τί δυνατές εκτελέσεις! λοιπόν, το “μη με στέλνεις μάνα” μου θύμισε περισσότερο την ηχογράφηση με τις τσαμπούνες από την μύκονο, παρά την εκτέλεση του σέμση. τελικά ποιό ήταν πρώτο;
τί δυνατές εκτελέσεις! λοιπόν, το “μη με στέλνεις μάνα” μου θύμισε περισσότερο την ηχογράφηση με τις τσαμπούνες από την μύκονο, παρά την εκτέλεση του σέμση. τελικά ποιό ήταν πρώτο;
Του Σέμση, πιστεύω.
Μετά από κάμποσες σκέψεις και κόντρα σκέψεις καταλήγω ότι η πιο πλούσια μελωδία του Σέμση θα μπορούσε εξίσου καλά να είναι μετεξέλιξη της πιο απλής των τσαμπουνιέρηδων όσο και το αντίστροφο, η απλή να είναι προσαρμογή της πιο πλούσιας. Άρα ισοπαλία ως προς αυτό. Αλλά το πνεύμα των στίχων δεν ταιριάζει με την ανώνυμη παραδοσιακή (δημοτική -να το πούμε έτσι για να φανεί πιο έντονα το αταίριαστο) παράδοση.
Εντωμεταξύ, αν δεν είχα δει την παράσταση του Μυστακίδη για τη μετανάστευση, δε θα είχα προσέξει ποτέ τι ακριβώς λέει αυτό το τραγούδι: η κόρη που την μπαρκάρουν πακέτο και τη στέλνουν στον «Αμερικάνο» γαμπρό που ούτε αγαπάει ούτε, μάλλον, γνωρίζει. Οι Νύφες που έδειχνε κι η ταινία.
Ε, αν ήταν παραδοσιακό το τραγούδι θα τα έλεγε κάπως αλλιώς όλα αυτά.
σ’ ευχαριστώ περικλή, κι εγώ τις ίδιες ακριβώς αμφιβολίες είχα αλλά εμπιστεύομαι την κρίση σου.
Πολύ σωστά. Έχουν συμβεί αρκετά συχνά και τα δύο, είτε ένας λόγϊος / εμπορικός συνθέτης να παίρνει μια «πρωτόγονη» λαϊκή μελωδία και να την παρουσιάζει εμπλουτισμένη με (λαϊκότροπα!) επιπλέον μοτίβα ή, αντίστροφα, ένας λαϊκός ερμηνευτής να «δανείζεται» εμπορική μελωδία και να την απλουστεύει όσο χρειάζεται για να ταιριάξει στα δικά του πρότυπα. Αντίστοιχα, εδώ:
θα παρατηρήσω ότι θεματικές που προέκυψαν από την πρακτική, να «τακτοποιούνται» άγαμοι μετανάστες με νύφες που προτείνονταν μόνο μέσω φωτογραφίας (αφού δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι), παράγουν λαϊκά τραγούδια που πλέον δεν μπορούμε να τα δούμε, στον 20όν αιώνα πια, ως καθεαυτού δημοτικά, στο στίχο τουλάχιστον [ενώ η μουσική θα μπορούσε ακόμα να αντληθεί από παλαιότερα και δοκιμασμένα μελωδικά πρότυπα που έχασαν την σύνδεσή τους με το (παλαιότερο) γεγονός που τα γέννησε και επομένως, προσφέρονταν για “φρέσκια” στιχουργική επένδυση]. Απλούστατα, δηλαδή, στον 20όν αιώνα το παλιό παραδοσιακό (Δημοτικό) τραγούδι φθίνει και βέβαια, γύρω στον 2ο Παγκόσμιο, πεθαίνει οριστικά.
Η αλήθεια είναι ότι δημοτικά τραγούδια για γεγονότα του Β’ Π.Π. υπάρχουν περισσότερα απ’ όσα νόμιζα. Άκουσα πρόσφατα τέτοια τραγούδια, λ.χ., για αρκετά από τα γερμανικά ολοκαυτώματα χωριών (της Καντάνου, της Παραμυθιάς…), επίσης βορειοηπειρώτικα για τον πόθο της ένωσης με την Ελλάδα που ζωντάνεψε στο Αλβανικό, κλπ., ενώ πρακτικά ένα μόνο τέτοιο ήξερα από πριν, το Χίτλερ να μην το καυχηθείς, κι αυτό ριζιτικοφανές με επώνυμο δημιουργό. Αλλά ναι, βασικά όπως τα λέει ο Νίκος είναι.
Ακριβέστερο θα ήταν “Μετά τον 2ο Παγκόσμιο, πεθαίνει οριστικά”. Εντύπωση μου κάνει, και καλό θα ήταν να ακούσουμε και άλλους φίλους, ότι ο Εμφύλιος δεν φαίνεται να σχολιάστηκε από τη “λαϊκή μούσα”. Εγώ τουλάχιστο, μετά το τσάμικο “Να ζήσει ο Ζέρβας μας, ο Ναπολέοντας”, δεν άκουσα μεταγενέστερο δημοτικό τραγούδι.
Υπάρχει και αυτό το τραγούδι που γράφτηκε πάνω σε παλιότερη μελωδία για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη.
“Σηκώνομαι πολλά πρωί”.
Και εδώ μια αναφορά στον Ημεροδρόμο στο ίδιο τραγούδι.
https://www.imerodromos.gr/aris-6/
Τα λόγια πάντως τα έχω βρει και με άλλη παραλλαγή.
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=lev2&song_id=12285&lev=63532
Ναι, αυτό ΕΙΝΑΙ δημοτικό. Είναι φτιαγμένο ακριβώς όπως όλα τα «υμνητικά» δημοτικά, με δάνεια από προϋπάρξαντα στιχάκια που δένονται μαζί για να φτιάξουν το τραγούδι του Άρη και μόνο του Άρη. Προστέθηκαν μόνο ελάχιστες καινούργιες λέξεις: Αντάρτικο, Άρης, τραυματισμένος (έναν αιώνα πριν, θα ήταν λαβωμένος), παλιομπουραντάδες, αυτόματο. Δάνεια και η μουσική βεβαίως, όπως γινόταν πάντα.
(είναι ένα μόνο, όμως, θα περίμενα δεκάδες. Σίγουρα «υπόλογο» γι αυτό, είναι και το γενικότερο κλίμα της εποχής….)
Νίκο, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κι άλλα που δεν τα ξέρουμε. Χωρίς βέβαια να αλλάζει αυτό που είπατε εσύ και ο Περικλής ότι το δημοτικό μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο πεθαίνει. Οι λόγοι γι αυτό είναι πολλοί, αν και προσωπικά πιστεύω ότι ο βασικότερος λόγος είναι η κατευθυνόμενη ερήμωση της επαρχίας από την κεντρική εξουσία. Έχουμε την αλλαγή περιβάλλοντος και τρόπου ζωής των ανθρώπων που μπορούσαν να δημιουργήσουν δημοτικό τραγούδι.
Υπάρχουν πολλά αντάρτικα τραγούδια χωρίς συγκεκριμένο (ή τουλάχιστον χωρίς γνωστό) δημιουργό, που διαδόθηκαν στόμα με στόμα, που ωστόσο δεν είναι εύκολο πάντα να πεις αν είναι δημοτικά αντάρτικα ή απλώς αντάρτικα. Ακόμη και ταγματασφαλίτικα υπάρχουν. Υπάρχει μάλιστα τουλάχιστον μία περίπτωση αντάρτικου και ταγματασφαλίτικου με την ίδια μελωδία.
Μια ακόμη δυσκολία κατάταξης είναι και το ότι ένα τραγούδι για τους αντάρτες, αν είναι απλώς γενικόλογα υμνητικό γι’ αυτούς, δεν είναι εύκολο να πεις αν είναι τραγούδι για τον Β’ Πόλεμο (αντίσταση) ή για τον εμφύλιο.
Ένα αντάρτικο τραγούδι ανώνυμου δημιουργού θα δημιουργήθηκε, το πιθανότερο, από αντάρτες. Ένα ταγματασφαλίτικο, αντιστοίχως. Αλλά κι ένα κλέφτικο, πολύ συχνά ήταν αυτοϋμνητικό δημιούργημα των κλεφτών.
Αντάρτικα σκέτα ξέρω αρκετά, άκουγα και τον μακαρίτη τον Τζαβέλα. Ο Ξένος σίγουρα είχε φτιάξει κάμποσα ο ίδιος. Εγώ αναφερόμουνα σε δημοτικά, ειδικά.
Όχι πολύ συχνά, σχεδόν ο κανόνας ήτανε, αλλά ο υμνούμενος καπετάνιος δεν νομίζω να το έφτιαχνε ο ίδιος, είχε και παλληκάρια…
Περικλή εγώ εννοώ δημοτικά αντάρτικα και όχι τα γνωστά αντάρτικα που ξέρουμε πιθανότερα οι περισσότεροι.
Θυμάμαι ένα απόσπασμα, αλλά δεν θυμάμαι που το έχω διαβάσει. Που ένας αντάρτης λέει ότι “εμείς τραγουδάγαμε δημοτικά και αντάρτικα, αυτά τα τραγούδια, (και εννοούσε τα λαϊκά - ρεμπέτικα), δεν τα ξέραμε. Εδώ στην Αθήνα τα μάθαμε”.
Ο κύριος όγκος των ανταρτών και στον Β΄ παγκόσμιο και στον εμφύλιο ήταν από την επαρχία, και όχι από τις μεγάλες πόλεις.
Αυτό έλαβαν υπ’ όψιν τους οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις και ερήμωσαν την επαρχία.
Αντάρτικο απεραθίτικο. Δεν είναι τυπικά αυτό που λέμε «δημοτικό», αλλά πάντως είναι απολύτως σύμφωνο με το τοπικό στυλ παραδοσιακών σκοπών και τραγουδιών.
Η μελωδία είναι τοπική παραλλαγή ενός σκοπού που απαντά σε πάρα πολλά μέρη, κυρίως αιγαιοπελαγίτικα αλά όχι αποκλειστικά, και που νομίζω ότι τον έχουμε ξανασυζητήσει (Αμπελοκουτσούρα Ικαρίας, Αγέρανος Πάρου, Δετός Χίου και πολλά άλλα). Στον ίδιο σκοπό έχω ακούσει και ταγματασφαλίτικο τραγούδι, με κλαρίνα, σε στουντιακή ηχογράφηση που μάλλον πρέπει να είναι περίπου της εποχής του Εμφυλίου ή κοντά.
Κάπου στο ΥΤ κυκλοφορεί κι ένα άλλο αντάρτικο από τη Νάξο, επίσης τυπικό ναξιώτικο με κοτσάκια. Θυμάμαι τον στίχο «δαφνοστρώσετε τις στράτες / να περάσουν οι αντάρτες» αλλα΄δεν μπορώ να το ξαναβρω.
Παρά ταύτα επιμένω, όσο κι αν αυτά δεν είναι καλά παραδείγματα, ότι μερικές φορές δεν είναι ξεκάθαρα τα όρια:
α) ανάμεσα σε δημοτικό αντάρτικο και απλώς αντάρτικο
β) ανάμεσα σε αντάρτικο του εμφυλίου και σε τραγούδι της Αντίστασης.
Κι η επαρχία δεν άκουγε λαϊκά; Ακόμη και ευρωπαϊκά άκουγε.
Υπάρχει μια εκτενής καταγραφή ενός Λασιθιώτη ριμαδόρου-μαντολινιέρη, που τραγουδάει διάφορες δικές του ρίμες, ως επί το πλείστον σχετικές με τον Δεύτερο Πόλεμο (αλλά και μία για την Αρπαγή της Τασούλας και κάποιες άλλες), σε ηχογράφηση πάρα πολύ κοντά τότε (1950 νομίζω). Οι σκοποί στους οποίους έχει προσαρμόσει τους στίχους του είναι:
-διάφορες λασιθιώτικες κοντυλιές
-ο Ερωτόκριτος
-το Χατζηκυριάκειο!
-ένα άλλο ρεμπέτικο δυσκολογνώριστο, ίσως το Παιχνίδι του Αμερικάνου
-Όσο βαρούν τα σίδερα
-μερικά ελαφρά που δεν τα γνωρίζω
-μερικά που, όσο καταλαβαίνω από τη διασκευή του, πρέπει να ήταν εμβατήρια.
Τα έργα του είναι λαϊκή παράδοση, όχι όμως δημοτική. Πάντως μοιάζει να ήταν «ο ριμαδόρος του χωριού». Και μοιάζει, πάλι, ότι με πλήρη αυυθορμητισμό και χωρίς ίχνος ταξινομικών διακρίσεων, τραγουδάει σε οποιονδήποτε σκοπό τού είναι οικείος.
Πιο πιθανό είναι να άκουγε ευρωπαϊκά παρά λαϊκά. Μέσα από την γραπτή παράδοση της εποχής έχουμε περιγραφές για την αστική τάξη των μεγάλων επαρχιακών πόλεων που μιμείται την αθηναϊκή αστική τάξη. Με τους χορούς της και το ελαφρό τραγούδι. Μιλάμε για την προπολεμική εποχή, που η συνέχειά της διακόπηκε βίαια από τον πόλεμο. Πριν προλάβει να εξαπλωθεί το λαϊκό τραγούδι. Άρα είναι λογικό, το μεγαλύτερο ποσοστό των αγροτικών πληθυσμών, να μην έχει τα λαϊκά τραγούδια στα ακούσματά του. Τα ακούει αργότερα με την μεταφορά του στις πόλεις και την εξάπλωση του λαϊκού τραγουδιού.
Θα συμφωνήσω μαζί σου ότι τα όρια πολλές φορές μπερδεύονται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε και ξεκάθαρα παραδείγματα γνήσιων δημοτικών όπως αυτό το παράδειγμα που έφερα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα ξέρουμε, γιατί δεν ξέρω αν έτυχε κάποιος να ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό και να καταγραφούν.
Ότι έχουμε, έχουμε. Αλλά το πόσα έχουμε δε νομίζω να είναι γνωστό, ή να είναι εύκολο να βρεθεί.
Δεν θα διαφωνήσω ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Αλλά και τι είναι εύκολο Περικλή? Η δουλειά που έχεις κάνει για τους αμανέδες για παράδειγμα ή οι έρευνες που έχει κάνει ο Νίκος ο Πολίτης ήταν εύκολες?
Πάντως όσο ψάχνω όλο και κάτι βρίσκω:
Ένα από τα προβλήματα που βλέπω ήδη, είναι ότι θα πρέπει να ψαχτούν πολλές τοπικές παραδόσεις, γιατί κάθε περιοχή είχε τα δικά της τραγούδια.
Ερώτηση: Μήπως είναι καλύτερα να διαχωριστεί το νήμα έτσι ώστε οτιδήποτε άλλο βρεθεί να μπορεί να μπει χωρίς να επηρεάζει το κεντρικό θέμα για την Μαρία Ξανθάκη?
Συμφωνώ κι εγώ ότι με τον Δεύτερο Πόλεμο, τον Εμφύλιο κι ένα διάστημα λίγων χρόνων ακόμη (μαζικός ξενιτεμός ‘60), έγινε μία μεγάλη τομή στη συνέχεια του λαϊκού πολιτισμού. Διάφορα πράγματα που επί χιλιάδες χρόνια γίνονταν, με τις εξελίξεις τους προς τα δω ή προς τα κει, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις τους, αλλά πάντως χωρίς διακοπή, τότε σταμάτησαν για πρώτη φορά να γίνονται.
Διαλύθηκε ο κοινωνικός ιστός που μέχρι τότε ήταν διαμορφωμένος κατά τέτοιον τρόπο ώστε, ανάμεσα σε άλλα, να έχει και τη δημιουργία δημοτικών τραγουδιών ως αυτονόητο και προφανή τρόπο έκφρασης.
Έχω διαβάσει πολύ ωραίες, διαφωτιστικές και πειστικές περιγραφές γι’ αυτό σε σχέση, συγκεκριμένα, με την περιοχή του Έβρου και τις γκάιντες. Είναι κρίμα που δεν μπορώ να δώσω παραπομπή, αλλά βασικά η μεν διαπίστωση ήταν ότι «πριν» δεν υπήρχε χωριό χωρίς τουλάχιστον έναν γκαϊτατζή και δεν υπήρχε Κυριακή χωρίς χορό στην πλατεία για όλους, και μάλιστα με τραγούδι από τους χορευτές (δηλαδή συμμετοχικά, χωρίς ακροατές, μόνο με τελεστές) και «μετά» ξαφνικά όλο αυτό σταμάτησε. Η δε ερμηνεία ξεκινάει από την ειδική συγκυρία ότι εκεί στη Β. Ελλάδα η γκάιντα είχε ταυτιστεί με τις χώρες σοβιετικής επιρροής και τους… Εαμοβούλγαρους (αυτό, πες, δεν αφορά όλη την Ελλάδα), και επίσης από την κατάσταση μόνιμου πένθους σ’ όλα τα χωριά που είχαν ερημώσει από νιάτα γιατί όλοι έφευγαν μετανάστες, και σταδιακά προχωράει σ’ όλη αυτή τη διάλυση που έλεγα, την κατάρρευση του παλαιού κόσμου χωρίς να έχει ανατείλει κανένας νέος.
Μετά από λίγο όμως, σε άλλα μέρη έχουμε και την ανάδυση ενός νέου κόσμου. Το κενό που δημιουργήθηκε από τη διακοπή της τελετουργίας του δημοτικού τραγουδιού / μουσικής / χορού έρχεται να το καλύψει η μουσική βιομηχανία, η μουσική διασκέδαση:
Η ερήμωση των χωριών δεν έγινε μόνο από την εξωτερική μετανάστευση αλλά και από την εσωτερική. Ανάμεσα στους χιλιάδες εργάτες που συρρέουν στο μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας, κάποιοι ήταν στο χωριό τους τοπικοί μουσικοί, που για πρώτη φορά συναντάνε άλλους τοπικούς μουσικούς που, στον τόπο τους, δε θα τους συναντούσαν ποτέ γιατί είχαν διαφορετικές ακτίνες δράσης.
Με αφορμή ένα πρόσφατο νήμα Σταύρος Μαυροδημητράκης (Σολίστας, Κρητικό Λαούτο) - #2 από pepe , είχαμε σχολιάσει πώς αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως «κρητική μουσική» δημιουργήθηκε στην Αθήνα, σε δισκογραφικά στούντιο και κέντρα διασκεδάσεως, από μουσικούς που κατάγονταν από μακρινά μεταξύ τους μέρη του νησιού.
Αντίστοιχα και με τους Κυκλαδίτες: οι Ξανθάκηδες, λέει, ήρθαν από τη Σίφνο στην Αθήνα γύρω στο ‘60, έκαναν καριέρα ως συγκρότητμα, και κάποια στιγμή τους βρίσκουμε να παίζουν με τους Κονιτοπουλαίους από τη Νάξο. Οι προπάτορές τους όμως, οι μεν στη Νάξο οι δε στη Σίφνο, δεν το είχαν κάνει αυτό το σμίξιμο γιατί πώς να το κάνουν, και πότε, και πού; Κάθε μέρα χωράφι, και σε καμιά γιορτή βιολί. Ενώ στην Αθήνα δεν έπαιζαν σε γιορτές (μπορεί σε κανέναν γάμο συντοπιτών τους, αλλά περιθωριακά - και αν), έπαιζαν σε μαγαζιά και σε δίσκους, που έφταναν και πίσω στο νησί και στα πέριξ νησιά.
Αυξήθηκε μήπως η παρουσία στρατιωτικών, λόγω πρόσφατης Βουλγαρικής κατοχής, εμφυλίου κλπ σε σημείο που να επιβάλουν οι στρατιωτικοί τα γούστα τους (κλαρίνο ή μπουζούκι) και εκτός στρατώνα; Επίσης λόγω βουλγαρικής κατοχής και συνεπακόλουθου εθνικού ξεκαθαρίσματος και εκβουλγαρισμού, είχαν φύγει πάρα πολλοί εσωτερικά εκτοπισμένοι προς τη γερμανική ζώνη κατοχής, δε ξέρω πόσοι από αυτούς επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση. Η περιοχή υπό βουλγαρική κατοχή είναι ειδική περίπτωση, αλλά και η περιοχή κοντά στο Γράμμο και Βίτσι είναι ειδική περίπτωση, η καταστροφή με τον εμφύλιο δε συγκρίνεται με τις συνέπειες του εμφυλίου σε άλλα μέρη.
Παραθέτω δύο γνωστά, δημοτικά τραγούδια που είναι γραμμένα λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο και τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα σε πολλές στεριανές περιοχές.