Δεν είναι ρεμπέτικο αλλά το θεωρώ το τραγούδι της ημέρας

Βεβαίως. Πιθανότατα όμως, η συνήθεια του μουτζουρώματος να ήταν εκτεταμένη και αλλού. Το Ιράκ δεν είναι και πολύ μακριά απ’ την Μικρασία…

Από αυτά τα λόγια του Εγγονόπουλου σχηματίζω αυτή την εντύπωση:

«δέχτηκα αναπάντεχα την επίσκεψη ενός φίλου μου, όπως έλεγε,»

«Έκτοτε, κι ύστερα από τόσα χρόνια, δεν άκουσα πια τίποτα ούτε για τον ‘φίλο’ ούτε για τα ποιήματα.»

Το ότι δε γνώριζε ούτε ονοματεπώνυμο είναι δικό σου αυθαίρετο συμπέρασμα.

Ξεκάθαρα όχι.

Δεν κάθμαι να μετρήσω φωνήεντα. Ξέρω εκ προοιμίου ότι οι μετρικές συλλαβές είναι δεκαπέντε. Οι γλωσσικές μπορεί να είναι περισσότερες, αλλά ο ποιητής μάς δείχνει εντελώς αδιαμφισβήτητα ποιες από αυτές θέλει να τις συγχωνεύσουμε ανά δύο ή και ανά τρεις σε μία. Άμα έχει τη λέξη «αετός» και οι υπόλοιπες συλλαβές του στίχου είναι δώδεκα, θέλει να απαγγείλουμε «α - ε - τός». Αν οι υπόλοιπες είναι δεκατρείς, θέλει να απαγγείλουμε «αε - τός». Αν θελήσει να απαγγείλουμε «αϊ - τός» ή «α - ϊ - τός», θα το γράψει.

Χασμωδία είναι όταν δύο συνεχόμενες συλλαβές που ο ποιητής τις θέλει μετρικά ξεχωριστές (δηλαδή μετρικά δύο και όχι μία) δεν έχουν σύμφωνο ανάμεσά τους. Το ποιες συλλαβές θέλει ο ποιητής μετρικά ξεχωριστές είναι δεδομένο, δε χωράει απόψεις.

Και γιατί τις συζητάμε ακόμη, ενώ εσένα μεν δε σ’ ενοχλούν, εγώ δε τις χαρακτήρισα ασήμαντο ζήτημα; Να σου πω γιατί:

Γιατί αυτό το αξίωμα ότι τις χασμωδίες πρέπει να τις αποφεύγουμε, όσο αυθαίρετο κι αν είναι, οι ποιητές πάντοτε το έχουν υπόψη τους. Όποτε γράφουν σε παραδοσιακά μέτρα κι όχι σε ελεύθερο στίχο, πάντοτε το εφαρμόζουν, εκτός αν θέλουν συνειδητά να το σπάσουν για κάποιο λόγο (αισθητικό ή άλλον). Η περίπτωση να τους ξεφύγουν χασμωδίες χωρίς να το έχουν επιδιώξει συνειδητά, μόνο σε αβλεψία μπορεί να οφείλεται.

Ο Εγγονόπουλος λοιπόν άφησε σκόπιμα τις αβλεψίες του. Δεν προσπάθησε να άρει τις χασμωδίες. Αν ήθελε να το κάνει, θα ήταν παιχνιδάκι. Αλλά απαξίωσε να δώσει κάτι φροντισμένο.

Η παραγγελία ήταν υποτιμητική, και αυτή την υποτίμηση την ανταπέδωσε.

Πολύ πιθανόν να αυθαιρετώ, αλλά ευτυχώς δεν ασκώ επιρροή σε αυτό που εσύ αντιλαμβάνεσαι…

Αναρωτιέμαι (προσοχή: δεν ρωτάω εσένα) πάντως: εάν ήξερε “ονοματεπώνυμο” και γνωρίζονταν όπως γνωρίζονται οι φίλοι, πώς και δεν ξανάκουσε τίποτε για αυτόν και για τα ποιήματα που του έδωσε; Πώς δεν πήγε να τον βρει και να τον ρωτήσει: “Ρε μάστορα, εκείνα τα ποιήματά μου τι γίνανε ρε μάτια μου;”

Τι διάλο; Φάντασμα ήταν; Δεν ήταν φίλος;

Τόσο υποτιμητική ώστε μετά 35 περίπου χρόνια προχώρησε στην έκδοση του ποιήματος;

Ή μήπως εν έτει 1978 ήθελε να “καρφώσει” αυτούς που δήθεν τον υποτίμησαν δείχνοντας πόσο δήθεν τους υποτίμησε κι αυτός ως ανταπόδοση;

Και επεκτείνω το ερώτημα:

Δε νομίζω ότι στέκει να “αποκηρύχνει” κανείς για λογαριασμό του Εγγονόπουλου, αυτά που δεν αποκήρυξε ο ίδιος για τον εαυτό του.
Το ότι μπορεί για του οποιουδήποτε τις αισθητικές αντιλήψεις να είναι αφόρητα, είναι διαφορετικό θέμα και φυσικά σεβαστό.

Πού να ξέρω βρε Άγη;

Στο ημιστίχιο «το άξιο παλληκάρι» ξέρω, γιατί μου το λέει ο ποιητής, ότι θέλει 7 συλλαβές (το - ά - ξιο - πα - λλη - κά - ρι), εκ των οποίων οι δύο σχηματίζουν μια χασμωδία όχι αναπόφευκτη (κάποιες είναι αναπόφευκτες από τη φύση της ελληνικής γλώσσας, αυτή όχι), αλλά ούτε και σκόπιμη (δε βλέπω να πετυχαίνει κάποιο ιδιαίτερο ποιητικό αποτέλεσμα), και ότι δε φρόντισε να τη σουλουπώσει.

Σ’ ένα σωρό άλλα σημεία επίσης μού λέει ρητά ότι δε φρόντισε τίποτε:

Δε φρόντισε να μην υπάρχει δύο φορές κολλητά ίδια παρομοίωση. Ούτε φρόντισε να είναι καμιά από τις δύο στοιχειωδώς πρωτότυπη.

Δε φρόντισε να μη θυμίζει ο στίχος του κατηχητικό

Δε φρόντισε να αποφύγει την πεζολογία

Εν ολίγοις, δε νομίζω ότι φρόντισε να διαθέσει πάνω από 10 λεπτά γι’ αυτή την παρωδία.

Το γιατί δε φρόντισε δε μου το λέει ο ίδιος, μια εικασία κάνω. Με οδηγεί σ’ αυτήν όχι μόνο το είδος της παραγγελίας, αλλά ο τρόπος που τη διατυπώνει ο ίδιος ο ποιητής:

…, που μου φαίνεται ειρωνική. Ιδίως αν το ερωτηματικό στην παρένθεση είναι όντως δικό του και όχι του αρθρογράφου (που δε νομίζω - δικό του θα ήταν).

Δεν είπα αυτό. Δεν είπα ότι ο Εγγονόπουλος απέτυχε να καλύψει την αισθητική μου, αλλά ότι δεν προσπάθησε να καλύψει κανενός την αισθητική.

Το ότι ρητά δεν τα αποκηρύχνει, δε λέει τίποτε, πέρα από το ότι δεν τα αποκηρύχνει.


Edit: Χμ, τώρα που το σκέφτομαι, κάτι λέει. Λέει ότι θα μπορούσε και να τα αποκήρυχνε. Δε νομίζω να δήλωσε ποτέ «δεν αποκηρύχνω το “Μπολιβάρ”», λες και υπήρχε πιθανότητα να το αποκήρυχνε!

Φυσικά μπορεί να είναι δικό του και να υποδηλώνει μάλιστα την απορία: φημίζομαι για “ακαταλαβίστικος”;
Αλλά από αυτή την υποδηλούμενη έννοια ως την αποδιδόμενη υποτίμηση και εσκεμμένη απαξίωση, είναι πολύ μεγάλη η απόσταση. Σε αυτό, άλλωστε, συνηγορεί και η κατοπινή “μη αποκήρυξη” και έκδοση του σωζόμενου.
Άλλωστε, κατά την άποψή μου, από το λίγο που έχω διαβάσει τον Μπολιβάρ, μόνο “ακαταλαβίστικος” δεν είναι. Ίσα-ίσα.
Ωστόσο κι ο άλλος του ζητά ποίηματα για συγκεκριμένες επίκαιρες ανάγκες, κι αυτό προφανώς, “άγαρμπα”, υπονοεί η φράση “όχι ακαταλαβίστικα”.
Θα μπορούσε, πιο ωραία, να ζητήσει “ποίηματα που να απευθύνονται άμεσα στις αισθητικές προσλαμβάνουσες και αντιλήψεις του λαϊκού κοινού” και τότε ούτε ερωτηματικό εντός παρενθέσεως θα υπήρχε ούτε με τον ίδιο τρόπο θα συζητάγαμε.

Κατά τα άλλα, οι ατέλειες που επισημαίνεις, (αποκαταστάσιμες όμως κατά τη γνώμη που ήδη διατύπωσα), μπορεί πολύ απλά να οφείλονται στον αυθορμητισμό και τη βιασύνη των συνθηκών.
Στο βαθμό βέβαια που μπορούν να θεωρηθούν και “ατέλειες”: ένα παράδειγμα σου κλοτσάει η επανάληψη του “ωσάν” σε δυο στίχους, εμένα όχι, και επίσης, γενικά μιλώντας, η επανάληψη δεν είναι και ασύμβατη με το “δημοτικό” ύφος.

Για μένα έχει τη σημασία: Παρόλο που γράφτηκαν υπό συγκεκριμένους όρους, τους αναγνωρίζω αξία.
Τι όρους; Πρώτον, παραγγελία με ένα ερωτηματικό μέσα σε παρένθεση για το “όχι ακαταλαβίστικα”, και έλλειψη του άπλετου χρόνου που υποτίθεται ότι διαθέτει κάθε ποητής προκειμένου να “σουλουπώσει” έως και να “σμιλέψει”.
Σημαίνει λοιπόν, για μένα, αναγνώριση (εκ μέρους του ποιητή) αξίας σε ένα σχετικά ακατέργαστο ή όχι κατεργασμένο υλικό.

Πάντως, πρέπει κανείς να συνεκτιμήσει για τι χρόνια μιλάμε.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε ο Εγγονόπουλος να ρωτά (και μάλιστα με τέτοια διατύπωση) για την τύχη των ποιημάτων του, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σαν να τα είχε παραδώσει σε κάποιον εκδότη που άργησε να τον πάρει τηλέφωνο.
Ο τύπος που τα παρέλαβε, άλλωστε, θα απαντούσε (το πιθανότερο) ότι τα παρέδωσε στον παράνομο μηχανισμό και έκτοτε αγνοεί την πορεία τους.
Και ακόμα κι αν έτυχε να δημοσιευτούν κάποια ποιήματα στον παράνομο αντιστασιακό τύπο, προφανώς και δεν θα είχαν από κάτω την υπόγραφή Εγγονόπουλος…

Συμπληρώνω: Εντούτοις ο ίδιος δεν δίστασε να βάλει σε ένα από αυτά, όπως ήταν, ασουλούπωτο κι ασμίλευτο, την υπογραφή του 35 περίπου χρόνια αργότερα.

Άντε πάλι…

Άγη, διατύπωσες μία γνώμη σ’ ένα ζήτημα που είναι κουκιά μετρημένα και δε χωράνε γνώμες. Αν σ’ ενδιαφέρει, γκούγκλαρε να δεις τι είναι στη μετρική η χασμωδία και τι η συνίζηση (το δεύτερο είναι όταν δύο φωνήεντα συναποτελούν μία συλλαβή, π.χ. σε - γνω - ρί - ζωα - πό…)

Δεν ξέρω τι χαρακτήρας ήταν ο Εγγονόπουλος, πώς εκτιμούσε τη δική του αξία και πώς εκφραζόταν γι’ αυτήν (ταπεινά, με έπαρση, καθόλου…) αλλά, γενικά μιλώντας, «δεν αποκηρύσσω» δε σημαίνει κατ’ ανάγκην «αναγνωρίζω αξία». Σημαίνει «δε θα ήθελα να παραστήσω πως δεν το έκανα, αφού το έκανα», και λέγεται και για λάθη.

Αφενός, “παριστάνω πως δεν έκανα” σημαίνει “αποσιωπώ”. Αποκηρύσσω δεν σημαίνει “παριστάνω πως δεν έκανα”, σημαίνει: “έκανα αλλά πλέον δεν με εκφράζει”.
Αφετέρου, ο κάθε ποιητής, εκτός από όσα επιλέγει να εκδώσει, έχει προφανώς κάνει και πολλά άλλα. Το ότι αυτά δεν τα εκδίδει, δεν σημαίνει πως “παριστάνει πως δεν τα έκανε”. Το ότι “τα έκανε”, επίσης, δεν συνεπάγεται καμία υποχρέωση και να τα εκδώσει προκειμένου να “μην παραστήσει ότι δεν τα έκανε”. Τέτοια ερμηνεία μόνο σαν αυθαίρετη θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω και ουσιαστικά καταπνίγει την συγκεκριμένη επιλογή του Εγγονόπουλου, θέλει να επιβληθεί πάνω στην επιλογή του, να εκδώσει το ποίημα.
Με άλλα λόγια, εσύ δε βρίσκεις αξία στο ποίημα. Άσε όμως τον Εγγονόπουλο να βρίσκει. Έστω κι αν πρόκειται μονάχα για την αξία του ποίηματος ως συνεισφορά σε έναν αγώνα και σε μια λειτουργία ποιητικά ιεραρχημένη ως υπέρτερη της χασμωδίας.
Πού ξέρεις, ίσως και να το θεωρούσε ντροπή του, από τη μια να έχει γράψει τον Μπολιβάρ και, από την άλλη, να αρνηθεί να δώσει μερικούς πρόχειρα γραμμένους στίχους για τις ανάγκες που του ζητήθηκαν, μην τυχόν και σχεδόν 80 χρόνια αργότερα του προσάψουν “χασμωδίες”.
Θα ήταν αδιανόητο για τον Εγγονόπουλο να παραδώσει τους στίχους του ως “έμπρακτη υποτίμηση”, όπως (ποιητική αδεία!) εικάζεις: Αν όχι αδιανόητο απέναντι στον άγνωστό μας “φίλο” που τους ζήτησε, σίγουρα όμως απέναντι στο επώνυμο πρόσωπο που δοξάζει με τους στίχους του, αδιανόητο απέναντι στο “άξιο παλλληκάρι” που εσένα σου θυμίζει ό,τι σου θυμίζει.
Αντίθετα από ό,τι σ’ εσένα, στον Εγγονόπουλο ο Μήτσος Αστερίου και ο κάθε Μήτσος Αστερίου, δεν μπορεί παρά να του θύμιζε κι από έναν Μπολιβάρ, και δεν υπάρχει ούτε μια στο εκατομμύριο περίπτωση να χρησιμοποιούσε ένα τέτοιο πρόσωπο για να παίξει εστετίστικα παιχνιδάκια υποτίμησης επειδή του είπε “όχι ακαταλαβίστικα” κάποιος που κινδύνευε η ζωή του μόνο και μόνο που είχε στην τσέπη του αυτούς τους στίχους με τις χασμωδίες.
Αν δεν μπορείς να το κατανοήσεις αυτό, μην το κατανοείς, αλλά αυτά κι αν είναι “κουκιά μετρημένα”, Περικλή.

Αφού μου βροντοφωνάζει ότι δε βρίσκει ούτε ο ίδιος, τι να κάνω, να κλείσω τ’ αφτιά μου; Πραγματικά Άγη δεν είμαι βέβαιος αν με παρακολούθησες. Πού φαντάζεσαι ότι θα κόλλαγε η δική μου γνώμη για το ποίημα με όλη την ιστορία που υποθετικά ανασυνθέτω;

Ντάξει, τώρα μου κάνεις πλάκα.


Ως προς τους διαφορετικούς μας ορισμούς για το «αποκηρύσσω», οκέι, πιθανόν και να 'χεις δίκιο. Ωστόσο νομίζω ότι «αποσιωπώ» είναι πιο πολύ «δεν το δίνω για έκδοση», ενώ το «αποκηρύσσω» πάει εκ των υστέρων και σε δημοσιευμένα - αν και βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση δε μιλάμε για ομαλές συνθήκες κυκλοφορίας αλλά για έκτακτες.

Σωστό.
Εμβληματικό παράδειγμα ο Καβάφης. Δημοσιευμένα μεν, αποκηρυγμένα δε εκ των υστέρων από τον ίδιο.

Έχουμε εδώ εκ των υστέρων αποκήρυξη ή το λέμε για εγκυκλοπαιδικούς λόγους;

Μιλάς για το 1943 που γράφτηκε ή για το 1978 που εκδόθηκε;

Μοιάζουν για πλάκα αυτά;

Η χασμωδία ήταν ανάθεμα για τους δημοτικιστές, τη γενιά του Παλαμά ενώ οι καθαρευουσιάνοι δεν την απόφευγαν, κάθε άλλο:

Η έκτασις του αχανούς Αιγαίου εκοιμάτο …

Οι υπερρεαλιστές δεν είναι καθαροί δημοτικιστές, σίγουρα όχι ο Εμπειρίκος :

Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.

Αλλά ούτε και ο Εγγονόπουλος, αν και μου φαίνεται πιο κοντά στη δημοτική. Τώρα δε ξέρω άλλα ποιήματα του σε δεκαπεντασύλλαβο ή άλλο συγκεκριμένο μέτρο για να συγκρίνουμε.

Δεν ξέρω τί έκαναν οι καθαρευουσιάνοι, οι Αρχαίοι πάντως την απέφευγαν με μεγάλη σχολαστικότητα. Την απέφευγαν επίσης και οι (δημοτικιστές βεβαίως) λόγιοι εποχής μεσοπολέμου, αλλά και οι αμόρφωτοι λαϊκοί καλλιτέχνες:
Εεε, ν΄ Ο κυρ Βοριάς παρήγγειλε ν’ ούλω των καραβιώνε… ή
Δεν μπορώ να καταλάβω, Τούρκ’ αν είσαι για Ρωμιά, για ν΄ Εγγλέζα για Φραντσέζα…

Αργότερα, όσο το ρεμπέτικο ξέφευγε σιγά σιγά απ’ τους άγραφους λαϊκούς κανόνες, το πράγμα χαλάρωνε. Ο Τσιτσάνης, ακόμα και ο προπολεμικός, δεν ενοχλείτο. Άλλοι όμως, ενοχλούντο. Υπάρχει προφορική μαρτυρία ενός θείου μου, φιλολόγου και δημοσίου υπαλλήλου στο υπουργείο Τύπου, που επί Μεταξά τον απέσπασαν στην Επιτροπή λογοκρισίας. Όταν, δεκαετία ΄70, τον ρωτάγαμε με τον αδερφό μου τί ακριβώς δουλειά έκανε εκεί, μας είπε - Διόρθωνα τις χασμωδίες του Τσιτσάνη.

Στους στίχους ενός ποιητή που είναι η επιτομή του υπερρεαλισμού στη χώρα μας ούτως ή άλλως δεν εστιάζεις σε χασμωδίες και συνιζήσεις.

Αλλιώς, κινδυνεύει να χαθεί η ουσία: ο ποιητής εκτελεί πιστά [και συνειδητά] την παραγγελία που του ανατέθηκε και στα 3 της σκέλη.
Συνθέτει όχι ένα ακόμα δημοτικό τραγούδι [επομένως δεν τίθεται θέμα σύγκρισης/ αντιπαραβολής με τα δημοτικά μας]
αξιοποιώντας όμως το υλικό και τους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού.
Το μέτρο και το ρυθμό το 15σύλλαβο, τις τεχνικές της δημοτικής ποίησης, το άσκοπο ερώτημα και την άμεση απάντηση κ.λπ.

Καλύπτεται και το αίτημα για επικαιρότητα και για «απλότητα» των στίχων οι οποίοι δεν θυμίζουν και τόσο την εγγονοπουλική γραφή. [π. .χ. αν συγκρίνουμε με τον Μπολιβάρ]

Και εκτελείται συνειδητά η παραγγελία: στο πρόσωπο ενός αγωνιστή επαινείται συλλογικά ο λαός που αντιστέκεται, διατηρείται άσβεστη η οργή για τον κατακτητή και την αδικία της υποδούλωσης, επομένως και η φλόγα της Αντίστασης κατά του κατακτητή.

Συνειδητά ο Εγγονόπουλος [και όχι λόγω παραγγελίας] δεν αποστασιοποιείται από τα προβλήματα της εποχής του, αντίθετα δεν διστάζει να πάρει θέση εκμεταλλευόμενος αυτή την ευκαιρία που του δόθηκε με το ποίημα που του ανατέθηκε να συνθέσει.

Δε θα το ΄λεγα… Μια εντελώς επιδερμική ομοιότητα έχει.

Εκτός από κάποια σημεία όπου όντως αντλεί από την τεχνοτροπία του δημοτικού:

Εδώ, μάλιστα. Συνολικά, σαφέστατα όχι.