Τι είναι το ΣΙ μπεμόλ;

Ναι, λέγοντας ο Τσιτσάνης μπεμόλια υπονοούσε “επιπλέον σημεία αλλοιώσεως, που δεν τα προβλέπει ο τυχόν οπλισμός της κλίμακας, αλλά πρέπει να τα προσθέσουμε αν θέλουμε να καταγράψουμε πιστά τη μελωδία”.

1 «Μου αρέσει»

μπεμολια τα ελεγε ο ψαρουδας που ηταν μελος της επιτροπης, και οχι ο τσιτσανης. ακουστε παλι την συνεντευξη…

Δεν ήταν μέλος της επιτροπής ο (μουσικολόγος) Ψαρούδας, ο πρόεδρος ήταν, και το τί είναι ύφεσις και τί δίεσις, τα είχε μάθει πάρα πολύ καλά στο ωδείο. Ο Τσιτσάνης, που στο ηχητικό που ακολουθεί, αναφέρει πράγματι «κάτι μπεμόλια, που έλεγε επί λέξει» (ο κύριος Ψαρούδας), τα είπε μπεμόλια (κομπιάζοντας κάπως, είναι αλήθεια, δεν την έπαιζε στα δάχτυλα τη σημασία της λέξης), αλλά ο «κύριος Ψαρούδας» ποτέ δεν θα ονομάτιζε μιαν ύφεση «μπεμόλι».

1 «Μου αρέσει»

κι εσυ που το ξερεις οτι δεν θα την ελεγε ποτε…? αφου εδω λεει ο τσιτσανης οτι το ελεγε επι λεξη… εκτος αυτου και ο τσιτσανης ηταν μορφωμενος μουσικος. τρια βιβλια της μεθοδου λαουρε ειχε βγαλει στο βιολι.

Γιατί έχω πληροφορηθεί για το ποιος ήταν ο Ψαρούδας, από έναν θείο μου φιλόλογο που, δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Τύπου εκείνη την εποχή, βρέθηκε (χωρίς φυσικά να το επιδιώξει) μέλος της επιτροπής. Ο θείος αυτός μου είχε μιλήσει και για τον Ψαρούδα, και για τον Τσιτσάνη, του οποίου τους στίχους εκαλείτο να διορθώσει. Η δύναμη του Ψαρούδα ήταν η θεωρία της μουσικής, του Τσιτσάνη η δύναμη ήταν κάπου αλλού, και ευτυχώς που ήταν έτσι.

2 «Μου αρέσει»

:smile: μουσικοτατος και απαραιτητος. δεν το εχεις ξανακουσει?

Για το σημαντικότατο ερώτημα της πατρότητας του όρου μπεμόλια:

Ο Τσιτσάνης είχε κάποια μόρφωση, και εγκύκλια και μουσική. Όντως. Γλώσσες όμως ήξερε; Για τον οποιονδήποτε Έλληνα εκείνη την εποχή, εκτός αν ήταν πραγματικά των ανώτερων μορφωτικών τάξεων, ήταν αυτονόητο να εξελληνίζει τις ξένες λέξεις. Από εκείνες τις γενιές έχουμε λέξεις όπως «γκάζι« (gaz). Και τον Μουσιολίνι φερειπείν τον λέγανε «ο Μουσολύνης». Άρα και το μπεμόλ, «μπεμόλι».

Ένας μουσικολόγος όμως δε θα το έκανε. Γι’ αυτόν τέτοιες λέξεις ήταν το βασικό του λεξιλόγιο, τις ήξερε στην επίσημη μορφή τους αναλλοίωτα.

Όσο γι’ αυτό:

…και αυτό:

…τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως να είναι λίγο πιο περίπλοκο. Ένα νιαβέντι έχει μόνιμες αλλοιώσεις που το κάνουν ανατολίτικο και που πιστεύω ότι θα λογοκρίνονταν. Κι ένα χιτζάζ όμως έχει, αλλά δε νμίζω να χάθηκε το χιτζάζ από τις ηχογραφήσεις. Ίσως υπήρχε κάποιο απροσδιόριστο όριο πέρα από το οποίο να θεωρούσαν ότι η αισθητική χάνει την ελληνοπρέπειά της…

Η αλήθεια είναι ότι ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΠΟΥ ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗ ΝΑ «ΔΙΟΡΘΩΘΗΚΕ» ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ ΝΑ ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ. Εκατοντάδες χιτζάζ πέρασαν λογοκρισία, ίσως να διορθώθηκαν τα σημεία των τριημιτονίων*, αλλά κανένα χιτζάζ (σαμπάχ κλπ. κλπ.) δεν αποδόθηκε διατονικά κατά την ηχογράφηση.

( * ) δική μου αυθαίρετη εικασία, δεν ξέρω να έχει δημοσιευτεί σχετική εργασία.

Νίκο, κάνω μια σκέψη, διαισθητικά όμως, χωρίς να έχω ψάξει στοιχεία:

Μήπως ορισμένα τροπικά στοιχεία εκλαμβάνονταν ως πιο έντονα ανατολίτικα και κόβονταν, και άλλα ως πιο συνηθισμένα και αποδεκτά μέσα στην «ελληνοπρέπεια»; Τα τραγούδια χιτζάζ, ακόμη και στη φουλ λεβέντικη δημοτική παράδοση (τσάμικα κλπ.) είναι τόσο πολλά, που δε θα α 'λεγε κανείς εύκολα τούρκικα και ανατολίτικα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το σαμπάχ, για το πειραιώτικο, ή για την έλξη υποτονικής του σεγκιάχ: αυτά είναι πιο χαρακτηρισμένα, τα πρώτα πιο ουδέτερα.

Υπάρχει κανένα στοιχειο για το αν ορισμένοι δρόμοι έγιναν πιο σπάνιοι την εποχή της έντονης λογοκρισίας ενώ άλλοι συνέχισαν απτόητοι;

Φυσικά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν κάποιο τραγούδι είχε γραφτεί ως σαμπάχ και τελικά εκτελέστηκε ως διατονικό. Αν όμως διαπιστωθεί ότι το σαμπάχ άρχισε να σπανίζει, αυτό είναι μια ένδειξη για το πώς περίπου αντιλαμβανόταν τα «μπεμόλια» και την ελληνοπρέπεια η λογοκρισία.

Προφανώς βέβαια δεν υπήρχαν μουσικολογικώς ακριβείς κανόνες για το τι περνάει και τι κόβεται, και προφανώς όλα λειτουργούσαν και λίγο με τον ελληνικό τρόπο (έλα μωρέ, καλό είναι, ποιος κάθεται να σκάσει), αλλά κάτω απ’ όλα αυτά πρέπει να υπήρχε μια κάπως προσδιορισμένη μουσική πολιτική.

Δεν νομίζω να υπήρξε, Περικλή. Το μόνο που ενδιέφερε το καθεστώς, ήταν να φανεί ότι ανταποκρίνεται στο γενικότερο αίτημα της «καθωσπρέπει» κοινωνίας, να διωχθεί ο αμανές και τα χασικλήδικα, και αυτό μάλλον το κατόρθωσε, όπως σίγουρα καταδεικνύει η δουλειά του Άνθιμου σε άλλο νήμα. Στο περίπου «άρπα – κόλλα», λοιπόν, μάλλον φτιάχτηκε ένας προχειρότατος τυφλοσούρτης για να βοηθήσει τη δουλειά του Ψαρούδα που, μην μας διαφεύγει, ΔΕΝ ήταν εθνομουσικολόγος (κάτι ανύπαρκτο την εποχή εκείνη) αλλά δυτικοτραφής μουσικολόγος. Και, μη γελιόμαστε, το αποτελεσματικότερο μέτρο που συνετέλεσε στο να επιτευχθεί ο στόχος που είχε τεθεί, το περιγράφει ο Μάρκος παραστατικότατα. Δεν προφταίνω τώρα να το ψάξω, αλλά όλοι ξέρουμε πώς περίπου το είπε: «Ό,τι ήθελε ο Μεταξάς, έπρεπε να γίνει. Άλλαξα τον τρόπο που έγραφα τα τραγούδια». Το ίδιο έκαναν και όλοι σχεδόν οι άλλοι, με τις ελάχιστες γνωστότατες και τιμητικότατες εξαιρέσεις, αφού τους ξεμονάχιασαν έναν έναν και τους δασκάλεψαν σχετικώς. Εκεί, ναι, υπήρξε σχέδιο και εξετελέσθη. Αλλά χωρίς να χρειαστεί να συνταχθούν κανόνες και οτιδήποτε άλλο, λεπτομερές. Έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ.

1 «Μου αρέσει»

Η υποβολή της παρτιτούρας ήταν ένα πράγμα. Εάν θεωρούσαν ότι δεν σχημάτιζαν πλήρη εικόνα, οι λογοκριτές μπορούσαν να καλέσουν όλους τους συντελεστές να παίξουν ζωντανά το κομμάτι. Η «μουσικολογική» αρμοδιότητα της Επιτροπής Λογοκρισίας, όπως αποτυπώθηκε στο τότε νομοθετικό πλαίσιο, συνίστατο στη δυνατότητα «μεταλλαγής ορισμένων σημείων της μουσικής», εάν έκρινε ότι διαστρέφεται «το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής».

Σε επίσημο μεταξικό απολογιστικό κείμενο της πρώτης κυβερνητικής διετίας αναφέρεται ότι «και η μουσική είχε πάρει και αυτή ολισθηρόν κατήφορον». Έτσι χάρη στη λογοκρισία «η μουσική παραγωγή εξυγιάνθη και εξοστρακίσθησαν όλα τα άσεμνα και κακόηχα άσματα και προ πάντων ο αμανές, η μεγάλη αυτή πληγή […]»

2 «Μου αρέσει»

Ακριβώς. Σ’ αυτό αναφέρομαι κι εγώ:

Τα άλλαξε (κι αυτός και οι άλλοι, αυτοβούλως ή κατόπιν υποδείξεων), και τα έκαναν πώς; Τι ήταν το άσεμνο και κακόηχο που εξωστρακίσθη; (Πέρα από τον αμανέ.)

Ανάμεσα σε αυστηρούς και λεπτομερείς κανόνες τύπου «αυτή η τυχαία ύφεση απαγορεύεται, εκείνη η μόνιμη δίεση επιτρέπεται», που προφανέστατα δεν υπήρξαν ποτέ, και στο εντελώς χύμα «όποια μέρα ξυπνήσω με κέφια επιτρέπονται τα πάντα, όποια μέρα ξυπνήσω στραβά απαγορεύονται τα πάντα», σίγουρα χωράει κάποια ενδιάμεση απόχρωση.

Τόσο ο Μεταξάς όσο και οι γκρινιάρηδες αρθρογράφοι ήξεραν τι περίπου ήταν αυτό που τους ενοχλούσε. Εμείς ξέρουμε; Εγώ, όχι ακριβώς, αν και κάνω κάποιες υποθέσεις. Πιστεύω λοιπόν ότι η σύγκριση ανάμεσα στο τι πέρασε επί λογοκρισίας και στο τι περνούσε προ λογοκρισίας (δρόμοι, ίσως και ρυθμοί - τσιφτετέλια ίσως;…) μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για το τι κόπηκε.

Φαντάζομαι ότι και σε επίπεδο στίχων, πέρα από τα χασικλήδικα, θα μπήκε κάποιο ψαλίδι στα πολλά «αμάν γιάλλα», «κουζούμ γιαβρούμ» κλπ.

Η δυνατότητα αυτή αποτυπώθηκε, βεβαίως, στο κείμενο του νομοθετικού πλαισίου, «να υπάρχει» και κυρίως, κατά την αίσθησή μου, να βροντοφωνηθεί παντού, και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω. Όπως εύκολα θα συμπεράνουμε, είναι (ίσως σκόπιμα) πολύ γενικόλογα διατυπωμένη, χωρίς την παραμικρή πρακτική «βοήθεια» όπως διατυπώσεις για το τί είναι έντονα ανατολίτικο, πού οριοθετούνται κόκκινες γραμμές κ.τ.π. Στην πράξη όμως, τί έγινε; Δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη ότι κάποια υποβληθείσα παρτιτούρα δημιούργησε την ανάγκη για επεμβάσεις της επιτροπής, προς επιστροφήν στα πάτρια και τα παραδεδεγμένα. Αντίθετα, όπως και ο Άνθιμος εύστοχα παραθέτει,

φαίνεται ότι με αυτοϊκανοποίηση το καθεστώς σύντομα διαπίστωσε γενική συμμόρφωση προς τας υποδείξεις με απτά, χειροπιαστά αποτελέσματα. Αλλά

επετεύχθη αυτό;

Ακριβώς, σε ό,τι αφορά αυτούς. Αλλά απεδείχθη ότι και οι «ύποπτοι» οι ίδιοι ήξεραν εξ ίσου καλά, τί ενοχλούσε και θα έπρεπε να αποφευχθεί. Ο αμανές ήταν και εύκολο να εννοηθεί, και εμβληματικό στοιχείο προς αποφυγήν και βεβαίως, κόπηκε δια μαχαίρας, όπως δια μαχαίρας κόπηκαν και οι «χασικλίδικοι» στίχοι. Οι δρόμοι, κάποιοι δρόμοι, καθώς και κάποιοι ρυθμοί / τονισμοί ρυθμών, ναι μεν θα μπορούσαν να ενοχλήσουν ως «ανατολίτικα απομεινάρια» αλλά απεδείχθη ότι από μόνοι τους, τελικά δεν ενόχλησαν. Ούτε το χιτζάζ / χιτζαζκιάρ και παρεμφερή εξαφανίστηκε, ούτε το σαμπά, ούτε ο ζεϊμπέκικος, ούτε το τσιφτετέλι.

Ενδιαφέρον έχει, εδώ, να παραθέσουμε ένα ακόμα ηχητικό, να δούμε πώς είδε ο Τσιτσάνης τα της λογοκρισίας, πώς προσαρμόστηκε και πώς άλλαξε τις πρακτικές του. Να σημειώσω τη διαφορά μεταξύ «σκοτώθηκε ο Σακαφλιάς» και «σκοτώσανε το Σακαφλιά>». Και βεβαίως, ας καταγράψουμε και την καταληκτική του αποσπάσματος φράση « … Η λογοκρισία της μουσικής, δεν έκανε κακό…».

3 «Μου αρέσει»

Είμαι βέβαιος ότι πιο πολύ θα λειτούργησε προληπτικά η λογοκρισία, δηλαδή να μην πάνε οι συνθέτες να παρουσιάσουν κομμάτια που λογικά θα κόβονταν ή θα τροποποιούνταν, παρά να έγιναν όντως συγκεκριμένες διορθώσεις.

Και βέβαια, εξίσου βέβαιος είμαι γι’ αυτό που λέει ο Νίκος:

Τώρα, απο κει και πέρα:

Μήπως παρά ταύτα υπάρχουν μουσικά στοιχεία που εξαφανίστηκαν ή περιορίστηκαν; Ας πούμε το τσιφτετέλι γενικά όχι - κάποια όμως ιδιαιτέρως ανατολίζοντα είδη τσιφτετελιού, εκείνα τα πολύ διπλόχορδα, πολύ ταξιμιάρικα, πολύ ουσακλήδικα, εξακολούθησαν να βγαίνουν;

Καλά κάνεις και το ξαναβάζεις Νίκο. Το έχουμε και κάπου αλλού, αλλά μία φορά ακόμη δε βλάφτει.

Εκείνα που εξαφανίστηκαν ήταν τα χαρακτηριστικά της Σμυρναίικης σχολής όργανα, σαντούρι – κανόνι και κυρίως, βιολί, αλλά οι λόγοι για την εξαφάνιση αυτή πρέπει να αναζητηθούν αλλού, όχι στην επιβολή λογοκρισίας. Όμως το διπλόχορδο, ταξιμιάρικο και παθιάρικο τσιφτετέλι, με βιολί μάλλον κατορθώνεται και όχι με μπουζουκομπαγλαμάδες.

2 «Μου αρέσει»

Απ 'οσο γνωρίζω, ο απο δω Μεταξάς δεν τα ήθελε γιατί τα θεωρούσε τούρκικα, κι ο γείτονας αναμορφώτης Κεμάλ γιατι τα θεωρούσε ελληνικά. Να κλαις και να γελας δηλαδη…

2 «Μου αρέσει»

Δεν είναι αυτός ο λόγος. Και οι δύο ηγέτες, ήθελαν να αποξενοθούν από την Ανατολή και να πλησιάσουν τη Δύση. Με Γαλικά και πιάνο δηλαδή.

1 «Μου αρέσει»

Ναι σαφέστατα, ο εξευρωπαϊσμός ήταν το άλφα και το ωμέγα για δαύτους. Γιαυτό και απαξιούσαν οι μεν του δε, το ίδιο πράγμα λέμε.

Όχι ακριβώς ελληνικά. Το θέμα είναι κάπως μπλεγμένο. Οι Νεότουρκοι, με το που ήρθαν στην εξουσία αμέσως κατάλαβαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν η απουσία Τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ένα βασισμένο στη θρησκεία κρατικό μόρφωμα, τη στιγμή που οι ίδιοι ήθελαν να απαλλαγούν από τη θρησκεία και να δημιουργήσουν ένα εθνοκεντρικά προσανατολισμένο κοσμικό κράτος, άρα χρειάζονταν εθνική ταυτότητα η οποία έλειπε από την αυτοκρατορία. Ένα έθνος όμως, δεν αρκεί να έχει ρίζες σε υψηλού πολιτισμού προγόνους, χρειάζεται και άλλα πράγματα όπως εθνική μουσική και εθνικούς χορούς. Ειδικά λοιπόν σε αυτό το θέμα, είδαν την μουσική που στη σημερινή Τουρκία ονομάζουν «κλασική», την οθωμανική παλατιανή μουσική δηλαδή, ως ένα μουσικό είδος που καλλιεργήθηκε όχι από Τούρκους αλλά από αλλοεθνείς, και μάλιστα βασισμένο σε εξωτουρκικές παραδόσεις όπως εκείνη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκείνη της Περσικής αυτοκρατορίας και εκείνη των Αράβων. Ειδικά ο αμανές, θεωρήθηκε ως προϊόν «συνεργασίας» των θρησκευτικού προσανατολισμού μουσικών (Σούφηδες, Δερβίσηδες και τελικά η μουσική που υιοθέτησαν οι ουλεμάδες και ενσάρκωσαν οι μουεζίνηδες) και των Βυζαντινών, απόγονοι των οποίων πράγματι δρούσαν στην παλατιανή μουσική, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πέτρος Πελοποννήσιος. Αποκήρυξαν λοιπόν αυτές τις ξένες προς την Τουρκική νοοτροπία επιδράσεις και θέλησαν να συγκεράσουν την “γνήσια” λαϊκή τουρκική μουσική (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ασίκ Βεϋζέλ) με τη δυτική εναρμόνιση, σε αντίθεση με την ανατολική πρακτική της μονοφωνικής προσέγγισης της μελωδίας. Το ότι τελικά αυτό δεν τους βγήκε, είναι άλλο θέμα….

4 «Μου αρέσει»

κι όχι μόνο δεν τους βγήκε, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ευτυχώς, για την ίδια την μουσική!

2 «Μου αρέσει»