Ο Στελλάκης τραγουδά «ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες ξεφορτώνουν σαμπουκάδες», ακούστε με προσοχή το στίχο και θα το διαπιστώσετε. Όλοι οι μουσικοί που ξέρω, όποτε τους έχω ακούσει να παίζουν αυτό το τραγούδι, έτσι το τραγουδάνε. Αυτό δεν το λέω σαν επικύρωση καθώς ξέρω ότι μια επανεκτέλεση δεν καθορίζει τον πρωτότυπο στίχο. Το λέω για να δείξω ότι αυτό ακούνε κι άλλοι. Το νόημα είναι το αντίθετο από αυτό στο οποίο έχετε καταλήξει. Εδώ ο Παπάζογλου λέει απλά ότι διασκεδάζοντας με λουλά (δηλαδή με χασισοποτία) και με μπαγλαμάδες θα χαλαρώσεις από τις σκοτούρες κι ό,τι τελοσπάντων σου προκαλεί επιθετική συμπεριφορά/διάθεση για καβγά. Δεν βλέπω αντιπαράθεση μεταξύ τσιγάρου και λουλά.
Πούφι ακούγεται στην ηχογράφηση, σε αυτό συμφωνούν όλοι. Αλλά κανείς δεν είπε ότι η αλλαγή έγινε απαραίτητα εν γνώσει του Βαγγέλη. Αντιθέτως, αλλαγές σε στίχους και μουσική και αποκλίσεις από το πρωτότυπο ήταν συνηθισμένες. Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, που ήταν κάτι σαν τους σημερινούς παραγωγούς, επενέβαιναν στο κείμενο και στη μουσική αν το έκριναν αναγκαίο και έδιναν την τελική μορφή. Μια επίσκεψη στο Αρχείο του Πετρόπουλου όπου σώζονται πρωτόλεια και «τελικά» χειρόγραφα με στίχους και παρτιτούρες το αποδεικνύει εύκολα.
Ένα παράδειγμα ως προς αυτό είναι το Μαναβάκι του Γκόγκου. Οι πρωτότυποι στίχοι είναι μόνο κατά το 1/3 ίδιοι ή παρόμοιοι με τους τελικούς. Στην πραγματικότητα ο Τούντας ήταν αυτός που διόρθωσε κι άλλαξε το μεγαλύτερο μέρος των στίχων και γι’ αυτό μπαίνει το όνομά του στην ετικέτα (μαζί με το όνομα της συζύγου του Γκόγκου, στην οποία προφανώς χαρίζεται το συνθετικό credit).
Για να λύσω την απορία σου, Ελένη, ο στίχος θα μπορούσε να είχε αλλάξει χωρίς να το γνωρίζει ο Βαγγέλης ή, αν γνώριζε, χωρίς να το έχει εγκρίνει κι έπειτα είτε χωρίς να παραπονεθεί είτε έχοντας παραπονεθεί αλλά χωρίς να μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό εκ των υστέρων. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στο έργο του Βαγγέλη. Σε όλους τους συνθέτες δηλαδή μάλλον συνέβη κάποτε αλλά εδώ μιλάμε ειδικά για τον Βαγγέλη.
Στο «Να μη λες το μυστικό σου» είχε γράψει «όποιος αγαπά τα ρόδα» και του το άλλαξαν σε «όποιος αγαπάει τώρα», «εκθέτωντας» το επόμενο δίστιχο που μιλά για αγκάθια. Αυτό είναι γνωστό και υπάρχει χειρόγραφο που το αποδεικνύει. Στα Λεμονάδικα είχε γράψει «και λόγια μη γυρεύεις», δηλαδή μην ψάχνεις για ρουφιάνους, και του το άλλαξαν σε «λέφα/ρέφα» (ανάλογα ποια εκτέλεση ακούς). Και εδώ υπάρχει η πρωτότυπη χειρόγραφη παρτιτούρα που το αποδεικνύει περίτρανα. Στον Μπατίρη είναι επίσης γνωστό ότι του ζήτησαν να κάνει το «ελεύθερος» σε «χαρούμενος» αλλά τελικώς δεν το δέχτηκε μάλλον γιατί εδώ είχε να κάνει με επιτροπή λογοκρισίας που παρέστη ο ίδιος ενώ οι πρώτες δύο περιπτώσεις φαίνεται να έγιναν εν αγνοία του. Και εδώ υπάρχει το σχετικό χειρόγραφο. Στο «Παιδί του δρόμου» το ίδιο, το ανέφερε κι ο Μπάμπης, αν και διαφωνώ με το σκεπτικό ότι στους δίσκους ακούμε τους στίχους που ήθελε ο Βαγγέλης. Στις εταιρείες και στις ηχογραφήσεις δεν κάναν κουμάντο οι τραγουδιστές και οι μουσικοί που είχαν συμβόλαιο. Την ώρα δε της φωνοληψίας ο Βαγγέλης μπορεί να μην βρισκόταν καν στην αίθουσα ηχογράφησης. Η αλλαγή του «ελπίδα έχει στον ντουνιά» σε «βρέθηκα έτσι στον ντουνιά» είναι από τις πλέον καταστροφικές αφού το νόημα αλλάζει άρδην. Το πρώτο δίνει κουράγιο, είναι συγκινητικά ελπιδοφόρο και περνάει το μήνυμα «μην το βάζετε κάτω» ενώ το δεύτερο είναι μοιρολατρικό και πεσιμιστικό.
Στη γενική τοποθέτηση του Μπάμπη, σχετικά με το ότι ο Βαγγέλης ήταν αυστηρός με τα τραγούδια του, να επισημάνω ότι σε αυτούς που του έκλεβαν τραγούδια ή τον αντέγραφαν ξεδιάντροπα ο Βαγγέλης φαίνεται να μην έδινε και πολλή σημασία. Στις ερωτήσεις της Αγγέλας γιατί δεν μιλάει, δεν λέει κάτι, απαντούσε ότι δικός του ήταν ο μπαξές κι ό,τι ήθελε έκανε τα τραγούδια του. Σε άλλη περίπτωση, αν δεν με απατά η μνήμη μου κι όπως τα 'χω διαβάσει κι εγώ δηλαδή, λέει για ένα κλεμμένο πως θα γράψει άλλο και θα ‘ναι και καλύτερο ενώ για αυτούς που έκλεβαν του άρεσε να λέει «άσ’ τους να ξεφτιλίζονται» (ή κάτι πολύ κοντά σε αυτό, δεν θυμάμαι ακριβώς τη φράση). Έχω σχηματίσει την ιδέα ότι του άρεσε τόσο πολύ να βλέπει ότι έχουν απήχηση οι συνθέσεις του που συχνά παρέβλεπε κλεψίματα και αντιγραφές. Μια τυπική αντιγραφή των Λαχανάδων, για παράδειγμα, είναι «Τα παιδιά της αγοράς» του Χρυσίνη που σχετικά με αυτό ο Βαγγέλης, όπως γράφει ο Γιώργης, είχε πει «Τόσοι που με κλέβουν, δεν μιλάει κανείς, που’χουνε και στον κώλο μάτια. Τον αόμματο βρήκαμε να βρούμε το δίκιο μας; Φτωχός είναι… ας κονομήσει…». Γι΄ αυτό πιστεύω πως για αλλαγές λέξεων εν αγνοία του, όσο και να ήταν άστοχες ή ενδεχομένως να μην του άρεσαν, μάλλον δεν θα έλεγε δημοσίως κάτι. Εδώ δεν έλεγε για ολόκληρα κομμάτια.
Σχετικά με το χούι, θα συμπλεύσω με τη διατύπωση του Βασίλη. Ο Γιώργης υποστηρίζει ότι είχε γραφτεί «χούι». Αν και όλοι μας θα θέλαμε να δούμε ένα χειρόγραφο για επαλήθευση, προσωπικά βρίσκω ότι η πληροφορία του Γιώργη έχει άλλη βαρύτητα και δεν είναι σωστό να αγνοηθεί τόσο εύκολα.
Πάντως, το αν το «χούι» δεν ήταν άμεσα προφανές στον ακροατή δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου λόγο απόρριψης της πιθανότητας να έχει όντως γραφτεί έτσι αρχικά. Τόσο η Αγγέλα όσο και ο Γιώργης μιλάνε για ένα πραγματικό πρόσωπο, μια πεντάμορφη όπως τη χαρακτηρίζουν, προς την οποία έγραψε το τραγούδι ο Βαγγέλης. Ήταν τέτοιος χαρακτήρας ο Βαγγέλης που ναι, θα μπορούσε να γράψει ένα τραγούδι ειδικά για ένα άτομο ώστε να το παρακινήσει για κάτι καλό. Για τον Βαγγέλη δεν θα είχε καμία σημασία αν δεν καταλάβαιναν οι άλλοι.
Η ρήση του Στελλάκη για 300 κομμάτια που αντέγραψαν το Τσιγαρλίκι είναι μάλλον υπερβολική ή μπορεί απλά να ήταν ένα σχήμα λόγου που εκλήφθηκε τοις μετρητοίς (δεν λέμε συχνά «στο 'πα 100 φορές» αλλά παίζει να το 'χουμε πει μόλις 2-3;). Ένα κομμάτι που θα μπορούσε να έχει αντιγράψει κάποια στοιχεία πάντως και πάντα το υποψιαζόμουν είναι το «Πίστεψέ με παιχνιδιάρα», το οποίο κάνει παρόμοια παιχνιδίσματα με αντιχρονισμούς ενώ και μελωδικά έχει ομοιότητες που γίνονται πιο ορατές αν δοκιμάσετε τα τραγούδια στον ίδιο τόνο. Και φυσικά τα Καβουράκια του Τσιτσάνη έχουν την ίδια μελωδία.
Τέλος, σχετικά με το πούφι είχα κάνει παλιότερα κι εγώ μια αναζήτηση και είχα βρει κάποιες λογοτεχνικές εμφανίσεις:
- ΚΑΡΥΔΗΣ, Σοφοκλής (1888) Η κυρία Τριγκιτράγκα. Στο: Σκόκος, Κωνσταντίνος Φ. (1888) Ετήσιον ημερολόγιον χρονογραφικόν, φιλολογικόν, γελοιογραφικόν του έτους 1888, σ. 357-358. Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου.
Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΙΓΚΙΤΡΑΓΚΑ (απόσπασμα)
Ἔχω εἴκοσι δουλάπαις, καὶ ταῖς εἴκοσι γεμάταις
Ἀπὸ μπούστους, ἀπὸ πούφια, ἐσωφόρια καὶ γραβάταις.
Δεύτερη φορὰ ποτέ μου δέν φορῶ τὴν ἴδια φούστα
Καὶ τοιουτοτρόπως ὅλων ἱκανοποιῶ τὰ γοῦστα.
Ἐξοδεύω ’ς τοὺς ἐμπόρους καὶ πληρώνω τρίγκι τράγκα
Δυὼ καὶ τρεῖς χιλιάδες φράγκα.
- ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Κωσταντίνος (1910) Αγάπη στο χωριό. Αθήνα: Τυπογραφείο Εστία.
ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (απόσπασμα, σ. 19)
«Κ’ η Μπασδικόν ’φ’ πέρασι; Τι φόρ’γι;»
«Του κουζουκί τς φόρ’γι.»
«Κι ’ν πράσ’ν’ τ’ στόφα, ε;»
«Δε ’νι παρατήραξα στου φ’στάν’.»
«Του πράσ’νου θανάχι· δεν έφκιασ’ άλλου. Θαν τα βγάλ’, λέει, τα παντισ’νά. Θα καρτιρεί, θάρρου, τ’ άι Κουσταντίν’, του γιουρτάσ’ ταντρός τς, για να φουρέσ’ τα πούφια;»
«Τώρα στα ξικουρνιάσματα κι αυτήν!»
«Αυτήν’, λέει, δε θέλ’, μα ιπιμέν’ ου άντρα τς· ντρέπιτι, λέει, απ τς δικαστάδις π’ κουνέβ’νι σπίτ’ τ’ τώρα π’ καζάντ’σι. — Ποια ‘ν ικείν’ πόρχιτ’ ικεί, μουρ’ Φόνια; Η Κατραμού δεν είνι; Τήρα πώς κρέμιτι του φ’στάν’ τς! Κι του μιλτζανί που πήγι κι του διάλιξι! Δεν τς πιάν’ ουλότιλας. Νάχ’νι λιπτά κι να μην ξέρ’νι να φουριθούνι! […]»
- ΔΑΦΝΗ, Αιμιλία (1928) Λαμπριάτικες ιστορίες: Το κερί του Πάσχα. Μπουκέτο (19 Απριλίου 1928), σ. 424-425.
ΤΟ ΚΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (απόσπασμα)
Η Ματίνα φεύγει, κι’ αυτή κλείνει το παράκλι και τραβά το σεντονάκι που σκέπαζε τ‘ άλλα πράματα : φορέματα, μεταξωτά πούφια, μανίκια με πλισσέδες και με φριλάκια κιτρινισμένα, δέματα, μπογαλάκια…
- ΒΡΕΛΛΗ-ΖΑΧΟΥ, Μαρίνα (1985) Η ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την Ένωση (1864-1910): Συμβολή στη μελέτη της ιστορικότητας και της κοινωνιολογίας του ενδύματος. Διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
(1864-1910)
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ
(απόσπασμα, σ. 88)
Το τουρνούρι (ή αλλιώς το πουφ ή πούφι ή υποκώλιο) ήταν ένα φουσκωτό σαν μαξιλαράκι παραγέμισμα από αλογοουρά ή από κομμάτια σκληρού πανιού. Στην εξέλιξή του έγινε ένα υποστήριγμα με οριζόντια σιδερένια στεφάνια, σαν κλουβί. Τα επίσημα φορέματα, που πάντοτε συνοδεύονταν από κορσέ και πουφ, ήταν ραμμένα στο στιλ της πολονέζας του 18ου αιώνα ή είχαν ξεχωριστό το μπούστο από τη φούστα ή και τις απανωτές φούστες, που έδιναν στη γυναικεία φιγούρα τη μορφή ενός πολυόροφου οικοδομήματος.
Δεν έχω πολλές αμφιβολίες για την έννοια της λέξης που τραγουδάει ο Στελλάκης, είναι προφανές ότι έχουν βρεθεί αρκετές πηγές που δείχνουν τη λέξη και τη σχετική μόδα να είναι σε χρήση τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Pepe, μήπως τα πούφια βροντούν λόγω του σιδερένιου σκελετού που περιγράφεται στην αμέσως προηγούμενη πηγή;