Σκοποί μεταξύ Ρόδου - Κάρπαθου - Χάλκης - Κάσου

Μια κοντυλιά είναι πάντα μια κοντυλιά, δεν έχει και άπειρο περιθώριο ποικιλίας, ιδίως εντός δεδομένου μουσικού τρόπου (δρόμου). Αλλά αυτή η ομοιότητα μεταξύ του κασιώτικου και του κρητικού θα μπορούσε και να μην είναι συμπτωματική. Ιδίως αν σκεφτούμε ότι ανάμεσα σε καμιά δεκαριά κοντυλιές που παίζουν στην Κάσο και σε χιλιάδες που παίζουν στην Κρήτη, η πρακτική είναι σχεδόν πάντα να αλλάζουν πολλές. Κι όμως εδώ και οι μεν και οι δε έχουν απομονώσει μία, την ίδια, και την έχουν κάνει αυτοτελή σκοπό.

Σωστή παρατήρηση. Πάντως στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα δεν υπάρχει το Μπλου Μαρέν, ούτε η κοντυλιά.

Ο Τριζάλης φαίνεται να προέρχεται από ένα χωριό στο Αμάρι, τις Κουρούτες, στα ημιορεινά του νότιου Ρεθύμνου. Ομολογουμένως δύσκολη τη βλέπω την επικοινωνία με Κάσο…

Γενικά πρόκειται για κάποια πολύ απλή μελωδία, κατα τη γνώμη μου πολύ παλιά. Οι περιπτώσεις μεταφοράς του σκοπού άπειρες. Ισως και να προϋπηρχε, μπορει να την εφερε και καποια οικογενεια.

«Σαΐτα» όμως; Παλαιότητα ή από κανέναν «Ερωτόκριτο»;

Δε νομίζω να είναι σπάνια ή ιδιαίτερα παλιά λέξη. Η επικράτηση του «βέλους» πρέπει να είναι πιο πρόσφατη. Και τη χάρτινη σαΐτα, σαΐτα τη λέμε - από πού το βρήκαμε;

Έλα ντε. Αλλά η έννοια;

Χρονολογείται στον 5-6ο αιώνα (σαγίτα) ακριβώς με τη σημασία του βέλους (λατιν. sagitta: βέλος)

Βλ. Μεσαιωνικό Λεξικό Κριαρά, τόμος 19, και Lampe, A Patristic Greek Lexicon [λήμμα σαγίτ(τ)α]

1 «Μου αρέσει»

Η χάρτινη σαΐτα-αεροπλανάκι χρονολογείται, προφανώς, από την εποχή που το χαρτί έγινε φτηνό και άφθονο. Δηλαδή όχι και πολύ παλιά, αφού πριν εκατόν-τόσα χρόνια (δεν ξέρω κι ακριβώς αλλά δε νομίζω πολύ παραπάνω) οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο χωρίς τετράδια, με την πλάκα και το κοντύλι.

Τότε λοιπόν που επινοήθηκε η σαΐτα, την ονόμασαν «σαΐτα». Άρα η λέξη, με τη σημασία -προφανώς- του βέλους, ήταν τότε πλήρως ζωντανή και συνηθισμένη.

Τα πραγματικά βέλη τέθηκαν εκτός χρήσης βέβαια από αιώνων. Παρέμειναν όμως γνωστά, ως κάτι παλιό, και οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τα αναφέρουν, όπως αντίστοιχα και τα τόξα. Όμως σε καταγραφές λαϊκού λόγου, παραμύθια και τραγούδια, ποτέ δε θυμάμαι να είδα «τόξο και βέλος», πάντα «δοξάρι και σαΐτα». Οι αρχαίες λέξεις, τόξο και βέλος, υποθέτω ότι πρέπει να πέρασαν στη γενική χρήση σ’ εποχές όπου, επί καθαρευούσης, ο κόσμος είχε φτάσει να πηγαίνει σε πολύ μεγάλο ποσοστό στο σχολείο, έστω και μερικές τάξεις.

1 «Μου αρέσει»

Ένα ακόμα “δημοτικό της Ρόδου” από τον ερευνητή Παύλο Γνευτό.

Όπως ο ίδιος γράφει, είχε σκόρπια στιχάκια και δεν το δημοσίευσε στη συλλογή του “Δημοτικά τραγούδια της Ρόδου”.

Μετά την έκδοση του βιβλίου δέχτηκε έναν φάκελο με τραγούδια της Ρόδου, και ανάμεσα τους ήταν και αυτό.

ΕΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1927 Α

Δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1927 στο περιοδικό “Ελληνική Επιθεώρησις”.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο του Π.Γνευτού.

Τέλος στο επόμενο τεύχος, Φεβρουάριος 1927, δημοσιεύθηκε στιχούργημα του ίδιου του Παύλου Γνευτού.

Για καλύτερη ανάγνωση στα pdf που ακολουθούν.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1927.pdf (1,1 MB)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1927 Β.pdf (1,1 MB)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1927.pdf (1006,1 KB)

3 «Μου αρέσει»

«Ο Γνευτός, μετά την έκδοση της Ανθολογίας του δημοσίευσε στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» του 1927 ένα ακόμη δημοτικό τραγούδι της Ρόδου, που δεν είχε συμπεριλάβει στο βιβλίο του. Το τραγούδι συνοδεύεται από επιστολή του προς τη διεύθυνση του περιοδικού, η οποία αναφέρεται στο ιστορικό της καταγραφής, στην υπόθεση και σε γνωστές ήδη παραλλαγές του. Το κείμενο (παραλογή) ανήκει στον (συναφή) θεματικό κύκλο των παραλλαγών «Της Απολησμονημένης» ή «Της Απαρνημένης κόρης» και αποτελείται από 32 στίχους. Το μεταφέρω εδώ σε μονοτονική γραφή και προσαρμοσμένο στη σύγχρονη ορθογραφία […]:»

Μηνάς Αλεξιάδης, «Παύλος Γνευτός: ένας πρωτοπόρος της μελέτης του ροδιακού δημοτικού τραγουδιού», Δωδώνη: Τεύχος Πρώτο: Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τόμ. 20 (1991): σελ. 265-282

https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/6196

1 «Μου αρέσει»

«'ναελούσι» (στ. 6), «'ναελάσε» *στ. 8)

Αναγελούσι, αναγελά σε. Δηλαδή αναγελούν, κοροϊδεύουν, περιπαίζουν, και στο δεύτερο «σε περιπαίζει». Υπάρχει τυπογραφικό λάθος: το «σε» είναι ξεχωριστή λέξη και θα ήθελε κενό.

Σε μια παλιά ηχογράφηση του ΕΙΡ από τον Σίμωνα Καρά, 1958, μάλλον με τον όμιλο Καραμπεσίνη-Σαρρή, άκουσα ένα «αντικριστό», Άσπρο μου τριανταφυλλάκι. Φέρεται ως δωδεκανησιακό, πιθανώς κώτικο χωρίς να διευκρινίζεται ξεκάθαρα. Ο σκοπός είναι ο ίδιος με το Δώδεκα χρονών κορίτσι όπως το λένε στη Μυτιλήνη, και όπως επίσης το είπαν η Ρόζα το 1933 και καπάκι η Ρίτα Αμπατζή το 1934, με την υπογραφή του Σωτήρη Γαβαλά. Τα λόγια είναι άλλα, επίσης γνωστά από πολλά μέρη και με πολλούς σκοπούς.

47’16’’ στο παρακάτω βίντεο:

Τώρα, το ενδιαφέρον ποιο είναι:

Το Δώδεκα χρονών κορίτσι τραγουδιέται σ’ όλη την Ελλάδα, σε ποικίλους σκοπούς κατά τόπους. Είναι εύκολο να υποθέσει κανείς, σε πρώτη φάση, ότι ο Γαβαλάς άκουσε το μυτιληνιό και αποφάσισε να του κοτσάρει την υπογραφή του. Αυτή τη θέση φαίνεται να υιοθετεί λ.χ. ο Π. Κωνσταντόπουλος που το έχει ανεβάσει στο ΥΤ:

Σύνθεση του Σωτήρη Γαβαλά ή Μεμέτη, ο οποίος διασκευάζει παραδοσιακό τραγούδι.

Έλα όμως που στη Μυτιλήνη, πέρα από το καθαρά ντόπιο ρεπερτόριο, υπάρχουν πολλά τραγούδια που ξεκίνησαν από τη μεσοπολεμική δισκογραφία, έγιναν τοπικά σουξέ, έμειναν στο ρεπερτόριο των κομπανιών, και έκτοτε μεταδίδονται προφορικά, με ό,τι εξελίξεις και προσαρμογές συνεπάγεται πάντοτε η προφορική μετάδοση. Τραγούδια δηλαδή δευτερογενώς ντόπια, κατά κάποιον τρόπο. Οπότε σε δεύτερη σκέψη, μήπως τελικά το τραγούδι, ο σκοπός δηλαδή, είναι όντως του Γαβαλά; Οι στίχοι βέβαια είναι αδέσποτη ρίμα, αυτό δε χωράει αμφιβολία. Αλλά γιατί να μην τους άκουσε ο Γαβαλάς σε κάποιαν από τις άλλες δημώδεις μελωδίες που κυκλοφορεί, να κράτησε τα λόγια, να έγραψε δικιά του μουσική, και το τραγούδι που τελικά έβγαλε να έμεινε στη Μυτιλήνη, όπως έμειναν άλλα με τον ίδιο τρόπο;

Εδώ το μυτιληνιό με τον Σόλωνα:

Κανείς απ’ όσους ξέρω να ασχολήθηκαν με μυτιληνιές καταγραφές, και να έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο τραγούδι, δεν έκανε τον συσχετισμό με τον Γαβαλά (ενώ δεν τους είναι άγνωστο ότι το ίδιο τραγούδι υπάρχει και αλλού σε άλλους σκοπούς). Δηλαδή, κανείς δεν έχει γράψει ούτε «τραγούδι της Λέσβου που το κυκλοφόρησε κι ο Γαβαλάς στο όνομά του» ούτε «τραγούδι του Γαβαλά που το λένε και στη Μυτιλήνη σαν τοπικό». Αφενός γενικά η τάση σε τέτοιου είδους εκδόσεις είναι να θαυμάζουμε την τοπική λαϊκή μούσα χωρίς να μας περνάει καν από το μυαλό το ενδεχόμενο να μην είναι λαϊκή αλλά, κάποιες φορές, επώνυμη. Αφετέρου, το πιθανότερο είναι να μην ήξεραν καν τις δύο ηχογραφήσεις του Γαβαλά, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο γνωστές στους ρεμπέτικους κύκλους (θυμάμαι ότι το παίζαμε σε μια κομπανία τέλη δεκ. ‘90, πολύ προ ΥΤ, τότε που από τις παλιές ηχογραφήσεις 78 στρ. όλη η κοινωνία ήξερε πολύ λιγότερα πράγματα απ’ όσο σήμερα) παρά στους ερευνητές των τοπικών παραδόσεων.

Να σημειώσουμε ότι η Μυτιλήνη εδώ και πάνω από έναν αιώνα διαθέτει επαγγελματικές κομπανίες, μουσικούς που στέκουν λίγο έξω από την καθαυτού δημοτική παράδοση, ενίοτε ακόμη και μουσικά εγγράμματους, που έγραφαν και διάβαζαν παρτιτούρες. Ό,τι ακούμε στο νησί δεν προέρχεται κατ’ ανάγκην από στόμα σε αυτί των εντελώς προφορικών ανθρώπων του λαού.

Εγώ λοιπόν έτεινα να καταλήξω ότι η μουσική είναι του Γαβαλά.

Αυτό όμως το δωδεκανησιακό ανατρέπει το σκεπτικό μου. Πώς βρέθηκε στην Κω αυτός ο σκοπός (αν είναι όντως Κως - είπαμε, η εκπομπή το αφήνει λίγο φλου); Η Κως, πέρα από σκοπούς καθαρά δωεκανησιακού ύφους, έχει και καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, μανέδες και άλλα μικρασιάτικα, μάλλον από πριν την Καταστροφή, από τη γειτνίαση και τα ταξίδια μεταξύ του νησιού και της απέναντι ακτής. Μουσικά, είναι εν μέρει μικρασιάτικο νησί. Σε μια τρίτη σκέψη λοιπόν, μήπως ο σκοπός είναι όντως παραδοσιακός, από κάπου στο ευρύτερο ανατολικό Αιγαίο, την περιοχή που καλύπτει και τη Μυτιλήνη και την Κω (και άλλα νησιά φυσικά) και τα μικρασιατικά παράλια, και αλλού έλεγαν από παλιά το Δώδεκα χρονών κορίτσι κι αλλού το Άσπρο μου τριανταφυλλάκι;

Αλλά βέβαια κανείς δεν αποκλείει και το αντίστροφο, να πήραν κι οι επαγγελματικές κομπανίες της Κω, όπως και της Μυτιλήνης, τον σκοπό του Γαβαλά, οι μεν με άλλα λόγια, οι δε με τα ίδια.

Δε θα απέρριπτα την περίπτωση να είναι του Γαβαλά. Αλλά και πάλι, οι τραγουδιστές της εποχής «ψώνιζαν» από τους παραδοσιακούς ήχους.

Πάντως θα δώσω ένα παράδειγμα, στη Ρόδο το 1930 έπαιζαν με λύρα και βιολί στον Τουρκικο χορό «Αθήνα και Περαία μου». Όπως επίσης ένας λυράρης έπαιζε ένα απτάλικο που έμοιαζε με το «Καθημερνώς για σενανε».

Το «Δώδεκα χρονών κορίτσι / Άσπρο μου τριανταφυλλάκι» έχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό που δεν πρέπει να μας διαφύγει: έχει ξεχωριστό οργανικό μέρος, αυτά που πρακτικώς λέμε «εισαγωγές». Αυτό δεν είναι ίδιον των παραδοσιακών σκοπών.

Οι παραδοσιακοί σκοοί κατά 90% και παραπάνω είτε περιλαμβάνουν μόνο φωνητικές μελωδίες είτε είναι οργανικοί. Τα οργανικά τμήματα των τραγουδιών είναι απλώς επαναλήψεις των φωνητικών τμημάτων, που καμιά φορά μπορεί, με την επανάληψη κάποιου στολιδιού στην εκτέλεση, να καθιερωθούν σε μια μιρφή που τελικά μοιάζει να είναι διαφορετική, ένα ακόμη μέρος, αλλά δεν είναι. (Βλ. π.χ. τη γνωστή και καθιερωμένη «εισαγωγή» στα Λιανοχορταρούδια, που δεν είναι παρά το Β μέρος της φωνητικής μελωδίας). Οι εξαιρέσεις όχι απλώς είναι λίγες, αλλά συνήθως έχουν κάποια ειδική εξήγηση.

Λοιπόν, το «Αθήνα και Περαία μου» δεν έχει ξεωριστό οργανικό θέμα. Έχει τα τραγουδιστά, και τις οργανικές τους επαναλήψεις. Είναι παραδοσιακό. Αν τυχόν αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα το έγραψε ο Χ, αυτός ο Χ θα είναι κάποιος που ακολουθεί 100% το πάτημα της προφορικής παράδοσης, οπότε πάλι στο ίδιο καταλήγουμε.

Το Δώδεκα χρονών κορίτσι έχει ξεχωριτό οργανικό θέμα σε όλες τις εκτελέσεις: και τις επώνυμες του Γαβαλά, και τις ανώνυμες των δύο νησιών.

Για να θυμίσω ένα άλλο γνωστό πράδειγμα, το δημώδες ζεϊμπέκικο «Τα ούλα σου» δεν έχει ξεχωριστά οργανικά θέματα. Έχει δύο φωνητικά, εκ των οποίων είναι κοινή παραδοχή ότι το ένα το δανείστηκε ο Μάρκος για να γράψει το Αντιλαλούνε. Το Αντιλαλούνε έχει ξεχωριστή εισαγωγή. Γιατί; Γιατί την έγραψε ο Μάρκος.

Αλλά, ειδικά σε μικρασιάτικους σκοπούς διστίχων, συρτούς, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα κλπ., η ύπαρξη ξεχωριστών οργανικών θεμάτων δίκην «εισαγωγής» είναι πολύ πιο συχνή απ’ ό,τι σε 12νησιακά, κυκλαδίτικα, κρητικά, θρακιώτικα, ρουμελιώτικα, ηπειρώτικα κλπ κλπ όπου η ίδια η πρακτική της ξεχωριστής «εισαγωγής» είναι σχεδόν άγνωστη. Γιατί; Γιατί μάλλον εκείνος ο τόπος είχε, παλιότερα από τους άλλους, πολύ περισσότερη επαγγελματική μουσική, η οποία επεσκίασε την καθαυτού δημοτική, με αποτέλεσμα η τελευταία να μας είναι σχεδόν άγνωστη. (Μπορεί κανείς να μετρήσει δεκάδες πασίγνωστους σκοπούς από, ξερωγώ, τα Αλάτσατα, αλλά ούτε μία παραλογή…)

Εδώ είναι απόσπασμα από το Αλάτι της Γης σε εκπομπή με θέμα τη Μυτιλήνη

Μια ομάδα τραγουδά διάφορα τραγούδια (και το 12 χρονώ κορίτσι) μόνο με πήλινα κρουστά και φαίνεται να είναι σκοποί που τραγουδιωνται στον δρόμο. Στην αρχή λέγεται ένα δίστιχο γνωστό ανά την Ελλάδα (το έχει και ο Παπαδιαμάντης). Ο σκοπός που το λένε είναι ο ίδιος ο σκοπός του τραγουδιστικού μέρους της Πασαλιμανιώτισσας του Τούντα (πέντε έξι γραμμοφωνήσεις την περίοδο 1928-1929). Στη Μυτιληνέικη εκτέλεση, μετά το δίστιχο, ερμηνεύεται χωρίς στιχάκια αλλά με «τρια λα λα» μια άλλη μελωδία. Και αυτή η μελωδία υπάρχει χωρίς λόγια σε ορισμένες ηχογραφήσεις της Πασαλιμανώτισσας. Και έχουμε το ίδιο ερώτημα. Οι Μυτιληνιοί πηραν τη μουσική της Πασαλιμανιώτισσας από τον Τούντα ή το ανάποδο;

Δεν έχω την παραμικρή σχέση με Μυτιλήνη. Όμως ξέρω ότι είχαν «αγκαλιάσει» πολλά από τα μεσοπολεμικά «δισκογραφικά σουξέ», που ουσιαστικά πέρασαν στο ντόπιο ρεπερτόριο, σχεδόν ίσα κι όμοια με τα ντόπια δημοτικά. Οπότε, μάλλον οι Μυτιληνιοί πήραν απ΄ τον Τούντα (ίσως και άλλους; ), που εν πάσει περιπτώσει δεν έμεινε έστω για κάποιο διάστημα στο νησί. Τί λένε οι γνώστες των ιδιαιτεροτήτων του νησιού;

Ειδικά η «Πασαλιμανιώτισσα» είναι απ’ τα πιο χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου, εξεζητημένου ύφους του Τούντα, που βεβαίως δεν το απέκτησε από επαφές με Μυτιλήνη και οπωσδήποτε, τα “εξεζητημένα” τμήματα του τραγουδιού, που δικαιολογημένα έκαναν τον Τούντα να ξεσπάσει σε ένα “Γειά σου Μαρίκα” στο τέλος της ηχογράφησης, δεν ακούστηκαν στην πιο πάνω ηχογράφηση…

Είχε ξανααναφερθεί το θέμα με τα παλιά λαϊκά στη Μυτιλήνη, εδώ:

Λίγο εκτενέστερα, και με αρκετά παραδείγματα, εκεί:

Για τη δραστηριότητα παλαιών επαγγελματικών κομπανιών στη Μυτιλήνη (μιας δηλαδή, αν θυμάμαι καλά) έχει γράψει αναλυτικότατα ο Παναγιώτης Λυγκ (League, Panayotis, Echoes of the Great Catastrophe : Re-Sounding Anatolian Greekness in Diaspora). Τη διατριβή του την έχει ποστάρει η Εύα εδώ, …

…όπου και μερικά σχόλια -δε θα τα λέγαμε συζήτηση-, και ξαναδουλεμένη κυκλοφορεί και σε βιβλίο.



Κάθε τραγούδι που απαντά και στην τρέχουσα παράδοση της Μυτιλήνης και στην παλιά δισκογραφία είναι τουλάχιστον πιθανό να προέρχεται από τη δισκογραφία. Δεν έχω ακούσει όμως κάτι αντίστοιχο για την Κω.

Στην πρόσφατη έκδοση του ΚΕΠΕΜ «Ζυές της Κως» με τα τρια CD από ηχογραφήσεις απο την Κω (Αντιμάχεια- Καρδάμαινα) υπάρχει και ενα τραγούδι με τίτλο «Στου Χαροκόπου τα στενά». Θυμάμαι αχνά μια συζήτηση αλλά όχι λεπτομέρειες. Πρόκειται για στίχους της Κακούργας Πεθεράς του Μοντανάρη που όμως στην Κω ο σκοπός που τραγουδιέται είναι μάλλον ντόπιος.