Σπάνιο κείμενο για την «Παξιμαδοκλέφτρα» το 1919

Φίλες και φίλοι του φόρουμ, από τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε αυτό το θέμα και μέχρι τώρα, παρουσιάσαμε όσες περισσότερες «παξιμαδοκλέφτρες» βρήκαμε στην δισκογραφία με προεξάρχουσα αυτή του Κωστή Μπέζου και του Τέτου Δημητριάδη. Παρουσιάσαμε δηλαδή τον σπάνιο δίσκο της RCA-VICTOR όπου αναγράφεται το όνομα του Μπέζου δίπλα σε αυτό του Δημητριάδη.

Αποδείξαμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι ο Κωστής Μπέζος τραγούδησε τα 12 τραγούδια που του έδωσε ο Τέτος Δημητριάδης για λογαριασμό της Victor.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική δημοσίευση, ήρθαν στο φως και άλλες πληροφορίες για τις «παξιμαδοκλέφτρες» αλλά ταυτόχρονα βρέθηκε και δημοσίευμα του Ιανουαρίου 1924, από την εφημερίδα «Βραδυνή», στο οποίο αναγράφεται το εξής δίστιχο

[b][i]Ήσουνα ξυπόλητη και επούλαγες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

[/i]http://srv-web1.parliament.gr/main.asp?current=6919388[/b]
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Μετά το αρχικό δημοσίευμα στην σελίδα μας, ο γνωστός σε όλους μας Κώστας Βλησίδης, κατάφερε να βρει δημοσιεύματα για τις παξιμαδοκλέφτρες, με την παλαιότερη από αυτές να είναι του Φεβρουαρίου 1919.

http://srv-web1.parliament.gr/main.asp?current=9375944
Εδώ τα σχόλια του Βλησίδη (spatholouro) στο ιστολόγιο του Ν.Σαραντάκου

https://sarantakos.wordpress.com/2011/08/19/paximada/
Ο Βλησίδης δεν έμεινε μόνο σε αυτό αλλά κατάφερε να βρει, και εδώ είναι το ενδιαφέρον, το παραπάνω δίστιχο στην «Βραδυνή» που όπως είπαμε χρονολογείτε τον Ιανουάριο του 1924.

https://sarantakos.wordpress.com/2016/11/06/bezos/
Έτσι επιβεβαιώνεται η άποψη ότι το τραγούδι «Ήσουνα ξυπόλητη» είναι συρραφή δίστιχων που προϋπήρχαν και τα οποία με μικρές παραλλαγές ο Δημητριάδης μέσω του Μπέζου ηχογράφησε.

Μένει να αποδειχτεί αν το δίστιχο της «Βραδυνής» έγινε τραγούδι που μπήκε σε δίσκους γύρω στο 1923-24 όταν ακόμη η δισκογραφία στην Ελλάδα ήταν στα σπάργανα.

Επιστρέφοντας στην «Ξυπόλητη» των Δημητριάδη-Μπέζου είχαμε αφήσει δύο ερωτήματα αναπάντητα.

Κυκλοφόρησε ο δίσκος της Victor στην Ελλάδα ή περπάτησε μόνο στην Αμερική;

Σε ποια «παξιμαδοκλέφτρα» αναφέρονταν η Σοφία Σπανούδη στο άρθρο της στην «Μουσική Ζωή» τον Οκτώβριο του 1931;

Όπως αναφέρθηκε το τραγούδι «Ήσουνα ξυπόλητη» όταν πρωτοκυκλοφόρησε από την Victor, διαφημίζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για όλο το χρονικό διάστημα Νοέμβριος-Δεκέμβριος του 1930 με μεγάλη συχνότητα.

Ταυτόχρονα παρουσιάστηκε η ετικέτα από την RCA-VICTOR στην οποία είδαμε να αναφέρεται ο Κωστής Μπέζος ως ο τραγουδιστής του κομματού.

Εδώ μπαίνει και το πρώτο ερώτημα.

Κυκλοφόρησε το τραγούδι στην χώρα που ηχογραφήθηκε δηλαδή στην Ελλάδα ή μπήκε στο πλοίο και δεν επέστρεψε ποτέ πίσω; Ακούστηκε στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα κατά την περίοδο 1930 -1931;

Οι ερευνητές Tony Klein και Gordon Ashworth που ασχολήθηκαν επισταμένως με τα 12 τραγούδια του Κ.Μπέζου και τα οποία κυκλοφόρησαν από την Olvido Records (https://olvidorecords.bandcamp.com/album/the-jails-a-fine-school) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η «Παξιμαδοκλέφτρα» του Μπέζου αν και «Ξυπόλητη» δεν «περπάτησε» στα μέρη που ηχογραφήθηκε. Δεν ακούστηκε στην Αθήνα καθόλου. Παρέμεινε «Στην υπόγα» της για παραπάνω από 40 χρόνια μέχρι που ¨ανακαλύφθηκε¨ στην δεκαετία του 1970 από τους συλλέκτες της εποχής (http://www.lifo.gr/articles/music_articles/79531) και ηχογραφήθηκε ξανά από τους νεότερους μουσικούς με την προσθήκη της λέξης «παξιμαδοκλέφτρα». Ακόμη και ο ίδιος ο Κωστής Μπέζος δεν μίλησε ποτέ του για αυτά τα τραγούδια.

Η παραπάνω θέση μοιάζει να κινείται στην σωστή της βάση. Μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει δημοσίευμα Ελληνικής εφημερίδας της εποχής που να γίνεται ευθεία αναφορά στο τραγούδι «Ήσουνα ξυπόλητη». Κοιτώντας αρκετές Ελληνικές εφημερίδες (όχι στο σύνολο τους) της περιόδου 1930-1931 δεν έχει βρεθεί σχόλιο για την «Ξυπόλητη» του Α.Κωστή ούτε διαφημιστική καταχώρηση.

Σαν να μην ήρθε ποτέ στα μέρη μας. Σαν να παρέμεινε ένα καλά κρυμμένο μυστικό (όπως ο ίδιος ο Κ.Μπέζος ήθελε) που το ήξεραν μόνο ο Τέτος Δημητριάδης και ο Κωστής Μπέζος.

Η ιστορία όμως έχει και συνέχεια.

Μέσα στο 1931 ή στις αρχές του 1932 κυκλοφόρησε από την Γαλλική PATHEτο τραγούδι του Γιώργου Καμβύση «Ο Τσακατσούκας» που είχε στα φωνητικά τον Πέτρο Κυριακό και μία κυρία που δεν αναφέρεται στην ετικέτα του δίσκου (αρχείο 1).

Στην ηχογράφηση αυτή, που είναι μία από τις δεκάδες χιουμοριστικές που συνεργάστηκαν ο Καμβύσης με τον Κυριακό, αμέσως μετά την αρχική συνομιλία των δύο πρωταγωνιστών, ακούμε τον Πέτρο Κυριακό να τραγουδάει στον «χαβά» της «Ξυπόλητης» άλλους στίχους, διαφορετικούς από του Μπέζου.

Πως ο Καμβύσης με τον Κυριακό περιλαμβάνουν στην ηχογράφηση τους την μελωδία του «Ήσουνα ξυπόλητη» όταν, όπως πιστεύεται με βεβαιότητα, το τραγούδι δεν ακούστηκε καθόλου στην Αθήνα;

Η πιο λογική εξήγηση μας έρχεται από την ακολουθία των αριθμών κυκλοφορίας των δίσκων από την Victor.

Αμέσως μετά τα τραγούδια «Στην υπόγα» και «Ήσουνα ξυπόλητη» κυκλοφορούν από την Victor τα τραγούδια «Επιστροφή του Κυριακού στην Αθήνα» και «Μπεκροκανάτας» που πήραν τους αριθμούς κυκλοφορίας V-58062 (αρχεία 2-3).

Και στα δύο αυτά κομμάτια συμμετέχει ο Πέτρος Κυριακός. Αλλά και στις μετέπειτα ηχογραφήσεις και κυκλοφορίες των τραγουδιών που ηχογράφησε στην Αθήνα ο Τ.Δημητριάδης για λογαριασμό της Victor τόσο ο Κυριακός όσο και Καμβύσης βρίσκονται να συμμετέχουν και σε άλλα κομμάτια της σειράς αυτής.

Είχαν δηλαδή άμεση και μακρά σχέση με τον Τέτο Δημητριάδη που είχε την παραγωγή όλων των ηχογραφήσεων. Είχαν σχέση και γνωρίζονταν πολύ καλά και με τον Κωστή Μπέζο καθώς κινούνταν και οι τρεις στον ίδιο μουσικοθεατρικό χώρο. Ίσως βρίσκονταν και στο ίδιο στούντιο κατά την ηχογράφηση των τραγουδιών.

Ο Κυριακός με την βοήθεια του Καμβύση είχε αρχίσει από καιρό να ¨χτίζει¨ τον ρόλο του «Μάγκα», με τον οποίο και δοξάστηκε και το «Ήσουνα ξυπόλητη» ταίριαζε ¨γάντι¨ στην περίπτωση του.

Σε αυτή τη βάση δεν αποκλείεται το τραγούδι να συμπεριλήφθηκε σε κάποια από τις επιθεωρήσεις που συμμετείχαν οι Καμβύσης-Κυριακός μέσα στο 1931 ως «Τσακατσούκας» και από εκεί να πέρασε και στους δίσκους μέσω της Pathe. Το θεωρώ πολύ πιθανό.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα 1930-1931, που συναντάμε την «Ξυπόλητη», πρώτα γίνονταν επιτυχία στα θέατρα ένα τραγούδι και μετά περνούσε στους δίσκους 78 στροφών. Ίσως αυτό να συνέβη και με τον «Τσακατσούκα».

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί και το εξής.

Ψάχνοντας κανείς στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής, διαπιστώνει το έλλειμμα σε εφημερίδες της εποχής. Εφημερίδες που θα μας ξεκαθάριζαν το τοπίο όσων αφορά την «Παξιμαδοκλέφτρα» των Δημητριάδη-Μπέζου.

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» όπου σκιτσογραφούσε ο αδερφός του Τέτου Δημητριάδη, Φωκίωνας.

Στην εφημερίδα αυτή, έχουν βρεθεί διαφημίσεις άλλων τραγουδιών της Victor, δέκα μήνες πριν την κυκλοφορία στην Αμερική του τραγουδιού «Ήσουνα ξυπόλητη».

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=35463&seg= (φύλλα 15/21/24/32).

Όμως στην Ψηφιακή βιβλιοθήκη της Βουλής δεν έχουν βρεθεί τα φύλλα από τον Οκτώβριο του 1930 ως τον Οκτώβριο του 1931 που μας ενδιαφέρουν άμεσα λόγω του τραγουδιού «Ήσουνα Ξυπόλητη».

Επικοινώνησα τηλεφωνικά με το ανάλογο τμήμα της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης, όπου πληροφορήθηκα ότι λόγω πνευματικών δικαιωμάτων από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη δεν είναι ακόμη δυνατόν, το ανέβασμα των φύλλων της εφημερίδας την χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει.

Θεωρώ λοιπόν ότι αν υπάρχει μία περίπτωση να βρεθεί διαφημιστική καταχώρηση της «Ξυπόλητης» στην Ελλάδα αυτή θα είναι στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», που όπως εξήγησα σκιτσογραφούσε ο Φωκίωνας Δημητριάδης.

Σε κάθε περίπτωση η μελωδία της «Ξυπόλητης» ακούστηκε στην Αθήνα από τον Πέτρο Κυριακό και τον Γιώργο Καμβύση μέσω του «Τσακατσούκα».

Θα ακολουθήσει και ένα κείμενο για το δεύτερο ερώτημα που αφορά την Σοφία Σπανούδη.

2 «Μου αρέσει»

Το κείμενο της Σοφίας Σπανούδη, στο περιοδικό “Μουσική Ζωή” τον Οκτώβριο του 1931, που συνδέθηκε μάλλον ατυχώς με το τραγούδι “Ήσουνα Ξυπόλητη”. Η αποκάλυψη του δημοσιεύματος έγινε από τον Κ.Βλησίδη στις “Όψεις του Ρεμπέτικου”.

Μουσική Ζωή-Σοφια Σπανούδη Οκτώβριος 1931.pdf (751,1 KB)

Μετά από συνομιλία με το παράρτημα στην Λένορμαν της Ψ.Β.Β και μετά από υπόδειξη του εξυπηρετικού υπαλλήλου του, επικοινώνησα με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικότερα με το Τμήμα Φιλολογίας στην Πανεπιστημιούπολη.

Η κ. Ουρανία Καρυπίδου μετά την τηλ. επικοινωνία μου έστειλε άμεσα το σχετικό εδάφιο της Σοφίας Σπανούδη με τίτλο «Η μουσική και ο Ελληνικός λαός». Την ευχαριστώ δημοσίως ιδιαίτερα.

Το εδάφιο με την αναφορά στην Παξιμαδοκλέφτρα και στα άλλα τραγούδια βρίσκεται στο τρίτο αρχείο.

2 «Μου αρέσει»

Το δεύτερο και τρίτο αρχείο διαβάζονται με πολύ κόπο. Τα ανεβάζω σπάζοντας τα σε τέσσερα κομμάτια αντί για δύο.

Σε ευχαριστούμε Φώτη,

τρομακτικό κείμενο, πόση βλακεία στα μυαλά των ανθρώπων, τότε (και τώρα…)

Πάντα με έναν καλό λόγο Μπάμπη. Σε ευχαριστώ.

Στο μήνυμα #11 είχα αναφερθεί στην «Παξιμαδοκλέφτρα» των Καρρά/Λαμπρινίδη που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά με την φωνή του Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς). Τότε δεν είχα βρει την ετικέτα του δίσκου. Ανεβαίνει σήμερα και αυτή η ετικέτα, που κατά πάσα πιθανότητα είναι το τραγούδι που η Σπανούδη αναφέρει στο …ρυπαρογράφημα της.

Στο βιολί ο Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός).

Ο Μπάμπης είναι πραγματικά καλό παιδί, πολύ καλό παιδί, επʼ αυτού δεν τίθω κανένα θέμα. Όμως Μπάμπη μου, θεωρώ ότι η στάση της Σπανούδη, τη συγκεκριμένη εποχή και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν εγείρει θέμα βλακείας. Είναι, για κάποιους, πάντα πολύ δύσκολο να κολυμπάνε αντίθετα προς το ρεύμα και, φυσικά, το ρεύμα της πλευράς όπου βρισκόταν η Σπανούδη φώναζε: Μπετόβεν = καλός, αμανές = κακός. Τέτοιες καταστάσεις τείνουν βεβαίως προς την ιδεοληψία, αλλά σίγουρα δεν βρίσκουν την εξήγησή τους σε χαμηλότερα επίπεδα IQ. Αυτό ειδικά το απέδειξε η Σπανούδη, περίπου μιαν δεκαετία αργότερα, με το γνωστό επεισόδιο όπου την έπεισε ο Τσαρούχης να πάει να ακούσει τη Ρόζα. Για όσους δεν το ξέρουν, το παραθέτω πολύ σύντομα:

Ο Τσαρούχης πείθει (δύσκολα) τη Σπανούδη και πηγαίνουν στο κέντρο όπου τραγουδούσε η Ρόζα (Ταΰγετος, κοντά στην Ομόνοια). Η Σπανούδη ομολογεί ότι το μουσικολογικό επίπεδο της Ρόζας είναι υψηλό, πολύ υψηλότερο απʼ ό,τι φανταζόταν και ο Τσαρούχης φροντίζει ώστε να έρθει η Ρόζα στο τραπέζι τους σε κάποιο διάλειμμα. Της λέει, λοιπόν, η Σπανούδη:

- Κυρία Ρόζα, είμαι κριτικός και θα γράψω πολύ καλά λόγια για σένα, γιατί κατάλαβα ότι ξέρεις μουσική πολύ καλά.

Η Ρόζα: Α, κυρία! Εγώ όμως τα κρητικά, δεν τα ξέρω!

Σπανούδη, πικαρισμένη: Δεν κατάλαβες, κορίτσι μου: Είμαι μουσικοκριτικός και γράφω σε εφημερίδα.

Ρόζα: Ε, κυρία, βοήθειά σας! Ό,τι κάνει κανείς, καλό είναι! Κι εγώ, έχω έναν αδερφό, δουλεύει στου Λαμπρόπουλου!

Πέρα από την πλάκα, η ιστορία καταδεικνύει ότι η Σπανούδη, όταν άκουσε «στο πεδίο» που λένε και οι εθνομουσικολόγοι, πώς εκφέρεται «ο αμανές», δηλαδή τα τραγούδια της Σμυρναίικης αθηναϊκής Σχολής, κατάλαβε ότι δεν είχε δίκιο όταν εκφραζόταν όπως εκφράστηκε στο κείμενο που δημοσίευσε ο Φώτης παραπάνω.

1 «Μου αρέσει»

Νίκο (καλέ μου άνθρωπε κι εσύ!),

μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ τη Σπανούδη προσωπικά, αλλά συνολικά την επικρατούσα αντίληψη την οποία εκφράζει.
Φυσικά και ήταν σημεία των καιρών αυτά, αλλά καμιά φορά μου κάνει εντύπωση πόσο μένος και απολυτότητα βγάζουν μερικά κείμενα (Ακόμα και κάποια παλιά δικά μου κείμενα στο ρεμπέτικο φόρουμ)
Σκριπτα μανεντ

1 «Μου αρέσει»

Αυτή η αλλαγή στάσης της Σπανούδη

  • όπως και να έγινε, είτε με μοναδική αφορμή αυτή τη συγκυρία είτε όχι -
    πρέπει να επηρέασε πολύ τον κόσμο της τότε “διανόησης” ως προς την οπτική τους απέναντι στο λαϊκό μας τραγούδι.

Να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου το Φώτη, για τα ντοκουμέντα που ανεβάζει!

1 «Μου αρέσει»

Πιθανότατα, αν και νομίζω ότι δεν έχουμε σχετικές μαρτυρίες. Δεν είναι όμως καθόλου τυχαίο ότι η επίσκεψη στον “Ταΰγετο” περίπου συνέπεσε, χρονικά, με την υπόθεση «Ριζοσπάστης – ρεμπέτικο» αλλά και τη διάλεξη Χατζιδάκι. Δεν μπορώ όμως να εντοπίσω αν έγινε πριν ή μετά τα γεγονότα αυτά.

Καλημέρα στην παρέα.

Για αρχή να πω ότι το τεύχος της Μουσικής Ζωής είναι το Νο 1 της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει και το περιοδικό. Είχαν προηγηθεί 12 τεύχη από τον Οκτώβριο του 1930 και έτσι θα λέγαμε ότι το κείμενο της Σοφίας Σπανούδη δημοσιεύτηκε στο 13ο τεύχος. Φαίνεται πιθανό, το περιοδικό μετά το τεύχος αυτό να σταμάτησε την έκδοση του.

Κατά τον Κ.Βλησίδη, τα γραφόμενα της Σοφίας Σπανούδη στην «Μουσική Ζωή» εγκαινιάζουν …προσπάθεια στιγματισμού του μουσικοποιητικού αυτού ιδιώματος, εκ μέρους εκπροσώπων του επίσημου πολιτισμού και της εγγραματοσύνης (σελ. 16).

Ας μεταφερθούμε τώρα τρία χρόνια μετά.

Η Σοφία Σπανούδη αρθρογραφεί στα «Αθηναϊκά Νέα», όταν στις 10 Νοεμβρίου του 1934, και μέσα από την μόνιμη στήλη της με τίτλο «Μουσικαί Επιφυλλίδες», θα επανέλθει και θα ασχοληθεί ξανά με τον αμανέ (αρχεία 1,2,3,4,5).

Ο τίτλος του άρθρου της ήταν «Ο αμανές και η μουσική τροφή του λαού μας».

Αθηναϊκά Νέα 10-11-1934.pdf (852,6 KB)

Γιατί όμως μεταφερθήκαμε 3 χρόνια μετά;

Διαβάζοντας κανείς τα δύο κείμενα του 1931 και του 1934 θα διαπιστώσει ότι το δεύτερο είναι πιστό αντίγραφο του πρώτου!

Η Σπανούδη μεταφέρει στα «Αθηναϊκά Νέα» σχεδόν αυτούσιο το κείμενο του 1931 στην «Μουσική Ζωή», όπου αναφέρεται στην διαπαιδαγώγηση του Ελληνικού λαού και στις κατηγορίες εναντίον του αμανέ. Θα λέγαμε με σύγχρονους όρους ότι η Σ.Σπανούδη κάνει copy-paste τον εαυτό της!

Μη έχοντας νέα επιχειρήματα, τρία χρόνια μετά, η μουσικοκριτικός ανασύρει και αντιγράφει τα λεγόμενα της του 1931.

Είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν το κείμενο της, δημόσια αντιπαράθεση μέσω της ίδιας εφημερίδας, για την επίδραση του αμανέ στην μουσική κουλτούρα του Έλληνα (Βλησίδης ο.π.). Όταν ο Μ.Καλομοίρης εκδήλωσε την προτίμηση του στον αμανέ έναντι των Φοξ-Τροτ και ο Κ.Ψάχος μίλησε για αρχαιοελληνική καταγωγή του αμανέ, η συζήτηση σταμάτησε απότομα γιατί έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από τις αρχικές σκέψεις των εμπνευστών της (Π.Παλαιολόγος). Ουδέτερες θέσεις για τον αμανέ εξέφρασαν τόσο ο Δ.Μητρόπουλος όσο και ο διευθυντής του Εθνικού Ωδείου Δ. Σφακιανάκης.

Εδώ ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι ο Κ.Βλησίδης στο βιβλίο του, δεν αντιλαμβάνεται ότι το κείμενο του 1934 είναι ίδιο με αυτό του 1931 και γράφει ότι η Σ.Σπανούδη …οξύνει και επαυξάνει τις προηγούμενες επικρίσεις της[i], κατηγορώντας αφενός τον αμανέ ότι «κατεργάζεται ανενόχλητος και εκ του ασφαλούς την αναπόδραστη διαστροφή του μουσικού ενστίκτου του ελληνικού λαού» ζητώντας αφετέρου να εξοστρακιστεί δια παντός από την χώρα , τόσο αυτός όσο και τα «βρωμερά παρακλάδια του» /i.

Τα (υπογραμμισμένα από μένα) σημεία που αναφέρει ο Βλησίδης ότι περιέχονται στην παρέμβαση της στα «Αθηναϊκά Νέα», βρίσκονται και στην πρώτη της τοποθέτηση στην «Μουσική Ζωή». Έτσι ούτε οξύνει ούτε επαυξάνει τις προηγούμενες επικρίσεις της.

Η ίδια στο κείμενο της στα «Αθηναϊκά Νέα» τονίζει ότι…… έχω γράψη κι άλλες φορές με αληθινό πόνο γι΄αυτό το ζήτημα. Μετά από αυτές τις κουβέντες η Σπανούδη επαναφέρει στο κείμενο του 1934 ότι είχε γράψει στη «Μουσική Ζωή» το 1931 (αρχεία 2-3-4 μήνυμα #23).

Η Σοφία Σπανούδη σε όλη της την διαδρομή θα συνταχθεί με εκείνους που θέλανε τον «εξοστρακισμό» του αμανέ και των ρεμπέτικων. Αν και η ίδια γεννημένη και μεγαλωμένη στην Μικρά Ασία, εναντιώθηκε με σθένος και πείσμα σε κάθε λαϊκό άκουσμα. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής της θα αλλάξει στάση και θα γράψει τον περίφημο ύμνο της προς τον Τσιτσάνη, όπου εκεί θα αναθεωρήσει τις μέχρι τότε παρεμβάσεις της, εναντίων του αμανέ και των ρεμπέτικων και θα αφιερώσει στον Τρικαλινό μουσικό την επιφυλλίδα της στα «Νέα» την 1η Φεβρουαρίου 1951…σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, που τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα.

Για το κείμενο της στα «Νέα» με τίτλο «Ο Τσιτσάνης» θα γράψω προσεχώς.

Γυρνώντας στα κείμενα της Σπανούδη, βλέπουμε στο τέλος, ότι στην πρώτη περίπτωση καλεί την «Μουσική Ζωή» να αναλάβει …την προσπάθεια μουσικής εξυγιάνσεως και κατευθύνσεως του Ελληνικού λαού, ενώ στην δεύτερη καλεί τα «Αθηναϊκά Νέα» να …αναλάβουν την ευεργετική πρωτοβουλία και να ηγηθούν στην εθνική αυτή σταυροφορία.

Εδώ περισσότερα για την “Μουσική Ζωή” http://apothetirio.teiep.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/534/lpm_000169.pdf?sequence=1

Να είσαι καλά Ελένη. Μόνο ευχαριστίες.

Ενδιαφέρον, Φώτη, πολύ ενδιαφέρον. Μπράβο!!

Οι δίσκοι αυτοί της Victor προορίζονταν για την Αμερικάνικη αγορά, όμως στην Ελλάδα υπήρχε αντιπρόσωπος που πούλαγες τους δίσκους της. Εξάλλου μην ξεχνάμε οτί οι ηχοληψίες έγιναν με τον εξοπλισμό της His Master’s voice εδώ , εξού και το σκυλάκι ως λογότυπο στους δίσκους της Victor.Ο συγκεκριμένος δίσκος έγινε εμπορική επιτυχία, αν κρίνει κανείς ότι έχει βρεθεί αρκετές φορές στην πιάτσα των συλλεκτών , σχεδόν οι πάντες το έχουνε και θεωρείται ο πιο εύκολος δίσκος του Κωστή.
Όμως όπως έχουμε πει και παλαιότερα, το κομμάτι είναι γνωστό οτί είναι παλαιότερο υπό την εξής μορφή

Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς- πόσα τάληρα γυρεύεις άντε στην Βραίλα να μας πάς

Ήσουνα ξυπόλητη κλπ .

Δύο μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν, μία του Κερομύτη στον Κουνάδη , η άλλη του Μάθεση στον Παπαδόπουλο ο οποίος και αναφέρει οτί το λέγανε οι Λιποτάκτες μαστούρηδες στρατιώτες στην Μικρά Ασία το 1920 με μπαγλαμά, άρα και είναι παλαιότερο.

1 «Μου αρέσει»

Νίκο το συμβάν που περιγράφεις πρέπει να είναι προπολεμικό και όχι μεταπολεμικό. Η Σπανούδη μιλάει για τον Τσαρούχη και την Ρόζα σε κείμενο της στο Ελεύθερον Βήμα στις 7/10/1938 (Βλησίδης-Όψεις του Ρεμπέτικου σ.47). Δεν ξέρω αν υπάρχει και μεταπολεμική αναφορά της Σπανούδη για την Ρόζα και τον Τσαρούχη.

Στο πλήρες άρθρο της το 1938 επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια πάνω κάτω με τα κείμενα της του 1931 και 1934.

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=35465&seg= (φύλλο 208)

Τον διάλογο που αναφέρεις είναι από κάποια αφήγηση του Τσαρούχη;

Μια και το βρήκα αναδημοσιευμένο στο “Δρόμος για το ρεμπέτικο” της Γκαίηλ Χολστ (σελ. 155 - 158) ας το ανεβάσω εγώ, για να ξεκουράσω και το Φώτη. :slight_smile:

«Οι κόσμοι της Λαϊκής Τέχνης, ο Τσιτσάνης» της Κας Σοφίας Σπανούδη, εφημ. Τα Νέα (1/2/ 1951)

Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητο αυτό λαϊκό μουσουργό έγινε σ’ ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλοσύνη μια βραδιά με το συγκρότημά του, για να τον ακούσουν κι εκείνοι που δεν μπορούν να πάνε στο μακρινό συγκρότημα όπου παίζει.
Το άκουσμα του Τσιτσάνη στάθηκε πραγματικά για μένα μία αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να του αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, που τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα.
Τα «ρεμπέτικα» του Τσιτσάνη είναι ένα μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθεί από την κάθε πλευρά της και πριν απ’ όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα που παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, που είναι πάντα oι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ένστικτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και του πλήθους. Γι αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ’ επιφάνεια μορφή της, παρουσιάζει συχνά μία θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας.
Αν εμβαθύνομε λίγο στη μελέτη των τρόπων αυτών, δεν θα αργήσουμε να βρούμε μίαν αντιστοιχία με τους Βυζαντινούς τρόπους, που προσδίνουν το χαρακτήρα τους στην ιδιότυπη αυτή μουσική. Με τους αδιάλειπτους και αδιάσπαστα συνεχόμενους αυτούς κρίκους των μουσικών αιώνων, πλέκεται o μεγάλος κύκλος της ενότητας της Ανατολικής μουσικής, από την οποίαν οι πολυμήχανοι Ρώσοι εθνικισταί και οι Ισπανοί –της νεωτέρας σχολής ήντλησαν ζωτικότατα στοιχεία. Η ενότης αυτή, η γεμάτη μυστικοπάθεια στις ιδιότυπες μολπές της, διατηρείται μ’ έναν αναλλοίωτο χαρακτήρα με τον εμβρυώδη λυρισμό της, με τους εμμόνους μετρικούς ρυθμούς της και την προνομιούχο φραστική όλων των νοσταλγικών συναισθημάτων της μοναξιάς, των χωρισμών, της βαρύθυμης λύπης, της νοσταλγικής λαχτάρας. Κι όταν ακόμα ξεσπάει το ξέφρενο κέφι ενός άκρατου διονυσιασμού, τα τραγούδια αυτά δεν εκτροχιάζονται από τον κυρίαρχο ρυθμό τους, γιατί ο συνθέτης τους υπακούει εξίσου στο αυστηρό υποσυνείδητο της τέχνης, όσο και στο παντοδύναμο ένστικτο που τον κατευθύνει.
Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα έλεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, πού θαύμαζε τόσο ο Λιστ, κι έτρεμε μην τύχει και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη του μουσικού του ένστικτου.
Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσάνης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα που διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό του στυλ πού έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ του τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, που μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα είδος της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της.
Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά που ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικότατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ’ όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνηση.
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικότατο ψυχικό τοπίο, που μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. Το «Όνειρο της αδελφής» στην απλοϊκή του εξέλιξη ανιστορεί το στοργικό πόνο της νέας για τον αδελφό της που πολεμά για την πατρίδα. Τον βλέπει στο όνειρό της και λέει στη μάνα της πως αυτό είναι καλό σημάδι. Το τραγούδι τελειώνει με μια θερμή επίκληση των δύο γυναικών στην Παναγία, μια αγνότατη προσευχή παλλόμενη από ζωοφόρο ελπίδα. Άκουσα ακόμα από το μουσικότατο αυτό συγκρότημα το «Βίρα στην άγκυρα, παιδιά» με τη συναρπαστική επωδό, που ανασταίνει οράματα ενθουσιασμού και θριάμβων.
Τα «Δυο Παιδιά», Το «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κρύβουν μέσα τους αδιαμφισβήτητα Βυζαντινά στοιχεία οικογενή και προσαρμοσμένα στην πηγαία έμπνευση του συνθέτη και στους ρευστούς ρυθμούς του.
Μα ο Τσιτσάνης δεν είναι μόνο συνθέτης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου.
Είναι και σολίστ του μπουζουκιού, που ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο.
Οι μελωδίες που εισηγείται με τόση αυτοπεποίθηση έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, που μάς φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα που δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε καν συναίσθηση της αξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Είναι προφανές ότι οι συνεργάται του τον λατρεύουν. Αυτοί έδωσαν και στα σόλι του μπουζουκιού που παίζει έναν τίτλο που συγκινεί με τον απλοϊκό αυθορμητισμό του: «Τα Ωραία του Τσιτσάνη».
Στα «Ωραία» αυτά -αυτοσχεδιάσματα τις περισσότερες φορές - οι πιστοί του συνεργάται προσθέτουν κάποτε και μια δική τους δειλή υπόκρουση, που εντείνεται στους δυναμικούς ρυθμούς του πηγαίου «ατρελλεράντο» του σολίστ. Το μικρό αυτό μουσικό σύνολο είναι θαυμαστό για την ομοιογένεια και τη διαβάθμιση των ηχητικών χρωματισμών που λείπουν συνήθως από κάθε άλλη λαϊκή μουσική δημοτικών τραγουδιών. Η κυριαρχία του διατονικού γένους και η επίμονη αποφυγή καταχρήσεως των χρωματικών κλιμάκων και των επηυξημένων δευτέρων, δίνουν στη μουσική αυτή ένα Δωρικό χαρακτήρα που την εξευγενίζει.
Όλα αυτά εκδηλώνονται υποσυνείδητα και γιʼ αυτό ακόμα επιβλητικότερα από τον προνομιούχο δημιουργό της που διεκδικεί -να το επιζητήσει- δικαιωματικά τη συγκινημένη προσοχή μας. Το ομαδικό δημοψήφισμα των λαϊκών μαζών έχει ήδη αναδείξει το σεμνό αυτόν Έλληνα μουσικό σε μία ξεχωριστή θέση. Θα ήθελα πολύ να υποβάλω την ιδέα μιας συναυλίας συστηματικής Τσιτσάνη στο «Κεντρικό» ή στον «Παρνασσό», για να γνωρίσει πλατύτερα ο μουσικόφιλος κόσμος και όλοι οι μουσικοί μας, μια πρωτόφαντη Ελληνική ιδιοφυΐα που κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι μας επιφυλάσσει ακόμη στο μέλλον. Πάντως έχω την πεποίθηση πως στη συναυλία αυτή θα σημειωθεί κοσμοπλημμύρα.
Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να ακουσθούν «Τα Ωραία του Τσιτσάνη» μέσα σε άδεια παγερή σάλα, όπως συνήθως συμβαίνει με τόσους διάσημους ξένους καλλιτέχνες που έρχονται στας Αθήνας.

1 «Μου αρέσει»

Φώτη, πώς βρίσκω πού πρέπει να πατήσω για να πάω στη σελίδα που θέλω;

Βεβαίως και είναι προπολεμικό, “περίπου” γράφω, γιατί πρέπει να είχε συμβεί λίγο πριν την έκρηξη του πολέμου.

Ναι, το επεισόδιο μου το διηγήθηκε ο ίδιος στο Παρίσι, νομίζω δεκαετία 70, όπου βρέθηκα και φιλοξενήθηκα στο σπίτι δύο εξαδέλφων μου, που ήταν πολύ φίλες με τον Τσαρούχη.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:46 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:16 —

Ευχαριστώ Ελένη, που μου έδοσες την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω το κείμενο αυτό.

Σωστά, σε γενικές γραμμές βέβαια, αυτά που λέει και εντυπωσιακή η αλλαγή που έχει επέλθει στις απόψεις της. Όμως, εδώ που τα λέμε, και βεβαίως ανεξάρτητα από το κείμενο της Σπανούδη, πόσο απλοϊκά, «ρεμπέτικα», λιτά και δωρικά μπορεί να είναι (αριστουργηματικά πάντως!!!) κομμάτια όπως (π.χ.) το «Μπορεί να το ΄χουν πλανέψει»;

ωραία, η σπανούδη κάποια στιγμή θέλησε να κάνει μια διάκριση και να αποδεχτεί κάποια τραγούδια που συμφωνούσαν με το κριτήριό της, μεταξικό και (μικρο)αστικά κομπλεξικό θα έλεγα. καθαρά για ιστορικούς λόγους εννοείται πως μας ενδιαφέρει, αλλά προσωπικά δεν νοιώθω δικαιωμένος από μια τέτοια κριτική.

Νίκο ανοίγοντας την σελίδα βλέπουμε το φύλλο της 1ης Σεπτεμβρίου 1938. Πάνω δεξιά υπάρχει ένα βελάκι όπου γράφει “μετάβαση στην σελίδα”…εκεί πατάς τον αριθμό και πας στην σελίδα 208.

Να΄σαι καλά Ελένη. Το κείμενο της Σπανούδη στην εφημερίδα τα “ΝΕΑ” όπως δημοσιεύτηκε τότε, υπάρχει στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής (αρχείο 1). Όπως όμως θα δείτε, δεν μπορούμε να πάρουμε πληροφορία γιατί δεν διαβάζεται. Το φύλλο που σκανάρανε δυστυχώς εκτός από τον τίτλο και λίγα πράματα στην αρχή δεν μας αφήνει να μελετήσουμε το πλήρες κείμενο της Σπανούδη για τον Τσιτσάνη. Όμως η Ελένη :109:μας ανέβασε λέξη προς λέξη τα γραφόμενα της Σ.Σπανούδη.

Ο Θεόφιλος Αναστασίου, συντοπίτης και μελετητής του Τσιτσάνη, στο βιβλίο που συνέγραψε με την κόρη του Φωτεινή, “Βασίλης Τσιτσάνη-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ”, μας λέει ότι σύμφωνα με τον Χατζηδουλή, ο Τσιτσάνης γνωρίστηκε με την Σ.Σπανούδη στα τέλη του 1949 στο σπίτι του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, όταν ο Τσιτσάνης έπαιξε για περίπου μία ώρα. Ένα χρόνο μετά, χειμώνας 1950-1951, ξαναβρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Αυτή την συνάντηση περιγράφει η Σπανούδη στο παραπάνω κείμενο της για τον Τρικαλινό συνθέτη. Σύμφωνα με την Ευ.Μαργαρώνη (“Λαϊκό τραγούδι” τχ. 9/2004) η Σπανούδη επισκέφτηκε δύο (2) φορές τον Τσιτσάνη στα κέντρα που έπαιζε. Στην “Τριάνα” το καλοκαίρι του 1951 και στου “Τζίμυ του χοντρού” τον χειμώνα του 1951-52. Κατά την Μαργαρώνη ο Τσιτσάνης μετά την επιφυλλίδα της στα “Νέα”, λάτρευε την Σ.Σπανούδη και συνέχεια μιλούσε γι΄αυτήν, ενώ ο Χατζηδουλής σημειώνει ότι ο Β.Τσιτσάνης πίστευε ότι αυτό το άρθρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ζωή του.

1 «Μου αρέσει»

Υπάρχει ένα πράσινο βελάκι μπροστά από έναν φάκελο. Πατώντας το ανοίγει ένα παράθυρο με ρόμβους και ερωτηματικά, πλήρως ακαταλαβίστικο. Υπάρχει και άλλο βελάκι μπλέ, εντελώς δεξιά. Το πάτησα ήδη, και αμέσως άνοιξε ένα παράθυρο που με πληροφορούσε ότι αυτή που βλέπω είναι η σελίδα 1 και με προέτρεπε να πατήσω ΟΚ. Το πάτησα, έφυγε το παράθυρο αλλά τίποτα άλλο δεν έγινε. Την επεξήγηση «Μετάβαση στη σελίδα ….» δεν την βλέπω πουθενά.

Όσο για το συνημμένο (Τα Νέα, “Ο Τσιτσάνης”) είναι τόσο αχνό που δεν διαβάζεται. Αλλά δεν πειράζει, 'ντάξ…!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 23:37 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 23:27 —

Νίκο, σε ό,τι αφορά το «μεταξικό κριτήριο», υποβαθμίζεις κάτι πολύ σημαντικό: Ο Μεταξάς και οι συνεργάτες του (Ψαρούδας κλπ.) δεν ήξεραν, βέβαια, αυτό που σήμερα (χάρη στον Σίμωνα Καρά) ξέρουμε όλοι μας καλά, ότι δηλαδή η αρχαία ελληνική μουσική, η Βυζαντινή μουσική, η δημοτική μας (και η βαλκανική γενικά) μουσική και τα μουσικά ιδιώματα Αράβων, Τούρκων, Περσών και πολλών άλλων από ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή μέχρι το Ουζμπεκιστάν αλλά και την Ινδία) έχουν κοινά μουσικά γένη (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), κοινούς τρόπους (ήχους, μακάμια κλπ.), κοινά διαστήματα, κοινά μουσικά μέτρα (πεντάσημα, επτάσημα, εννεάσημα κλπ.), κοινούς ρυθμούς. Έτσι λοιπόν, ενώ την βυζαντινή μουσική δεν τόλμησαν ούτε εν διανοία να την ψέξουν, πολύ περισσότερο να την πειράξουν, κι ας άφησαν απείραχτη την (απαράδεκτη σήμερα, ευτυχώς) δυτικότροπη τετραφωνική εναρμόνιση του εκκλησιαστικού μέλους, ενώ την δημοτική μουσική ούτε αυτήν τόλμησαν να την απαγορεύσουν (κάτι που η Σπανούδη πολύ θα το ήθελε αλλά δεν τόλμησε ούτε αυτή να το ζητήσει), τα ρεμπέτικα και (κυρίως) τους αμανέδες τους κυνήγησαν ως «ανατολίτικα χυδαία μιάσματα» που δεν αρμόζουν στην γνήσια ελληνική ψυχή.

Όταν λοιπόν έρχεται η Σπανούδη και μιλάει, έστω μόλις το 1951, για αντιστοιχία των χαρακτηριστικών του ρεμπέτικου με τους βυζαντινούς τρόπους, αποδεικνύει ότι έχει πλέον ξεφύγει από αυτά που έγραφε παλαιότερα και, κυρίως, από την (βασική και εμβληματική!!) θέση του μεταξικού καθεστώτος ότι «η ρεμπέτικη μουσική είναι ανατολική και άρα, καταδικαστέα». Την πρόλαβε βέβαια ο Χατζιδάκις, με τη διάλεξή του το 1948, αλλά συμφώνησε με τα λεγόμενά του, αφού είμαι σίγουρος ότι ήταν μεταξύ των ακροατών του και ότι σίγουρα τον χειροκρότησε θερμά.

Βέβαια, Νίκο μου, έχεις κάθε δικαίωμα να μην ταυτίζεσαι, πολύ περισσότερο να μην δικαιώνεσαι από τα γραφόμενα της Σπανούδη (και της κάθε Σπανούδη), και μάλιστα θα συμφωνήσω και σε ό,τι αφορά εμένα προσωπικά (το υπονούμενό μου, σε κάποια δημοσίευσή μου παραπάνω, ότι το «μπορεί να το ΄χουν πλανέψει» είναι καθαρό μπολέρο με μπουζούκια και όχι βέβαια ρεμπέτικο, το βεβαιώνει). Όμως, δεν συμφωνώ να καταδικαστεί η Σπανούδη ως αποδεχόμενη το μεταξικό κριτήριο σχετικά με τα ρεμπέτικα. Όσο για το ότι το κόμπλεξ της θα έπρεπε να θεωρηθεί αστικό ή μάλλον καλύτερα, μικροαστικό, ε, όχι, δεν ήταν μικροαστή η Σπανούδη, ούτε καν αστή. Μεγαλοαστή ήταν. Και να σου πώ και κάτι; Δεν την γνώρισα προσωπικά, ούτε αυτήν βέβαια ούτε την κόρη της, αλλά ψιλοέχω την εντύπωση ότι όλη η οικογένεια δεν ένοιωσε ποτέ κάποιου είδους κόμπλεξ σχετικά με τη μουσική, την όποια μουσική.

Νίκο όλο το κείμενο της Σπανούδη είναι στο pdf που επισυνάπτεται. Έχει ένα θέμα δυσκολίας στην ανάγνωση, αλλά αυτό είναι.

Πάντως ξαναδίνω την διεύθυνση. Όταν ανοίξει η πρώτη σελίδα, στην μπάρα που γράφει “Βουλή των Ελλήνων” τέρμα δεξιά υπάρχει ένας αριθμός. Ο αριθμός 1. Εκεί έχει ένα μαυρο βελάκι που δείχνει προς τα κάτω. Το πατάς και εμφανίζονται οι άλλες σελίδες. Βρίσκεις τον αριθμό 208 και διαβάζεις το κείμενο που μας ενδιαφέρει με το ανάλογο ζουμ. Ελπίζω να μην σε μπέρδεψα πάλι.

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=35465&seg=

Δε θα συνυπέγραφα αυτή την περιγραφή. Μοιράζονται την τροπικότητα - μέχρις εκεί.

Δεν ξέρω ποιο είναι το εναρμόνιο γένος πέρα από την αρχαιότητα, δεν είδα να αναφέρεται το πεντατονικό / ανημίτονο γένος, όσο για τους ρυθμούς η μεν Βυζαντινή έχει εντελώς δικό της καπέλο, στα ελληνικά δημοτικά οι περισσότερες περιοχές χορεύουν ή παίζουν σε ρυθμούς που είναι εντελώς ακατανόητοι εκτός περιοχής (τσάμικο; κρητικό συρτό; απτάλικο; παϊντούσκα;), το ανάλογο σε χειρότερο βαθμό ισχύει μεταξύ διαφορετικών εθνών/λαών (οθωμανικοί ρυθμοί; ινδικοί; βουλγάρικοι;), άσε που σε επίπεδο απλού μέτρου -και όχι ρυθμού- δεν έχουμε μόνο ασύμμετρα, 9, 7, 5 αλλά και δυάρια και τεσσάρια σαν όλο τον κόσμο.