Πάντως να πω ότι το καθαρά πριμαδόρικο παίξιμο ως τρόπος συνοδείας άλλου πρώτου οργάνου μόνο στα Χανιά ξέρω να έχει καθιερωθεί. Σε πολλά νησιά υπάρχει το «ταμπουροειδές» παίξιμο, μελωδία μαζί με ανοιχτές με βάση κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές που βουβαίνουν ή ελευθερώνουν τις κατάλληλες χορδές. Η τρίτη εκδοχή είναι οι συγχορδίες, είτε εντελώς στοιχειώδεις (ανοιχτές και λίγες) είτε εμπλουτισμένες, με πιθανή κιθαριστική επίδραση.
Απ’ όλα αυτά, τα δύο πρώτα μου φαίνονται πιο εύλογα για τα πρώτα στάδια εμφάνισης του λαούτου όταν ήταν καινούργιο όργανο. Μουσικοί που οι πρότερες εμπειρίες τους να ήταν αποκλειστικά μονοφωνικές, πώς μπορεί να σκεφτούν καν την ιδέα ότι μια συγχορδία μπορεί να συνοδεύει μια ολόκληρη μουσική φράση;
Υπάρχει δε και μία τέταρτη εκδοχή: το λαούτο σε ρόλο κρουστού, με μια σταθερή συγχορδία και με όλη τη δουλειά να γίνεται στο δεξί. Για παράδειγμα στην Ικαρία όταν πρωτοήρθε το λαούτο συνήθιζαν οι βιολατόροι να έχουν ένα δικό τους λαούτο, κουρδισμένο έτσι ώστε ανοιχτά να δίνει μια απλή συγχορδία, και το έδιναν σε όποιον είχε στοιχειώδη αίσθηση του ρυθμού, για να βγάλει με τη μία αυτή συγχορδία όλο το γλέντι (σαν να ήταν μονόχειρας: το αριστερό απλώς στήριζε το όργανο)! Αυτό είναι διασταυρωμένο, δεν έτυχε να το κάνει ένας κάποτε. Λίγο πιο εξελιγμένο είναι το επίπεδο όπου τη συχορδία την πιάνεις, δεν την έχεις έτοιμη από το κούρδισμα, αλλά και πάλι δεν την αλλάζεις ποτέ και παίζεις μόνο για τον ρυθμό. Όπου μπορεί και να έχεις δυο ή τρεις συγχορδίες και κάθε κομμάτι να πατάει στη δικιά του. Σαν να 'χω την εντύπωση ότι έτσι παίζει ο λαουτιέρης του περίφημου Τζάρα στις ηχογραφήσεις της Μερλιέ, ενώ και μια φτγρ του Νισύριου, σε γλέντι, με τη συνοδεία ενός πιτσιρικά που είναι πιο μικρός από το λαούτο, σε κάτι τέτοιο με παραπέμπει.
Πού θέλω να καταλήξω:
Όπου πρωτοεμφανιστεί το λαούτο και κάποιος καλείται να βρει πώς δουλεύει, το μελωδικό παίξιμο (είτε μονοφωνικό είτε μαζί με ανοιχτές) θα το ανακαλύψει και μόνος του. Το αποκλειστικά ρυθμικό, επίσης. Τη λογική όμως των εναλλασσόμενων συγχορδιών όχι: δεν είναι κάτι το αυτονόητο, προϋποθέτει να έχεις ξανακούσει κάτι τέτοιο.