ο τσελίστας στον ακάλυπτο

Μόλις μου συνέβη ένα περιστατικό που το βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον, και σας το παρουσιάζω για να ακούσω σκέψεις σχετικά.

Κάπου στη γειτονιά μου μένει ένας τσελίστας. Δεν τον έχω δει ποτέ, τον ακούω όμως καμιά φορά από τον ακάλυπτο.
Σήμερα για πρώτη φορά εντόπισα κάπως ακριβέστερα από ποια κατεύθυνση ερχόταν ο ήχος, δηλαδή απομόνωσα γύρω στα 4 μπαλκόνια ως πιθανότερα. Έκατσα λοιπόν στο δικό μου μπαλκόνι, κοιτώντας προς την κατεύθυνση εκείνων των μπαλκονιών, ακούγοντας τη μουσική και σχολιάζοντάς την μέσα μου.
Δεν πρέπει να είναι πολύ προχωρημένος παίχτης, αλλά ούτε και πολύ αρχάριος: αφενός, κάνει αρκετά φάλτσα, που τουχάχιστον εγώ τα διακρίνω, αλλά πιστεύω ότι κι ένας πιο άμουσος ακροατής κάτι θα αντιλαμβανόταν. Αφετέρου όμως επί αρκετά λεπτά έπαιζε ένα κομμάτι χωρίς καθόλου να κομπιάσει στο ρυθμό και χωρίς ούτε μία λάθος νότα (λάθος είναι ντο αντί για ρε, φάλτσο είναι περίπου ντο αντί για ακριβώς ντο). Επομένως αυτό που έβγαινε, έστω με φάλτσα, ήταν μια ολοκληρωμένη μουσική, δεν ήταν ψαχουλέματα και γρατσουνίσματα.
Άκουγα κάμποση ώρα. Μόνο όταν έτυχε να γυρίσω το κεφάλι μου συνειδητοποίησα ότι μέχρι τώρα ήμουν εντελώς ακίνητος. Γύρισα, και τυχαία έπεσε το μάτι μου σ’ έναν γείτονα από άλλο μπαλκόνι, που είχε βγει κι αυτός και άκουγε απορροφημένος τη μουσική.
Αυτό μ’ έκανε να αντιληφθώ ότι κι εμένα η μουσική με είχε απορροφήσει!
Την ώρα που νόμιζα ότι σχολιάζω «καλός ρυθμός αλλά πολλά φάλτσα» και άλλα με κριτική-εξυπνακίστικη διάθεση, στην πραγματικότητα είχα κολλήσει στη μουσική σαν στο μέλι.

Φαίνεται ότι τελικά η μουσική έχει τόση δύναμη ώστε μια καλή σύνθεση (δεν ξέρω τι ήταν το κομμάτι), παιγμένη σ’ ένα ευγενές όργανο σαν το τσέλο, ακόμη και από παίχτη που ούτε τη σύνθεση αναδεικνύει ούτε βγάζει τα μέγιστα της ηχητικής ποιότητας από το όργανό του, αρκεί για να μαγέψει κάποιον που διακατέχεται από σκεπτικισμό και που έχει σκεφτεί τόσο αναλυτικά περί μουσικής στη ζωή του ώστε, θα πίστευε κανείς, να έχει αμβλύνει την ικανότητά του να μαγεύεται.

Ή, αλλιώς, φαίνεται ότι το φάλτσο δεν είναι και τόσο τραγικό πράγμα.

Φίλε Περικλή, πριν ξεκινήσω να μαθαίνω μπουζούκι, άκουγα πολύ καλούς παίκτες να κάνουν κανα φάλτσο (δεν ήξερα τη διαφορά μεταξύ λάθους και φάλτσου) και έλεγα “ε, εντάξει δεν είναι και κακός”. Τώρα που προσπαθώ κοντά ένα μήνα να βγάλω χωρίς λάθος ένα τραγούδι και εκεί που κάτι καταφέρνω έρχεται μια μέρα (όπως σήμερα) που δεν μπορώ να παίξω ούτε μια νότα σωστή, έβαλα πολύ νερό στο κρασί μου και κατάλαβα ότι και κανα φάλτσο μετά από τόσα χρόνια προσπάθειας δεν είναι και χαμός κόσμου.

Δεν μου έχει τύχει τέτοια ακριβώς περίπτωση. Στις ανάλογες περιπτώσεις που έχω ζήσει, τα φάλτσα (αλλά και η παραβίαση του ρυθμού) δεν με αφήνουν να χαρώ το κομμάτι, σε ό τι είδος μουσικής και αν ανήκει και από όποιο όργανο και να παίζεται, αλλά και όσο δυνατή και να είναι η σύνθεση από μόνη της.

όλα πιστεύω εξαρτώνται από την μουσικότητα του ερμηνευτή. Δεν θα ξεχάσω ένα Paganini concerto με την London Symphony και το πρώτο βιολί τους να παίζει το σόλο. Ο άνθρωπος , χωρίς υπερβολές, οτιδήποτε έπαιξε πάνω από τρίτη θέση ήταν βρώμικο και τσαπατσούλικο αλλά τον χειροκροτήσαμε όρθιοι κάνα 10λεπτο. Η μουσικότητα του ήταν τόσο έντονη που, ενώ καταλάβαινες τα λάθη, δεν σε πείραζαν καθόλου.
Ο Bashmet που παίζει βιόλα είναι επίσης παρόμοιο παράδειγμα. Υπάρχει μια ηχογράφηση του Schostakovich Sonata ζωντανά με τον Richter και, πραγματικά, παρά τα αρκετά λάθη, ο ήχος σε υπνωτίζει…

Βρώμικος αλλά καλός, ναι. Δεν μπορώ να τα φανταστώ σε Paganini, αλλά το ξέρω πολύ καλά σε Ψarandoni π.χ.

Καλοί και συνάμα φάλτσοι μπορούν να είναι τραγουδιστές, όπως π.χ. ο Μπακιρτζής. Αλλά με το τραγούδι είναι λίγο αλλιώς, έχει τα λόγια, είναι πολλά μέσα εκτός από τη μελωδική ακρίβεια.

Καλούς οργανοπαίχτες που να τους φεύγει και κάνα φάλτσο έχω δει σε παρεΐστικα γλέντια, όπου όταν το κέφι φουντώνει κοιτάς άλλα πράγματα κι όχι, πάλι, τη μελωδική ακρίβεια.

Αλλά εδώ υπήρχε αποκλειστικά το μουσικό ακρόαμα, τίποτε άλλο ως πλαίσιο, και ο τύπος δεν ήταν καλός. Κι όμως, έγινε αυτό που έγινε!

Σαν αποψη οχι δεν ειναι τραγικο αλλα αναλογως που παιζεις.Δεν μπορω να δεχτω οτι το πρωτο βιολι συμφωνικης του Λονδινου επαιζε βρωμικα κ τον χειροκροτουσαν για 10 λεπτα.Εκει το εισητηριο που πληρωνεις κ αυτο που πας να ακουσεις εχεις απαιτησεις.Δε πας σε κανενα κουτουκι να τα πιεις ν’ ακουσεις κ καμια πενια,μαλλον δε θυμασαι καλα μου φαινεται εκτος κ αν ηταν τα δευτερα της συμφωνικης.κ του Λονδινου μαλιστα.

μια χαρά θυμάμαι και η συναυλία ήταν υπέροχη

Ωραια αν ειναι ετσι για τα δικα μου τα κριτηρια δε ξερω αν ηταν ωραιο αφου δεν ημουν εκει ολοκληρωμενη παρουσια παντως δεν ητανσυμφωνα με τη μαρτυρια.

καλημερα και καλό χειμωνα…

Το δυσκολο σε ενα αταστο οργανο είναι να μην κανεις φαλτσα…
Το να παιζεις στο περιπου … δε μου λεει και κατι… Το κανουν πολλοι με δυο μερες εξασκηση (αφου ειναι τα χερια λυμενα απο το μπουζουκι)
Οποτε ναι με χαλαει πολυ να ακουω φαλτσα… Οχι μονο με χαλαει αλλα δεν το αντεχω λεπτο… :083:

έχω αρχίζει να το παρα σκέφτομαι αυτό με τα φάλτσα. έχω καταλήξει στα εξής συμπεράσματα.
Κανείς δεν μπορεί να παίξει να πάντα σωστά.όλοι είμαστε λίγο φάλτσοι κάποιες φορές.
Αν βάλεις 2 άταστους που παίζουν σωστά να παίξουν μαζί, μπορεί να ακουστεί φάλτσο γιατί πολλές φορές απλά ακούμε διαφορετικά.
Η ταχύτητα συχνά ορίζει το intonation.πολύ γρήγορες νότες χρειάζεται συχνά να αποδοθούν λίγο λαμπερότερα, ίσως η πίεση του δοξαριού, δεν είμαι σίγουρος αλλά συχνά ακούγονται χαμηλότερα…
Πολλές φορές τα …καθαρά…διαστήματα που προσπαθούμε να αποδώσουμε βασίζονται στις ανοιχτές χορδές, που δεν μετακινούνται άρα, ορισμένες τονικότητες είναι λιγότερο ελαστικές από άλλες.
Η παραγωγή ήχου (δεξί χέρι) έχει τεράστιο ρόλο για το τονικό ύψος. Το που πατάει το αριστερό χέρι είναι μόνο η μισή δουλειά.
Η συνεργασία με συγκερασμένα και νυκτά έγχορδα σημαίνει ότι ο τρόπος που τοποθετούμε τις νότες συνεχώς αλλάζει, πράγμα που απαιτεί γρήγορες αλλαγές στον τρόπο σκέψης, με τρόπο που συχνά είναι αφύσικος.
Θα το βρω όμως που θα μου πάει…

εμενα να σας πω την αληθεια μ’αρεσει να ακουω κανενα φαλτσο και κανενα λαθακι μεσα μεσα.σπανε λιγο την στειροτητα!εχω ακουσει τον Παππο σε τελειωμα τραγουδιου να κανει 1,2,3 λαθος νοτες και μετα να κανει και ολο το υπολοιπο κλεισιμο λαθος (επιτηδες,δε μπορουσε να το σωσει πλεον) και να τον χειροκροταει ολη η πριγκιπεσσα εχωντας σκασει στα γελια!!!

Γενικά δεν ακούνε όλοι όλα τα φάλτσα. Το φάλτσο που θα το ακούσουν όλοι, παναπεί πως είναι χοντρό!

Σήμερα το πρωί ξανάκουγα τον γείτονα, από μέσα από το δωμάτιό μου. Εκείνος ήταν στο δικό του, και ο ήχος διέσχιζε δύο μπαλκόνια, ενδεχομένως με τις γρίλιες τους (εγώ πάντως είχα), και μια αυλή, διαγράφοντας ένα Γ ή Ζ ή ποιος ξέρει ποια άλλη μη-ευθεία διαδρομή. Ακουγόταν καθαρά, αλλά σίγουρα όχι τόσο καθαρά όσο όταν είχα βγει στο μπαλκόνι και τον άκουγα κατευθείαν. Καθώς είχε προηγηθεί η ανάρτηση και όλη η συζήτηση, τον πρόσεχα με άλλο αφτί πλέον.
Κάνει πολλά φάλτσα. Δεν ήταν ευχάριστο. Άλλωστε γι’ αυτό κάνει πρόβες, προφανώς είναι μαθητής. Αυτό που άκουγα δεν με είλκυε να βγω να το ακούσω καλύτερα.
Ωστόσο, όταν έτυχε να βγω, την προηγούμενη φορά, όχι επειδή με είλκυσε αλλά επειδή έψαχνα να τον εντοπίσω, τα φάλτσα πάλι τα άκουγα κι όμως κόλλησα! Ίσως κάτι παίζει με την ποιότητα του ήχου του ίδιου του οργάνου, που όταν ακούγεται άμεσα είναι τόσο γοητευτικό ώστε να παραβλέπεις ακόμη και την ενόχληση των φάλτσων, αλλά που χάνεται όταν ο ήχος έρχεται από πιο μακριά. Λέτε;
Να σημειώσω κιόλας ότι, είτε σκοπίμως είτε από λάθος, έπαιζε αρκετές διφωνίες (νότα + διπλανή ανοιχτή). Εκεί μπορούν να συμβούν διάφορα φαινόμενα συντονισμού μεταξύ των πολλών αρμονικών της κάθε νότας: είναι κάτι ανάλογο με το ριβέρμπ που βγάζει το μπάνιο και γι’ αυτό όλοι γουστάρουμε να τραγουδάμε στο μπάνιο. Ίσως έπαιζε κι αυτό ρόλο.
Πάντως το θέμα είναι ότι στην απευθείας ακρόαση κάτι συνέβαινε που έκανε τη μουσική τόσο γοητευτική ώστε να υπερβαίνει τη συνειδητή μου κρίση, η οποία ήταν ξεκάθαρα “δε μ’ αρέσει”.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 14:55 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 14:44 —

Τώρα αυτό μου θυμίζει κάτι που είναι ίσως λίγο εκτός θέματος: αν δύο άταστοι μπορούσαν να παίξουν απολύτως τα ίδια, θα ακούγονταν σαν ένας. Ακόμη και το καλύτερο βιολί του κόσμου, στο βιμπράτο του κάνει μια μικρή απόκλιση από τον τόνο που δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να συμπέσει με την αντίστοιχη του διπλανού του βιολιού. Η “σύγκρουση” ανάμεσα σ’ αυτές τις μικροαποκλίσεις δημιουργεί τη ζεστασιά που βγάζουν τα πολλά βιολιά μαζί, που ο ήχος τους είναι σαφώς διαφορετικός από του σόλο βιολιού.
Επομένως ακόμη και στη συμφωνική ορχήστρα, που η απαίτηση για συντονισμό είναι η υψηλότερη από παντού, κάπου το “μη τέλειο” είναι θεμιτό.

Αυτό μου θυμίζει την ιστορία που μου έχουν αφηγηθεί, για τη συγκρότηση μιας χωρωδίας επιλεγμένα παράφωνων πολιτικών εξόριστων, με πρωτοβουλία και “διεύθυνση” κάποιου άλλου εξόριστου, φυσικά σε κάποιο τόπο εξορίας.

Φυσικά δεν υπάρχουν ηχογραφημένα δείγματα, αλλά η προσωπική αφήγηση (από “2ο χέρι”) έκανε λόγο για αποτέλεσμα όχι μόνο διασκεδαστικό αλλά και “συνεκτικό” μουσικά.
Πιθανός λόγος ότι όλες οι παραφωνίες, η κάθε μια ξεχωριστά, αποτελούν απόκλιση από την μοναδική σωστή αρμονία, πράγμα που εν τέλει αλληλοεξουδετερώνει τις μεταξύ τους διαφορές. Φυσικά: ίσως.
Αλλά μήπως δεν είναι αντίστοιχο το παράδειγμα όπου σ’ ένα γήπεδο μερικές δεκάδες χιλιάδες τραγουδούν το ίδιο τραγούδι κι όπου όλες οι παραφωνίες συγχωνεύονται σε μια τελικά σωστή μελωδία;

Καθόλου εκτός θέματος: Σε αυτό βασίζεται το αρμάτωμα πολλών έγχορδων με δύο χορδές σε ταυτοφωνία (ή, οκτάβα, φυσικά). Η μικρή ενίσχυση της έντασης του ήχου (όχι βέβαια στο διπλάσιο) έρχεται απλά ως δωράκι.

Και σε αυτό βασίζεται η χορωδία, αυτή καθ’ εαυτή: Επειδή χορωδία, ειδικά μεγάλη, με μόνο σολίστες (άρα με πολύ σωστές φωνές) είναι δύσκολο να συγκροτηθεί, δεν πειράζει τον χοράρχη (και το κοινό) αν υπάρχουν κάποιες μικρές παραφωνίες: στο άθροισμα των φωνών το αποτέλεσμα βγαίνει, ακριβώς, συνεκτικό.

Να διευκρινίσω πάντως ότι στο δικό μου σχόλιο, παραπάνω, δεν μίλαγα για πολύ μικρές διαφορές, που σχεδόν κανένα αφτί δεν τις πιάνει, αλλά για ενοχλητικά φάλτσα, ή παίξιμο τύπου Γ. Κατσαρού (για το ρυθμό).

έτσι ακριβώς είναι και αυτό δημιουργεί και ερωτήματα για τον τρόπο ηχογράφησης. Δηλαδή πως γίνεται να ακούμε στην ηχογράφηση αυτό τον δεμένο ήχο πολλών διαφορετικών οργάνων σε ταυτοφωνία με ρεαλιστικό τρόπο.
Το ενδιαφέρον είναι πάντως όταν καταφέρνουν στην μουσική δωματίου να σχηματίζουν “αγνές” συγχορδίες χωρίς βιμπράτο, όπου εκεί η καθαρή συνήχηση και σχηματισμός συγχορδιών γίνεται με την φιλοσοφία ότι το σύνολο λειτουργεί ως ένα όργανο. Σε κλασσικό ρεπερτόριο ειδικά, όταν αυτό συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι υπέροχο.
Το άλλο περίεργο είναι ότι ο όγκος ήχου μιας ομάδας, πχ βιολιών ορχήστρας δεν είναι απόλυτα ανάλογος με τον αριθμό των μουσικών. Δηλαδή 10 βιολιά ορχήστρας δεν θα έχουν διπλάσιο όγκο ήχου από 5 πρώτα βιολιά. Υπάρχει πάντα το πρόβλημα της συμφωνικής ορχήστρας για το αν θα πρέπει να μειώνει τον αριθμό των εγχόρδων για κλασσικό ρεπερτόριο.έχοντας παίξει συμφωνίες Μοτσαρτ, χαυντ και Μπετόβεν με διαφορετικό αριθμό εγχόρδων, είτε με λίγους έγχορδους στην ορχήστρα δωματίου, είτε με περισσότερους στην συμφωνική (ενώ ο αριθμός πνευστών παραμένει ίδιος) παρατηρώ ότι η ισορροπία δεν επηρεάζεται καθόλου, παρά μόνο το ύφος της μουσικής.
Ξεφύγαμε τώρα λίγο…

Πολυ αλλα δε πειραζει γιατι φαινεται να σου αρεσει το ειδος.

Όχι, δεν ξεφύγαμε. Κι ο τσελίστας «μου», κλασικός είναι!

Τώρα θα ξεφύγω εγώ λίγο, αλλά θα επανέλθω.

Υπάρχουν διάφορα πνευστά, κυρίως λαϊκά, που αποτελούνται από δύο αυλούς που παίζονται μαζί σαν ένας. Ένα παράδειγμα είναι η τσαμπούνα. Ένας μελετητής, ο Γερμανός Κρίστιαν Άρενς (Christian Ahrens) έκανε μια έρευνα για την ποντιακή τσαμπούνα, το αγγείον. Όλοι του οι πληροφορητές επέμεναν ότι ο μόνος λόγος που έχει δύο αυλούς αντί για έναν είναι για διπλάσια ένταση. Υποπτευόμενος ότι εδώ επιβιώνει κάποια παλιά παράδοση διφωνίας, την οποία οι λαϊκοί μουσικοί συνεχίζουν χωρίς να θυμούνται από πού ξεκίνησε, δεν έμεινε ικανοποιημένος από αυτή την απάντηση. Έκανε λοιπόν μετρήσεις και διαπίστωσε ότι ο δεύτερος αυλός αυξάνει την ένταση κατά ένα ποσοστό σχεδόν αμελητέο -γύρω στο 10% νομίζω.
Ωστόσο η διαφορά όγκου ανάμεσα στη μονή και την κανονική διπλή τσαμπούνα είναι εντυπωσιακή. Ο όγκος όμως είναι μια αίσθηση, δεν είναι μετρήσιμο φυσικό μέγεθος όπως η ένταση. Και εδώ πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες των τσαμπουνιέρηδων, ποτέ οι δύο αυλοί δεν ταυτοφωνούν απόλυτα.

Τι τριπλα ηταν αυτη.Ειπαμε να ξεφυγεις αλλα εσυ το απογειωσες.Δεν γνωριζω δεν σχολιαζω παρακολουθω την εξελιξη…

Όχι, μη φοβάσαι. Όλα υπό έλεγχο.

Να ανακεφαλαιώσουμε:

Ξεκινήσαμε από μια περίπτωση όπου μια μουσική με πολλά φάλτσα ήταν παρά ταύτα γοητευτική. Αρχίζουμε λοιπόν να συζητάμε περί φάλτσου. Η γενική διαπίστωση είναι ότι το φάλτσο δεν είναι βέβαια καλό πράγμα, όμως μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μην είναι και καταστροφικό. Επίσης, είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μην υπάρχει ούτε το πιο ελάχιστο φάλτσο. Από κει και πέρα, άλλον τον ενοχλεί περισσότερο, άλλον λιγότερο, και εξαρτάται και από άλλα πράγματα μέσα στη μουσική.

Από εκεί περάσαμε στο τι γίνεται όταν δύο ή περισσότερα όργανα / φωνές φαλτσάρουν μεταξύ τους, πέρα από το αν φαλτσάρουν και από μόνα τους ή όχι. Και αναφέραμε διάφορα παραδείγματα: χορωδία ερασιτεχνών, χορωδία κάφρων (γήπεδο), σύνολο εγχόρδων, διπλοί αυλοί. Και στην πορεία βγήκε και το θέμα του κατά πόσο η πλήρης ή όχι πλήρης ταυτοφωνία αυξάνει την ένταση.

Πάμε πολύ καλά και απολαμβάνω το πώς η μουσικότερη με την πλέον άμουση περίπτωση, ο Παγκανίνι με την κερκίδα, βρίσκουν εξίσου τη θέση τους σ’ αυτή τη συζήτηση!