός είναι υπαρξιακός.
Ίσως τελικά η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εποχών στη μουσική του Τσιτσάνη είναι αυτή η αίσθηση που ενυπάρχει σε πολλά από τα μεταπολεμικά κομμάτιά του, η αντήχηση ανολοκλήρωτων αισθημάτων. Αισθήματα που τα βλέπουμε στα προπολεμικά κομμάτια να γεννιούνται μέσα του, όπως η επιθυμία γίνεται έρωτας για πρώτη φορά, στην ψυχή ενός μικρού παιδιού.
Ελπίζω να μη σας κούρασα… Θα ήθελα πραγματικά να μου γράψετε εσείς, αυτή τη μετάβαση από τον ενστικτώδη δημιουργό στον συνειδητό αρχιτέκτονα, πώς την αισθάνεστε (αν θεωρείτε πως είναι βάσιμη) να λειτουργεί στο έργο του Τσιτσάνη;
Οδυσσέας Κοτσίνης