Ρεμπέτικο και αυτοκτονία

Πάντως με την (πρόχειρη - υπογραμμίζω) ματιά που έριξα στο κείμενο από την “αρχαιολογία”, σχηματισα την εντύπωση ότι δεν πρόκειται παρά για μιά, επίσης πρόχειρη, ανθολόγηση ρεμπέτικων τραγουδιών, που μιλάνε για την αποστροφή απέναντι “σ’ αυτήν εδώ” τη ζωή, τα οποία ο συγγραφέας έχει κατατάξαι συλλήβδην ως “αυτοκτονικά”, χωρίς να μπει στον καν κόπο μιάς κοινωνικής αναγωγής της θεματολογίας και του περιεχομένου τους.

Χωρίς επίσης, να καταθέσει τον ίδιο του τον εαυτό σαν ακροατή. Κι έτσι η προσέγγισή του γίνεται, τουλάχιστον για τα δικά μου μέτρα και σταθμά, προσέγγιση τοκογλύφου - ρεμπετολόγου (και οι δυο λέξεις εντός εισαγωγικών). Ο συγγραφέας παίρνει (δωρεάν) τις λέξεις των τραγουδιών και τις τοκίζει με επιτόκια ΕΚΤ - ΔΝΤ.

Του ξέφυγαν όμως πολλά τραγούδια του συγγραφέα.
Δεν άντεξα ως το τέλος να δω αν <<χρησιμοποίησε>> στην <<έρευνά>> του το <<αυτοκτονικότερο>> όλων “φέρτε μια κούπα με κρασί” (κι αν δείτε φίλοι κάποτε μιά μάνα πικραμένη, πέστε ας το πάρει απόφαση κι ας μη με περιμένει), αλλά ίσως δεν το <<κατέταξε>> ως “ρεμπέτικο” αλλά ως “λαϊκό” λόγω χρονολογίας και γι’ αυτό το άφησε απ’ έξω.

Πόσο μάλλον να πάει σε Θεοδωράκη: ούτε “ρεμπέτης”, ούτε “λαϊκός” αυτός (ούτε μάγκας ούτε νταής): <<Μέσα στη ζωή που βρέθηκα γιά να πονώ βαρέθηκα>> - σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Οι οποίοι στίχοι λύνουν και την διαφωνία μου (στην αριθμητική) με την Πελαγία:

<<Διπλός καημός τετράδιπλη χαρά να 'σαι φτωχος με πλούσια καρδιά>>.

Στις περισσοτερες σχεσεις σημερα , δυστυχως , επικρατει η ζηλεια , ο φθονος και η κακια …
“Δικο σου ψωμι τρως , ξενο γκαιλέ τραβας” λεει μια παροιμια …
Και οσο σε βλεπει ο αλλος να προκοβεις , ακομα και αιμα σου να ειναι , τρελαινεται …
Που τα βρηκε , πως τα βρηκε , γι αυτο κι εχει γεμισει η κοινωνια ματοχαντρα και κομποσχοινια …

Επομενο λοιπον η χαρα σου , οταν την πεις καπου , να κοβεται στα δυό και να μη διπλασιαζεται …
Αλλα και στη λυπη σου , θα βρεις αδιαφορια , παγωμαρα , σε σημειο που να νοιωθεις πως την
εισπραττεις διπλη … (θελω να ελπιζω πως υπαρχει πανω σ`αυτο , καποια διαφοροποιηση , οταν
απτεται του θανατου) , τι να ειπω , εκει νομιζω και τα σιδερα λυγιζουν …

Επειδη εζησα και μεγαλωσα σε γειτονιες κι αλανες , σε αυλες και παλια ψηλοταβανα σπιτια , πριν
εγκλωβιστω στο 2Χ3 , επιτρεψτε μου να σας πω , πως κι εκεινα τα χρονια τα συναισθηματα και
τα ενστικτα ειχαν την ιδια βαρυτητα , αναλογα με την στόφα του ανθρωπου …
Δηλαδη εαν ηταν μικροψυχος , δόλιος , ζηλοφθονος , το`χε και δεν το συζητω …

Πολλες φορες αναρωτηθηκα εαν φταιει η αμορφωσια , για την διαμορφωση του χαρακτηρα …
Δεν ξερω ακομα και τωρα τι απαντηση να δωσω στο ερωτημα μου , αλλα κατεληξα πως μαλλον
ειναι αποτελεσμα ενωσης γονιδιακης ο χαρακτηρας καποιου και μετεπειτα επιδρουν αλλοι παραγοντες ,
ανατροφη , συναναστροφες , μορφωση , ευρυτερες κοινωνικες επαφες κ.λ.π.

Ναι , εχει φτωχους υπεροχους ανθρωπους και πλουσιους “δυστυχεις” …

σημ. στα χωρια που ειναι μικρες οι κοινωνιες , καποιος αντιλαμβανεται το φαινομενο της ομαδικοτητας
αλλα και της υποκρισιας συναμα , που επικρατει εις τους αιωνες των αιωνων αμην …

Άγη, όπως ακριβώς το λες, στο περιοδικό δεν υπήρχε η δυνατότητα για εκτενή αναφορά στο θέμα.
Συνήθως, στις συνεργασίες αυτές, ορίζεται από τα πριν και πολύ συγκεκριμένα ο χώρος που σου αναλογεί, επομένως συμπιέζεις εκ των πραγμάτων το θέμα σου, έστω κι αν θες να επεκταθείς περισσότερο.
Πόσο μάλλον που το θέμα εδώ ήταν κυρίως η παράσταση θανάτου, στην αρχαιότητα.

Θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε εδώ, σ’ αυτή την ενότητα, το θέμα του θανάτου στο λαϊκό τραγούδι.

Πελαγία, πολύ εύστοχες οι παρατηρήσεις σου ! :slight_smile:

Φαίνεται να αρχίζουμε να συμφωνούμε, τελικά, πως το άρθρο ήταν άστοχο ως προς το θέμα του, σε σχέση με το αφιέρωμα στο οποίο ενσωματώθηκε: άλλο “θάνατος ως πολιτισμικό γενονός”, ή ότι επιτέλους καταλαβαίνει ο καθένας από αυτόν τον προσδιορισμό και άλλο, πολύ άλλο, η αυτοχειρία, έστω ιδανική (μένει βεβαίως να καθορίσουμε τι ακριβώς είναι ένας ιδανικός αυτόχειρ για το σύνολο μιας κοινωνίας, όχι για τη γωνία προσέγγισης ενός μεμονωμένου ποιητή). Η γνώμη μου για το ίδιο το άρθρο, ιδωμένο αυτοτελώς και όχι μέσα από το σύνολο του αφιερώματος, είναι ότι δεν βρίσκονται στα ρεμπέτικα, στα λαϊκά τραγούδια αρκετά στοιχεία για να συνθέσει κανείς ένα κείμενο με τη συγκεκριμένη επικεφαλίδα, μετά από την έρευνα που θα κάνει. Γιαυτό και ο Γκ. αυτοαναιρείται συχνά μέσα στο κείμενό του.

Αν, τώρα, θέλετε να επικεντρώσουμε τη συζήτησή μας στον θάνατο όπως αυτός προσεγγίζεται, περιγράφεται ή ακόμα βιώνεται στο λαϊκό τραγούδι, υπάρχει μια διάσταση που έχει σημασία να τη δούμε στο πραγματικό της μέγεθος: όταν ένας ανατολίτης, λαϊκός και αμόρφωτος λέει “Βάλθηκες να με πεθάνεις” ή κάτι ανάλογο, εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνο που θα εννοούσε ένας Ευρωπαίος ή ένας καλλιεργημένος Αρχαίος Έλληνας ορθολογιστής εκστομίζοντας την ίδια φράση: ο λαϊκός άνθρωπος αρέσκεται στο στοιχείο της υπερβολής: ούτε το Χάρο με τα μάτια του βλέπει, επειδή μια γκόμενα του κάνει τσαλιμάκια ούτε ακονίζει το μαχαίρι η μάνα που στριγγλίζει Γιαννάακηηηή, θα σε σφάαξωω!

Αυτά τα τελευταία για να συνειδητοποιήσουμε πόσο πραγματικά πεισιθανάτιοι είναι κάποιοι (συχνά πασίγνωστοι) στίχοι λαϊκών τραγουδιών.

Πιστεύω πως αξίζει να συνεχιστεί η συζήτησή μας πάνω σʼ αυτό το θέμα.

Όχι τόσο πάνω στη βάση «ρεμπέτικου και αυτοκτονίας», όσο στο να δούμε το θάνατο ως πολιτισμικό γεγονός μέσα από το λαϊκό τραγούδι.
Γιατί σίγουρα η στάση απέναντι στο θάνατο αποτελεί μέρος της κουλτούρας μιας κοινωνίας, την προσδιορίζει αλλά και τη διαφοροποιεί από άλλες κοινωνικές ομάδες και εποχές.

Ξεχωριστό κομμάτι έρευνας θα πρέπει να αποτελέσουν οι αμανέδες.
Στους στίχους τους «μπαινοβγαίνει ο θάνατος» που θα έλεγε και ο ποιητής…
Όλοι σχεδόν με άμεσες ή έστω έμμεσες αναφορές στη φυματίωση, τουλάχιστον στα αποτελέσματά της: βήχα, εξάντληση, πόνο στο στήθος, αιμοπτύσεις, αδυναμία και εξάντληση σωματική και ψυχική.
Εξάλλου, η φυματίωση θέριζε εκείνη την εποχή (από το 1925 έως το 1937 έχουμε τα περισσότερα σχετικά τραγούδια, αν και το θέμα αυτό επανέρχεται και αργότερα και φτάνει έως και το 1952, π.χ. «Πέφτουν τα φύλλα από τα κλαδιά») και ως θέμα, η φυματίωση, έχει απασχολήσει γενικότερα όλες τις μορφές τέχνης, ειδικότερα βέβαια τη λογοτεχνία, όπως το συγκλονιστικό «Το Μαγικό βουνό» του Τ. Μαν.
Σʼ αυτή την κατηγορία τραγουδιών ο θάνατος αντιμετωπίζεται ως αναπόφευκτο γεγονός, μοιρολατρικά σχεδόν, αλλά και ως λύτρωση από μια ζωή που έχει καταντήσει βασανιστική και για τον ίδιο τον πάσχοντα και για το περιβάλλον του.
Έκδηλη η παρουσία και η αναζήτηση της μάνας ως παρηγοριά και δευτερευόντως το αγαπημένο πρόσωπο, ενώ είναι διάχυτη η θλίψη και το συναίσθημα της αδικίας, ειδικά όταν ο ασθενής είναιι νεαρής ηλικίας.

Στα ρεμπέτικα τραγούδια το θέμα του θανάτου αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά.
Εδώ ο θάνατος είναι πεδίο δράσης, τα αγαπημένα αντικείμενα (λουλάς, καλάμι, μπουζουκομπαγλαμάδες…) συνοδεύουν και στην άλλη ζωή, ο Χάρος σχεδόν απαξιώνεται, είναι ένα συνηθισμένο άτομο που μπορείς να πιάσεις μέχρι και κουβέντα μαζί του («…πες μας βρε Χάρε να χαρείς…») ακόμα και ο κίνδυνος του θανάτου γελοιοποιείται (π.χ. «μάγκες πιάστε τα γεφύρια, να μην έχουμε τα ίδια»).
Βέβαια, πλέκεται το εγκώμιο του νεκρού («τέτοιο δερβίσικο παιδί… τον κλαίμε όλοι μας μαζί…» «…πέθανε κι ένας ντερβίσης κι ένας νυχτογυριστής…».), εγκώμιο το οποίο δείχνει και τον κώδικα αξιών, αποτελεί επίσης μαζί και συνεκτικό δεσμό μεταξύ των μελών της ομάδας, εκφράζει ακόμα και την απειλή για τη συνοχή της ομάδας από την απουσία του.
Εκφράζεται περιφρόνηση, απαξίωση προς τα υλικά αγαθά («…γιατί στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε, ταʼ χουν και τα θυμιάζουνε, δεν ξέρουν να τα φάνε…»), απαξίωση και προς την (ιατρική) επιστήμη και στη δυνατότητά της να παρέχει λύσεις
Ενδιαφέρον έχει και η σύνδεση έρωτα και θανάτου, θέμα γνωστό εξάλλου από την αρχαιότητα και από το δημοτικό μας τραγούδι, θέμα που συναντάται ακόμα και στα μοιρολόγια.
Ειδικά το δίπτυχο:μνήμα – νυφικό κρεβάτι ή γάμος – κηδεία («…να πεθάνεις, να πεθάνεις, Κωνσταντίνα, να μας βάλουν σʼ ένα μνήμα…»)
Γενικά, ο θάνατος στο ρεμπέτικο τραγούδι, προσλαμβάνεται ως συνέχεια του παρόντος, ως μετάβαση σε μια ζωή ανέμελη, χωρίς υποχρεώσεις, αντίθετα γεμάτης με διασκεδάσεις («…και το γλέντι αρχινάνε κι όλα γύρω τους τα σπάνε…»), έτσι που τελικά ο θάνατος όπως προσλαμβάνεται, ειδικά στα ρεμπέτικα, να μην αφήνει αίσθηση θλίψης, ούτε φυσικά να ωθεί στην αυτοχειρία, αντίθετα να μετατρέπεται σε ισχυρή κατάφαση ζωής.

Το λαϊκό τραγούδι όμως της δεκαετίας του ʼ50 και μεταγενέστερα χαρακτηρίζεται από στίχο πεισιθανάτιο, όπως λέει και ο Παναγιώτης σε προηγούμενο post, η θεματολογία θα είναι και πάλι καταθλιπτική, αντικαθρέπτισμα των αδιεξόδων της εποχής εκείνης.

Ελένη , πολυ ωραιο και αναλυτικα περιεκτικο το αρθρο σου !!!

Αν και η γεννηση ειναι γεγονος χαρμοσυνο , η ιδια η ζωη που ανθιζει και εξελισσεται ,
πραγματι ο θανατος εχει μεγαλυτερη βαρυτητα , ειδικα εκεινα τα δυσκολα χρονια
και αποτελει πολο ελξης για να γραφουν εξαιρετικα τραγουδια …

Αν εμβαθυνει κανεις , θα διαπιστωσει κι απο μονος του , πως ο θανατος ειναι πιο
δυνατο γεγονος , ειναι το κλεισιμο ενος κυκλου , με ο,τι κι αν περιλαμβανει , εχει μια
επισημοτητα διοτι κλεινει μεσα του το τελος μιας ζωης …

Και μια ζωη , ειναι μια ζωη , διαφορετικη για τον καθενα , αλλα ενα συνολο δοκιμασιων
εμπειριων , δημιουργιας κλπ.

Πραγματικά, Πελαγία μου, τα σημαντικότερα τραγούδια, όλων των κατηγοριών, δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ακόμα και τα «ελαφρά» έχουν σχέση περισσότερο με το θάνατο, όχι με τη γέννηση.

Εκείνο που εντυπωσιάζει επίσης είναι πως στην αντιμετώπιση του θανάτου δεν παρατηρείται επίδραση της χριστιανικής θρησκείας, δεν υπάρχουν π.χ. νύξεις για διαχωρισμό ψυχής – σώματος.
Οι συχνές αναφορές στο Χάροντα, στον Άδη, στο «ταξίδι» από τον επάνω κόσμο στον κάτω, δείχνουν πόσο πολύ τελικά επικράτησαν δοξασίες και έθιμα προχριστιανικά, βαθιά εδραιωμένα απʼ ό,τι φαίνεται στη συνείδηση των λαών της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου.

Υ.Γ. Φαίνεται πως οι αντοχές μας μικραίνουν…
Παλιότερα το cd με τους αμανέδες το άκουγα από την αρχή μέχρι το τέλος και αρκετές φορές μάλιστα.
Τώρα, μετά το 4ο τραγούδι στη σειρά, πάτησα stop… :084:

Υ.Γ. Φαίνεται πως οι αντοχές μας μικραίνουν…
Παλιότερα το cd με τους αμανέδες το άκουγα από την αρχή μέχρι το τέλος και αρκετές φορές μάλιστα.
Τώρα, μετά το 4ο τραγούδι στη σειρά, πάτησα stop… :084:

Και πολυ καλα κανεις !!! Ασε να τους ακουει ο “αμανεδοπληκτος” Μπλεκος ,
τον οποιο σημειωτεον τον ακουσα να “αμανεδιαζει” και εμεινα παγωτο !!!
Ειναι “φοβερος” , του βγαζω το καπελλο !!! Αλλα παραλληλα και σεμνος …

(κρυβει πολλα ταλεντα το φορουμ μας και πρεπει να ειμαστε περηφανοι) !!! :088::slight_smile:

Σε πάρα πολλά θέματα τα ρεμπέτικα δεν συντονίζονται με τις επιταγές της θρησκείας. Ειδικά για το διαχωρισμό ψυχής – σώματος
Πρέπει να σκέφτεται κανείς την ώρα του θανάτου,
ότι θα μπει στη μαύρη γης και σβήνει το όνομά του.
Αλλά και
Έβγα ψυχή απ’ το κορμί και μη με βασανίζεις,
όλα για σε χαθήκανε τίποτα μην ελπίζεις.
Η αθανασία της ψυχής δεν πέρασε, τουλάχιστον στα δύο αυτά κείμενα αμανέδων που τραγούδησε η Ρόζα.

Να προσθέσω κάτι ακόμα, από τη μαρτυρία του Μάθεση, όπως έχει καταγραφεί στη βιογραφία του από τον Καραντή αλλά και στη “Ρεμπέτικη ιστορία” του Χατζηδουλή.

Ο Μάθεσης, αναφέρθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και σε έναν μάγκα, το “φόβητρο της Φρεαττύδας” όπως τον αποκαλούσαν, το Στρίγκλα.
Λέει πως ο Στρίγκλας ήτανε φίλος του παλιά, αλλά πως αυτά στη μαγκιά δεν παίζουν ρόλο.
Υπήρξε παρεξήγηση και έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους και τους ξεκαθάρισαν με μαχαίρι, το 1938.
Ο Στρίγκλας έχασε τη ζωή του από το Μάθεση στη συμπλοκή αυτή.
Λέει λοιπόν ο Μάθεσης πως λίγες μέρες μετά το φονικό, πήγε στον τάφο του, μαστούριασε και μετά …αποπάτησε… γιατί το είχαν συμφωνήσει πως όποιος καθάριζε από τους δυο θα πήγαινε να … χ**** στον τάφο του άλλου…

Αυτό το περιστατικό - δεν ξέρω βέβαια αν είναι μεμονωμένο - δείχνει πως ο θάνατος, ο τάφος, συνδεόταν και με το ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών, η όποια εκδικητικότητα συνεχιζόταν ακόμα και εκεί.
Όπως και ότι, η αφαίρεση ζωής κάποιου σημαίνοντος προσώπου από το χώρο της μαγκιάς, λειτουργούσε και ως διαβατήριο, ως αναγνώριση για την αποδοχή του στον κόσμο αυτό.
Αυτό όμως σίγουρα ήταν η εξαίρεση. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών και άνευ λόγου επίδειξη δύναμης ήταν καταδικαστέα και την περιπαίζανε στο χώρο του ρεμπέτικου (π.χ. στο “φιγουρατζή” )

Mε αυτές τις παρατηρήσεις σας, μου δίνεται η αφορμή να κάνω μία επισήμανση:

Τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής ψάλλονται, οι μεν δύο πρώτες στάσεις σε ήχο πλ.α’, η δε τρίτη σε ήχο βαρύ εναρμόνιο. Ο πλ.α’ ήχος εκφράζει την χαρμολύπη. Ναι μεν δυσάρεστο το γεγονός του θανάτου, αλλά έχουμε και την ελπίδα της Αναστάσεως.
Ο βαρύς εναρμόνιος είναι ήχος εμβατηριακός. Ενώ το κείμενο μιλάει για θάνατο: “Ο Ιωσήφ κηδεύει μετά του Νικοδήμου νεκροπρεπώς τον Κτίστη… Έραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα…”, η μουσική είναι κάτι παραπάνω από χαρούμενη: Ουσιαστικά χλευάζει τον θάνατο!!!
Στην Αναστάσιμη Λειτουργία η ευχή που διαβάζεται στο τέλος, λέει:“Πού σου θάνατε το νίκος; Ανέστη Χριστός.”

[Να διευκρινίσω βέβαια, ότι δεν αναφέρομαι στον τρόπο του ψάλλειν, που δυστυχώς συνηθίζεται από πολλούς οι οποίοι θέλοντας να το κάνουν πιο ρεαλιστικό, βάζουν και συνάισθημα (“και κλάαααμα η κυρία”, που έλεγε κι ο Κλιν), ωραιοποιώντας τα ή και τα τετραφωνίζουν. Αναφέρομαι στο ήθος που απαιτεί ο κάθε ήχος.]

Έχω την εντύπωση πως αυτή η νοοτροπία έχει περάσει και στην δημοτική μουσική και στο ρεμπέτικο. (Αναμενόμενο κάπου, γιατί με αυτήν η εκκλησία παιδαγωγούσε τους ανθρώπους επί 2000 χρόνια.) Το κείμενο μιλάει για δυστυχία ή και θάνατο, αλλά η μουσική είναι χαρούμενη.
Δηλαδή, είναι σαν να λέει: ΜΗ σε πάρει από κάτω. Ό,τι δυσκολία και να έχεις, θα το παλαίψεις…

Κατά ένα περίεργο τρόπο αυτό άρχισε να αλλάζει από το 50 και μετά.
Τα χαρούμενα τραγούδια, μπορεί να καταντήσουν και ρομαντικά.
Τα λυπητερά, πολλές φορές καταντάνε μαύρη απελπισία… (Και τα Εγκώμια της Μ.Π., ενίοτε και θέατρο…) Λες και άλλαξε η ψυχολογία του Λαού μας…