Πιστεύω πως αξίζει να συνεχιστεί η συζήτησή μας πάνω σʼ αυτό το θέμα.
Όχι τόσο πάνω στη βάση «ρεμπέτικου και αυτοκτονίας», όσο στο να δούμε το θάνατο ως πολιτισμικό γεγονός μέσα από το λαϊκό τραγούδι.
Γιατί σίγουρα η στάση απέναντι στο θάνατο αποτελεί μέρος της κουλτούρας μιας κοινωνίας, την προσδιορίζει αλλά και τη διαφοροποιεί από άλλες κοινωνικές ομάδες και εποχές.
Ξεχωριστό κομμάτι έρευνας θα πρέπει να αποτελέσουν οι αμανέδες.
Στους στίχους τους «μπαινοβγαίνει ο θάνατος» που θα έλεγε και ο ποιητής…
Όλοι σχεδόν με άμεσες ή έστω έμμεσες αναφορές στη φυματίωση, τουλάχιστον στα αποτελέσματά της: βήχα, εξάντληση, πόνο στο στήθος, αιμοπτύσεις, αδυναμία και εξάντληση σωματική και ψυχική.
Εξάλλου, η φυματίωση θέριζε εκείνη την εποχή (από το 1925 έως το 1937 έχουμε τα περισσότερα σχετικά τραγούδια, αν και το θέμα αυτό επανέρχεται και αργότερα και φτάνει έως και το 1952, π.χ. «Πέφτουν τα φύλλα από τα κλαδιά») και ως θέμα, η φυματίωση, έχει απασχολήσει γενικότερα όλες τις μορφές τέχνης, ειδικότερα βέβαια τη λογοτεχνία, όπως το συγκλονιστικό «Το Μαγικό βουνό» του Τ. Μαν.
Σʼ αυτή την κατηγορία τραγουδιών ο θάνατος αντιμετωπίζεται ως αναπόφευκτο γεγονός, μοιρολατρικά σχεδόν, αλλά και ως λύτρωση από μια ζωή που έχει καταντήσει βασανιστική και για τον ίδιο τον πάσχοντα και για το περιβάλλον του.
Έκδηλη η παρουσία και η αναζήτηση της μάνας ως παρηγοριά και δευτερευόντως το αγαπημένο πρόσωπο, ενώ είναι διάχυτη η θλίψη και το συναίσθημα της αδικίας, ειδικά όταν ο ασθενής είναιι νεαρής ηλικίας.
Στα ρεμπέτικα τραγούδια το θέμα του θανάτου αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά.
Εδώ ο θάνατος είναι πεδίο δράσης, τα αγαπημένα αντικείμενα (λουλάς, καλάμι, μπουζουκομπαγλαμάδες…) συνοδεύουν και στην άλλη ζωή, ο Χάρος σχεδόν απαξιώνεται, είναι ένα συνηθισμένο άτομο που μπορείς να πιάσεις μέχρι και κουβέντα μαζί του («…πες μας βρε Χάρε να χαρείς…») ακόμα και ο κίνδυνος του θανάτου γελοιοποιείται (π.χ. «μάγκες πιάστε τα γεφύρια, να μην έχουμε τα ίδια»).
Βέβαια, πλέκεται το εγκώμιο του νεκρού («τέτοιο δερβίσικο παιδί… τον κλαίμε όλοι μας μαζί…» «…πέθανε κι ένας ντερβίσης κι ένας νυχτογυριστής…».), εγκώμιο το οποίο δείχνει και τον κώδικα αξιών, αποτελεί επίσης μαζί και συνεκτικό δεσμό μεταξύ των μελών της ομάδας, εκφράζει ακόμα και την απειλή για τη συνοχή της ομάδας από την απουσία του.
Εκφράζεται περιφρόνηση, απαξίωση προς τα υλικά αγαθά («…γιατί στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε, ταʼ χουν και τα θυμιάζουνε, δεν ξέρουν να τα φάνε…»), απαξίωση και προς την (ιατρική) επιστήμη και στη δυνατότητά της να παρέχει λύσεις
Ενδιαφέρον έχει και η σύνδεση έρωτα και θανάτου, θέμα γνωστό εξάλλου από την αρχαιότητα και από το δημοτικό μας τραγούδι, θέμα που συναντάται ακόμα και στα μοιρολόγια.
Ειδικά το δίπτυχο:μνήμα – νυφικό κρεβάτι ή γάμος – κηδεία («…να πεθάνεις, να πεθάνεις, Κωνσταντίνα, να μας βάλουν σʼ ένα μνήμα…»)
Γενικά, ο θάνατος στο ρεμπέτικο τραγούδι, προσλαμβάνεται ως συνέχεια του παρόντος, ως μετάβαση σε μια ζωή ανέμελη, χωρίς υποχρεώσεις, αντίθετα γεμάτης με διασκεδάσεις («…και το γλέντι αρχινάνε κι όλα γύρω τους τα σπάνε…»), έτσι που τελικά ο θάνατος όπως προσλαμβάνεται, ειδικά στα ρεμπέτικα, να μην αφήνει αίσθηση θλίψης, ούτε φυσικά να ωθεί στην αυτοχειρία, αντίθετα να μετατρέπεται σε ισχυρή κατάφαση ζωής.
Το λαϊκό τραγούδι όμως της δεκαετίας του ʼ50 και μεταγενέστερα χαρακτηρίζεται από στίχο πεισιθανάτιο, όπως λέει και ο Παναγιώτης σε προηγούμενο post, η θεματολογία θα είναι και πάλι καταθλιπτική, αντικαθρέπτισμα των αδιεξόδων της εποχής εκείνης.