Τα χαρακτηριστικά του λαϊκού συνθέτη

Συνεχίζω αυτό το παρακλάδι της συζήτησης, γιατί βρήκα αναπάντεχη αφορμή από πρόσφατη ανάρτηση με τελείως άλλο κεντρικό θέμα:

Το να γράφει ένας συνθέτης ειδικά για τη φωνή ενός ερμηνευτή /-τριας δείχνει μια αντιμετώπιση της τέχνης πολύ διαφορετική από εκείνην του «παραδοσιακού» λαϊκού δημιουργού. Ο Τσιτσάνης φαίνεται να κατατέμνει την τέχνη του σε επιμέρους εξειδικευμένους τομείς.

Είναι κατά τη γνώμη μου κάτι ανάλογο με το να γράφεις μελωδίες για έτοιμους στίχους ή μελωδίες για στίχους που θα σου γράψει άλλος, ή με το να δημιουργείς μελωδίες στις οποίες κάποιο στοιχείο ενορχήστρωσης είναι αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης.

Ο Τσιτσάνης είναι λαϊκός ως προς το κοινό στο οποίο απευθύνεται, λαϊκός ως προς την απήχηση των τραγουδιών του, αλλά διαφοροποιημένος από τους παλιότερους λαϊκούς ως προς τη διαδικασία δημιουργίας.

4 «Μου αρέσει»

Στο ίδιο βιβλίο και μερικές ερωτήσεις μετά, ο Χατζηδουλής θυμάται τις παραπάνω κουβέντες του Τσιτσάνη και επανέρχεται:

Χατζηδουλής : Πιο μπροστά όταν μιλούσες για την Μπέλλου και τη Νίνου, είπες ότι έγραφες τραγούδια αποκλειστικά για τη φωνή τους. Δηλαδή κάθε τραγούδι που έγραφες ήταν για μια συγκεκριμένη φωνή :

Τσιτσάνης : Βεβαίως. Τι νόμιζες; Στο έχω τονίσει πολλές φορές ότι εγώ δεν έπαιζα με τη δουλειά μου. Κάθε τραγούδι που έφτιαχνα ήταν για ένα συγκεκριμένο λαιμό. Τα τραγούδια μου τα ερμήνευαν όπως ήθελα εγώ και όχι όπως ήθελε ή είχε μάθει ο καθένας. Και τα ερμήνευσαν σωστά, με λίγες βέβαια εξαιρέσεις, διότι πάντα υπάρχουν τέτοιες. Τα πιο πολλά τα είπανε σωστά και μπορώ να πω ανεπανάληπτα. Όπως ο Τσαουσάκης, η Γεωργακοπούλου, ο Μάρκος, ο Κερομύτης, ο Χατζηχρήστος, η Χασκίλ, ο υπέροχος Στελλάκης Περπινιάδης, ο ανεπανάληπτος Στράτος Παγιουμτζής και άλλοι.

3 «Μου αρέσει»

Εδώ που τα λέμε, τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Δεν αμφιβάλλω ότι θεωρητικά μπορεί να σημαίνει ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε, δηλαδή μια μελωδία προσαρμοσμένη ακριβώς στις δυνατότητες και τα δυνατά σημεία της φωνής συγκεκριμένου ερμηνευτή, αλλά μου φαίνεται υπερβολικά εξεζητημένο.

Αποκλείεται να εννοούσε απλώς ότι τα έγραφε στον τόνο του καθενός;

Νομίζω ότι ο Τσιτσάνης εννοούσε αυτό ακριβώς που καταλαβαίνουμε. Ότι τα έγραφε για την φωνή τους. Όχι απλά στον τόνο τους. Τώρα το πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι αυτό, δεν το ξέρω. Αλλά εδώ θα πω ότι ο Τσιτσάνης, μιας και αναφερόμαστε σε αυτόν στο παράδειγμα, θεωρώ ότι είχε φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο σύνθεσης. Χωρίς βέβαια να σταματήσει να είναι ένας λαϊκός συνθέτης. Από την άλλη χωρίς να έχω απτά στοιχεία γιατί δεν το έχω ψάξει, έχω την εντύπωση ότι ο Τσιτσάνης ως συνθέτης “έβγαλε” τις περισσότερες φωνές. Άσχετα αν κάποιος άλλος βρήκε πρώτος μια τραγουδίστρια π.χ. την Νίνου, ο Τσιτσάνης την ωρίμασε και την έφτασε σε κορυφαία επίπεδα. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για την Μπέλλου όπως και για την Χασκίλ. Χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω το δικό τους ταλέντο και την δουλειά που ρίξανε οι ίδιες.
Τώρα σχετικά με την ερώτηση που κάνεις “τι ακριβώς σημαίνει αυτό?”, μπορεί να σημαίνει ότι γράφοντας ένα τραγούδι, φαντάζεσαι μια φωνή που θα το τραγουδήσει, λόγω έντασης, συναισθήματος, χροιάς και πιθανά άλλων χαρακτηριστικών.
Συμπλήρωση: Και βέβαια έχουμε και το αντίθετο παράδειγμα. Ένας συνθέτης να γράφει μόνο για την φωνή του και αυτός για μένα είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης.

2 «Μου αρέσει»

Εντάξει, δεν μπορώ να το αποκλείσω. Άλλωστε στην πραγματικότητα δεν μπορώ να συλλάβω τι ακριβώς είναι αυτό, να γράφεις για μια συγκεκριμένη φωνή. Δεν έχω καμία σχετική εμπειρία για να το κατανοήσω. Μου φαντάζει σαν κάτι που χωρίς εξειδικευμένες μουσικές σπουδές δύσκολα θα είναι εφικτό, αλλά μπορεί και να πέφτω έξω. Ή μπορεί, πάλι, όντως να είναι δύσκολα εφικτό αλλά ο Τσιτσάνης να το κατάφερνε!

Μπα, ούτε καν. Ο Μάρκος έχει και τραγούδια που τα λέει μόνος του και τα βγάζει δύσκολα! Δεν τον απασχολούσε μάλλον αν ταιριάζουν στη μία ή την άλλη φωνή, τον απασχολούσε απλώς η μελωδία. Μου δίνει την εντύπωση ότι αν τον ρώταγε κανείς γιατί δε βρίσκει κάποια άλλη λύση με τα πολύ ψηλά σημεία ορισμένων τραγουδιών του, θα έλεγε «ε τι να κάνεις, δύσκολο κομμάτι» και θα έληγε εκεί το ζήτημα.

Μ’ αυτή την υπόθεση δεν υπονοώ ότι ήταν προχειρατζής, κακόφωνος ή οτιδήποτε παρόμοιο. Απλώς ότι δεν είχε τέτοιου είδους «μουσική» οπτική για τη μουσική.

(Και από σημερινούς τραγουδιστές και συγκροτήματα, μπορώ μερικές φορές ν’ ακούσω κάποιον να τραγουδάει τόσο ψηλά που δεν του βγαίνει, και να σκεφτώ «αφού δε σου βγαίνει ρε μεγάλε, πάρ’ το αλλιώς!», και άλλες φορές να σκεφτώ «μπράβο, αυτός είναι ο τόνος, δεν πειράζει κι αν δε σου βγαίνει». Δεν είναι αυτός καθ’ αυτόν ο τόνος ή η μουσικά επαρκής απόδοση του κομματιού, είναι ο τρόπος που βλέπει ο καθένας τη δουλειά του, όσο μπορώ να τον αντιληφθώ από το αποτέλεσμα.)

Γι αυτό ο ίδιος ο Μάρκος λέει στην βιογραφία του ότι ο δρόμος που ταιριάζει πιο πολύ στη φωνή του είναι το νιαβέντι, που σημαίνει ότι το είχε ψάξει το θέμα.
Αλλά ξέρουμε ότι ο Μάρκος τουλάχιστον στην αρχή δεν είχε εμπιστοσύνη στην φωνή του και μετά από την προτροπή του Περιστέρη τραγούδησε.
Οπότε παρότι το είχε ψάξει ίσως όπως λες, να του έβγαινε φυσικά να τραγουδήσει τα τραγούδια του, ειδικά μετά από την επιτυχία που σημείωσε.

Δεν ξέρω τι είδους σπουδές θα ήταν αυτές, αλλά θεωρώ ότι επάνω στην λαϊκή μουσική ο Τσιτσάνης, ήταν από τους πιο “σπουδαγμένους”. Εξάλλου μιλάμε πλέον για επαγγελματίες μουσικούς, πλαισιωμένους από επίσης επαγγελματίες.

1 «Μου αρέσει»

Ούτε εγώ. Υποθέτω όμως το εξής:

Για τον εαυτό μου, ξέρω τα όρια της φωνής μου. Μπορώ να βγάλω τις νότες από τάδε μέχρι τάδε, και ειδικότερα μπορώ να βγάλω καλά τις νότες από δείνα μέχρι δείνα. Ξέρω τα αντίστοιχα και για διάφορους με τους οποίους έχουμε κάνει κατά καιρούς πρόβες. Αυτό όμως δεν αρκεί για να προβλέψω ποια τραγούδια μπορεί ο καθένας (ή κι εγώ) να πει καλά, και σε ποιον τόνο. Υπεισέρχονται κι άλλοι παράγοντες, και δεν έχω ιδέα ποιοι είναι - προφανώς σχετικοί με τις φράσεις όπου ανήκει η κάθε νότα, και όχι με τις νότες από μόνες τους. Μπορώ να κάνω μόνο δοκιμές και να πω «από δω βγαίνει» ή «από δω δε βγαίνει» ή «δε βγαίνει ολωσδιόλου, από πουθενά!» (ενώ μπορεί θεωρητικά να είναι μέσα στα όρια της καλής έκτασης).

Συνθέτης λοιπόν ο οποίος να μπορεί να τα προβλέψει αυτά, και να λέει «για να το πει η Μπέλου θα πρέπει να πηγαίνει έτσι» ή, αντιστρόφως, «αν πηγαίνει έτσι τότε η καλύτερη για να το πει είναι η Μπέλου», μάλλον θα έχει κωδικοποιήσει αυτούς τους άγνωστους σ’ εμένα παράγοντες.

2 «Μου αρέσει»

Πολλές φορές έχει τύχει να ακούμε τραγούδια στο ραδιόφωνο ή / και ηχογραφημένα γενικότερα και να λέμε “αυτό το τραγούδι θα ήταν ωραία να το έλεγε ο τάδε” ή “πωπω θα ταίριαζε καλύτερα στη φωνή του δείνα”. Υπάρχουν μουσικές φράσεις και γυρίσματα που για κάποιο λόγο ταιριάζουν καλύτερα σε κάποιους καλλιτέχνες. Επίσης είναι θέμα ύφους. Είναι τυχαίο ότι η “παραπονιάρικη” φωνή του Κάβουρα ταιριάζει στα τραγούδια του Σκαρβέλη; Είναι το ύφος της ερμηνείας, τα γυρίσματα που κάνει η μελωδία και η φωνή του, είναι οι τονικότητες κλπ.
Επομένως όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ όταν έγραφε ένα τραγούδι είχε το νου του τη φωνή του κάθε τραγουδιστή που ήθελε να το ερμηνεύσει και αντίστοιχα πατούσε πάνω στις τονικότητες και στα γυρίσματα που ταιριάζουν σε εκείνη τη φωνή. Άκουγε μέσα στο κεφάλι του την ερμηνεία χωρίς να το έχει πει καν ο τραγουδιστής (?!?!).
Όταν στα πρώτα βήματά του ο Καζαντζίδης εμιμείτο (δεν ξέρω εάν στέκει σαν λέξη γραμματικά) τον Τσαουσάκη, τι ήταν αυτό που τον έκανε να μοιάζει; Αυτοί οι παράγοντες είναι που δίνουν ταυτότητα στη φωνή και πολλές φορές μας κάνουν να συσχετίζουμε κομμάτια με φωνές!

4 «Μου αρέσει»

Στη βιογραφία του ο Μάρκος επίσης λέει ότι το ντο ή το σι, δε θυμάμαι ακριβώς, είναι ο τόνος του.
Το πώς να γράψει κάποιος για κάποια φωνή, παραδόξως δε μου φαίνεται τόσο δύσκολο. Με το αυτί , απλή διαδικασία και απλή λόγω πολλών ακουσμάτων. Φυσικά κάποιες φωνές ξεχωρίζουν σε κάποια σημεία. Και κάποια σημεία είναι κοινά στους συνθέτες γιατί όλοι έχουν μια πάνω κάτω κοινή παράδοση. Όχι ότι δεν υπάρχει ιδιαιτερότητα κλπ, αλλά τα λαϊκά κομμάτια μοιάζουν μεταξύ τους. Σε όλες τις λαϊκές μουσικές. Κάπως έτσι το φαντάζομαι. Δηλαδή ο Τσαουσάκης έλεγε κάτι βαριά Χιτζάζ άλλο πράμα ας πούμε…