Συζήτηση για τη λέξη "πούφι"

Στο τραγούδι «Σαν φουμάρω τσιγαρλίκι» του Β. Παπάζογλου

“…σα φουμάρω τσιγαριλίκι
μου περνά το ντερτιλίκι
που `χω μέσα στην καρδιά μου
για το πούφι σου κυρά μου…”

Τι να εννοούσε εδώ ο Βαγγέλης;
Το “παφ- πουφ” ;

Ή, μήπως λέει κάτι άλλο και δεν ακούγεται καλά;

Όχι, δεν λέει κάτι άλλο, Ελένη. Πούφι ακούγεται πολύ καθαρά.

1 «Μου αρέσει»

Εμένα κάτι μου κάνει να χρησιμοποιείται ως ‘‘γινάτι’’, ‘‘καημός’’ κτλ, δεν ξέρω αλλά κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι με βάση τα συμφραζόμενα. Φουμάρει να ξεχνάει τον καημό του για την γυναίκα.

Με τα συμφραζόμενα ταιριάζει αυτή η ερμηνεία, σίγουρα!

Ρε παιδιά, δεν έχει κανένα νόημα να εστιάζουμε στο «τί νομίζω ΄εγώ ότι θα μπορούσε να σημαίνει η λέξη, με αυτά τα συμφραζόμενα» κλπ. κλπ. Ξέρουμε τί θα πει πούφι ; Απλά, το ανακοινώνουμε και τελειώνουμε. Αν δεν ξέρουμε, δεν έχει νόημα να παίζουμε την κολοκυθιά. Η δική μου απάντηση στην Ελένη: ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΝΝΟΥΣΕ ΕΔΩ Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ.
Απαντά αυτή η λέξη οπουδήποτε αλλού, στην ελληνική γραμματεία; Αν ναι, τί νόημα βγαίνει σε κάθε ανιχνευμένη περίπτωση; Αν όμως όχι, απλούστατα κλείνουμε το θέμα μέχρι να ανακαλυφθεί κάτι καινούργιο, που σήμερα δεν είναι γνωστό.

Μήπως είναι όρος κομμωτικής; εννοεί τα φουντωτά μαλλιά;

1 «Μου αρέσει»

Μάλλον με τη μόδα έχει να κάνει, στην ένδυση.
Εδώ βοηθούν αποσπάσματα από τον Τύπο εκείνης της εποχής.

π.χ.
“μερικά δε φορέματα θα είναι έτσι ντραπαρισμένα πίσω ή στο πλάι ώστε θα σχηματίζουν ένα πολύ μεγάλο πουφ το οποίο θα θυμίζη πολύ τα φορέματα του 1880.”

Η μόδα της εποχής ήταν τα φορέματα τα ενισχυμένα, π.χ. με φουρό, ώστε να δημιουργείται αυτό το “πουφ”, ένα ογκώδες αποτέλεσμα.

'Οπως έχουμε σήμερα τα μαξιλάρια πουφ.

1 «Μου αρέσει»

Δεν νομίζω, κάθε άλλο θα έλεγα: Μόδα της εποχής ήταν τα ριχτά ολόσωμα φουστάνια χωρίς “μέση”, τύπου τσάρλεστον. Το φουρό εφευρέθηκε τη δεκαετία ΄50 και δεν δίνει το χαρακτηριστικό σχήμα πουφ πίσω, το χαρακτηριστικό του τέλους 19ου, καθώς είναι συμμετρικό προς τον κάθετο άξονα του σώματος.

Αν πάλι θεωρήσουμε ότι το πουφ αναφέρεται σε κόμμωση, και εκεί το αντίθετο συνέβαινε την εποχή εκείνη: κοντοκομμένα μαλιά να πέφτουν ίσια.

“Γυναίκα και μόδα” είναι ο τίτλος του αποσπάσματος που αναφέρεται στο “πούφι” και χρονολογία, 1928.

Καλώς τέθηκε προς συζήτηση το «πούφι». Άλλωστε αν είχαμε έτοιμες απαντήσεις για κάθε λήμμα δεν θα χρειαζόταν συζήτηση. Ενώ με το «έτερος εξ ετέρου σοφός» όλο και κάτι μπορεί να προκύψει από μια συλλογική διερεύνηση.

Κι εγώ αναρωτιέμαι τι θέλει να πει ο ποιητής εδώ με το «πούφι» και θα πρότεινα, εάν υπάρχει τρόπος, να ερωτηθεί ο Γ. Παπάζογλου μέσω του Συλλόγου Β. Παπάζογλου.

Το μόνο που φαίνεται να ταιριάζει με τη λέξη αυτή είναι η μόδα με τα πουφ στα φορέματα που ξεκίνησε από την Μπελ Επόκ. Βλέπω ότι το έλεγαν και τουρνούρι/πουφ/πούφι/υποκώλιο: φουσκωτό σαν μαξιλαράκι παραγέμισμα που έμπαινε προς ανύψωση της φούστας.

Γράφει ο Ξενόπουλος: «Φορούσ’ ένα γαλάζιο φουστάνι με λιγοστές άσπρες γκαρνετούρες και μ’ ένα πούφι πολύ φουσκωτό από πίσω, όπως ήταν τότε της μ ό δ α ς»

Γράφει ο Δελμούζος στην αρραβωνιαστικιά του (1908): «Έπειτα Παιδί πρόσεχε! Όλο πολυτέλειες βλέπω! Προς Θεού μη σου καταστρέψουν την απλότητα οι συμβουλές των μανάδων μας και των λοιπών ειδότων, με τίποτα πούφια και καμούφια, ταντέλες και τα λοιπά εξαρτήματα.»

Σε σχόλιο στη Νέα Εστία το 1929 γίνεται λόγος για την ακατανόητη εκείνη πανοπλία «των τεχνητών πτερών, των τεχνητών ανθέων, των αστέρων, των στεμμάτων…των πουφιών, των μουφιών…»

Αλλού διαβάζουμε: «Τώρα πηγαίνει με πούφια και με φραμπαλάδες, με χρυσαφικό και με φούμαρα»

Σε τόμο της ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ το 1912 διαβάζουμε τους στίχους:
Μια κόρη τους αγρίκησε κι’ από κοντά τους παίρνει.
«Πάρτε κ’ εμένα, βρε παιδιά, βγάλτε μ’ από τόν "Αδη
— Κόρη, βροντάν τά πούφια σου και μας ακούν οί άλλοι
— Τά βγάνω και τ’ αφήνω δώ γιά νά βγ’ από τόν "Αδη

Μετά από όσα περιδιάβηκα λοιπόν διαδικτυακά, κάνω την υπόθεση πως -αν όντως πρόκειται περί αυτού στο συγκεκριμένο τραγούδι και όχι για κάτι άλλο συνθηματικότερο που ξέρει μόνο ο Β. Παπάζογλου- εδώ γίνεται μεταφορικά/συνεκδοχικά λόγος για γυναικεία πολυτέλεια που έχει φέρει τον ήρωα σε απόγνωση.

2 «Μου αρέσει»

Λοιπόν, κατ’ αρχήν μπράβο. Είναι από τις λέξεις που ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα πλησιάζαμε έστω και ελάχιστα στο να τις καταλάβουμε. Αυτό με τη μόδα, είτε τελικά πρόκειται για ρούχα είτε για μαλλιά, καταπληκτικό άνοιγμα.

(Μέχρι τώρα έμενα ικανοποιημένος με την παράφραση «για το μπούτι σου κυρά μου»)

Μετά:

Το τραγούδι το έχω ακούσει προφορικά στην Κάρπαθο. Στην εκεί παραλλαγή, αυτά που βροντούν είναι η κολλαΐνα και τα καλλίκια της κόρης. Η κολλαΐνα είναι κόσμημα: η τραχηλιά με τα φλουριά (αυτή που θα έχετε δει σε απεικονίσεις Μπουμπουλίνας κλπ.), που στην Κάρπαθο τη φορούν ακόμη οι νύφες στον γάμο τους και οι άγαμες σε ηλικία γάμου όταν βγαίνουν για χορό, σε πανηγύρια και τέτοια. Είναι διάφορα παλιά χρυσά φλουριά (βενετικά, οθωμανικά, βυζαντινά) που έχουν ορισμένες γυναίκες, άλλες πολλά άλλες λίγα, και τα κληροδοτούν στην πρωτοκόρη τους, από γενιά σε γενιά εις το διηνεκές, χωρίς ποτέ για κανένα λόγο να τα ρευστοποιούν. Και όντως βροντά. Τα καλλίκια είναι είδος παπουτσιών.

Από αυτό λοιπόν, σε συνδυασμό και με το άλλο κομμάτι που υπογράμμισα στο παραθεμα του Άνθιμου, μήπως θα μπορούσε το πούφι να είναι κάποιο κόσμημα;

εμένα ΑΥΤΌ μου κάνει για πολυ παπάζογλου…

2 «Μου αρέσει»

“Πουφ”, κατά λέξη, στα γαλλικά είναι το μαξιλάρι το παραγεμισμένο με μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται σαν κάθισμα.

Η μόδα το έφερε να χρησιμοποιούνται φουσκωτά μανίκια, επίσης οι φούστες και το κάτω μέρος των φορεμάτων να είναι φουσκωτά, να έχουν όγκο δηλαδή, και αυτό το πετύχαιναν με παραγεμίσματα (π.χ. φουρό),
οι φιόγκοι στα μαλλιά να έχουν αυτό το ογκώδες,
τα χτενίσματα το ίδιο, επίσης
και όλα αυτά ίσως επειδή θύμιζαν τα φουσκωτά πουφ καθίσματα, ονομάστηκαν και αυτά «πουφ».

Τώρα, η αναζήτηση δίνει πολλά παραδείγματα:

«…τα δυο πλάγια, σχηματίζοντας «φουσκώδεις χαριεντισμούς», τα λεγόμενα πουφ …»

Αν γυρίσουμε στους στίχους, έχω την εντύπωση, από τα συμφραζόμενα, πως αυτά τα πουφ εννοούσε ο Βαγγέλης.

Πώς εγώ νομίζω ότι τα χαμηλά παραγεμισμένα καθίσματα/μαξιλάρια, είναι “εφεύρεση” μεταγενέστερη των μοδάτων πουφ της Μπελ Επόκ;

Νομίζω μεν κι εγώ ότι είναι σχετικά καινούργια εφεύρεση αυτό το κάθισμα-μαξιλάρι. Αν όμως η ονομασία του προέρχεται από κάποια «κανονική» γαλλική λέξη, η λέξη θα προϋπήρχε και θα σήμαινε κάτι παρεμφερές. Όπως άλλωστε το είδαμε ήδη με τα πούφια στα μαλλιά και στα φορέματα. Για την εποχή του Μεσοπολέμου είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι εληνκές λέξεις για τέτοια πράγματα θα ήταν γαλλικής προέλευσης.

Μόνο τα πούφια που βροντούνε παραμένουν αδιευκρίνοστα. Τα οποία, σε δημοτικό τραγούδι, δεν μπορεί βέβαια να είναι γαλλική λέξη.

Δεν αποκλείω να ισχύει και αυτό που λες εσύ, Άνθιμε.

Σχημάτισα την εντύπωση πως προηγήθηκαν τα καθίσματα / μαξιλάρια, όταν είδα να λεξικογραφείται ο όρος “poof” με την έννοια “σκαμνάκι”, στην εφημερίδα “Μακεδονία” με ημερομηνία 4/1/1933. Αυτό σημαίνει πως η συσχέτιση πουφ με καθίσματα ήταν γνωστή πολύ πριν από αυτή τη χρονολόγηση.
Το αν έχει δίκιο ή όχι αυτός ο “λεξικογράφος” φυσικά θέλει διευρεύνηση.

Ελένη εδώ δίνει κάποιες γενικές χρονολογίες.

pouf (plural poufs)

  1. (historical) A headdress for women popular in 18th century France. [from 18th c.]
  2. A high hair style for women consisting of a roll or pad of hair, worn up. [from 19th c.]
  • (dressmaking) Part of an item of clothing consisting of gathered fabric in a bunch. [from 19th c.]
  • A low cushioned seat with no back; a padded footstool. [from 19th c.]
  • A short skirt gathered into a rounded puffy shape; a puffball. [from 20th c.]
  • A ball of fabric (such as nylon monofilament netting) used for washing (as an alternative to a flannel, washcloth, sponge, etc.).
  • (dated) A small saddle cushion worn atop the buttocks (as a fashion trend – similar to a bustle).
2 «Μου αρέσει»

Μόδα της εποχής ήταν τα ριχτά ολόσωμα φουστάνια τύπου τσάρλεστον. Το φουρό εφευρέθηκε τη δεκαετία ΄50 και δεν δίνει το χαρακτηριστικό σχήμα πουφ πίσω, του τέλους 19ου, καθώς ήταν ολοστρόγγυλο, συμμετρικά προς τον κάθετο άξονα του σώματος.

Αν πάλι θεωρήσουμε ότι το πουφ αναφέρεται σε κόμμωση, και εκεί το αντίθετο συνέβαινε την εποχή εκείνη: κοντοκομμένα μαλιά να πέφτουν ίσια.

Η μόδα της εποχής στην οποία παραπέμπει ο στίχος και αυτή που τουλάχιστον φωτογραφίζεται εδώ ήταν επηρεασμένη από το φούσκωμα στα μαλλιά, στους φιόγκους, στα φορέματα και στις φούστες.
Φορέματα / φούστες είχαν εσωτερική επένδυση που έδινε όγκο.

Αυτά τα στοιχεία έχουμε από τις πηγές - αν δεν υπονοεί τελικά κάτι διαφορετικό ο στίχος.

Πόσο σίγουρο είναι αυτό, τί στοιχεία έχουμε; Έχοντας και φωτογραφίες της μάνας μου: Μόδα της εποχής βλέπω να ήταν τα ελαφρά, ριχτά ολόσωμα φουστάνια με τα οποία χόρευαν τσάρλεστον.

Αν πάλι θεωρήσουμε ότι το πουφ αναφέρεται σε κόμμωση, και εκεί το αντίθετο συνέβαινε την εποχή εκείνη: κοντοκομμένα μαλιά να πέφτουν ίσια.