Συζήτηση για τη λέξη "πούφι"

Μα προκύπτει από πουθενά τέτοια πιθανότητα; Προσωπικά έχω καταλάβει τα εξής:

  • οι μόνες δεδομένες σημασίες που ξέρουμε για το πούφι είναι οι σχετικές με μόδα
  • προφορική μαρτυρία του Γ. Παπάζογλου ότι αρχικά το τραγούδι έλεγε «χούι»
  • προφορική ΚΑΙ γραπτή μαρτυρία το ίδιου ότι ο Β. Παπάζογλου το έγραψε για μια κοπέλα που είχε το χούι της κοκαΐνης (όχι πρέζας!)

Αν όντως ο Βαγγέλης είχε γράψει αρχικά χούι και μετά το έκανε πούφι, αυτό επ’ ουδενί δε σημαίνει ότι οι δύο λέξεις έχουν οποιαδήποτε νοηματική συνάφεια, ούτε καν ότι αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Αλλά ακόμη κι αν «πούφι» σημαίνει κάτι σχετικό με την κοκαΐνη, πώς από αυτό φτάσαμε στο ότι « ενδεχομένως, με το «πούφι» να εννοεί κυριολεκτικά την εισπνοή / ρουφηξιά / τζούρα»; Εκτός αν εισπνοή εννοούμε όχι την τζούρα κατά το κάπνισμα αλλά το ρούφηγμα της σκόνης, που γίνεται με τη μύτη. Βέβαια η τύπισσα βελόνες έριχνε, αλλά λογικά θα είχε ξεκινήσει με μυτιές.

Αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο (πούφι = ειπνοή ναρκωτικής σκόνης) είναι το μόνο που, με τα δεδομένα που έχουμε, μου φαίνεται κάπως πιθανό. Ελάχιστα μεν, αλλά πάντως όχι και αδύνατο.

Παρά ταύτα, ειδικά το επιχείρημα περί κρυπτικότητας του στίχου δε θα με πτοούσε:

Το έχουμε δει και με άλλα τραγούδια που εμείς σήμερα δυσκολευόμαστε να βγάλουμε νόημα. Πολλές φορές ξεκινάμε με την υπόθεση ότι είναι τυχαίες λέξεις χωρίς ιδιαίτερο νόημα νόημα και τελικά αποκαλύπτεται ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο και σαφές νόημα. Εϊτε τότε ήταν πιο ευνόητα, είτε δεν τους ένοιαζε.

Αυτό που σίγουρα δε θα καταλάβαιναν είναι ότι αναφέρεται σε υπαρκτό γνωστό του πρόσωπο. Αλλά δε νομίζω ότι χρειαζόταν και να το καταλάβουν…

Τέλος πάντων, όσο κι αν το τραγούδι το ‘γραψε για μια κοκαϊνοπότισσα, όσο κι αν αρχικά έβαλε χούι και μετά το άλλαξε σε πούφι, εγώ ακόμη δεν έχω αποκλείσει τις πρώτες σημασίες που βρήκατε, για τη μόδα. Και υπενθυμίζω ότι η λέξη μαρτυρείται και σ’ εκείνο το δημοτικό όπου σημαίνει κάτι άλλο, όχι φουσκωτό χτένισμα, ούτε υποκώλιο φουστανιού, αλά δεν ξέρουμε τι (μόνο ότι βροντάει!)

Ας επαναλάβω την παράκληση: όποιος έχει το “άσπρο” βιβλίο του Γ. Παπάζογλου ας παραθέσει το σημείο που αφορά το τραγούδι.

Σα φουμάρω τσιγαρλίκι
μου περνά το ντερτιλίκι
πο 'χω μέσα στην καρδιά μου
για το χουί σου κυρά μου

Το ‘να σβήνω τ’ άλλο ανάβω
τη μαστούρα θέλω να 'βρω
να ξεχάσω τα μεράκια
που με πότισες φαρμάκια

Ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες
δε σκοτώνουν τσαμπουκάδες
φούμερνε το τσιγαρλίκι
ν’ αποχτήσεις ασικλίκι

σελ 421 Τα χαιρια μας εδώ βιβλίο τρίτο

3 «Μου αρέσει»

Μόλις το βρήκα και εγώ, με πρόλαβες, σ’ ευχαριστούμε πολύ, φίλε.

Παρατηρούμε και μια ακόμα αλλαγή στους στίχους:
“…δε σκοτώνουν τσαμπουκάδες…”,
αντί “…σε φορτώνουν…” όπως το γνωρίζουμε.

Ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου!

Υποθέτω δεν έχει κάτι άλλο γύρω γύρω επεξηγηματικό.

Προβληματικό μου μοιάζει και το νόημα της βερσιόν “Ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες
δε σκοτώνουν τσαμπουκάδες”. Αν ήταν “σηκώνουν” θα το κατανοούσα καλύτερα…

Πάντως παιδιά, υπάρχει ένα παράδοξο γενικά:
Υποτίθεται από τη μια ότι ο Παπάζογλου ήταν περήφανος και σκληρός με τα τραγούδια του, ήξερε τι έλεγε και δεν σήκωνε και πολλά. Θυμίζω ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες -ανυποχώρητος- σταμάτησε να δισκογραφεί για να μην του αλλάξουν την λέξη “ελεύθερος” στον “Μπατίρη”…
Από την άλλη, κυκλοφορεί ο μύθος ότι στο Παιδί του δρόμου έλεγε “ελπίδα έχω στο ντουνιά” και του το αλλάξανε, ή ότι ο Στελλάκης είπε πούφι αντί για χούι…
Να σας πω τι πιστεύω;
Ότι ο Παπάζογλου έγραψε αυτά που ήθελε όπως ήθελε, με δικές του αποφάσεις και σίγουρα αυτά απαίτησε να πει ο τραγουδιστής στο δίσκο.

Αναφορικά με το άλλο σημείο που μας απασχολεί στο νήμα, νομίζω ότι λέει το αυτονόητο “ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες σε φορτώνουν τσαμπουκάδες” δλδ με αυτή τη φάση, μέσα στους ντεκέδες ή με τα μεγάλα σύνεργα, βγαίνεις κάρτα. οπότε φούμερνε το τσιγαρλίκι να μην καρφώνεσαι.

1 «Μου αρέσει»

Προσυπογράφω το όλο σκεπτικό.

Με την ευκαιρία της συζήτησης, καλό θα ήταν ο Σύλλογος Β. Παπάζογλου να ασχοληθεί, σε συνεργασία με τον Γιώργη, όσον αφορά κατάλοιπα, αρχειακό υλικό κλπ, να κυκλοφορήσουν π.χ. και στο εμπόριο τα βιβλία που τυπώνει ιδιωτικά και ιδιωτικά μοιράζει κλπ κλπ, ίσως και κάποια έκδοση των τραγουδιών λεπτομερώς υπομνηματισμένη, τέτοια πράγματα θα ήταν ευπρόσδεκτα πιστεύω

1 «Μου αρέσει»

Έχουν ξεκινήσει πάντως και σε μικρό χρονικό διάστημα έχουν ήδη δώσει δείγμα γραφής γι’ αυτά που έρχονται:

Οπότε φαντάζομαι κάτι τέτοιο θα είναι στα σκαριά! :slight_smile:

3 «Μου αρέσει»

Αυτό μόνο, αλλά όχι και τόσο επεξηγηματικό.

"…Το Στελλάκι μου είπε ότι από το «τσιγαρλίκι» έγινε κάτι σα μόδα με τον παράξενο τρόπο που ήθελε ο Βαγγέλης να τραγουδηθεί. Και πρέπει – μου λέει – να βγήκανε και τριακόσιοι δίσκοι που του μοιάζανε…"

Υποθέτω πως οι στίχοι - όπως τους παραθέτει - είναι από μνήμης, γιατί σε άλλα τραγούδια υπάρχει και χειρόγραφη σημείωση του Βαγγέλη.

Εννοεί το «σανφου – ουμάρω – ωτσίγα – αρλίκι»; Πράγματι, το είχα πάντα απορία και δεν κρύβω ότι, κάπως… με απογοητεύει η είδηση.

Μια μικρή διόρθωση στα μέχρι τώρα:

Δεν έχει τετράστιχα το τραγούδι. Δίστιχα έχει. Κι εγώ, υπό τον μπαλαντέρ όρο «στροφή», τετράστιχα εννοούσα, αλλά είναι λάθος.

Έξι ξεχωριστά δίστιχα είναι, όλα στην ίδια μελωδική φράση (χωρίς Α - Β). Είναι γεγονός ότι το οργανικό ενδιάμεσο είναι μετά από τα μονά δίστιχα απλή οργανική επανάληψη ενώ μετά τα ζυγά η ξεχωριστή «εισαγωγή», όπως και ότι από το 1ο στο 2ο και από το 3ο στο 4ο υπάρχει νοηματική συνέχεια, αλλά όταν ένα τραγούδι έχει τετράστιχες στροφές (σπάνιο έτσι κι αλλιώς στα ρεμπέτικα, και μάλιστα εκείνης της περιόδου) είναι αλλιώς.

Το ότι στο βιβλίο κάθε δύο δίστιχα είναι τυπωμένα ως ένα 4στιχο δε σημαίνει τίποτε.

Αν - ως δημιουργός ο Βαγγέλης - είχε άποψη για το πώς θα τραγουδηθεί, πόσο μάλλον θα είχε επιμείνει για τη σωστή απόδοση των στίχων.
Σ’ αυτή την περίπτωση, μια πιθανή εξήγηση είναι ένα σαρδάμ του Στελλάκη, κατά την ηχογράφηση, έτσι ώστε αντί για χούι να ειπώθηκε πούφι.
Ο Βαγγέλης μπορεί και να μην αντιδρούσε, δεν επρόκειτο για άνωθεν επιβολή, σ’ αυτή την περίπτωση.

Το δίστιχο όμως
«ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες,
δε σκοτώνουν τσαμπουκάδες» προβληματίζει πολύ.

Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση πως με το «δε σκοτώνουν» απενεχοποιεί τους λουλάδες.

Δεν το λες σαρδάμ αυτό…

Ο Στελλάκης τραγουδά «ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες ξεφορτώνουν σαμπουκάδες», ακούστε με προσοχή το στίχο και θα το διαπιστώσετε. Όλοι οι μουσικοί που ξέρω, όποτε τους έχω ακούσει να παίζουν αυτό το τραγούδι, έτσι το τραγουδάνε. Αυτό δεν το λέω σαν επικύρωση καθώς ξέρω ότι μια επανεκτέλεση δεν καθορίζει τον πρωτότυπο στίχο. Το λέω για να δείξω ότι αυτό ακούνε κι άλλοι. Το νόημα είναι το αντίθετο από αυτό στο οποίο έχετε καταλήξει. Εδώ ο Παπάζογλου λέει απλά ότι διασκεδάζοντας με λουλά (δηλαδή με χασισοποτία) και με μπαγλαμάδες θα χαλαρώσεις από τις σκοτούρες κι ό,τι τελοσπάντων σου προκαλεί επιθετική συμπεριφορά/διάθεση για καβγά. Δεν βλέπω αντιπαράθεση μεταξύ τσιγάρου και λουλά.

Πούφι ακούγεται στην ηχογράφηση, σε αυτό συμφωνούν όλοι. Αλλά κανείς δεν είπε ότι η αλλαγή έγινε απαραίτητα εν γνώσει του Βαγγέλη. Αντιθέτως, αλλαγές σε στίχους και μουσική και αποκλίσεις από το πρωτότυπο ήταν συνηθισμένες. Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, που ήταν κάτι σαν τους σημερινούς παραγωγούς, επενέβαιναν στο κείμενο και στη μουσική αν το έκριναν αναγκαίο και έδιναν την τελική μορφή. Μια επίσκεψη στο Αρχείο του Πετρόπουλου όπου σώζονται πρωτόλεια και «τελικά» χειρόγραφα με στίχους και παρτιτούρες το αποδεικνύει εύκολα.

Ένα παράδειγμα ως προς αυτό είναι το Μαναβάκι του Γκόγκου. Οι πρωτότυποι στίχοι είναι μόνο κατά το 1/3 ίδιοι ή παρόμοιοι με τους τελικούς. Στην πραγματικότητα ο Τούντας ήταν αυτός που διόρθωσε κι άλλαξε το μεγαλύτερο μέρος των στίχων και γι’ αυτό μπαίνει το όνομά του στην ετικέτα (μαζί με το όνομα της συζύγου του Γκόγκου, στην οποία προφανώς χαρίζεται το συνθετικό credit).

Για να λύσω την απορία σου, Ελένη, ο στίχος θα μπορούσε να είχε αλλάξει χωρίς να το γνωρίζει ο Βαγγέλης ή, αν γνώριζε, χωρίς να το έχει εγκρίνει κι έπειτα είτε χωρίς να παραπονεθεί είτε έχοντας παραπονεθεί αλλά χωρίς να μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό εκ των υστέρων. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στο έργο του Βαγγέλη. Σε όλους τους συνθέτες δηλαδή μάλλον συνέβη κάποτε αλλά εδώ μιλάμε ειδικά για τον Βαγγέλη.

Στο «Να μη λες το μυστικό σου» είχε γράψει «όποιος αγαπά τα ρόδα» και του το άλλαξαν σε «όποιος αγαπάει τώρα», «εκθέτωντας» το επόμενο δίστιχο που μιλά για αγκάθια. Αυτό είναι γνωστό και υπάρχει χειρόγραφο που το αποδεικνύει. Στα Λεμονάδικα είχε γράψει «και λόγια μη γυρεύεις», δηλαδή μην ψάχνεις για ρουφιάνους, και του το άλλαξαν σε «λέφα/ρέφα» (ανάλογα ποια εκτέλεση ακούς). Και εδώ υπάρχει η πρωτότυπη χειρόγραφη παρτιτούρα που το αποδεικνύει περίτρανα. Στον Μπατίρη είναι επίσης γνωστό ότι του ζήτησαν να κάνει το «ελεύθερος» σε «χαρούμενος» αλλά τελικώς δεν το δέχτηκε μάλλον γιατί εδώ είχε να κάνει με επιτροπή λογοκρισίας που παρέστη ο ίδιος ενώ οι πρώτες δύο περιπτώσεις φαίνεται να έγιναν εν αγνοία του. Και εδώ υπάρχει το σχετικό χειρόγραφο. Στο «Παιδί του δρόμου» το ίδιο, το ανέφερε κι ο Μπάμπης, αν και διαφωνώ με το σκεπτικό ότι στους δίσκους ακούμε τους στίχους που ήθελε ο Βαγγέλης. Στις εταιρείες και στις ηχογραφήσεις δεν κάναν κουμάντο οι τραγουδιστές και οι μουσικοί που είχαν συμβόλαιο. Την ώρα δε της φωνοληψίας ο Βαγγέλης μπορεί να μην βρισκόταν καν στην αίθουσα ηχογράφησης. Η αλλαγή του «ελπίδα έχει στον ντουνιά» σε «βρέθηκα έτσι στον ντουνιά» είναι από τις πλέον καταστροφικές αφού το νόημα αλλάζει άρδην. Το πρώτο δίνει κουράγιο, είναι συγκινητικά ελπιδοφόρο και περνάει το μήνυμα «μην το βάζετε κάτω» ενώ το δεύτερο είναι μοιρολατρικό και πεσιμιστικό.

Στη γενική τοποθέτηση του Μπάμπη, σχετικά με το ότι ο Βαγγέλης ήταν αυστηρός με τα τραγούδια του, να επισημάνω ότι σε αυτούς που του έκλεβαν τραγούδια ή τον αντέγραφαν ξεδιάντροπα ο Βαγγέλης φαίνεται να μην έδινε και πολλή σημασία. Στις ερωτήσεις της Αγγέλας γιατί δεν μιλάει, δεν λέει κάτι, απαντούσε ότι δικός του ήταν ο μπαξές κι ό,τι ήθελε έκανε τα τραγούδια του. Σε άλλη περίπτωση, αν δεν με απατά η μνήμη μου κι όπως τα 'χω διαβάσει κι εγώ δηλαδή, λέει για ένα κλεμμένο πως θα γράψει άλλο και θα ‘ναι και καλύτερο ενώ για αυτούς που έκλεβαν του άρεσε να λέει «άσ’ τους να ξεφτιλίζονται» (ή κάτι πολύ κοντά σε αυτό, δεν θυμάμαι ακριβώς τη φράση). Έχω σχηματίσει την ιδέα ότι του άρεσε τόσο πολύ να βλέπει ότι έχουν απήχηση οι συνθέσεις του που συχνά παρέβλεπε κλεψίματα και αντιγραφές. Μια τυπική αντιγραφή των Λαχανάδων, για παράδειγμα, είναι «Τα παιδιά της αγοράς» του Χρυσίνη που σχετικά με αυτό ο Βαγγέλης, όπως γράφει ο Γιώργης, είχε πει «Τόσοι που με κλέβουν, δεν μιλάει κανείς, που’χουνε και στον κώλο μάτια. Τον αόμματο βρήκαμε να βρούμε το δίκιο μας; Φτωχός είναι… ας κονομήσει…». Γι΄ αυτό πιστεύω πως για αλλαγές λέξεων εν αγνοία του, όσο και να ήταν άστοχες ή ενδεχομένως να μην του άρεσαν, μάλλον δεν θα έλεγε δημοσίως κάτι. Εδώ δεν έλεγε για ολόκληρα κομμάτια.

Σχετικά με το χούι, θα συμπλεύσω με τη διατύπωση του Βασίλη. Ο Γιώργης υποστηρίζει ότι είχε γραφτεί «χούι». Αν και όλοι μας θα θέλαμε να δούμε ένα χειρόγραφο για επαλήθευση, προσωπικά βρίσκω ότι η πληροφορία του Γιώργη έχει άλλη βαρύτητα και δεν είναι σωστό να αγνοηθεί τόσο εύκολα.

Πάντως, το αν το «χούι» δεν ήταν άμεσα προφανές στον ακροατή δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου λόγο απόρριψης της πιθανότητας να έχει όντως γραφτεί έτσι αρχικά. Τόσο η Αγγέλα όσο και ο Γιώργης μιλάνε για ένα πραγματικό πρόσωπο, μια πεντάμορφη όπως τη χαρακτηρίζουν, προς την οποία έγραψε το τραγούδι ο Βαγγέλης. Ήταν τέτοιος χαρακτήρας ο Βαγγέλης που ναι, θα μπορούσε να γράψει ένα τραγούδι ειδικά για ένα άτομο ώστε να το παρακινήσει για κάτι καλό. Για τον Βαγγέλη δεν θα είχε καμία σημασία αν δεν καταλάβαιναν οι άλλοι.

Η ρήση του Στελλάκη για 300 κομμάτια που αντέγραψαν το Τσιγαρλίκι είναι μάλλον υπερβολική ή μπορεί απλά να ήταν ένα σχήμα λόγου που εκλήφθηκε τοις μετρητοίς (δεν λέμε συχνά «στο 'πα 100 φορές» αλλά παίζει να το 'χουμε πει μόλις 2-3;). Ένα κομμάτι που θα μπορούσε να έχει αντιγράψει κάποια στοιχεία πάντως και πάντα το υποψιαζόμουν είναι το «Πίστεψέ με παιχνιδιάρα», το οποίο κάνει παρόμοια παιχνιδίσματα με αντιχρονισμούς ενώ και μελωδικά έχει ομοιότητες που γίνονται πιο ορατές αν δοκιμάσετε τα τραγούδια στον ίδιο τόνο. Και φυσικά τα Καβουράκια του Τσιτσάνη έχουν την ίδια μελωδία.

Τέλος, σχετικά με το πούφι είχα κάνει παλιότερα κι εγώ μια αναζήτηση και είχα βρει κάποιες λογοτεχνικές εμφανίσεις:

  1. ΚΑΡΥΔΗΣ, Σοφοκλής (1888) Η κυρία Τριγκιτράγκα. Στο: Σκόκος, Κωνσταντίνος Φ. (1888) Ετήσιον ημερολόγιον χρονογραφικόν, φιλολογικόν, γελοιογραφικόν του έτους 1888, σ. 357-358. Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου.

Η ΚΥΡΙΑ ΤΡΙΓΚΙΤΡΑΓΚΑ (απόσπασμα)

Ἔχω εἴκοσι δουλάπαις, καὶ ταῖς εἴκοσι γεμάταις
Ἀπὸ μπούστους, ἀπὸ πούφια, ἐσωφόρια καὶ γραβάταις.
Δεύτερη φορὰ ποτέ μου δέν φορῶ τὴν ἴδια φούστα
Καὶ τοιουτοτρόπως ὅλων ἱκανοποιῶ τὰ γοῦστα.
Ἐξοδεύω ’ς τοὺς ἐμπόρους καὶ πληρώνω τρίγκι τράγκα
Δυὼ καὶ τρεῖς χιλιάδες φράγκα.

  1. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Κωσταντίνος (1910) Αγάπη στο χωριό. Αθήνα: Τυπογραφείο Εστία.

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (απόσπασμα, σ. 19)

«Κ’ η Μπασδικόν ’φ’ πέρασι; Τι φόρ’γι;»

«Του κουζουκί τς φόρ’γι.»

«Κι ’ν πράσ’ν’ τ’ στόφα, ε;»

«Δε ’νι παρατήραξα στου φ’στάν’.»

«Του πράσ’νου θανάχι· δεν έφκιασ’ άλλου. Θαν τα βγάλ’, λέει, τα παντισ’νά. Θα καρτιρεί, θάρρου, τ’ άι Κουσταντίν’, του γιουρτάσ’ ταντρός τς, για να φουρέσ’ τα πούφια;»

«Τώρα στα ξικουρνιάσματα κι αυτήν!»

«Αυτήν’, λέει, δε θέλ’, μα ιπιμέν’ ου άντρα τς· ντρέπιτι, λέει, απ τς δικαστάδις π’ κουνέβ’νι σπίτ’ τ’ τώρα π’ καζάντ’σι. — Ποια ‘ν ικείν’ πόρχιτ’ ικεί, μουρ’ Φόνια; Η Κατραμού δεν είνι; Τήρα πώς κρέμιτι του φ’στάν’ τς! Κι του μιλτζανί που πήγι κι του διάλιξι! Δεν τς πιάν’ ουλότιλας. Νάχ’νι λιπτά κι να μην ξέρ’νι να φουριθούνι! […]»

  1. ΔΑΦΝΗ, Αιμιλία (1928) Λαμπριάτικες ιστορίες: Το κερί του Πάσχα. Μπουκέτο (19 Απριλίου 1928), σ. 424-425.

ΤΟ ΚΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (απόσπασμα)

Η Ματίνα φεύγει, κι’ αυτή κλείνει το παράκλι και τραβά το σεντονάκι που σκέπαζε τ‘ άλλα πράματα : φορέματα, μεταξωτά πούφια, μανίκια με πλισσέδες και με φριλάκια κιτρινισμένα, δέματα, μπογαλάκια…

  1. ΒΡΕΛΛΗ-ΖΑΧΟΥ, Μαρίνα (1985) Η ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την Ένωση (1864-1910): Συμβολή στη μελέτη της ιστορικότητας και της κοινωνιολογίας του ενδύματος. Διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
(1864-1910)
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ

(απόσπασμα, σ. 88)

Το τουρνούρι (ή αλλιώς το πουφ ή πούφι ή υποκώλιο) ήταν ένα φουσκωτό σαν μαξιλαράκι παραγέμισμα από αλογοουρά ή από κομμάτια σκληρού πανιού. Στην εξέλιξή του έγινε ένα υποστήριγμα με οριζόντια σιδερένια στεφάνια, σαν κλουβί. Τα επίσημα φορέματα, που πάντοτε συνοδεύονταν από κορσέ και πουφ, ήταν ραμμένα στο στιλ της πολονέζας του 18ου αιώνα ή είχαν ξεχωριστό το μπούστο από τη φούστα ή και τις απανωτές φούστες, που έδιναν στη γυναικεία φιγούρα τη μορφή ενός πολυόροφου οικοδομήματος.

Δεν έχω πολλές αμφιβολίες για την έννοια της λέξης που τραγουδάει ο Στελλάκης, είναι προφανές ότι έχουν βρεθεί αρκετές πηγές που δείχνουν τη λέξη και τη σχετική μόδα να είναι σε χρήση τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Pepe, μήπως τα πούφια βροντούν λόγω του σιδερένιου σκελετού που περιγράφεται στην αμέσως προηγούμενη πηγή;

5 «Μου αρέσει»

Αφήνω εδώ ένα σύνδεσμο όπου μπορείτε να ακούσετε το επίμαχο σημείο από αρκετά καθαρό δίσκο που περιέχει το «Τσιγαρλίκι». Νομίζω ακούγεται ξεκάθαρα «ξεφορτώνουν».

2 «Μου αρέσει»

Σ’ ευχαριστώ πολύ, Κώστα, για την παρέμβασή σου, είσαι πολύ κατατοπιστικός!

Προσωπικά, δεν είχα καταλήξει σε κάτι διαφορετικό από αυτό που λες και εσύ: ως εναλλακτική / αντιστάθμισμα στο «χούι» προτείνονται χασίς/ λουλάδες/ μπαγλαμάδες και όχι τα τελευταία σε αντιπαράθεση μεταξύ τους.

Θα ήθελα τη γνώμη σου σε ένα άλλο σημείο:
Καλώς ή κακώς, στη δισκογράφηση ακούστηκε «πούφι» και έτσι αναπαράγεται
Πιστεύεις ότι ο Στελλάκης εννοούσε το «χούι» της πεντάμορφης;

Εγώ τουλάχιστον σ’ αυτό τείνω και όχι σε οτιδήποτε έχει να κάνει με ρούχα κ.λπ.

2 «Μου αρέσει»

Κώστα, ευχαριστούμε γι’ αυτή την υποδειγματική τοποθέτηση!

Πράγματι, στο απόσπασμα που έβαλες ακούγεται το ξ. Βέβαια το «ξεφορτώνω» είναι αμφίσημη λέξη: ξεφορτώνουν τους σαμπουκάδες από πάνω σου, ή τους ξεφορτώνουν πάνω σου; :wink:

Υπ’ αυτή την ανάγνωση, πράγματι. Αλλά εξαρτάται από το πώς θα πάρεις το «ξεφορτώνουν».

Και δύο πιο ασήμαντες λεπτομέρειες:

Δε χρειάζεται καν χειρόγραφο. Το δίστιχο είναι γνωστό και από παραδοσιακά τραγούδια αλλα΄και σχεδόν σαν παροιμία. Με ρόδα φυσικά.

Δηλαδή το κλουβί του κρινολίνου;

Μπα, λίγο απίθανο για δημοτικό τραγούδι να έχει αναφορά σ’ ένα τόσο χαρακτηρισμένα αστικό ένδυμα. Αλλά δε νομίζω ότι έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας. Το δημοτικό αφήνει μεν την υπόνοια ότι ίσως υπήρχε και κάποια άλλη λέξη «πούφι», αλλά από πού κι ως πού να θεωρούσε ο Παπάζογλου, ή όποιος, ότι αυτή η άλλη λέξη, που εδώ δεν την ξέρει κανείς μας, είναι άμεσα αντιληπτή από τους συγχρόνους του; Ενώ το πούφι του φουστανιού (μαξιλαράκι ή έστω και κλουβί) αποδείχτηκε πλέον πειστικά ότι ήταν γνωστή λέξη τότε.


Edit: Και μία τρίτη ασήμαντη παρατήρηση, που την είχα ξεχάσει (για να μην παραφορτώνουμε το νήμα με σχόλια):

Χα! Καθόλου προφανές, αλλά όντως έτσι είναι!

1 «Μου αρέσει»

Για μένα το πούφι δεν έχει αλληγορική σημασία. Θεωρώ ότι αναφέρεται στο υποκώλιο, πιθανώς με μια προέκταση ως κάτι το ελκυστικό, όπως για παράδειγμα «το στήθος το βαμμένο» που εντοπίζουμε σε άλλα κομμάτια και που εκφράζει το ποθητό.

Στην πρώτη σου ερώτηση, αν έγινε καλώς ή κακώς η αλλαγή, θα σου πω εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Από τη μία μπορώ να καταλάβω τον καλλιτεχνικό διευθυντή που εντόπισε το χούι και θέλησε να το αλλάξει (αν φυσικά θεωρήσουμε ότι έτσι έγιναν τα πράγματα). Ακουστικά μιλώντας, βρίσκω λίγο άκομψη τη λέξη. Αυτό το «χ» στην αρχή και μετά το «ου» μου ακούγεται κακόφωνο. Αν ήμουν παραγωγός θα ήθελα να τη βελτιώσω αλλά εγώ δεν θα άλλαζα ποτέ το νόημα. Οπότε ή θα έβρισκα κάτι πιο εύηχο, αλλά που διατηρεί το νόημα, ή θα άφηνα ως έχει τη λέξη. Υπό αυτή τη θεώρηση, ναι, κακώς άλλαξε η λέξη. Στην πράξη ωστόσο εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Το τραγούδι θα το πω είτε έτσι είτε αλλιώς. Κι άμα λάχει μπορεί να πω κάτι άλλο, π.χ. μπούκλι, δεν χάλασε ο κόσμος όταν είσαι στην παρέα και δεν τραγουδάς τους στίχους με ακρίβεια λεξικού. Το τι γνωρίζουμε ως αλήθεια όμως είναι άλλο θέμα…

Γιατί και λέφα; Τί νόημα έχει η λέξη;

Σε όλες τις εκτελέσεις εκείνης της εποχής, πλην της αμερικανικής με τα Πολιτάκια, ακούγεται λέφα. Δεν έχω διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος για αυτή την ιδιαίτερη προφορά ή αν είναι κάποια λέξη που αγνοούμε. Ακούγεται όμως επίμονα σε όλες τις εκτελέσεις επί ελληνικού εδάφους. Για να είμαι ειλικρινής, δεν με εκπλήσσει που στην εκτέλεση με Πολιτάκια δεν ακούμε λέφα, ακριβώς επειδή είναι απομακρυσμένη γεωγραφικά και υφολογικά από τις υπόλοιπες. Κατά κάποιο τρόπο αυτό με υποψιάζει ότι σε όλες τις υπόλοιπες εκτελέσεις έχουμε κάποια συγκεκριμένη οδηγία του Βαγγέλη να πουν έτσι τη λέξη ενώ στα Πολιτάκια, που απουσιάζει αυτή η γνώση, ακούμε ρέφα.