Συζήτηση για τη λέξη μοσχόμαγκας

μοσχόμαγκας / μοσχομάγκας

οι μοσχόμαγκες ήταν μια μικρή μάγκα (ομάδα) τραμπούκων μαγκουροφόρων, φιλικά προσκείμενων στο γαλλικό κόμμα και στον εκπρόσωπό του, Ι. Κωλέττη, με αρχηγό τους το Μόσχο.
Η ονομασία τους οφείλεται μάλλον στο όνομα του αρχηγού τους [Μόσχος], αν και υπάρχει η άποψη από τους αντιπάλους τους (του αγγλικού κόμματος) με ειρωνικό τρόπο να ονομάστηκαν κυριολεκτικά «μοσχόμαγκες», καθώς ούτε από καταγωγή ούτε από συμπεριφορά τους ταίριαζε στο ελάχιστο αυτός ο χαρακτηρισμός.
Καθώς το 1856 διαλύθηκε το γαλλικό κόμμα μαζί και η μάγκα αυτή , με τα χρόνια, η λ. μοσμόμαγκας παρερμηνεύτηκε και παρετυμολογήθηκε, λόγω του α’ συνθετικού της «μοσχο» και θεωρήθηκε περίπου συνώνυμη του μοσχαναθρεμένου, του «αριστοκράτη», κατά κάποιο τρόπο.

Με αυτή την έννοια συναντάμε τη λέξη στο τραγούδι:
Νέο μαναβάκι (1933), του Μοντανάρη με τη Ρόζα

«…αχ, μαναβάκι θέλω άντρα
αχ, μερακλή και μοσχομάγκα…»

[ΕΤΥΜ. Μόσχος +μάγκα= μικρός στρατιωτικός σχηματισμός]

Παρόμοια περίπτωση παρερμηνείας και παρετυμολόγησης λέξης, έχουμε π.χ. και με τη λ. «κολαούζος».

Στο νήμα «ρεμπέτικη φρασεολογία» αφιερώσαμε παλιότερα πόσες αναρτήσεις για να πείσουμε [ ; ] πως το κολαούζος δεν έχει σχέση με το …κολλητήρι ούτε ερμηνευτικά ούτε ετυμολογικά…

Δεν έχω τέτοια εντύπωση ότι ο μοσχομάγκας έγινε συνώνυμο του “μοσχαναθρεμμένου/αριστοκράτη”, έστω και κατά κάποιο τρόπο.

Πάντα σαν επιτατικό του “μάγκα” μού φαινόταν:

Μου 'παν είσαι μοσχομάγκας, είσαι και μπελαλής
και 'ξηγιέσαι στους τεκέδες, είσαι και νταβατζής

Μια ωραία μοσχομάγκα εδώ σκιτσαρισμένη (1854)

Η Μοσχομάγκα | [Ανωνύμως] | Η Ευτέρπη

Βάζω όλους τους στίχους από το τραγούδι στο οποίο παρέπεμψα:

Μάνα ζητώ να παντρευτώ,
να πάρω μαναβάκι,
Μάνα μου να `ναι μερακλής,

να είναι και κουτσαβάκι.
Αχ, άντρα θέλω μαναβάκι
Αχ, παραλή και κουτσαβάκι
Αχ, να γλεντά και να τα σπάει
Αχ, κι άλλη να μην αγαπάει.
Να `χει γαρύφαλο στ’ αυτί,
ποδιά από μετάξι,
Την Κυριακή να ντύνεται,
μη βρέξει και μη στάξει.

Αχ, μαναβάκι θέλω άντρα
Αχ, μερακλή και μοσχομάγκα
Αχ, μαναβάκι, μαναβάκι
Αχ, μ’ έχεις λιώσει σαν κεράκι.

Έχω την εντύπωση πως το “μοσχόμαγκας” εδώ δεν είναι επιτατικό του μάγκα, πιο πολύ έναν ξεχωριστό, του “καλού κόσμου” άντρα περιγράφει.

Θα μπορούσε να είναι και επιτατικό, αλλά θα μπορούσε και όχι. Μην ξεχνάμε ότι ο σωστός μάγκας, ήταν πάντα προσεγμένος και στην εμφάνιση. Ο μπαρμπα Γιάννης ο κανατάς, φορούσε ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά. Απ’ την άλλη, ένας άνθρωπος «του καλού κόσμου» αλλά όχι μάγκας, δεν θα προσεπορίζοτο τα προς το ζήν ασκώντας το επάγγελμα του μανάβη, ούτε θα φόραγε γαρύφαλλο στ’ αφτί . Άλλη εμφάνιση της λέξης, έχουμε;

Μια λέξη στην οποία (έστω και λόγω παρετυμολιγικής σύνδεσης) υπάρχει κάποιος απόηχος της έννοιας «μοσχομυρωδάτος», «ευωδιαστός», μπορεί κάλλιστα να σημαίνει απλώς κάτι το απροσδιόριστα θετικό, χωρίς πιο συγκεκριμένη σημασία. Ένας καλός μάγκας, φίνος (κι ο καθένας φαντάζεται τον φίνο μάγκα όπως θέλει).

Δυο φορές το τονίζει πως τον θέλει “κουτσαβάκη”…
Πώς εναρμονίζεται αυτό με τον “μοσχομάγκα” ως άντρα του “καλού κόσμου”, ως “αριστοκράτη”;

ο μοσχομάγκας/η μοσχομάγκα: ο μάγκας, το χαμίνι, ο γαβριάς, ο αλάνης, ο αλανιάρης, ο μόρτης, το αλητόπαιδο (Λεξικο ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ)

Να ξαναθυμήσω (το έχουμε πει συχνά) ότι η λέξη κουτσαβάκι – ης έχει πότε «θετική», πότε «αρνητική» φόρτιση, δεν βρίσκεις άκρη. Ενώ ο Μάρκος τονίζει «… κι όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι, κι αυτοί μεσ’ στην καρδούλα τους έχουν μεγάλο ντέρτι», ο Τσαουσάκης ξεκαθαρίζει: «Είμ’ ένας άντρας γνήσιος, και όχι κουτσαβάκι».

1 «Μου αρέσει»

@Ανθιμος, επίσης, λέει πως τον θέλει παραλή, καλοντυμένο «μη στάξει και μη βρέξει», μέσα στα μεταξωτά, με γαρύφαλλο στ’ αυτί, γλεντζέ και μερακλή.

Όλα αυτά μαζί εναρμονίζονται με την εικόνα του «αριστοκράτη» και έρχονται σε αντιδιαστολή με τις σημασίες που δίνει ο Σταματάκος: “ο μάγκας, το χαμίνι, ο γαβριάς, ο αλάνης, ο αλανιάρης, ο μόρτης, το αλητόπαιδο”. Η λ. 'αλλαξε σημασία, προϊόντος του χρόνου.

Σε νεότερες αναφορές, ο μοσχομάγκας έχει την έννοια του καλομαθημένου ανθρώπου, ["ο μοσχομάγκας, της ανώτερης κατηγορίας της μαγκιάς», χαρακτηρισμός για τον Χριστιανόπουλο !], μέχρι και του «βουτυρομπεμπέ» στην αργκό.

Δεν εξέρχεται από τον κύκλο της μαγκιάς αυτός ο τύπος, ώστε να πάει “απέναντι”: “μαναβάκι”, “παραλής” (χρήμα βέβαια οι εμπορομανάβηδες κυρίως), “καλοντυμένος” (αλλά μόνο τις Κυριακές! Ωστόσο, έχω ξανασημειώσει ότι αν δει κανείς τον Σκριβάνο στη φυλακή, ούτε στο όνειρό μας που λέει ο λόγος εμείς τέτοια ένδυση…), “γαρύφαλλο στ’ αφτί” (ανέκαθεν ήδη οι παλιοί αντάμηδες κουσουμάριζαν γαρύφαλλο στ’ αφτί)

Επίσης το εάν πήρε άλλη σημασία μετά τον Σταματάκο και τους λοιπούς λεξικογράφους που λημματογραφούσαν τη λέξη δεν το γνωρίζω. Ωστόσο το υπό συζήτηση τραγούδι είναι του Μεσοπολέμου και δεν νομίζω πως μπορούμε αναδρομικά να ενθέσουμε τέτοια σημασιολόγηση -άσε που θεωρώ ότι έτσι κι αλλιώς δεν υποστηρίζεται αυτή από το ποιητικό κείμενο.

Έναν σούπερ ντούπερ μάγκα θέλει το κορίτσι και όχι κανέναν ζαχαρόπηχτο ντιντή…

Είναι δε εντελώς προσανατολισμένη στο επάγγελμα: “μαναβάκι”! (με όλα τα συμπαρομαρτούντα που εκείνη γουστάρει πάνω του: μερακλής/κουτσαβάκι/παραλής/γλεντιστής/μονογαμικός/γαρύφαλλο στ’ αφτί για ασικλίκι/ μοσχομάγκα)

Λέει το εν λόγω άρθρο: " Ο γνήσιος μάγκας. Ο μοσχόμαγκας. Της ανώτερης κατηγορίας της μαγκιάς."

Αυτό ακριβώς ισχύει και για τον Χριστιανόπουλο, με τους χαρακτηρισμούς αυτούς: εντός του κύκλου της μαγκιάς, σούπερ ντούπερ μάγκας και όχι “καλομαθημένος” εκπρόσωπος του “καλού κόσμου”…

Κάθε άλλο παρά “καλομαθημένος” ήταν ο Χριστιανόπουλος: πέρασε δύσκολα (και οικονομικά!) , ακριβώς εξαιτίας της “μοσχομαγκιάς” του, της σούπερ μαγκιάς του…

1 «Μου αρέσει»

Πάντως, όπως και να έχει, η επιθυμία που εκφράζεται μέσα από τους στίχους, δεν θα ήταν ο μοσχόμαγκας που αναζητά για άντρα να ήταν
“ο μάγκας, το χαμίνι, ο γαβριάς, ο αλάνης, ο αλανιάρης, ο μόρτης, το αλητόπαιδο”
που περιγράφει ο Σταματάκος και τα λεξικά της εποχής.

Ούτε φυσικά ο Χριστιανόπουλος θα έστεκε στα πιο πάνω σημασιολογικά που αναφέρει το λεξικό.
Μάγκας, μοσχόμαγκας κ.λπ. διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικά, με το πέρασμα των χρόνων.

1 «Μου αρέσει»