Δεν είναι ρεμπέτικο αλλά το θεωρώ το τραγούδι της ημέρας

Έλα να πάμε στα καμένα
στον Υμηττό και στην Αυλώνα
Πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου
Πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου
Δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου

Έλα και πάρε με μαζί σου
στην Κυριακάτικη εκδρομή σου
Βγάλε με στο χλωρό κορμί σου
στις εκβολές του παραδείσου

Έλα να πάμε στα καμένα
δεν μας χωράει πια το σπίτι
Έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες, σα Δευτέρες
Έρχονται φλόγες απ’ τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει
μέσα στον πύρινο της χνώτο
από τον έσχατο στον πρώτο

Έλα να βγούμε απ’ το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες
Πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ στο χείλος της Αβύσσου
Και άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ’ ένα φιλέτο τόνο

Να δείχνει φονικά και φλόγες
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες
Ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα

Με τα παιδάκια μας στον ώμο
για να μας δείχνουνε τον δρόμο
Για να μας δείχνουνε τον δρόμο

Το “Τραγούδι του 'Αρη” ή αλλιώς “Μικρό χωριό” έχει την ίδια μελωδία με το τραγούδι “Τίτο”, νομίζω από την ταινία Σουτιέσκα που έγραψε μουσική ο Θοδωράκης. Ξέρει κανείς τις μουσικές ρίζες αυτού του τραγουδιού;

Είναι του Μιχάλη Γκανά και λέγεται “Στα καμένα”. Βρίσκεται στο δίσκο του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα Ρίξε κόκκινο στη νύχτα. (Νομίζω):230:

Μάλλον τα μπερδέψαμε.

Και σε άλλη συζήτηση αναφέρθηκε το τραγούδι με τίτλο: “Στα καμένα”, εδώ:

Τώρα για το άλλο τραγούδι που ρωτά ο Κακοφωνίξ:

Τίτλος: «Του καπετάν Άρη»
Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει,
το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο, με αντάρτες παλικάρια.
Έλα, βρε άπιστε Ιταλέ κορόιδο Μουσολίνι,
να μετρηθούμε οι δυο μαζί, να δεις το τι θα γίνει.
Δεν έχεις γέρους κι αρρώστους, μικρά παιδιά να σφάξεις,
ούτε κοπέλες ντροπαλές, ούτε χωριά να κάψεις,
παπάδες για να τυραννάς, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Άρη,
που γρήγορος σαν τον αϊτό, σαν το γοργό τ’ αγέρι,
προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι.

Είναι αντάρτικο τραγούδι, δημιουργία των μαχητών του ΕΛΑΣ, το ΄42, με αναφορές στο Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας.
Αδέσποτο, η μελωδία γνωστή και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής, στη Ρουμανία και Βουλγαρία.

Στην έκδοση της ΠΕΕΑ “Πολεμάμε και τραγουδάμε” σε έρευνα, καταγραφή, επιμέλεια Μαρίας Δημητριάδου, αλλά και αλλού, αναφέρονται, στίχοι: Ναυσικά Φλέγκα - Παπαδάκη, μουσική: Αλέκος Ξένος.
Βέβαια, το τραγούδι διαδόθηκε κι έγινε κοινό κτήμα και η πληροφορία για τους δημιουργούς του απλώς φέρνει στο νου ότι και στα πιο “αδέσποτα” τραγούδια, π.χ. Ιτιά, Παιδιά της Σαμαρίνας, Ένας αϊτός καθότανε κλπ, κάποιος έχει φτιάξει τους στίχους και τη μουσική, απλώς δεν μας είναι γνωστός.

Άραγε υπάρχουν δείγματα από τέτοιες βαλκανικές μελωδίες;

Δε συμφωνώ. Η λεγόμενη «συλλογική δημιουργία» είναι όντως συλλογική, όσο κι αν δε μαζεύτηκε όλος ο «λαός» να βάλει ο καθένας μια λέξη και μια νότα.

Στο δημοτικό τραγούδι το έχω μελετήσει αυτό μέχρι σημείου να είμαι αρκετά ισχυρά πεπεισμένος για την παραπάνω θέση, και να έχω σχηματίσει και κάποια εικόνα για τους μηχανισμούς της συλλογικής δημιουργίας. Νομίζω άλλωστε ότι έχω εκθέσει κι εδώ τις απόψεις μου. Στον μηχανισμό αυτό, ένας καταλυτικός παράγοντας είναι η προφορική μετάδοση.

Σε περιπτώσεις όπως το αντάρτικο τραγούδι, η προφορική μετάδοση είναι και πάλι παρούσα, και πάλι καταλυτικης σημασίας, υπάρχει βέβαια η σημαντική διαφορά ότι μιλάμε για διαδικασία διάρκειας λίγων χρόνων και όχι μακραίωνη όπως στα δημοτικά, αλλά οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό θα ισχύουν ανάλογα.

Για το συγκεκριμένο αντάρτικο δε γνωρίζω τίποτε. Γενικά όμως, σε κάθε τραγούδι όπου αναφέρονται συγκεκριμένοι δημιουργοί, δύο τινά συμβαίνουν:
α) είτε αυτοί είναι όντως οι πραγματικοί δημιουργοί, οπότε δεν είναι αδέσποτο
β) είτε είναι αδέσποτο και οι δημιουργοί αναφέρονται αυθαίρετα (όπως σε διάφορα δημοτικά που κάποιος έτυχε να προλάβει να τα καπαρώσει στο όνομά του για να εισπράξει δικαιώματα, επειδή μπορούσε).
Αυτό το δεύτερο δε γίνεται αποκλειστικά για λόγους οικονομικού οφέλους. Θεωρητικά υπάρχει και η πιθανότητα το όνομα να το έβαλε κάποιος τρίτος που να μην έχει κανένα κέρδος, αλλά που έψαξε τις ρίζες του τραγουδιού και είχε τη μανία να καταλήξει οπωσδήποτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα, παρόμοια όπως μπορεί κάποιος να αναζητεί τη ρίζα μιας λαϊκής έκφρασης και να θέλει οπωσδήποτε να την αναγάγει σε συγκεκριμένο γεγονός με χρονολογίες κλπ., όπου δήθεν κάποιος είπε για πρώτη φορά τη φράση και έκτοτε έμεινε παροιμιώδης.

Όταν λες “μακραίωνη” ποια είναι η τάξη μεγέθους; χρόνια, δεκαετίες, αιώνες; Στον Φοριέλ, που εκδόθηκε περί το 1825 έχουμε τον “Θάνατο του Βεληγκέκα” με τον Κατσαντώνη. Απ’ ό,τι βρίσκουμε στην wiki το περιστατικό έγινε το 1808, δηλαδή ούτε 20 χρόνια από τη στιγμή που κυκλοφόρησε τυπωμένο. Πότε πρόλαβε να δουλευτεί συλλογικά το συγκεκριμένο; Παρόμοιες παρατηρήσεις έχουμε και για πολλά κλέφτικα της συλλογής Φοριέλ που αναφέρονται σε περιστατικά που δεν έγιναν και πολύ παλαιότερα. Αναφέρομαι ειδικά στα κλέφτικα γιατί ταιριάζουν με το αντάρτικο του Άρη.

Χα! Ενδιαφέρον έτσι όπως το θέτεις Κουτρούφι!

Λοιπόν, εξακολουιώ να ασχολούμαι μ’ εκείνη τη συλλογή καταγραφών που έχω ξανααναφέρει, του Νοτόπουλου. Γύρω στο 1950 με 1955 ηχογράφησε σαρωτικά ένα πλήθος τραγούδια και μουσικές από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου.

Μέσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται τραγούδια για τον ΒΠΠ, ολόφρεσκα. Από διάφορες περιοχές, σε διάφορα στιλ, π.χ. από Κρήτη έχει κι ένα ριζίτικο, με λίγους στίχους που τραβάνε πολλή ώρα ο καθένας, επιγραμματικός θρήνος για ένα από τα ολοκαυτώματα του νησιού (Βιάνο, Ανώγεια, δε θυμάμαι ακριβώς), αλλά και αρκετές μακροσκελέστατες ρίμες, πολλοί στίχοι σε γρήγορη εκφορά, που δίνουν με εξαντλητικές λεπτομέρειες την αφήγηση συγκεκριμένων μαχών ή άλλων γεγονότων. Έχει ακόμη το «Παραμυθιά Παραμυθιά γιατί φορείς τα μαύρα» (από την Παραμυθιά), ένα πολυφωνικό Β/ηπειρώτικο για τον θάνατο ενός συγκεκριμένου συχωριανού τους, κλπ. . Και ακόμη, αφηγηματικά τραγούδια για διάφορα άλλα γεγονότα πέρα από τον πόλεμο, μερικά ακόμη πιο πρόσφατα, π.χ. ρίμα (κρητική πάλι) για την αρπαγή της Τασούλας, που αν δεν απατώμαι είχε γίνει 2-3 χρόνια πριν την καταγραφή του τραγουδιού! (Πέρα από την περίπτωση της Τασούλας, κατά τα άλλα πρωταθλητές σ’ αυτό το είδος είναι βέβαια οι Κυπραίοι.)

Η ακρόαση τέτοιων τραγουδιών είναι εντελώς ιδιαίτερη εμπειρία. Είσαι σχεδόν παρών στη γέννηση ενός δημοτικού τραγουδιού! Φαντάζομαι πόσο πιο ιδιαίτερη θα ήταν για τον ίδιο τον Νοτόπουλο, που τ’ άκουσε να τα τραγουδούν μπροστά του!

Και για μερικά από αυτά δηλώνεται ευθέως ότι αυτός που τραγουδάει είναι ο ίδιος που τα 'γραψε.

Όμως στην πραγματικότητα αυτά δεν είναι ακόμα δημοτικά τραγούδια. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αυτού του είδους οι καταγραφές έχουν τραγούδια που δεν έχω ακούσει ποτέ να συνεχίζουν να λέγονται. Ίσως λέγεται ακόμη το Παραμυθιά Παραμυθιά, και σίγουρα το Χίτλερ να μην το καυχηθείς, μπορεί και μερικά ακόμα, λίγα πάντως. Αλλά κι αυτά, συνέχισαν τη διαδρομή τους όταν ήδη η προφορική μετάδοση είχε πάψει να είναι ο κυρίαρχος τρόπος διάδοσης των τραγουδιών. (Το «Χίτλερ» λ.χ. δισκογραφήθηκε πολύ νωρίς και έγινε από κει γνωστό σε όλη την Κρήτη.)

Η συλλογή έχει και πολλά κλέφτικα. Αυτά είχαν χρόνο, από τον καιρό των καταγραφών του Φωριέλ, να ζυμωθούν και να γίνουν όντως δημοτικά, παρατηρεί κανείς λ.χ. ότι σχεδόν όλα αποτελούνται από αναδιάταξη στίχων που κυκλοφορούν από τραγούδι σε τραγούδι και προσαρμόζονται στο κάθε θέμα. Δεν έχω ψάξει να δω αν κάποια τα έχει και ο ίδιος ο Φωριέλ και αν έχουν αλλάξει, θα είχε ενδιαφέρον.

Πάντως με το «μακραίωνη» εννοούσα αυτό που κυριολεκτικά σηνμαίνει η λέξη, αιώνες. Και σε δυο-τρεις γενιές γίνεται -σε μικρότερη έκταση- αυτό που με τα πιο παλιά έγινε μέσα σε αιώνες, αλλά εφόσον μιλάμε για τραγούδια του λαού, του ίδιου του λαού αυτοπροσώπως, όχι των τραγουδιστών, και ασφαλώς όχι του δίσκου.

(Πάντως μπράβο για την παρατήρηση, είναι μια γενναία αμφισβήτηση που αξίζει πολλή σκέψη και συζήτηση.)

Ο Φωριέλ αλληλογραφούσε με πάρα πολλούς Έλληνες, από τους οποίους ζήταγε δημοτικά τραγούδια. Όμως πολλοί, για να τον ευχαριστήσουν, του έστελναν και τραγούδια δικά τους, ως δήθεν λαϊκά και αυτά. Όταν έκαναν μπαμ ότι ήταν λόγιας προέλευσης, ο Φ. τα άφηνε στην μπάντα, δεν τα συμπεριελάμβανε στα υπό έκδοσιν. Μπορεί όμως κάποιοι να κατάφεραν να φτιάξουν πειστικά κομμάτια…

Καλά, ας αφήσουμε την περίπτωση των νόθων τραγουδιών. Αν υπάρχει όντως γνήσιο δημοτικό τραγούδι για τον θάνατο του Βεληγκέκα από τον Αθανάσιο Διάκο, σίγουρα δε θα συντέθηκε αφού πρώτα ζυμώθηκε!

Κατά τα άλλα, για τα αντάρτικα είχα σχολιάσει ότι ναι μεν ο χρόνος για να ζυμωθούν και να γίνουν κοινό κτήμα ήταν πολύ μικρότερος, κατά τα άλλα όμως :

Για να ξεφύγει ένα τραγούδι από την ακριβή μορφή που του έδωσε ο δημιουργός του δε χρειάζεται πάρα πολύς χρόνος. Ήδη από την πρώτη φορά που θα το πει κάποις άλλος μπορεί ν’ αρχίσει αυτή η διαδικασία. Σ’ ένα μελέτημα που παρεμπιπτόντως πιάνει κι αυτό το ζήτημα (με άλλο όμως κύριο θέμα, σχετικό οπωσδήποτε) είχα γράψει:

[…] Από τις εφτά εκδοχές του τραγουδιού, μία ηχογραφημένη, μία υπαγορευμένη και πέντε δημοσιευμένες, μόνον οι δύο του 1891 (Χαβιαράς = Μιχαηλίδης Νουάρος 2007) έχουν διαφορές ουσίας, δηλαδή διαφορετικό τέλος της ιστορίας. Αυτές μπορούμε να τις θεωρήσουμε πραγματικές παραλλαγές. Πέρα από αυτό όμως, όλες έχουν μικροδιαφορές στη διατύπωση: για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα, ο παπα-Γιάννης λέει κορίτσιν ετραγούδησε ενώ όλες οι άλλες έχουν κοράσιν ή κοράσιον, αλλά και ο ίδιος ο παπα-Γιάννης αργότερα λέει ν’ ακούσομε του κορασιού· ο δε στίχος είναι κι ο άντρας μ’ άρρωστος χρόνους δεκατεσσάρους του παπα-Γιάννη εμφανίζεται σε άλλες πέντε διαφορετικές μορφές: είναι κι ο άντρας μ’ άρρωστος σήμερο πέντε χρόνους στον Ζωγραφίδη και στην πρώτη παραλλαγή της συλλογής του Χαβιαρά (=Μιχαηλίδης Νουάρος 2007), κι ο άντρας μου ’ναιν άρρωστος σήμερο πέντε χρόνους στη συλλογή του Μακρή, είναι κι ο άντρας μ’ άρρωστος βαριά για να ποθάνει στον Χαλκιά, είναι κι ο άντρας μ’ άρρωστος πέντε χρόνια στο στρώμα στον Μπο-Μποβί, και τέλος, στη δεύτερη παραλλαγή του Χαβιαρά, κι άνδρας μου κείται κι αρρωστιεί και λέου κι αποθαίνει (= και λέγουν πως…).

Οι ασήμαντες αυτές διαφορές ασφαλώς δεν επαρκούν ώστε να μιλάμε για παραλλαγές του τραγουδιού: δε θα είχε νόημα να πούμε «λέγεται και μ’ αυτό τον τρόπο, λέγεται και μ’ εκείνον», αφού φαίνεται απολύτως πιθανό κάποιος άλλος τραγουδιστής να το λέει αλλιώς πάλι· η συλλογή όλων των ισοδύναμων διατυπώσεων δε θα είχε τέλος. Συνεπώς πρόκειται για το ίδιο τραγούδι, στην ίδια παραλλαγή (όποτε δεν υπάρχουν ουσιαστικότερες διαφορές), που απλώς εμφανίζεται σε αλλόμορφα.

Πρόκειται λοιπόν για τις προσωπικές εκδοχές του κάθε τραγουδιστή / πληροφορητή; Κατά τη γνώμη μου, ούτε αυτό. Ο ίδιος τραγουδιστής, σε σημεία όπου δύο ή περισσότερες εναλλακτικές διατυπώσεις είναι ισοδύναμες και μάλιστα και παρόμοιες, λέει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη χωρίς να έχει απομνημονεύσει κάποια. Παρ’ ότι σε καμία έρευνα δεν έχω απευθύνει τη συγκεκριμένη ερώτηση σε κανέναν πληροφορητή, παρατηρώντας τους τραγουδιστές επί χρόνια καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα τραγούδια τα ξέρουν σε μία γενική, ανοιχτή μορφή και όχι λέξη προς λέξη, όπως άλλωστε είναι και το μόνο λογικό:

Πώς μαθαίνει κάποιος άπέξω ένα τραγούδι; […]

Στο παράδειγμα που έπιασα στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε κυρίως μικροδιαφορές διατύπωσης. Είμαστε ακόμη αρκετά μακριά από το να δούμε να συσσωρεύονται κάπου τόσο πολλές μικροδιαφορές ώστε αθροιστικά να έχουμε, τελικά, ένα άλλο τραγούδι, που να μη δημιουργήθηκε από κανέναν συγκεκριμένα και σε καμία συγκεκριμένη στιγμή και παρά ταύτα να υπάρχει. Ωστόσο, κι αυτή η περίπτωση είναι κάτι που συμβαίνει, παρόλο που φυσικά συμβαίνει και το άλλο, να υπάρχει στιγμή γέννησης και δημιουργός του αρχικού τραγουδιού. Απλώς, όπως έλεγα παραπάνω,

Και εξηγούμαι:

Το τραγούδι γράφτηκε και τραγουδήθηκε στα χρόνια της κατοχής και του αντάρτικου, οπότε και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα χωρίς να ρωτά κανείς “ποιος το έγραψε” και χωρίς να ζητάνε οι δημιουργοί του “αναγνώριση” και “δικαιώματα”.
Ήδη είχε γίνει συλλογικό κτήμα και ήδη από το ένα στόμα στο άλλο θα μπορούσε να γνωρίζει, και γνώριζε, μικρές-μικρές παραλλαγές.
Π.χ, εντελώς συγκεκριμένα, βλέπουμε στο #4 το στίχο “έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Άρη”, ενώ ο στίχος είναι γνωστός και ως: “έχεις μπροστά σου σήμερα τον καπετάνιο Άρη”, και μάλλον έτσι και γράφτηκε και η διάδοσή του το μετέτρεψε στ’ “αντάρτικα του Άρη”: Ήδη λοιπόν το τραγούδι γνώρισε τη συλλογική σμίλη.
Επίσης, στο βιβλίο που ανέφερα, το τελευταίο δίστιχο (τετράστιχη στροφή στο βιβλίο) λέει:
“Που γρήγορος σαν τον αητό,
σαν το γοργό τ’ αγέρι.
και με αντάρτες του ΕΛΑΣ
τη λευτεριά θα φέρει”
(και εναλλακτικά εντός παρενθέσεως, αντί “και με αντάρτες…”:
“φασίστες έσφαξε πολλούς
με δικόπο μαχαίρι”.)
Προφανώς γράφτηκε: “και με αντάρτες”, ο λαός το σμίλεψε: “φασίστες… κλπ”, αλλά στο #4 βλέπουμε επίσης: “προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι”.
Αν οι συνθήκες της κατοχής και του αντάρτικου κρατούσαν πολύ περισσότερα χρόνια, θα μπορούσε κι ο συνθέτης κι η στιχουργός να έχουν ξεχαστεί και, επίσης, το τραγούδι να αποκτήσει πλήθος παραλλαγών, ανάλογα με τους τόπους, τις ιστορίες κλπ.

Σημειώνω ότι και μετά τον πόλεμο, από το 44-45 ως το 1970-75+ (δηλ. 30+ χρόνια) η διάδοση του τραγουδιού συνεχίστηκε, από στόμα σε στόμα, αλλά όπως κι όταν γράφτηκε, η δημοσιοποίηση των δημιουργών συνιστούσε ορισμένο κίνδυνο για τους ίδιους, οπότε όποιος μάθαινε το τραγούδι εξακολουθούσε να το θεωρεί “αδέσποτο”.

Εννοούσα λοιπόν ότι το τραγούδι δημιουργήθηκε στην πρώτη του μορφή αναγκαστικά από κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως και κάθε δημοτικό, κι η αρχική του ύπαρξη είναι όμοια, δηλαδή ενταγμένη σε πραγματικές συνθήκες τέτοιες, από τις οποίες έβγαινε το δημοτικό τραγούδι.
Με άλλα λόγια, ότι η “αρχή” της ζωής του είναι “αρχή” της ζωής ενός δημοτικού τραγουδιού.
Κι ότι αν γινόταν τελικά τέτοιο, δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε ποιος πρωτόγραψε το στίχο “Βαριά στενάζουν τα βουνά” και τη μελωδία του, όπως δεν ξέρουμε ποιος πρωτόειπε πάνω στη μελωδία του το στίχο “Ιτιά ιτιά λουλουδιασμένη”, γιατί κατά τη γνώμη μου σίγουρα υπάρχει αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος.

1 «Μου αρέσει»

Μάλιστα. Πολύ σαφές Άρη. Με βάση τα δεδομένα που μας παρουσιάζεις, συμφωνώ με όλη σου τη σκέψη, εκτός από μία λεπτομέρεια:

Δεν έχει κάθε δημοτικό αρχική δημιουργία. Δεν έχουν, λ.χ., εκείνα που προέκυψαν από μικρές-μικρές αλλαγές της συλλογικής σμίλης πάνω σ’ ένα προϋπάρχον τραγούδι μέχρι που έφτασαν να είναι άλλα τραγούδια. Δεν έχουν όσα προήλθαν από τμήμα ενός άλλου τραγουδιού, που το υπόλοιπο ξεχάστηκε και συμπληρώθηκε με καινούργιους στίχους καταλήγοντας σε κάτι καινούργιο. Γενικώς δεν έχουν όσα ξεκίνησαν όχι ως αυθύπαρκτα παρά ως παραλλαγές άλλων, αλλά στην πορεία απέκτησαν αυθυπαρξία και αυτονομία.

Καταλαβαίνω το νόημα, νομίζω, απλώς μέσα σε όλη αυτή την περιγραφή, θα ήθελα να προσθέσω - σαν υποσημείωση - ότι δεν παύει, στις παραλλαγές που διαδοχικά καθιστούν το τραγούδι συλλογικό δημιούργημα, να υπάρχουν προσωπικά “ίχνη” αφομοιωμένα βέβαια μέσα στη συλλογικότητα, της οποίας το πρόσωπο είναι αυτό που καθρεφτίζεται στο τραγούδι.

Δεν ξέρω αν ανοίγω πολύ το θέμα, πάντως παραπέμπω σε ένα σύντομο κείμενο του Μπρεχτ με τίτλο Η διατήρηση των χειρονομιών από γενιά σε γενιά
.
Το κείμενο αναφέρεται μεν στο κινέζικο θέατρο στο οποίο, απ’ όσο καταλαβαίνω, η παράδοση δεν καταργεί την επωνυμία του ηθοποιού, αλλά παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ορισμένα χαρακτηριστικά που περιγράφονται ταιριάζουν πολύ στη λαϊκή παράδοση γενικά, στο δημοτικό τραγούδι, ακόμα και στο θέμα των διασκευών του ρεμπέτικου - λαϊκού τραγουδιού που συχνά συζητιέται.
Παραθέτω κάποιες συμπερασματικές προτάσεις αυτού του κειμένου:

"Το κοινό δεν θα εγκωμιάσει το νεωτερισμό [αναφέρεται στον νεωτερισμό που εισάγει ο ηθοποιός], αλλά μονάχα την αξία που αναγνωρίζει σ’ αυτόν το νεωτερισμό. Ήταν δύσκολο να αποδειχτεί κανείς ισάξιος με το Παλαιό, κι αυτός το κατόρθωσε. Και όφειλε να αντλήσει το νεωτερισμό του απ’ το Παλαιό.
Μ’ αυτό τον τρόπο η φυσική στιγμή της εξέγερσης, η απόλυτα ορατή, εκτιμήσιμη, υπεύθυνη πράξη της ρήξης με το Παλαιό εισάγεται μέσα στη μονιμότητα (που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πραγματικής τέχνης – και της επιστήμης)."

ΥΓ

Άρης είναι το πρόσωπο του τραγουδιού. Εγώ Άγης :slightly_smiling_face:

1 «Μου αρέσει»

Ο γραπτός λόγος και, πλάϊ του σαν συνεπίκουρος, τα οπτικοακουστικά μέσα (φωτογραφία, κινηματογράφος) κατέστησαν τον Β παγκόσμιο πόλεμο Ιστορία, τη στιγμή που χωρίς αυτά η “ιστορία” του θα ήταν παρόμοια με τα ομηρικά έπη.
Και καθώς η κατανόηση του κάθε ποιητικού κειμένου και του κάθε καλλιτεχνικού έργου ολοκληρώνεται με την ένταξή του στις συνθήκες εντός των οποίων δημιουργήθηκε και εντός των οποίων έζησαν και εμπνεύστηκαν οι δημιουργοί του, παραθέτω την εξιστόρηση (το… λινκ της εξιστόρησης) των γεγονότων, που έτυχε να βρω εδώ, από τα οποία γεγονότα και πήγασε το τραγούδι του Μικρού Χωριού και του Άρη.

1 «Μου αρέσει»

Για τα αντάρτικα σε στυλ δημοτικού υπάρχει και η μαρτυρία του Εγγονόπουλου

Κάποτε, στην Κατοχή, δέχτηκα αναπάντεχα την επίσκεψη ενός φίλου μου, όπως έλεγε, αλλά προ πάντων φίλου του ‘σοσιαλιστικού ρεαλισμού’. Μου ζήτησε ποιήματα ‘επίκαιρα, όχι ακαταλαβίστικα (;), που να θυμίζουν και δημοτικό τραγούδι’. Οι καιροί είσανε κατάλληλοι, τα θέματα καυτά, η βαρβαρότητα των Γερμανών η γνωστή, τα βάσανα του Ελληνικού λαού αφόρητα, η λύσσα και η αγανάκτηση βράζανε μέσα μας. Δεν μου ήτανε δύσκολο, κάθε άλλο, να εκτελέσω την παραγγελία. Σε λίγες μέρες σκάρωσα αρκετά ποιήματα, που δεν τα αποκηρύχνω, αν ποτέ τυχόν βρεθούν. Τα παρέδωσα.

Να μπορούσαμε να ξέρουμε και του φίλου το όνομα…

Στην Κύπρο ο ποιητάρης ήταν επάγγελμα, άνθισε σε ένα βαθμό και λόγω της τυπογραφίας που δημιούργησε χεροπιαστό «προϊόν» για πούλημα από χωριό σε χωριό και από πανηγύρι σε πανηγύρι. Αν θυμούμαι καλά την εκτίμηση του Γιαγκουλλή ο οποίος καταλογογράφησε τις φυλλάδες που σώζονται ανα έτος εκτυπωσης, το είδος ήταν ήδη σε παρακμή τη δεκαετία του 50, αναζωογονήθηκε λίγο με την ΕΟΚΑ κλπ αλλά η χρυσή εποχή ήταν από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς το Β Παγκόσμιο.
Σε φάση παρακμής τους περιγράφει και ο Lawrence Durrel

There were gipsies, there were tramps and professional poets, to be sure, but their appearances were fugitive and had the air of being illusory. I could not be sure where they lived, where they came from, these figures from the literature of the past.

Εδώ δεν το ήξερε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος: ο άλλος του συστήθηκε ως “φίλος”…

Ας δούμε το ένα και μοναδικό ποίημα που διασώθηκε από όσα έφτιαξε και παρέδωσε κατά κομματική παραγγελία ο Εγγονόπουλος, και τα οποία ποτέ δεν είδαν το φως:

«Ας κρατήσουμε την επαφή του Εγγονόπουλου με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ, καθώς και τη συνεπή ανταπόκρισή του στην “παραγγελία”. Ας κρατήσουμε και τις “προδιαγραφές” των ποιημάτων που ζήτησε ο κομματικός “φίλος”, που δείχνουν ότι είχε διαβάσει τον Μπολιβάρ (και δεν ήθελε κάτι ανάλογο). Ας κρατήσουμε το γεγονός ότι Εγγονόπουλος δεν δίστασε να θέσει την ποιητική του δυνατότητα στην υπηρεσία της αντίστασης.»

Εγγονόπουλος:
“Έκτοτε, κι ύστερα από τόσα χρόνια, δεν άκουσα πια τίποτα ούτε για τον ‘φίλο’ ούτε για τα ποιήματα. Μια μέρα, όλως τυχαία, ανακάλυψα πίσω από ένα άσχετο γραμμένο χαρτί (το χαρτί στην κατοχή είτανε σπανιότατο και πολύτιμο) ένα από αυτά τα ποιήματα. Το βάζω εδώ”.

Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια
Μην πείτε πως αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο.
Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη,
Ποτέ της δε σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’ αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και η χαρά μας ειν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος θε να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου,
Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο παλληκάρι.
Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι’ η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι μαζί να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γης βαδίζει.
Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη,
Για δέστε πως μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξει.
Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό, ναν τον σκοτώσουν,
Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και των φτερών του τη σκιά ρίχνει στο μαύρο τόπο,
Κι’ όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.

(Ν. Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς, «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 134-137)

1 «Μου αρέσει»