Οι πιο ηλικιωμένοι μάλλον θα θυμάστε αυτές τις ωραίες ψάθινες σκούπες που χρησιμοποιούσε η μητέρα σας για να σκουπίζει την αυλή η το μπαλκόνι.
Μια τέτοια σκούπα λοιπόν έπαιρνε κι ο φίλος μου ο Λευτεράκης και σόλαρε σε εκπληκτικά ροκ εντ ρολ στο μικρό δυαράκι της οδού Κυψέλης.
Οι τρίχες στην κεφαλή της μαμάς του ήταν διαρκώς σηκωμένες με τα μπικουτί να υψώνονται απειλητικά σαν κεραίες εξωγήινου πλάσματος σε αμερικάνικο b-movie της δεκαετίας του 50.
Μη βρεεε κερατά κουνάς αυτό το μαρκούτσι , θα μου γκρεμίσεις το σπίτι , έσκουζε η μήτηρ
και έπνιγε την όποια δημιουργική ανυσηχία του νεαρού υποψήφιου Χέντριξ.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Λευτεράκης πνίγοταν καθημερινά στην μελέτη του ιστορικού
υλισμού και της αναλυτικής γεωμετρίας χωρίς να σβήνει ποτέ απ το μυαλό του ο ανεκπλήρωτος
πόθος του σόλου , οι μουσικές προτιμήσεις του βέβαια έδειχναν να αλλάζουν σταδιακά με μια ροπή προς το έντεχνο και εν γένει λαικό τραγούδι.
Μαθηματικό Πατρών , πέρασε ο Λευτεράκης και σε καλή σειρά.
Δεν πειράζει ,είπε ο σοφός πατέρας του , πήγαινε και άμα τελειώσεις θα σου δώσω το μισό ταξί
να ζήσεις και συ σαν άνθρωπος, πάρε και είκοσι χιλιάρικα να γλεντήσεις με τους φίλους σου
την επιτυχία στις εξετάσεις.
Ο Λευτεράκης βούτηξε τα είκοσι χιλιάρικα και έφυγε σαν τρελός για την πλατεία Βάθης , μέρες τώρα καθώς περνούσε απο κει έπεφτε το μάτι του σε ένα μαγαζί με μουσικά όργανα και είχε αποφασίσει να πάρει ένα μπαγλαμά.
Οι περισσότεροι απο τους φίλους του άκουγαν heavy metal και κανείς απο τους γνωστούς του
δεν έπαιζε κάποιο όργανο , μοναδικό του σημείο αναφοράς ήταν ενα εξώφυλλο απο έναν δίσκο
που είχε ξεπέσει σπίτι μάλλον απο λάθος.
Στο εξώφυλλο είχε ενα γεροντάκι με ημίψηλο καπέλο και παλτό που κρατούσε στα χέρια του
ένα λιλιπούτειο οργανάκι.
Ο γεροΜπάτης με τον μπαγλαμά του έγραφε στην λεζάντα.
Τα λόγια στα τραγούδια του δίσκου ήταν σχεδόν ακατανόητα αλλά η μουσική του τρύπαγε τα μενίγγια , απίθανος κρυστάλινος ήχος απ τα βάθη της ψυχής και έβγαινε απ αυτό το κολοκύθι,τον μπαγλαμά.
Με συγχωρείτε κύριε ππποοοσο κάνει αυτός , ψέλισε ο Λευτεράκης.
Αυτός είναι καλός , ιταλικός με 4 χορδές είπε ο μαγαζάτωρ έχει είκοσι πέντε χιλιάδες,
θα στον αφήσω όμως είκοσι γιατί φαίνεσαι καλό παιδί.
Μια και δυό στην Πάτρα ο Λευτεράκης και γρούτσου γρούτσου τον μπαγλαμά κατι πήγαινε να κάνει, γνώρισε και κάτι φοιτητάκια με μπεγλέρια γιλέκα και αμπέχωνα ενταγμένα σε απίθανες φράξιες ρεφορμιστικού χαρακτήρος.
Ο ήχος όμως δεν ήταν ο ίδιος με την κρυστάλινη συλλογή βοημίας του πειραιώτη χοροδιδάσκαλου όμως για καλή του τύχη μια μέρα η γάτα της σπιτονοικυράς -που συνήθιζε να τον επισκέπτεται τα απογεύματα και να μοιράζεται μαζί του την μελέτη των διαφορικών εξισώσεων- καθ ότι χήρα και νταβραντισμένη , αντίκρυσε έναν ποντικό να περνά αμέριμνος το σκοροφαγωμένο πάτωμα του λίβινγκ ρούμ.Στην απεγνωσμένη προσπάθεια της να τον συλάβει παρέσυρε τον μπαγλαμά είς την χώρα της λήθης μετατρέπωντας τον σε χιλιάδες μικρά κομματάκια γύψου.
Αυτό είναι , σκέφθηκε περιχαρής ο Λευτεράκης , ο γύψος φταίει ο επόμενος θα είναι ξύλινος.
Επιασε λοιπόν δουλειά γκαρσόνι σε πιτσαρία , μάζεψε κάτι φράγκα και βούρ στο γιουσουρούμ
για όργανο .
Απο δώ τον είχε απο κει τον είχε ο γιουσουρουματζής του πούλησε 80 χήνες ένα τετράχορδο
μπουζούκι με μια ωραία πλαστική κλάρα στο καπάκι ίδιο με του συγχωρεμένου του Τσιτσάνη
που κατα τα λεγόμενα του καταστηματάρχου ,απο κει ψώνιζε κι αυτός.
Επεσε με τα μούτρα στην μελέτη του οργάνου ο Λευτεράκης και σε λίγο καιρό η Φραγκοσυριανή εξήλθε παραπαίουσα εκ του ηχείου του οργάνου.
Ενα παράξενο όμως πρόβλημα υγείας ήλθε να ανακόψει την πορεία του φερέλπιδος νέου προς
το πάνθεον των δεξιοτεχνών μπουζουκτσήδων.
Τα δάκτυλα του αριστερού του χεριού είχαν αποκτήσει στις ρόγες τους κάτι διπλές βαθιές χαρακιές που κόντευαν να ματώσουν και τον πονούσαν φοβερά.
Τρέχει λοιπόν στην εφημερία του Ευαγγελισμού καθότι ήταν στην Αθήνα για τις 40ήμερες διακοπές του πάσχα-τον εξετάζει ενα νεαρό μυημένο γιατρουδάκι , τον κοιτάει στα μάτια και τον
Ρωτά : φίλε μήπως παίζεις μπουζούκι?
Καάτι λίγα , απαντά κοκκινίζοντας ελαφρά ο Λευτεράκης.
Τότε η διάγνωση είναι σαφής τού λέει ο γιατρός , το όργανο σκέβρωσε.
Του γράφει μια συνταγή με κάτι αλοιφές και επειγούσα αγορά τριχόρδου απο τον διάσημο για τα ιαματικά μπουζούκια του Σαρδάμ Χατζηπαπαριάν.
Τετρακόσες χήνες ήθελε ο τρισμέγιστος οργανοποιός για το τριχορδάκι ,που να τα βρεί ο δόλιος.
Το παίρνει απόφαση να πουλήσει ενα χωραφάκι που του είχε αφήσει η συγχωρεμένη η γιαγιά του
στα ταδενοπουλείκα έξω απ την Γαστούνη και να το πάρει.
Το πήρε λοιπόν το όργανο στολισμένο και σενιαρισμένο του αγόρασε και μια θήκη κόκκινη απο δερματίνη έμπλεξε και με κάτι αλανιάρες στο ξενύχτι , φτερά και πούπουλα το αγροτεμάχιο.
Πίσω στην Πάτρα και μελέτη μέρα νύχτα , εξισώσεις απο δω ντρίλιες απο κει , πήγε και σε δάσκαλο προχώραγε το πράμα ανακάλυψε και το ιντερνέτ μπήκε στο φόρουμ , έτοιμος ρεμπέτης.
Κάποια μέρα παει στον δάσκαλο και του λέει : re δάσκαλε αλλιώς είναι το σολ στην κάτω χορδή και αλλιώς στην μεσαία?
Ενα είναι το σολ ρε μπάμια απαντά ο μπουζουκοδαλαιλάμα , απλώς το μπουζούκι σου είναι φάλτσο.
Ο Λευτεράκης ένοιωσε την γή να φεύγει κάτω απο τα πόδια του , άκου φάλτσο , καλύτερα να τον σκότωνες με κονσερβοκούτι του μελιγαλά.
Πάει σπίτι παίρνει μεζούρες χάρακες , μετράει καβαλαρέους μετράει κλίμακες ,ύψη,γωνίες κουρδίζει , ξεκουρδίζει , αποτέλεσμα μηδέν το σόλ επιμένει στην ιδότυπη διαφορετικότητα του.
Αρπάζει ένα πληκτρολόγιο και στέλνει επείγον mayday στο φόρουμ.
Με πιάνει το φιλότιμο που διαβάζω τον πόνο του και του απαντώ , βρές κανα μαλάκα που να ξεκινάει τώρα και έχει φράγκα , δώστο να πάρεις όσα μπορείς τζούρνεψε και τα γερόντια και έλα να πάρουμε ένα ζόρικο εργαλείο με 600 χήνες το πολύ.
Ετσι κι έγινε , κατέβηκε σε λίγους μήνες ο Λευτεράκης πήραμε σβάρνα τους σπεσιαλίστες ήπιαμε κανα δυο βαρέλια κράσο να το γιορτάσουμε, πήραμε ένα μπουζουκάκι σένιο και ορθόφωνο
και έφυγε για την Πάτρα βαπτισμένος πια στο ρεμπέτικο χαϊρι της κλίκας.
Ενα βράδυ ξυπνά έντρομος , καταιδρωμένος και με παίρνει τηλέφωνο.
Ελα ρε μαλάκα του απαντώ , τι θές τέτοια ώρα.
Ρέ Σώτο μου λέει , άμα βγεί κι αυτό σκάρτο , τι θα κάνω ?
Κλείσε και ξαναπάρε σε 10 λεπτά του λέω , φτιάχνω μια φραπεδιά πιάνω κι ενα Dunhill απο το
πακετάκι μου το ανάβω και περιμένω.
Σε λίγο ξανακούω το τηλέφωνο , ντριιιίν το σηκώνω και ακούω : πες μου ρε Σώτο τι θα κάνω?
Ακου να δείς του λέω , αυτό το δυαράκι που μένατε παλιά στην κυψέλης το έχεται ακόμα?
Ναι ,γιατί ρωτάς μου απαντα .Εχω ακούσει πως πιάνουν καλές τιμές τώρα με την ολυμπιάδα
του λέω φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου μου σε ομόκεντρα κυκλάκια.
Ενα μουγκρητό ακούγεται απο την άλλη πλευρά του συρματος μαζι με την φράση :αι γαμήσου
και το ντουτ ντουτ του τηλεφώνου αρχίζει να ακούγεται ρυθμικά , θα μπορούσε ο οτέ σκέφτηκα να βάλει κάποιο ρυθμό πιο ενδιαφέροντα στο ντουτ-ντουτ ,κάτι σε 9/8 ,2/4 να μην ξενερώνουμε τελείως νυχτιάτικα και ξανάπεσα για ύπνο.