Καλώς τέθηκε προς συζήτηση το «πούφι». Άλλωστε αν είχαμε έτοιμες απαντήσεις για κάθε λήμμα δεν θα χρειαζόταν συζήτηση. Ενώ με το «έτερος εξ ετέρου σοφός» όλο και κάτι μπορεί να προκύψει από μια συλλογική διερεύνηση.
Κι εγώ αναρωτιέμαι τι θέλει να πει ο ποιητής εδώ με το «πούφι» και θα πρότεινα, εάν υπάρχει τρόπος, να ερωτηθεί ο Γ. Παπάζογλου μέσω του Συλλόγου Β. Παπάζογλου.
Το μόνο που φαίνεται να ταιριάζει με τη λέξη αυτή είναι η μόδα με τα πουφ στα φορέματα που ξεκίνησε από την Μπελ Επόκ. Βλέπω ότι το έλεγαν και τουρνούρι/πουφ/πούφι/υποκώλιο: φουσκωτό σαν μαξιλαράκι παραγέμισμα που έμπαινε προς ανύψωση της φούστας.
Γράφει ο Ξενόπουλος: «Φορούσ’ ένα γαλάζιο φουστάνι με λιγοστές άσπρες γκαρνετούρες και μ’ ένα πούφι πολύ φουσκωτό από πίσω, όπως ήταν τότε της μ ό δ α ς»
Γράφει ο Δελμούζος στην αρραβωνιαστικιά του (1908): «Έπειτα Παιδί πρόσεχε! Όλο πολυτέλειες βλέπω! Προς Θεού μη σου καταστρέψουν την απλότητα οι συμβουλές των μανάδων μας και των λοιπών ειδότων, με τίποτα πούφια και καμούφια, ταντέλες και τα λοιπά εξαρτήματα.»
Σε σχόλιο στη Νέα Εστία το 1929 γίνεται λόγος για την ακατανόητη εκείνη πανοπλία «των τεχνητών πτερών, των τεχνητών ανθέων, των αστέρων, των στεμμάτων…των πουφιών, των μουφιών…»
Αλλού διαβάζουμε: «Τώρα πηγαίνει με πούφια και με φραμπαλάδες, με χρυσαφικό και με φούμαρα»
Σε τόμο της ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ το 1912 διαβάζουμε τους στίχους:
Μια κόρη τους αγρίκησε κι’ από κοντά τους παίρνει.
«Πάρτε κ’ εμένα, βρε παιδιά, βγάλτε μ’ από τόν "Αδη
— Κόρη, βροντάν τά πούφια σου και μας ακούν οί άλλοι
— Τά βγάνω και τ’ αφήνω δώ γιά νά βγ’ από τόν "Αδη
Μετά από όσα περιδιάβηκα λοιπόν διαδικτυακά, κάνω την υπόθεση πως -αν όντως πρόκειται περί αυτού στο συγκεκριμένο τραγούδι και όχι για κάτι άλλο συνθηματικότερο που ξέρει μόνο ο Β. Παπάζογλου- εδώ γίνεται μεταφορικά/συνεκδοχικά λόγος για γυναικεία πολυτέλεια που έχει φέρει τον ήρωα σε απόγνωση.