Δεν είναι ρεμπέτικο αλλά το θεωρώ το τραγούδι της ημέρας

Ε, αν κάνει να το περάσει αυτό κάποιος ως «ατόφιο σμίλεμα γνήσιων παιδιών της εργατικής τάξης, αντάξιο των ηρωϊκών Κλέφτικων της Λαοκίνητης Επανάστασης του ΄21», οι ερευνητές του δημοτικού τραγουδιού μόνο την κοιλιά τους θα κρατάνε, να αντέξει στα γέλια τους…

(κι ας έχει ο δόλιος ο Εγγονόπουλος ξοδέψει αρκετή φαιά ουσία να αποφύγει έντεχνα τις ομοιοκαταληξίες….)

Για τις χασμωδίες όμως μάλλον απαξίωσε…

1 «Μου αρέσει»

Και ενδεχομένως να έπαιξε άραγε και αυτό ρόλο που απαξίωσαν και οι παραλήπτες την προσφορά Εγγονόπουλου;

Πού να ξέρω…

Μπες στη θέση του φίλου, που παραγγέλνει στον Νίκο Εγγονόπουλο (που τον ξέρει και είναι και φίλοι, έτσι; δεν είναι απλώς ο σουρρεαλιστής ποιητής της γωνίας) αυτό. Ίσως να πρόσθεσε μάλιστα «και αφού είσαι και ζωγράφος, βάψε μας κι έναν τοίχο σε κόκκινο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού», ή μπορεί και όχι. Και μετά παραλαμβάνεις την παραγγελία, και έχει χασμωδίες. Τι θα έλεγες;

  • Καλό αλλά έχει χασμωδίες, δε θα το πάρω
  • Δε μ’ αρέσει ούτως ή άλλως
  • ΔΓΔΑ, δεν κατανοώ το ερώτημα, δεν μπορώ να μπω στη θέση του φίλου

Δεν είναι φίλοι … Τουλάχιστον ο Εγγονόπουλος έτσι φαίνεται να δείχνει.

Σαν ποιητή πάντως, τον ήξερε.

Ε, ναι, για αυτό του παρήγγειλε “όχι ακαταλαβίστικα” ποιήματα!

Τίποτα δεν θα έλεγες, γιατί μάλλον δεν θα είχες καταλάβει ότι είναι χασμωδίες (που δεν έχει και πολλές).

Ο Εγγ. σίγουρα ήθελε να τονίσει τον σνομπισμό του για τις περί τέχνης αντιλήψεις του «φίλου», που το πολύ πολύ το αγωνιστικό του ψευδώνυμο να γνώριζε. Τόνισε όμως και την επαγγελματική του αντίληψη ότι «η δουλειά είναι δουλειά και πρέπει να γίνεται σωστά, είτε αμείβεται, είτε όχι». Το συγκεκριμένο παράδειγμα, δεν ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό της συνολικής του δουλειάς, αφού εμ δεν μ’ αρέσει η ποίηση, εμ δεν έχω διαβάσει Εγγ. αλλά δεν νομίζω να εζήλωσε τας (όποιας) δάφνας του Βλαχογιάννη. Είναι πολύ δύσκολο, λόγιος άνθρωπος, να μιμηθείς τον τρόπο γραφής του παλιού καλού δημοτικού τραγουδιού….

Όσο θα ήταν κι ο κόκκινος τοίχος, βλ. αν.

(Κρίμα που δεν έχεις διαβάσει, χάνεις πολύ γέλιο εδωπέρα.)

Αν νομίζεις πως θα με πείσεις, με αυτά που ήδη διάβασα (κι ας μην είδα τον τοίχο), δεν…

Πολύ απλά: ποτέ δε γράφτηκε τίποτε που να μοιάζει λιγότερο με Εγγονόπουλο από αυτούς τους στίχους. Αν κάποιος ήθελε ακριβώς αυτούς τους στίχους, ποτέ δε γεννήθηκε ποιητής πιο ακατάλληλος να του τους παραγείλει από τον Εγγονόπουλο.

1 «Μου αρέσει»

Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι χασμωδίες. Βέβαια, από το σύνολο των στίχων εντόπισα τέσσερις, που όσο ο αναγνώστης παραμένει απλώς αναγνώστης, ίσως μπορεί να δώσουν εντύπωση χασμωδίας, όμως στην απαγγελία μπορούν αυτές οι υποτιθέμενες χασμωδίες να εξαλειφθούν.
Συγκεκριμένα:

“Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο παλληκάρι”
Μπορεί να διαβαστεί:
… τά- ξι-ο - πα-λλη-κά-ρι
Μπορεί επίσης να γίνει:
… το-α-ξιο παλληκάρι

“Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του”
Με-γά-λη - ώς-αν - τα - βου-νά …

“Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη”
… πούει-ταν - ό-λος - α-γά-πη

Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
"κι ένας αϊτός ρωμιός αϊτός …

Δεν ξέρω αν εξαιτίας των συγκεκριμένων στίχων έγινε λόγος για χασμωδία, αλλά αν ναι, δε νομίζω ότι υφίσταται.
Κατά τ’ άλλα, διαβάζοντας το ποίημα, προφέροντας τα λόγια χωρίς δραματοποίηση, μπορώ να πω μόνο ότι είναι ωραίο ποίημα και άμεσα απηχεί τα αισθήματα (θυσίας, ηρωισμού και ανάτασης) των στιγμών που γράφτηκε.
Μοναδικό σημείο που λίγο κλότησα είναι η λέξη “μουτζώστε” (μουτζώστε τους φασίστες). Κι αυτό γιατί η λέξη μου φάνηκε “λίγη”, έχοντας συνηθίσει τη “μούτζα” σαν καθημερινή χειρονομία. Αν όμως θυμηθεί κανείς ότι η “μούτζα” έλκει την καταγωγή της από μια ιερή μουσουλμανική χειρονομία κήρυξης πολέμου [*], τότε και πάλι τα πράγματα αλλάζουν.
Έχει δίκιο λοιπόν ο Εγγονόπουλος όταν γράφει ότι δεν αποκηρύσσει τη σειρά ποιημάτων που παρέδωσε στον άγνωστο ΕΑΜικό φίλο του.
Κατά τα άλλα, όμως, αν και καθόλου “ακαταλαβίστικα”, ποίηματα αυτής της μορφής - χωρίς τετράστιχα και χωρίς ομοιοκαταληξία - δεν θα ήταν και τα πιο πρόσφορα για μελοποίηση και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που δεν έγιναν γνωστά όσο τόσα άλλα τραγούδια της ΕΑΜικής Αντίστασης. Δεν είναι πάντως απίθανο κάποιο, ή κάποια, από αυτά να δημοσιεύτηκε σε ένα από τα δεκάδες ΕΑΜικά έντυπα που κυκλοφορούσαν σ’ όλη την Ελλάδα και ο Εγγονόπουλος να μην το πήρε καν είδηση.

Το θέμα πάντως έχει κάπως διαφορετικά με το Τραγούδι του Μικρού Χωριού: Οι στίχοι του γράφτηκαν από μια ΕΠΟΝίτισα του ίδιου αυτού χωριού (Ναυσικά Φλέγκα-Παπαδάκη), που έζησε τα γεγονότα, όπως φαίνεται και στο λίνκ που παρέθεσα, και το βίωμα ήταν τέτοιο που δεν χρειαζόταν καμία “παραγγελία” προκειμένου να μετατραπεί σε έμμετρο λόγο (και στη συνέχεια να γίνει τραγούδι κι από στόμα σε στόμα να επιζήσει για δεκαετίες εωσότου αποτυπωθεί στη δισκογραφία).

(Και, ναι, και ως ζωγράφος θα μπορούσε να πάρει ΕΑΜική παραγγελία ο Εγγονόπουλος, πχ για μια τοιχογραφία στο “πνεύμα” των Ριβέιρα, Ορόζκο, Σικέιρος. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να βγει πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα).

[*] Σε μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ, που διάβαζα πριν αρκετό καιρό, οι οθωμανοί, κάπου στα σύνορα της Αυστρίας νομίζω, είναι έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της δύσης. Στο τελετουργικό της κήρυξης του πολέμου περιλαμβάνεται το εξής: Ο ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας της αυτοκρατορίας, μπροστά σε όλο το στράτευμα, στρέφεται προς τη δύση και τεντώνει τα χέρια του προς το μέρος της με ανοιχτές τις παλάμες. Εξού και τα συμπεράσματά μου για την προέλευση της μούτζας, τα οποία βέβαια και ενισχύονται από την κοινή ρίζα με τη λέξη μουτζαχεντίν (= ιερός πολεμιστής).

Είναι εκείνα τα σημεία όπου συναντώνται φωνήεντα που το καθένα κάνει τη μία από τις 15 συλλαβές του στίχου, Άγη, τι άλλο να είναι; Όταν τον αετό τον κάνεις μετρικά δισύλλαβο, ε, προφανώς και δεν έχει χασμωδία.

Τ’ άξιο παλληκάρι (που εμένα μου θυμίζει τόσο το γνωστό δίστιχο, «…γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε το δεκάρι», ώστε δε θα το έγραφα για κάποιον που θέλω να τιμήσω) δεν μπορείς να το διαβάσεις «το άξιο παλληκάρι», γιατί ο ποιητής έβαλε απόστροφο εκεί που ήθελε απόστροφο. Αλλά και να το κάνεις ακόμη, απλώς μεταθέτεις τη χασμωδία. Αν εσένα δε σ’ ενοχλούν, πάσο, δεν κρίνουμε κανενός τα γούστα, αλλά άλλο αν μας ενοχλούν ή όχι και άλλο η υπόνοια ότι συγχέουμε τη χασμωδία με όσα « ίσως μπορεί να δώσουν εντύπωση χασμωδίας».

Λοιπόν, ασήμαντο θέμα οι χασμωδίες. Ας μην τους δώσουμε άλλη σημασία.

Εμένα το ποίημα μου θυμίζει ποιηματάκια ημερολογίων. Κάποιος που δεν έχει ξανασχοληθεί με ποίηση θα μπορούσε ίσως να το γράψει πιστεύοντας με τα σωστά του πως είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε. Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα έναν ποιητή της αβάν-γκαρντ της εποχής του, αυτή η αφόρητη πεζολογία, διάστικτη με εξάρσεις βερμπαλισμού, χωρίς ούτε την προσχηματική έστω προσπάθεια για κάπως διαλεγμένες λέξεις, για μουσικότητα, για ποιητικότητα, μου φαίνεται σαν να τους τρόλαρε: «Ήρθατε σ’ ενένα να γυρέψετε…

…; Ε λοιπόν, πάρτε! Μην πείτε ότι είναι ακαταλαβίστικο ή ότι δε θυμίζει δημοτικό τραγούδι.»


Προσθήκη:

Θα μπορούσε, ναι. Αν όμως, αντ’ αυτού, του παρήγγελναν «όχι ακαταλαβίστικα, μη μου κάνεις πάλι δάσκαλε γυμνούς με αμπαζούρ αντί για κεφάλια, κάνε εκει πέρα έναν εργάτη με αποφασιστικό βλέμμα να καταλαβαίνει ο κοσμάκης τι βλέπει», θα ήταν περίπου σαν το «βάψε μου έναν τοίχο».

Καμμία σχέση, Άγη μου! Ήδη το 1921 είχε περιγραφεί το θέμα*: Η μούτζα ήταν ήδη επί Βυζαντίου γνωστή όταν, για να διαπομπεύσουν κάποιον / – αν για κάποιο λόγο, τον / την έβαζαν πάνω σ’ ένα γαϊδούρι ανάποδα, να βλέπει πίσω, και του πέταγαν στο πρόσωπο και στο σώμα φούμο ή στάχτη, που έκλειναν στην παλάμη τους και ανοίγοντάς την το πέταγαν πάνω του. Ούτε ιεροί πολεμιστές, ούτε Ισλάμ…

Εδώ, στις σελίδες 384 – 442 του Ν. Γ. Πολίτου, Λαογραφικά Σύμμεικτα, Τόμος Β΄, καταχωρείται εκτενέστατη έρευνα με τίτλο «Υβριστικά σχήματα».

Τώρα φοβάμαι ότι θα ξοκείλουμε ΠΟΛΥ μακριά από το θέμα…
Πάντως, πριν ακόμη κοιτάξω το λινκ, πιστεύω ότι η λέξη «μούντζα» έχει κάποια σχέση και με το ίδιο το πασσάλειμμα με στάχτη ή φούμο, πέρα από τη χειρονομία. Θυμίζω τις γνωστές λέξεις μουντζούρα και μουντζαλιά, και διάοφρες ιδιωματικές φράσεις όπως στάχτωσ’ τα και μούντζω τα.

Καλά τώρα, λες και όσα συζητάμε είναι κατ’ ανάγκη σημαντικά.
Απλώς διατηρώ τη γνώμη ότι η “κατά γράμμα” (και εννοώ: κατά φθόγγο, κατά στίξη κοκ) ανάγνωση του γραπτού λόγου δεν επαρκεί πάντοτε για ν’ αναδειχθεί το μέτρο που μπορεί να αποδοθεί με την προφορική εκφορά, και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και εδώ.
Φυσικά ο Εγγονόπουλος γράφει, πχ, "που είταν όλος Αγάπη” και δε γίνεται να γράψει “πούει-ταν όλος αγάπη”, αλλά εφόσον τίθεται θέμα απαγγελίας, έτσι θα διαβαστεί.
Σαν λόγιος, επίσης, έχει το δικαίωμα να γράψει “αετός” με την προσδοκία ότι στο στόμα του λαού μπορεί να τραγουδηθεί “αϊτός”.
Τα παρόμοια ισχύουν κατά την άποψή μου και για τους υπόλοιπους στίχους-παραδείγματα (και για το “άξιο παλληκάρι” παρεμπιπτόντως και απλώς απορώ που σου θυμίζει ό,τι σου θυμίζει. Ή να το θέσω αλλιώς: Εμένα δε μου το θυμίζει).

Ας πούμε, μάλλον, ποίημα σχολικής εορτής. Σε αυτό δεν θα είχα καταρχήν αντιλογία, με τη μόνη διαφορά, ότι το “κοινότοπο” της επετειακής απαγγελίας δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να συγκριθεί με τη δύναμη που έχουν οι ίδιοι αυτοί στίχοι ενόσω τα όσα περιγράφουν συμβαίνουν έξω από την πόρτα του ποιητή.

Υποθέτω, με αυτή την “αφελή”, “τραχιά”, “αντιπνευματική” λέξη, ο τύπος ήθελε να εξηγήσει στον Εγγονόπουλο, ότι γυρεύει ποίηματα κατάλληλα για την προπαγάνδα του αγώνα, ακόμα και ποίηματα-συνθήματα θα μπορούσα να πω. Ο Εγγονόπουλος ανταποκρίθηκε. Μάλλον έβλεπε διαφορετικά τη θέση του στο γίγνεσθαι της εποχής του από ό,τι η παρούσα κριτική του. Δεν νιώθω την ανάγκη, σε τελική ανάλυση, να υπερασπιστώ ούτε το επιτυχημένο της παραγγελίας ούτε το επιτυχημένο της ανταπόκρισης. Ουσιαστικά υπερασπίζομαι την κοινωνική λειτουργία και της μεν και της δε.

Ενδεχομένως λοιπόν σφάλλω επ’ αυτού, οπότε, αν είναι έτσι, παραμένει μετέωρο το σχόλιο που έκανα για τη συγκεκριμένη “λέξη” μέσα στο όλο στιχούργημα.
Ενδεχομένως όμως δεν σφάλλω: Η χειρονομία ήταν, λοιπόν γνωστή ήδη επί Βυζαντίου, αλλά τίποτα δεν αποκλείει προέλευσή της από τις βυζαντινές επαφές πχ με τον αραβικό κόσμο ή και τον οθωμανικό επίσης (αναλόγως και για ποια βυζαντινή περίοδο μιλάμε).
Εν πάση περιπτώσει βρήκα το βιβλίο που έλεγα, παραθέτω το απόσπασμα και ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του.

Από Ισμαήλ Κανταρέ, Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες, Εκδόσεις του 21ου, σελ. 124-125:

"Ο καταραστής σκαρφάλωσε στην κορφή του μικρού μιναρέ με το βέλος από τσίγκο και έμεινε για λίγο εκεί, με το βλέμμα χαμένο προς την κατεύθυνσή μας, εκεί όπου γι’ αυτούς άρχιζε η καταραμένη Ευρώπη. (…) Οι αξιωματούχοι του κράτους, που είχαν συνοδέψει τον Σουλουλλάχ μέχρι τα σύνορα, έμεναν σιωπήλοί. Κάτω από το μιναρέ, ο χρονικογράφος της αυτοκρατορίας είχε ανοίξει ένα χοντρό βιβλίο για να καταγράψει το γεγονός.
Ο Σουλουλλάχ άπλωσε τα χέρια μπροστά βγάζοντάς τα από τα φαρδιά μανίκια του πανωφοριού του, που ήταν μισό πολιτικό μισό στρατιωτικό. Όλοι τότε πρόσεξαν τις τεράστιες διαστάσεις που είχαν οι παλάμες του, αλλά κατά βάθος αυτό δεν ξάφνιασε κανένα, γιατί δεν ήταν τυχαία ο Πρώτος Καταραστής της αυτοκρατορίας.
Κοίταξε πρώτα τα χέρια του, ύστερα αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον μελαγχολικό γκριζωπό ορίζοντα, το σήκωσε μπροστά στο πρόσωπό του στο ύψος του μετώπου. Οι παλάμες του άρχισαν να χλωμιάζουν. Τις κράτησε έτσι αρκετή ώρα μέχρις ότου έγιναν άσπρες, μια σχεδόν νεκρική ασπρίλα, έπειτα τις τέντωσε απότομα μπροστά, λες και το κακό ήταν μια σαπουνόφουσκα που την έσπρωχνε μακριά.
Επανέλαβε αυτή τη χειρονομία τρεις φορές. Το τυπικό της κατάρας είχε τελειώσει."

Όχι λοιπόν ακριβώς “κήρυξη πολέμου”, όπως θυμόμουν, αλλά επίσημη τελετουργική κατάρα στα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Ευρώπη (κάπου στο σημερινό αλβανικό έδαφος μάλλον). Φυσικά πρόκειται για λογοτεχνικό έργο, αλλά αποκλείω να πρόκειται απλώς για λογοτεχνική φαντασία κι όχι για λογοτεχνική απόδοση στοιχείων από κάποιο χρονικό. Και βέβαια στην χειρονομία του “καταραστή” εγώ δεν μπορώ να δω παρά μια τελετουργική μούτζα (σίγουρα όχι ένα απλό φάσκελο). Το αν πρόκειται για απλή σύμπτωση της τελετουργίας με τη γνωστή μας χειρονομία, απαιτεί πραγματικά ιστορική έρευνα…

μούντζα η· μούζα· μούτζα.

  • 1) Μουντζούρα, καπνιά:

    • οι από του εργαστηρίου του χαλκέως εξερχόμενοι και την μούντζην του μαυριασμού από του προσώπου εκπλύνοντες (Παράφρ. Χων. 273).
  • 2) Συνεκδ. (από χρ. της λ. σε διαπομπεύσεις)

    • α) (υβριστ.) αβλεψία, τύφλα:
      • η μούτζα και αστοχία τους! (Συναξ. γυν. 848)·
    • β) κακοτυχία, ατυχία:
      • μα την μούζαν του και την κακήν του μοίραν (Σαχλ. N 163).
  • Έκφρ. στα μάτια μούντζες και στρούντζες = (πιθ.) για υβριστ. χειρονομία:

    • (Σπανός A 412).
    • Φρ.
    • 1) Αλείφω κάπ*. τις μούζες =* προσβάλλω, ντροπιάζω κάπ. με τις πράξεις μου ή (πιθ.) κοροϊδεύω, εξαπατώ:
      • (Σαχλ. Ά PM 359).
    • 2) Χρίω κάπ*. την μούζαν =* περιφρονώ:
      • (Σαχλ. Ά PM 47).
  • Η λ. ως σκωπτικό παρων.:

  • (Σπανός D 1719).

[πιθ. <περσ. muzh (Γιαννουλέλλης 1982, ΛΚΝ), αν όχι <επίθ. μουντός (Ανδρ.). Ο τ. μούζα στο Du Cange και σήμ. κρητ. και κυπρ. Η λ. (Meursius, μούνζα) και ο τ. μούτζα και σήμ.]

Υπέρ της ετυμολόγησης από το περσικό muzh (=κάθε τι που σκοτεινιάζει την αμόσφαιρα) και ο εξαιρετικός Θ. Μωυσιάδης (“Ετυμολογία: εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία” 2005: σελ. 154-155)

muzh: The eye-lashes. || A dark cloud. || Anything darkening the air.

Η ελληνικότατη μούτζα λοιπόν…

moutzauz6wye

(Η φωτογραφία, αλιευμένη από το διαδύκτιο, προέρχεται [σημειώνω εκ των υστέρων: φέρεται ως προερχόμενη] από το Ιράκ επί αμερικανικής εισβολής. Σίγουρα κάτι παραπάνω από απλό φάσκελο και πάλι).

Ωστόσο δεν μπορώ και να επιμείνω: απλώς μια ακόμα ένδειξη.

Δεν είναι Ψόφιοι Κοριοί το δίστιχο; Ήταν γνωστό και την εποχή του Εγγονόπουλου;

Από που προκύπτει αυτό; Εγώ καταλαβαίνω ότι ήταν κάποιος γνωστός του, που προφανώς είχαν τις διαφορές τους σε λογοτεχνικά θέματα.

Μούζη στα δικά μου κυπριακά, αλλά με την κυριολεκτική σημασία της μαύρης σκόνης. Αλλά τη χειρονομία τη λέμε «δέκατα», και το ρήμα «δεκαθκιάζω».