Τραγούδι από διήγημα του Παπαδιαμάντη

Καλησπέρα, ζητάω τα φώτα σας για ένα τραγούδι που παραθέτει ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης στο αθησαύριστο διήγημά του “Η νοσταλγία του Γιάννη”.

Πρόκειται για το εξής, που το τραγουδάνε σε πανηγύρι και το χορεύουν με “εύθυμο πηδηκτό χορό”:

Τῆς μικρῆς ξανθῆς τὰ νάζια
μὤβαλαν πολλὰ μαράζια.
Στὸ βουνό, στὸ μετερίζι,
σκύβʼ ἡ Ἀθοῦσα, βοτανίζει,
κιʼ ἡ ποδιὰ της ἀνεμίζει…

Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν αντιστοιχίες με άλλα γνωστά και καταγραμμένα δημοτικά ή λαϊκά τραγούδια, όχι αυτούσιοι οι πέντε στίχοι αλλά παρόμοια μοτίβα.

Κάθε ιδέα, καλόδεχτη!

Δυστυχώς. Τίποτα, μα τίποτα δεν μου φέρνουν στο νου αυτοί οι στίχοι. Εντύπωση μου κάνει, άσχετο αυτό βέβαια με το ερώτημα που τίθεται, ότι σε σχετικά βόρεια περιοχή εκθλίβεται το ν και η Ανθούσα γίνεται Αθούσα. Αλλά για την ταμπακιέρα, τίποτα…

Ούτε εμένα μου θυμίζει τίποτε Νίκο (και Νίκο).

Εχω την εντύπωση από το στυλ των στίχων ότι είναι “έντεχνο” όπως θα λέγαμε σήμερα. Δηλαδή ίσως να μην πρόκειται για λαϊκή δημιουργία αλλά για δημιούργημα του συγγραφέα. Ειδικά αυτό το “βοτανίζει” και “ανεμίζει”…
Πολύ πιθανό να εμπνεύστηκε ο συγγραφέας από κάτι που άκουσε και να το προσάρμοσε όπως ήθελε, στο δικό του ύφος.

Διονύση μου, είπα να μην αναφερθώ στην ποιότητα του στιχουργήματος… Περίπου αυτό που λές πρέπει να έγινε, αλλά δεν αξίζει τον κόπο να το συζητάμε. Ψιλο – λόγιο μοιάζει πάντως, ναι.

Υπάρχει καταγεγραμμένο (στη Μεσσηνία) ένα παρεμφερές δίστιχο με αυτό εδώ, το πρώτο, του Παπαδιαμάντη:

“…κόρης ξανθής το νάζι
με γέμισε μαράζι…”

Τα “βοτανίζει” και “ανεμίζει” απαντώνται σε δημοτικά τραγούδια, αλλά γενικά το στιχούργημα αυτό θυμίζει περισσότερο δημοτικοφανές τραγούδι.

Τα νάζια και τα μαράζια τα έχω βρει κι εγώ κάπου.

Νόμιζα ότι η προφορά νθ->θθ και μφ ->φφ είχαν επικρατήσει ήδη από την αρχή του μεσαίωνα, λογικά από τότε που έπαψαν τα δασέα σύμφωνα να είναι δασέα, και η όποια σύγχρονη περίπτωση ορθογραφίας νθ και μφ είναι λόγια επιρροή

Αφού θέλετε να το συζητήσουμε, νομίζω ότι εντάσσεται στη γενικότερη τάση της νεοελληνικής για αποφυγή δύο συνεχόμενων συμφώνων που και τα δύο να είναι είτε διαρκή (χχχ, φφφ, θθθ, σσσ, ζζζ, λλλ, μμμ, ννν, ρρρ) είτε στιγμιαία (κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ). Συνήθως το πρόβλημα λύνεται με την τροπή σε διαρκές + στιγμιαίο, π.χ. όλα τα σθ, φθ, κτ, πτ γίνονται στ, φτ, χτ, φτ. Σε μερικές διαλέκτους και ιδιώματα η τάση είναι τόσο αυστηρή ώστε ακόμη και το ήρθα π.χ. γίνεται ήρτα.

Στο νθ η λύση είναι η απλοποίηση σε σκέτο θ. Στα μέρη όπου προφέρουν τα διπλά σύμφωνα γίνεται όντως θθ (αθθάκι, πεθθερά, τα λένε στα 12νησα και νομίζω και στην Κύπρο). Αν στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρξε κι εκεί αυτό το ενδιάμεσο στάδιο πριν την πλήρη απλοποίηση σε θ δεν το ξέρω.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 21:02 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 21:01 —

Ε δεν είναι και περίεργο!

Δημοτικοφανές, ναι, αλλά δεν νομίζω να είναι εξ ολοκλήρου δημιούργημα του ίδιου του Παπαδιαμάντη.
Το πιο πιθανό είναι να κυκλοφορούσε ήδη, έστω και παραλλαγμένο, και να “αξιοποιήθηκε” εδώ από το συγγραφέα.

Η θεωρία είναι ότι το θ δεν ήταν διαρκές στα αρχαία αλλά αντίστοιχο του αγγλικού ή του τουρκικού t άρα η τάση ίσως να μην είναι μόνο της νεοελληνικής, κάτι ήξερε ο Ψυχάρης.

Ναι νόμιζα ότι αυτό θεωρείτο χαραχτηριστικό της μεσαιωνικής ελληνικής γενικότερα αλλά δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί γραπτά σε άλλες περιοχές όπου αργότερα σταμάτησαν να προφέρουν τα διπλά. Εννοούσα νθ-> θθ->θ για να δώσουμε την εξέλιξη ολοκληρωμένα.

Ναι, φυσικά. Αυτό όμως ίσχυε πολύ παλιότερα.

Αρκετά στιχουργήματα υπάρχουν στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Μερικά από αυτά φαίνεται να είναι δικά του, έχουν τη δική του σφραγίδα, και από γλωσσικής πλευράς και από πλευράς ύφους.

Το συγκεκριμένο μοιάζει δημοτικοφανές και είναι λογικό αυτό, θυμίζει όμως και το ύφος του συγγραφέα, ειδικά αν το συγκρίνουμε και με τα άλλα στιχουργήματά του.

Όταν ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του παραθέτει τραγούδια (από πανηγύρια, καντάδες κτλ.) δεν τροποποιεί τους στίχους. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω υπόψη μου κανένα παράδειγμα. Προσωπικά είμαι απολύτως βέβαιος ότι παραθέτει δημοτικό τραγούδι και το προκείμενο το θεωρώ αταύτιστο, όχι δημοτικοφανές.

Από την άλλη υπάρχει το «μοιρολόγι της φώκιας» στο τέλος του ομώνυμου διηγήματος που μάλλον είναι δημιουργία του συγγραφέα

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της…
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.