Πέντε Έλληνες στον Άδη

Πριν λίγες μέρες ένας φοιτητής στο Μόναχο έκανε μια παρουσίαση με θέμα “ο ʼδης στα ρεμπέτικα”. Κάνενας δεν ήξερε τη σημαίνει “να μας ζήσει η Ελλάδα” (αν αυτή η έκφραση είναι πολιτικό, εθνηκό, κάτι άλλο?). Μια φοιτήτρια είπε ότι υπάρχει μια ερμηνεία γι αυτό το τραγούδι, αλλά το ξέχασε. Ποιός έχει μια ιδεά ή ξέρει τη σημασία είχε αύτή η σειρά ή γενικά αυτό το τραγούδι? Κρύβεται κάτι πίσω?
Ευχαριστώ πολύ.

Κάπου διάβαζα κάποτε κάτι σχόλια για το συγκεκριμένο τραγούδι, και έλεγε πως απλά πρόκειτε για ένα άκρως πατριωτικό τραγούδι και όχι άμεσα σχετιζόμενο με τον ʼδη. ʼλλωστε υπάρχει και μια τέταρτη στροφή που απλά δεν είναι γραμμένη στην εκτέλεση αυτή με τον Μοσχονά(Τραγούδι του Παπαιωάννου, βέβαια) που κυκλοφορεί. Η τέταρτη στροφή αυτή μάλιστα έχει ακόμη πιο πατριωτικό περιεχόμενο.
Δεν ξέρω βέβαια πόσο ισχύουν κατά ακρίβεια τα λεγόμενα αυτά, διότι και ο καθένας κάνει τις δικές του κριτικές

(ΚΦ)
ΠΡΟΣΟΧΗ-ΠΡΟΣΟΧΗ.
Η Κάθοδος στον ʼδη και η θεματολογία του Χάρου είναι μιά από τις σημαντικότερες κατηγορίες του ρεμπέτικου τραγουδιού. Πάμπολλα τραγούδια ασχολούνται μ’ αυτό το θέμα, και το “τραγούδισμα” στο κέντρο ενός τέτοιου τραγουδιού ήταν μιά ολάκαιρη τελετουργία. Και δεν μπορούμε να πούμε πως αυτά πηγάζουν από τα Δημοτικά τραγούδια του Χάρου ή τα Μανιάτικα μοιρολόγια, αλλά μόνο έμμεση σχέση έχουν μ’ αυτά. Το σημαντικότερο είναι το εξής:

Τα ρεμπέτικα τραγούδια του Χάρου, συχνά ταυτίζουν τον ʼδη με το ίδιο το μπουζουκομάγαζο, και άλλες φορές μετατρέπουν τον ʼδη με το μπουζουκομάγαζο.

Γιά όσους δεν το πήραν χαμπάρι, στο κουτί “Το ρεμπέτικο στου Θωμά” περιλαμβάνεται μιά εκπληκτική εκτέλεση του “Πάντε Έλληνες στον ʼδη” από τον Δημήτρη Τσαουσάκη.

Τέλος, να πούμε πως μετά τον Μάρκο Ευγενικό, το “κι όλου φλωναζαν αράδα - να μας ζήσει η Ελλάδα” αλλάχτηκε από τον ίδιο τον Παπαϊωάννου κι έγινε “κι όλοι φώναζαν 'πο πάνου - γειά σου Παπαϊωάννου”.

Πως μούρθε αυτός ο… Μάρκος Ευγενικός; Σόρρυ!

(Μάρθα)
Οι ρεμπέτες πέρασαν πάντα τόσο χαρουμενα κάτω στον ʼδη,ή υπάρχουν και τραγούδια που είναι πιο σοβαρά (δεν μιλάω για μια αντάμωση με το Χάρο πάνω στη γη) και γιατί αυτό το θέμα ήταν τόσο σηματνικό στο ρεμπέτικο? Ήθελαν πολύ να συνεχίσουν τον τρόπο ζωής τους και στον 'Αδη?

“Με χίλιους χρόνους φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Νάσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω”.

Η σχέση του ρεμπέτη με το Χάρη είναι συνήθως ηρωϊκή, με πρότυπο τον Διγενή Ακρίτα, που ενώ ξέρει πως ο Χάρος θα νικήσει στο τέλος, δε θα παραδοθεί χωρίς μάχη.

Επίσης, τα “Συμπόσια” γιά τους Έλληνες, είναι τελετουργικά, και η νεκρικές “τελετές” δε λείπουν, όπως π.χ. το χύσιμο του κρασιού στο χώμα κ.λ. Το “ρεμπέτικο” γλέντι (αυτοί που τρων και πίνουν ΜΑΖΙ λέγονται συν-τροφοι, κι ο όρος, εκτός από την ταξική αλληλεγγύη ή αλληλεγγύη της κάστας, έχει κι έναν προσδιορισμό της κρυφής έως παράνομης συνάθροισης) έχει και τους έξαλλους χορούς, που πότε είναι “πολεμικοί” πότε μεθυστική. Διόνυσος, ‘Αδης, φως μέσα στο σκοτάδι. Γι αυτά όλα, η λέξη “χαρούμενα” Μάρθα, είναι πολύ περιορισμένη γιά ν’ αποδώσει το έξαλλο γλέντι.
Γιά τον Έλληνα, ο ʼδης δεν αντιστοιχεί στην ενοχική Κόλαση των Εβραίων, αλλά μοιάζει περισσότερο με τα πιλάφια και τα χαρέμια του Παράδεισου των Μουσουλμάνων. Αν υπάρχουν “σοβαρά” τραγούδια γιά τον ʼδη; Μα όλα είναι εξαιρετικά σοβαρά. Και συγχρόνως πολύ έξαλλα.

“Πάρε δυό δράμια Προυσαλιό και δέκα μυρωδάτο
και δώστα να φουμάρουνε τ’ αδέρφια μου κει κάτω”.

Τέλος, οι ρεμπέτες, δεν “θέλουν να συνεχίσουν τον τρόπο ζωής τους και στον ʼδη” μετά θάνατον, αλλά επιδιώκουν την αντιπαράθεσή τους με το Χάρο εδώ και τώρα, εμείς ζωντανοί κι εκείνοι πεθαμένοι.
Σ’ αντίθεση με το Δημοτικό, που λέει:

“Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να πορπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;”

Να συμπληρώσω στα λεγόμενα του ΚΦ και το αριστουργηματικό τραγούδι της γριάς (μουσική του μπαρμπα-Γιάννη), όπου έχουμε μια φοβερή (κατά τα πρότυπα του δημοτικού) περιγραφή του Χάρου. Επίσης είναι φανερό κι εδώ αυτό που αναφέρει παραπάνω ο ΚΦ. Δηλαδή, θεωρείται δεδομένο ότι ο Χάρος πάντα νικάει, αλλά ποτέ χωρίς μάχη:
“…για πιαστείτε χέρι-χέρι
να του στήσουμε καρτέρι
κι όποιον πάρει η σφεντονιά…”.

ΑΝ

ΥΓ. Στο τραγούδι του Τούντα (στίχοι του αναφέρονται πιο πάνω) υπάρχει και το εξής φαινόμενο:
Κατά το ρεμπέτη, αυτοί που πέθαναν από ερωτική απελπισία, ίσως και να 'χουν “γιατρευτεί” μετά θάνατον:
“…κι όσοι από καρασεβντά
πεθάνανε και πάνε
πες μας τους πέρασε ο νταλγκάς
για ακόμα αγαπάνε…”
.
Αντίθετα, τα πρεζόνια δεν έχουν γιατρειά ούτε μετά θάνατον:
“…πες μας τι κάνουν οι φτωχοί
πρεζάκηδες και κείνοι
πάρε να δώσεις και σ’ αυτούς
λιγάκι κοκαϊνη…”
!

(Μ)
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τις εξηγήσεις σας. Όλα είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα, αλλά δεν είναι ευκολά να τα καταλάβεις σωστά (δεν θέλω να σας βαρεθώ). Το μόνο που θα ήθελα να ξέρω είναι, αν αυτά που περιγράψατε δεν δημιουργούν κάπια σύγκρουση για τους Έλληνες, γιατί στη δρησκέια έχουμε το Θεό σαν δικαστή. Και οι καλοί θα πάνε στον ουρανό και οι κακόι θα ψήσουν στην κόλαση. Τουλάχιστον εμείς δεν έχουμε καθόλου την ιδέα μιας γιορτής στον ʼδη, γι αυτό μου φαινόταν λίγο “αρχαική” και ξένη σε σχέση με τους ρεμπέτες.

(ΚΦ)
Αγαπητή Μάρθα, ποτέ οι ρεμπέτες δεν τα πήγαιναν καλά με τις ποιεσδήποτε εξουσίες, περιλαμβανομένης κι αυτής που πηγάζει από τη θρησκεία ή, ακόμα καλύτερα, από το ιερατείο. ʼρα μην περιμένεις ν’ ακούσεις σ’ ένα ρεμπέτικο τραγούδι στοιχεία ξένα προς τη γενικότερη νοοτροπία του (ανένταχτου κι ανυποταχτου) ρεμπέτη.

Αντίθετα είναι σίγουρο πως θα συναντήσεις στοιχεία παληκαριάς (όπως τα παρουσιάζει ο ʼρης πιο πάνω), περιφρόνησης προς το θάνατο και διάθεση ειρωνικής αντιμετώπισης του Χάρου.

Το συγκεκριμένο τραγούδι, έχω την αίσθηση, ότι θα το αδικήσουμε αν προχωρήσουμε σε πολύ εμβριθή ανάλυση. Αν όμως θέλουμε να το αναλύσουμε τότε φτάνουμε σε ορισμένα πολύ χαρακτηριστικά συμπεράσματα που εμπεριέχουν μερικές από τις ιδιαιτερότητες της φυλής μας.

Προσωπικά το βλέπω σαν ακόμα μία έκφραση του ρεμπέτικου και κατ’ επέκταση του γενικότερου ελληνικού τσαμπουκά που έχει τις ρίζες του βαθιά μες τους αιώνες.

Ο στιχουργός παρουσιάζει τους Έλληνες να διασκεδάζουν ακόμα και στην Κόλαση, κι ουσιαστικά να “πιάνουν κορόϊδα” τους σατανάδες κάνοντας τους να χορεύουν.

Δείχνει ακόμα μια διάθεση συντροφικότητας της φάρας των ελλήνων (μουσικοί, μπερμπάντηδες, ρεμπέτες, καταφερτζήδες) μια και πέντε όλοι κι όλοι κατάφεραν να κάνουν τον κάτω κόσμο άνω-κάτω.

Ταυτόχρονα εκθειάζει την Ελλάδα αφού όλοι οι κολασμένοι φωνάζουν “να μας ζήσει”. Κι όλα αυτά προέρχονται, παρακαλώ, από τους ανθρώπους που κυνηγήθηκαν τόσο έντονα από το ελληνικό κράτος για το γεγονός ότι δεν υπέκυπταν στους κανόνες και τους νόμους του, ή γιατί διαμαρτύρονταν για την κοινωνική αδικία που το κράτος είτε δημιουργούσε, είτε άφηνε ανενόχλητη να διαμορφώνεται.

Αν μάλιστα συμπεριλαμβανόταν και η άλλη στροφή που δεν ηχογραφήθηκε τότε τα πράγματα ίσως να ξεκαθάριζαν ακόμα περισσότερο:

“Ως κι ο διάβολος ακόμα
μένει μ’ ανοιχτό το στόμα
και του έρχεται ζαλάδα
στων Ρωμιών την εξυπνάδα”.

ΣΗΜ 1: Όσο για το τραγούδι “Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει” μερικούς στίχους από το οποίο ανάφερε ο ʼρης πιο πάνω θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ότι η ερμηνεία που υπάρχει στο δίσκο από την παράσταση “Αμάν-αμήν” μ’ έχει πραγματικά συγκλονίσει και τη συστήνω ανεπιφύλαχτα σ’ όποιον θα ήθελε να την ακούσει.

ΣΗΜ 2: Μήπως ήλθε η ώρα να ψάξουμε το θέμα του θανάτου στο ρεμπέτικο λίγο πιο επισταμένα;

Γεια σου Μάρθα,

Οι Έλληνες της παρέας σίγουρα θα μπορέσουν να σε φωτίσουν καλύτερα, αλλά απ’ ό’τι ξέρω εγώ οι δοξασίες και η θρησκεία του ελληνικού λαού (όπως και πολλών άλλων λαών) είναι ουσιαστικά ένα μίγμα ή συγκερασμός της (όποιας) αρχαίας θρησκείας με το χριστιανισμό. Δηλάδη ο ʼδης και οι παραδόσεις σχετικά με την κάθοδο στον ʼδη είναι επιβιώματα της αρχαίας λαϊκής θρησκείας μέσα στη σημερινή (ή τουλάχιστο πρόσφατη, μια και πολλοί Έλληνες δεν πιστεύουν πλέον ούτε στον ʼδη ούτε στην κόλαση!) ορθόδοξη αντίληψη του θανάτου και τη “μετά θάνατον” ζωή. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πολλά διαφωτιστικά άρθρα πάνω στο θέμα του ʼδη στο ρεμπέτικο. Εγώ θα παραθέσω μία πιο γενική που βρήκα στο Διαδύκτιο.

http://www.geocities.com/mazzachan/charos.htm

Εύα

Χρόνια τώρα δουλεύω πάνω στο θέμα “Χάρος και Θάνατος στο Ρεμπέτικο Τραγούδι”, κι αυτό γιατί πιστεύω πως: (α) Η πιό χαρακτηριστική έκφραση που αποδείδει τον χαρακτήρα του Έλληνα, είναι η αντιμετώπιση του θανάτου. (β) Το ρεμπέτικο είναι το κατ’ εξοχήν “τραγούδι των Ελλήνων”, αυτό δηλαδή που εκφράζει καλύτερα και πιό αληθινά την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Φυσικά, αν ανοίξουμε ένα ειδικό “τόπικ”, κάθε προσφορά δεκτή, και … μοιραζόμαστε τα πνευματικά δικάιώματα!

Το βασικό λοιπόν είναι να ξεκαθαρίσομε πως ο Έλληνας (και φυσικά δεν δίνω σ’ αυτό κανέναν “εθνικιστικό” προσδιορισμό) δημιούργησε έναν πολιτισμό, μιά φιλοσοφία, μιά “Πολιτεία”, αμιγώς Ανθρωπιστικά (που οι Φλωρεντινοί προσπάθησαν να μιμηθούν, και γέννησαν τον παρεφθαρμένο “ουμανισμό”), κατ’ αναλογίαν με την ψυχοσύνθεσή τους. Αυτό δε σημαίνει πως οι Έλληνες είναι “άθεοι” όπως ισχυρύζονται κάποι Χριστιανόπληκτοι, αλλά ενώ την κάνουν ψώνιο με τον “κόσμο των ιδεών και των δαιμονίων” του Πλάτωνα, συγχρόνως έχουν την Αριστοτέλεια μετριοφροσύνη να αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο με μέτρο μόνο τον άνθρωπο, κι όχι τον μπαμπούλα θεό που είδε στον ύπνο του ο ενοχικός και φοβισμένος Εβραίος (και πάλι, χωρίς κανέναν ρατσιστικό προσδιορισμό).

Έτσι λοιπόν, ακόμα και στο προ-ρεμπέτικο ή αρχαιο-ρεμπέτικο Δημοτικό, κι εννοώ κυρίως τον Ακριτικό κύκλο, βλέπομε να μην ασχολείται κανείς με τον ίδιο τον ένα και μοναδικό Θεό, που τον ανομάζει αφηρημένα “το θείον”, αλλά μόνο τις ενδιάμεσες εικόνες της μυθολογίας των δαιμονίων.

Βάνω τον Ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους…

Κριτής λοιπόν δεν είναι ο Θεός, αλλά κάποιος Ουρανός, που μπορεί να είναι ο γαλάζιος ουρανός της ατμόσφαιρας, μπορεί να είναι ο Ησιόδειος “πατέρας των θεών”, μπορεί και νάναι ο πλανήτης Ουρανός που στην αστρο΄λογία ταυτίζεται με τον Διόνυσο!

Αυτά τα λίγα γιά την ώρα.

Το “Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει” το λέει πρώτη εκτέλεση ο Καζαντζίδης. Πράγμα που σημαίνει ότι δύσκολα θα βρει κανείς καλύτερη ερμηνεία. Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Καζαντζίδης είναι “λίγος” (μη με πείτε ιερόσυλο) μπροστά στην επόμενη εκτέλεση του τραγουδιού (το 1962, αν δεν κάνω λάθος) από τον ίδιο τον Παπαϊωάννου. Ισχύει πράγματι αυτό που δήλωνε ο Στελάκης Περπινιάδης:
“Οταν τραγούδαγε ο Παπαϊωάννου σε πείραζε στην καρδιά…”.
ΑΝ

(Μ)
Όλους σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες σας, βοηθάνε πάντα. Απαπητέ Κώστα, που ασχολεισαι τόσο πολύ με αυτό το θέμα> έχω την εντύπωση ότι για το θάνατο μιλάνε φυσικά πάρα πολλά τραγούδια, αλλά οι ανταμώσεις και οι κουβέντες με το Χάρο είναι μόνο λίγες? Και πιστεύεις ότι αυτός που έγραψε τους στίχους “πεντε Έλληνες…” μήπως είχε μια συνείδηση να μιλάει για όλους τους Έλληνες και όχι πια μόνο για τους ρεμπέτες (ήταν 1947).

Τους στίχους του “Πέντε Έλληνες στον ʼδη” έγραψε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μία “Παλαμική” ποιήτρια, και απόλυτα συνειδητή Ελληνίδα.
Όσο γιά τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι, τώρα πιά έχει ξεκαθαρίσει πως η Κλασική περίοδος (1930-1960 περίπου) οδήγησε το ρεμπέτικο τραγούδι σε τέτοια τελειότητα, που κατάφερε να εκφράσει όλες τις λαϊκές -και όχι μόνο- μάζες, και να γίνει όχι μόνο ΛΑΊΚΟ, αλλά και απόλυτα ΕΛΛΗΝΙΚΟ.

Έτσι είναι, ʼρη, και γιά τον Καζαντζίδη θα προσθέσω το εξής: Παρ’ όλο που προσωπικά βρίσκω τον Καζαντζίδη μελοδραματικό, ξενόφερτο, μίμο και καταστροφέα (προσωπική άποψη είπαμε, και δε θέλω να τσακωθώ με κανέναν), παρ’ όλα αυτά θα πω κάτι που ίσως φανεί ιερόσυλο από τους άλλους:
Απ’ όλες τις εκτελέσεις της “Συννεφιασμένης Κυριακής”, Μπέλλου, Νίνου κ.λ., γιά μένα, η καλύτερη (και μάλιστα εξ αποστάσεως) είναι… του Καζαντζίδη. Γιά να είμαστε όσο γίνεται αντικειμενικοί στις κρίσεις μας.

(Σώτος Ηλιόπουλος)
Αυτοί οι Ελληνες που Παπαιωάννου τον “αντρειεύονται” τον χάρο και στήνουν γλέντι ώς και στο δικό του μαγαζί.
Ζούλα μπουκάρουν με την βάρκα στον αχέροντα και τον λοιδωρούν αλύπητα με κάθε πενιά και κάθε ποτήρι.
Κάθως είναι κιόλα πέντε ποιός τους πιάνει , ξεκάθαρο φάσκελο στα μούτρα του οξαποδώ ,η τέλεια ορχήστα πρώτο δεύτερο μπουζούκι
μπαγλαμάς , κιθάρα, ακορντεόν.
Να μας ζήσει λοιπόν η Ελλάδα Μάρθα , έτσι χωρίς λόγο , απλά μια ευχή δίνουν στον τόπο τους να υπάρχει και να ναι καλά.
Οσον αφορά τον Θεό να πάρει το ποτήρι του και να κοπιάσει ,στο τραπέζι τους χίλιοι καλοί χωράνε

Η εκτέλεση της “Συννεφιασμένης Κυριακής” με το Στελάρα είναι φυσικά η καλύτερη. Ομως Κώστα δεν “φταίει” μόνο ο Καζαντζίδης γι’ αυτό. Δίπλα του είναι η Λύδια και πίσω του οι (πάρε ανάσα) Παπαδόπουλος, Μακρυδάκης, Καρνέζης, Τσιτσάνης! Ψευτομπούζουκα δηλαδή…
ΑΝ

Ωπ… τώρα το είδα.
Ε όχι και ακορντεόν ρε Σώτο! Μιλάμε για την καταστροφή του ρεμπέτικου - τουλάχιστον όσο αφορά τον ήχο.
ΑΝ

(ΚΦ)
Καλά ντε, όχι και να τσακωθούμε γιά το ακορντεόν, αλλά να μην ξεχνάμε πως οι κομπανίες των Καφέ-Αμάν είχαν ΚΑΙ “φυσαρμόνικα”.

Όσο γιά το Χάρο (έ, ρε, μάνα μου, θεματάρα!) μου θύμισε σήμερα η Θέσια πως ο πρώτος διάλογος με τον Χάροντα, είναι του Αριστοφάνη στους “Βατράχους”. Και η πλάκα πλάκα! Πάνε στον ʼδη, γιά να τσακωθούνε ποιός είναι ο καλύτερος: Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ή ο Χατζηχρήστος;

(Μ)
Πάλι έχω μια ερώτηση, γιατί χθες διάβασα μια εργασία ενός μαθητή με θέμα (περίπου) " ο Διόνυσος και ο πόθος των νεαρών στο Διόνυσο". Όταν οι νεαροί στην Ελλάδα στα εξήντα και στα εβδομήντα χρόνια ανακάλυψαν το ρεμπετικο, τι βρήκαν μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια? Ήταν για αυτούς το ίδιο σαν αυτό που βρήκαν στη Δύση στο Rock ´n ´Roll? Και αν το βρήκαν, έπρεπε να ήταν χαμένο αυτό που λέγεται “διονύσικο”. Κάπου διάβασα την άποψη ότι τα τραγούδια πριν το πόλεμο ήταν διονύσικα, μαι μετά χριστιανικά σωστό αυτό? Μήπως οι ανώτερες τάξεις έχασαν το διονύσικο περισσότερα από τους χαμηλότερες τάξεις? Γενικά πιστεύουμε ότι στο νότο η νοοτροπια των ανθρώπων φαίνεται να είναι έτσι. Ευχαριστώ πολύ για εξηγήσεις σας.