Μπράβο ρε Βασίλη! Πολύ δυνατό!
Λοιπόν, μετά από το προηγούμενο σχόλιο που είχες κάνει, με μια εξομολόγηση που κυμαινόταν περίπου στο επίπεδο «ακούω μόνο προρεμπέτικα της εποχής που δεν υπήρχε ακόμη φωνόγραφος, παίζω μόνο ντουζένια» κλπ., ετοιμαζόμουν να σου γράψω «μα εσύ θ’ αγιάσεις, καλό παράδεισο!». Μετά είπα, άσε μην το γράψεις, ντροπή: ο άλλος πονάει κι εσύ κάνεις πλάκα! Στο βίντεο όμως βλέπουμε μιαν άλλη στιγμή. Παίζεις, και όσο μερακλώνεις μερακλώνει κι ο άλλος/η που τραβάει κάμερα. Και εμείς, αντί να στεκόμαστε με δέος, μερακλώνουμε μαζί σας!
Τώρα, για το τραγούδι:
Κατ’ αρχήν να πω ότι στο παρελθόν δεν το είχα πολυπροσέξει. Επειδή λατρεύω τη φωνή της Παπαγκίκα έχω ακούσει τουλάχιστον μια φορά ό,τι έχω εντοπίσει, αλλά δε μ’ αρέσουν όλα. Έτσι, αυτό το είχα προσπεράει. Με τούτο το παίξιμο του δίνεις άλλη πνοή.
Ακούγοντάς το λοιπόν για σχεδόν πρώτη φορά, ήμουν έτοιμος να πω με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα: «Δεν είναι
…, είναι συρραφή σκοπών. Το ίδιο που γίνεται με τη συρραφή δίστιχων, απλώς πιο σπάνιο.»
Μετά όμως έβαλα να το ακούσω και με την Παπαγκίκα, όπου μάλιστα βλέπω ότι αναφέρεται και συνθέτης. Θα μου πεις, επειδή έτσι δηλώνει δε σημαίνει κι ότι το έγραψε. Πράγματι, αλλά με το «έντεχνο» ύφος της ορχήστρας του Κ. Παπαγκίκα, με αυτή την ασυνήθιστη δομή και με όνομα συνθέτη, δεν ξέρω… με παραπέμπει αλλού. Μήπως τελικά είναι μια επώνυμη, έντεχνη, ρεμπετοφανής σύνθεση, και τα έξτρα θέματα σε χιτζάζ εξυπηρετούν τις ατομικές αναζητήσεις του συνθέτη αντί, όπως θα νόμιζε κανείς από τη δική σου εκτέλεση, να απηχούν τη συλλογική, ανώνυμη και ρευστή λαϊκή δημιουργία;