Συζήτηση για τη λέξη "πούφι"

Νίκο, όντως την εποχή που λες ήταν μόδα τα ρούχα “τσάρλεστον”, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο Παπάζογλου γεννήθηκε το 1896 που οπωσδήποτε η μόδα ήταν διαφορετική. Ίσως οι μνήμες αυτές να είχαν μείνει και να χρησιμοποίησε τον όρο “πούφι” που την εποχή που μεγάλωνε να ήταν αρκετά διαδεδομένος.

Δεν νομίζω. Ο λόγος που στη συγκεκριμένη μαρτυρία από Κάρπαθο μιλάν για κάτι άλλο, είναι γνωστός: πάντα, στη δημοτική παράδοση, όταν ξεχνιέται κάτι (αντικείμενο, ιστορικό στοιχείο, οτιδήποτε) αντικαθίσταται στο τραγούδι με κάτι χειροπιαστό, κάτι οικείο, κάτι που υπάρχει. Η μαρτυρία του Άνθιμου που επισήμανες, δεν παραπέμπει κατ’ ανάγκην σε κόσμημα: και πούφια, και φραμπαλάδες, και χρυσαφικό, και φούμαρα. Με τα ούλα της, δηλαδή.

Λουκά, ένα από τα χαρακτηριστικά των ρεμπέτικων είναι ότι δεν πατάνε στα σύννεφα, είναι ρεαλιστικά μέχρι που δεν πάει άλλο. Δεν νομίζω ο Παπάζογλου, μιλώντας για «σημερινές» καταστάσεις, θα ενέπλεκε στοιχεία από τα παιδικά του χρόνια.

Πράγματι. Όμως η παραλλαγή που βρήκε ο Άνθιμος λέει ότι τα πούφια βροντούν. Κι αυτό δεν ταιριάζει με ό,τι βρήκαμε ως τα τώρα για το πούφι. Επιπλέον, όσο κι αν οι λεπτομέρειες των δημοτικών τραγουδιών αλλάζουν και εκσυγχρονίζονται, είναι κομμάτι απίθανο να εννοούν το γαλλόφερτο (απ’ ό,τι κατάλαβα) «πούφι» είτε των μαλλιών είτε των ρούχων.

Επομένως, ίσως να υπήρχε και άλλη, παλιότερη λέξη «πούφι», που να σήμαινε κάτι άλλο (που βροντά και που μάλλον φοριέται). Επαναλαμβάνω το παράθεμα για να μην ψαχνόμαστε:

Εδώ παραστατικός ο Ξενόπουλος σε μια παιδική ανάμνησή του (η υπογράμμιση δική του):

«Φορούσε ένα γαλάζιο φουστάνι με λιγοστές άσπρες γκαρνιτούρες και μ’ ένα πούφι πολύ φουσκωτό από πίσω, όπως ήταν τότε της μόδας. […] Θυμούμαι το χαριτωμένο κίνημά της, όταν σηκώθηκε και, δίνοντας μια με τα δυο της χέρια προς τα πίσω, ξαναφούσκωσε το πούφι της που είχε πέσει απ’ το καθησιό».

(«Αθανασία» [«Από τη ζωή μου»], περιοδικό Η Εικονογραφημένη της Ελλάδος, Ιανουάριος 1925, σελ. 14-15.)

Καλά, τί είχε μέσα;

;;;

Ο Γιώργης Παπάζογλου στα βιβλία του αλλά και σε αφηγήσεις του, υποστηρίζει ότι ο Βαγγέλης στο επίμαχο σημείο έχει γράψει χούι. Δηλαδή
Σα φουμάρω τσιγαρλίκι
μου περνά το ντερτιλίκι
που 'χω μέσα στην καρδιά μου
για το χούι σου κυρά μου.
Πηγή έμπνευσης του τραγουδιού ήταν η γνωριμία του με μια πεντάμορφη κοπέλα η οποία ήταν όμως πρεζού. Με το τραγούδι αυτό της παινεύει το τσιγαρλίκι σαν διέξοδο για τη φυγή της από τα σκληρά. Με τη λέξη χούι εννοεί τον εθισμό της στα ναρκωτικά. Το πότε και πως αλλάχτηκε το χούι σε πούφι δε γνωρίζω.

1 «Μου αρέσει»

Σε ποιά βιβλία του το γράφει;
Μπορούμε να έχουμε κάποιο παράθεμα, κάποια παραπομπή;

Στο πρώτο βιβλίο (το μαύρο) σελ 53, στο τρίτο βιβλίο (το άσπρο) έχει δημοσιεύσει τους στίχους του τραγουδιού αλλά και σε μαρτυρία του σε μένα.

1 «Μου αρέσει»

“Μαύρο”, εννοούμε “Τα χαΐρια μας εδώ”;
Δεν υπάρχουν οι στίχοι ούτε σε αυτή τη σελίδα ούτε σε ολόκληρο το βιβλίο, πάντως, το ξανακοίταξα.

Στην α εκτέλεση, του 1935, με τον Περπινιάδη, “πούφι” ακούγεται.
Πότε να άλλαξε και μάλιστα εν γνώσει του Βαγγέλη που ήταν ακόμα στη ζωή;

Όπως και να έχει, από τη στιγμή που δισκογραφήθηκε με αυτό τον τρόπο και αναπαράχτηκε έτσι ακριβώς, πιάνει τόπο η συζήτησή μας,εδώ.

Προσωπικά, άλλο βιβλίο από το «μαύρο» («Τα χαϊρια μας εδώ», Ταμιείον Θράκης, Α΄ έκδοση 2003) δεν έχω υπόψη μου να έχει εκδοθεί. Ενδεχομένως το «άσπρο» βιβλίο να το τύπωσε ιδίοις αναλώμασι και να το μοίρασε ιδιωτικά σε πρόσωπα της επιλογής του.

Βάζω το παράθεμα από το «μαύρο» βιβλίο και, εάν μπορείς, βάζεις και το παράθεμα από το «άσπρο» βιβλίο.

«Και το “τσιγαρλίκι” που έγραψε, τόγραψε για μια πεντάμορφη που έριχνε βελόνες κι ήβαζε κοκαϊνη στο αίμα τση. Και τση τόγραψε το “τσιγαρλίκι” για να τη σώσει, όπως πετάς ένα σωσίβιο σ’ αυτόν που πνίγεται. Τση το παινεύει το “τσιγαρλίκι” σαν αναγκαίο κακό για να σωθεί απ’ τον θάνατο.»

Ξαναδιαβάζοντας το τραγούδι, υπό τις νέες πληροφορίες, θα έλεγα τα εξής: εάν δεχτούμε ότι ο Παπάζογλου έγραψε «χούι», το πρώτο ερώτημα για μας είναι γιατί δεν δισκογραφήθηκε έτσι παρά μπήκε το «γιουβέτσι»…

Από την άλλη, έστω ότι είχε δισκογραφηθεί με το «χούι». Και πάλι, μόνο ο Βαγγέλης, η Αγγέλα και ο Γιώργης θα γνώριζαν την πραγματική προσωπική τραγωδία που κρυβόταν πίσω από το τραγούδι, χωρίς ωστόσο το τραγούδι να «υποστηρίζει» κάτι τέτοιο (ότι δηλ. «χούι»=πρέζα).

Προσωπικά, από τους στίχους αντιλαμβάνομαι ότι ο ήρωας του τραγουδιού προτρέπει μια κοντινή του γυναικεία ύπαρξη, αν είναι να παίρνει κάποια ουσία, καλύτερα να καπνίζει τσιγαρλίκι, όπως κάνει και ο ίδιος. Και αυτό γιατί -όπως αιτιολογεί το τραγούδι παρακάτω- «ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες, σε φορτώνουν τσαμπουκάδες», δηλ. σου προκαλούν φασαρίες/τραβήγματα και καταδίκες («τσαμπουκάδες» σημαίνει και «καταδίκες»). Άσε το λουλά λοιπόν, που είναι κάτι εκκωφαντικά επιλήψιμο και δίνει εύκολα στόχο, και πιάσε το τσιγαρλίκι, που μπορεί και να το καμουφλάρεις σαν τσιγάρο και μπελάδες να μην έχεις (όπως θα είχες με τα σέα του λουλά και τους προδοτικούς ήχους του μπαγλαμά) και το ασικλίκι ασικλίκι!

Και η πρώτη στροφή σημαίνει «όταν φουμάρω τσιγαρλίκι μου περνάει ο καημός που σε βλέπω να το 'χεις ρίξει στην πρέζα»;

Ε, νομίζω ότι το ίδιο το ποιητικό κείμενο δεν δικαιολογεί με τίποτα τα περί “πρέζας”.
Η όλη “αντιπαράθεση” είναι μεταξύ τσιγαρλικίου και λουλά, κατά τη γνώμη μου.

Βεβαίως και δεν έχει τέτοια έννοια ο στίχος.

Ούτε όμως και με αυτό συμφωνώ, διαβάζοντας το πρώτο δίστιχο. Συνεχίζοντας μάλιστα την ανάγνωση, επιτείνεται αυτό που ήδη παρουσιάστηκε στο πρώτο δίστιχο, ότι δηλαδή «φουμάρω τσιγαρλίκι, να ξεχάσω τα ντέρτια και τα φαρμάκια που με πότισες». Η «νουθεσία» έρχεται με το τελευταίο δίστιχο (και πέρνει σβάρνα και τον μπαγλαμά), αλλά απευθύνεται προς όλους γενικά, όχι προς τη λεγάμενη.

Σα φουμάρω τσιγαρλίκι, μου περνά το ντερτιλίκι

πο’ `χω μέσα στήν καρδιά μουγια το πούφι σου κυρά μου.

Το να σβήνω τ’ άλλο ανάβω,τη μαστούρα θέλω να βρω.

Να ξεχάσω τα μεράκιαπου με πότισες φαρμάκια.

Ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδεςσε φορτώνουν τσαμπουκάδες.

Φούμερνε το τσιγαρλίκι,ν’ αποκτήσεις ασικλίκι.

Η «λεγάμενη» και τα φαρμάκια που κερνάει τον ήρωά μας είναι προφανώς δευτερεύον και διακοσμητικό ζήτημα στο εν λόγω τραγούδι. Άλλος πίνει κάργα και αλκοολιστί για να πάνε κάτω τα φαρμάκια της λεγάμενης, άλλος το ρίχνει στο δεν ξέρω πού, άλλος τραβάει κουμπούρι κλπ κλπ.

Ο ήρωάς μας το ρίχνει, κατά δήλωσίν του, στο «τσιγαρλίκι» -και μάλιστα απανωτά για να προσομοιώσει με τη μαστούρα του «λουλά». Είναι προφανής η «αντιπαράθεση» των μέσων ροφήσεως του χασίς, καθώς και το «μήνυμα» του τραγουδιού: μη μπλέκετε με λουλάδες και μπαγλαμάδες (μην ξεχνάμε ότι θεωρούνταν απαραίτητο εξάρτημα της χασισοποτικής πρακτικής, για αυτό και τον «παίρνει σβάρνα» το «μήνυμα»). Κάντε δουλειά σας με τσιγαρλίκια –όσα κι αν χρειαστεί να καταναλώσετε για να «γίνετε».

Αυτό βλέπω σαν περιεχόμενο του τραγουδιού. Ούτε “σωσίβιο” σε “πρεζού” ούτε άλλα χριστιανικά ή μη. Οδηγίες απλώς προς “ναυτιλομένους” πώς να επιλέξουν την καλύτερη δυνατή “μπουζουριέρα” για το “χούι” τους…

ΥΓ Να σημειώσουμε ότι ο Στελάκης προφέρει “σαμπουκάδες”, τηρώντας το τουρκικό sabika

1 «Μου αρέσει»

Ενδεχομένως, με το «πούφι» να εννοεί κυριολεκτικά την εισπνοή / ρουφηξιά / τζούρα.
Απομακρυνόμαστε – σ’ αυτή την περίπτωση - από φουσκωτές φούστες, αλλά μερικές φορές, ίσως η ερμηνεία να είναι πιο απλή και απτή.
Με αυτή τη νοηματική εκδοχή, επίσης, δεν απομακρυνόμαστε και νοηματικά από τα «χούγια», τις όποιου είδους εξαρτήσεις, είτε αφορούν συγκεκριμένο πρόσωπο είτε όχι.

Προσθέτω και αυτή την εκδοχή, λοιπόν, ως τροφή για σκέψη.

Πάντως, είτε απευθύνεται σε μεμονωμένο άτομο είτε γενικότερα, η παραίνεση είναι η ίδια: προτιμήστε το ένα - ως αναγκαίο κακό – αλλά μακριά από το άλλο, για να αποφύγετε (τ)σαμπουκάδες.

1 «Μου αρέσει»

Ναι, και αυτή η εκδοχή μπορεί να δοκιμαστεί αν ταιριάζει στο «κάδρο», δηλ. ότι π.χ. «πούφι»=κατανάλωση χασίς μέσω λουλά (αλλά μόνο μέσω λουλά, είναι δεσμευτικό το τελευταίο τετράστιχο επ’ αυτού). Το εάν όμως όντως ταιριάζει, θα μας το πει το ίδιο το ποιητικό κείμενο.

Προσωπικά λοιπόν θεωρώ ότι, υπό αυτή την εκδοχή, υποχρεωνόμαστε σε μια ανάγνωση της πρώτης στροφής ως εξής: ότι το ντέρτι του ήρωα (το οποίο απαλύνεται με το τσιγαρλίκι) οφείλεται στο «πούφι» της (δηλ., ας πούμε, στο κάπνισμα λουλά). Το επόμενο όμως τετράστιχο μας μεταφέρει την αγωνιώδη προσπάθεια του ήρωα να φτάσει στη νιρβάνα της μαστούρας, προκειμένου να μπορέσει πλέον να λησμονήσει τα «μεράκια» και τα «φαρμάκια» που τον πότισε η λεγάμενη. Εδώ, δηλαδή, σχεδόν αδύνατον είναι να πιθανολογήσουμε ότι όλο αυτό το «φαρμάκωμα» της ψυχής του, που αποδίδει στη λεγάμενη, οφείλεται στο ότι εκείνη καπνίζει από λουλά και όχι τσιγαρλίκι… Εγώ καταλαβαίνω ότι βαθύτατα αισθηματικοί είναι οι λόγοι του «φαρμακώματος» του ήρωα.

ΥΓ: Ούτε προτείνει πάντως το τσιγαρλίκι ως «αναγκαίο κακό» αλλά προφανώς ως «αναγκαίο καλό»!

1 «Μου αρέσει»

Όχι κατ’ ανάγκην.

Αν δεχτούμε την υπόθεση εργασίας, ότι το νόημα του τραγουδιού είναι «πίνετε τσιγάρα αντί για ναργιλέδες», η φράση «το ‘να σβήνω τ’ άλλο ανάβω» μπορεί να σημαίνει ότι το τσιγάρο είναι εύκολο και γρήγορο, δεν έχει όλη τη διαδικασία του ναργιλέ, κάτι που (εδώ) προβάλλεται ως πλεονέκτημα. Το ντερτιλήκι τού περνά ούτως ή άλλως, αυτό μας το 'πε ήδη από την πρώτη στροφή.

Τώρα όμως γιατί επανέρχεται λέγοντας «τη μαστούρα θέλω να 'βρω»; Ίσως γιατί είναι κοινός τόπος των χασικλήδων, να επιζητούν τη μαστούρα όσο μαστούρηδες κι αν έχουν ήδη γίνει. Θυμίζω και το «Όταν πλύνω τουμπεκάκι»: αφού έχει πιει κι έχει γίνει ωραίος και παίζει τις πενιές του και σπαν οι μάγκες μαστουρλούκι, έρχεται ο δεύτερος ναργιλές και τότε «δεν τον κάνεις να τον πιούμε, ίσως και μαστουρωθούμε;».

Έτσι κι εδώ, κατά σύμβαση ο ήδη μαστούρης ψάχνει να ‘βρει τη μαστούρα. Στην τελευταία στροφή συνεχίζει με τα συγκριτικά μειονεκτήματα του ναργιλέ, ή μάλλον βασικά του τεκέ: ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες (κλπ., αναλύθηκε ήδη - μάλλον καταλαβαίνω ότι το τσιγαρλίκι ήταν δουλειά που την κάνανε και ιδιωτικά, χωρίς να χρειάζεται να πάνε σε τεκέ και να εκτεθούν σ’ όλο τον σχετικό κίνδυνο), και καταλήγει υπέρ του τσιγάρου μ’ έναν ταιριαστό επίλογο.

Σχεδόν έκθεση ιδεών είναι!

Μόνο που μια τέτοια ανάγνωση δε δίνει το παραμικρό χιντ για το τι σημαίνει πούφι.

Σημειωτέον ότι τέτοιο νόημα, πίνετα τσιγάρα αντί για ναργιλέδες, είναι τόσο μοναδική περίπτωση σε ρεμπέτικα όσο και το «μην την πίνετε καθόλου, μόνο κρασάκι κι άγιος ο θεός» (Ο Ξέμαγκας, ποιανού άλλου; Παπάζογλου βέβαια κι αυτός!)

Έχω την εντύπωση πως [αν δεχτούμε ως ερμηνεία της λ. κάτι σαν «εισπνοή/ τζούρα»]
από την αφήγηση της Αγγέλας :
«…και το “τσιγαρλίκι” που έγραψε, τόγραψε για μια πεντάμορφη που έριχνε βελόνες κι ήβαζε κοκαϊνη στο αίμα τση…»
δεν προκύπτει σύνδεση πούφι με χασίς, αλλά με «σκληρά».

Αυτή τη σημασία νομίζω πως έχει και το πούφι, αν συνεξετάσουμε και τα λόγια της Αγγέλας και το «χούι» - στο οποίο αναφέρεται ο Γιώργης - και τους στίχους, εδώ.

Μια πιθανή ανάγνωση των στίχων: νιώθει την ανάγκη ο αφηγητής να μαστουριάσει βαθιά, για να ξεχάσει το ντέρτι που ‘ χει βλέποντας την πεντάμορφη να φλερτάρει με το θάνατο.

Και οι παραινέσεις του προς το πλήθος, με τη δική του οπτική, πάντα.

1 «Μου αρέσει»

Εάν υποθέσουμε πούφι=σκληρά, νομίζω πως αντιμετωπίζουμε δύο προβληματικά σημεία:

Το πρώτο αφορά το κοινό που ακούει το τραγούδι στα 1934. Είναι απρόσκοπτη μια τέτοια «ερμηνεία» των πραγμάτων, χωρίς τις αναδρομικές και επισφαλείς εκ των υστέρων μαρτυρίες Αγγέλας; Ο κάθε αγοραστής του δίσκου, δηλαδή, το 1934 λέει: «α, πούφι, μάλιστα, πρεζού η κυρία»;;

Το δεύτερο προβληματικό σημείο της εν λόγω εξίσωσης (πούφι=σκληρά) είναι ότι μένει παντελώς ξεκρέμαστος και αναιτιολόγητος ο στίχος «Ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες, σε φορτώνουν σαμπουκάδες», στίχος ο οποίος πιστεύω συνιστά το ειδικό βάρος του τραγουδιού (και μην ξεχνάμε ότι από την αρχή μέχρι το τέλος ο ήρωας απευθύνεται σε εκείνην, και σε προστακτική μάλιστα -«φούμερνε το τσιγαρλίκι»-, όσο και αν μπορούμε να δούμε και γενικευτικά στο τελευταίο τετράστιχο την «παραίνεση»).

Με τα λόγια αυτού του στίχου ακριβώς ο ήρωας της λέει: «έλεος πια, θα σκάσω από το ντέρτι μου που σε τσιμπάει κάθε τόσο από τους τεκέδες η αστυνομία με το λουλά στο χέρι, και δώστου τη μια καταδίκη πίσω από την άλλη! Κάνε εκεί τα τσιγαρλίκια σου, όπως εγώ, νάσαι μέγκλα!».