Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Έχουμε λοιπόν:

  • την αναφορά του Υφαντή
  • τη μαρτυρία του Πετρόπουλου
  • καταγραφή και στο [b]βικιλεξικό.[/b]
  • τη μαρτυρία του Νίκου: :slight_smile:

Οπότε, σίγουρα υπάρχει και αυτή η ερμηνεία.

Ναι Περικλή, τίποτα δεν βρήκα. Αυτό που δεν είχα ελέγξει είναι τα στοιχεία που παραθέτει η Ελένη απʼ το βικιλεξικό. Όπως όλοι ξέρουμε, τέτοιες πληροφορίες πρέπει να προσεγγίζονται με μέγιστη προσοχή και επιπλέον, κάτι που δεν μου αρέσει είναι ότι στο βικιλεξικό το λήμμα μας καταγράφεται με την προσθήκη ενός a, κάτι που το λεξικό μου δεν το έχει. Ο τύπος cabucak (= γρήγορα, ταχέως, όσο να πεις κύμινο, επί τροχάδην) ανήκει και αυτός (στο λεξικό μου πάντα, που όμως του έχω εμπιστοσύνη πολύ περισσότερη απʼ τη βικιπαίδεια) στις έννοιες γρηγοράδας, τελείως άσχετος με το «που τον έχουν καταδικάσει ξανά». Το λήμμα sabik / sabika έχει την έννοια του «καταγεγραμμένος, σεσημασμένος, με γεμάτο ποινικό μητρώο» κλπ, τελείως εκτός της έννοιας «γρήγορος» κλπ. Έτσι τον αναφέρει το λεξικό μου.

Ελένη, ο μεν Υφαντής, απʼ ό,τι λες, μόνο την έννοια «στίξη» δίνει αλλά χωρίς πηγές. Το ίδιο και ο Πετρόπουλος, εκτός αν κάτι λέει για τις «άλλες σημασίες της λέξεως». Και η μαρτυρία του Νίκου (liga rosa) μόνο για στίξη αναφέρεται, και πάλι χωρίς πηγές. Μου κάνει όμως εντύπωση ότι το λεξικό του «Κέντρου Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού» δεν αναφέρει απολύτως τίποτα για έννοια στίξης κλπ, μόνο για γρηγοράδα και τα παρόμοια.

Να πούμε ότι η δερματοστιξία ήταν γνωστή στη χώρα μας από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Οι εκάστοτε νικητές χάραζαν σύμβολα στο σώμα των ηττημένων, ως επίδειξη δύναμης.
Και μια σχετική αναφορά:
https://www.archaeology.org/issues/107-features/tattoos/1349-cucuteni-figurine-romania-neolithic

Τεράστιο ενδιαφέρον έχει όμως η αφήγηση του Καρκαβίτσα, από τις φυλακές Ναυπλίου, το 1891(;), όπου καταγράφει τα εξής:

“Ο ένας ήταν γονατιστός κʼ είχε ολόγυμνο το κορμί εμπρός στην πόρτα και οι άλλοι δύο εστέκοντο σκυμμένοι επάνω του. Εστοχάσθην ότι ήταν λαβωμένος και τον επεριπιούντο. Επλησίασα να ιδώ. Τι να ιδώ; Ανατρίχιασα όλος. Και οι δύο με ψιλά βελόνια εις τα χέρια τους εκέντουν το κορμί του γονατισμένου μέχρι αφαιμάξεως. Από τον σβέρκο, αμέσως κάτω από τα μαλλιά άρχιζε ένα ογκώδες κεφάλι φοβερού φιδιού, με ανοικτό στόμα και γλώσσα έξω βγαλμένη κατακόκκινη. Το φίδι κατέβαινε εις την ραχοκοκκαλιά, έπειτα έκλινε κάτʼ από τη ζερβιά μασχάλη, έβγαινε μπρος εις το στήθος και κατʼ από το δεξιό βυζί και την μασχάλην εγύριζε πάλι εις την ράχη. Φοβερό ήταν το σώμα του ερπετού, ολόπλουμο με χίλιες δυο φολίδες και μύρια χρώματα που ασπρογάλιαζαν επάνω εις το δέρμα σαν τʼ αληθινού φιδιού.
-Θα κάμετε πολύ ακόμη ερώτησα τον ένα.
-Θα το φτάσουμε κάτου ʽς τη φτέρνα.
-Και δε σε πονεί; ερώτησα εκείνον
-Τσʼ μου έκαμε μʼ επώδυνον όμως έκφρασιν.
Η παλληκαριά του δεν άφινε να ομολογήση τους πόνους του. Η καρδιά του όμως ή καλλίτερα το τομάρι του το ήξερε”.

Η δερματοστιξία ήταν επίδειξη παληκαριάς, αντοχής στον πόνο, μαγκιάς κ.λπ… απʼ ό,τι φαίνεται.

Ο Πετρόπουλος έχει σε σκίτσα και αρκετά σχέδια των τατουάζ, όπως τα είδε στα σώματα των φυλακόβιων.
[Άλλες σημασίες της λέξης «τσαμπουκάς», δεν αναφέρει, πέρα από τις γνωστές μας].

Επίσης, και σε λογοτεχνικό κείμενο υπάρχει ο «τσαμπουκάς», με την έννοια της δερματοστιξίας.

Στην τουρκική γλώσσα, απʼ ό,τι φαίνεται, Νίκο, το «τσαμπουκάς» διατήρησε τη σημασία του «γρήγορου» (δεν ξέρουμε βέβαια στη δική τους αργκό, τι γίνεται).
Σε μας, η λέξη «τσαμπουκάς», με όλα τα παράγωγά της, δεν είχε ποτέ αυτή τη σημασία.
«Τσαμπουκάς», σε μας, ήταν πάντα ο ευέξαπτος, αυτός που προκαλούσε καυγάδες κ.λπ.

Ως πηγή, έχουμε αυτές τις αφηγήσεις.
Από εκεί και μετά, παρακολουθούμε την πορεία της λέξης.

Οι τσαμπουκαλεμένοι φυλακόβιοι του Καρκαβίτσα και οι μετέπειτα, ως επίδειξη δύναμης, αντοχής στον πόνο, διάκρισης, ιδαιτερότητας, αναγνωριστικό μεταξύ τους σημάδι, κ.λπ., επιδίδονταν στη δερματοστιξία.
Είναι εύκολο λοιπόν να επεκτάθηκε η λέξη από τα πρόσωπα και το χαρακτήρα τους στην πράξη της δερματοστιξίας, αρχικά, αλλά και γενικά στη στίξη, αργότερα.

Έτσι φτάνουμε στη μαρτυρία του Πετρόπουλου (ο οποίος παρά τα λάθη του, εδώ, δεν μπορεί να επινόησε τη λέξη “τσαμπουκάς” για τη δερματοστιξία που παρατήρησε),
έως την αναφορά στη διατριβή…
και έως τους τσαμπουκάδες, τα σημάδια, στα μακρυμάνικα όργανα.

Αν από όλες τις υποπεριπτώσεις της έννοιας «σημάδι, σημάδεμα» η αρχική ήταν αυτή του τατουάζ, τότε φαίνεται όντως πιθανό. Πάντως θεωρώ ότι το ζήτημα της ετυμολογίας αυτού του «τσαμπουκά» παραμένει ανοιχτό.

Κι εγώ αυτή την άποψη έχω. Πάντως, είναι πιθανό η αρχική έννοια να ήταν απλά «σημάδεμα» όπως αυτό που έχουν τα μακρυμάνικα όργανα για να ξέρουμε πού να πατήσουμε, και αργότερα να επεκτάθηκε αρχικά στο τατουάζ των φυλακισμένων και από κεί στη σημερινή σημασία της νταηλίδικης συμπεριφοράς.

Μα αν πήγε μ’ αυτή τη σειρά, τότε χάνεται κάθε σύνδεση με το «cabuk = γρήγορος».

Η δική μου πρόταση είναι:

α) Δεχόμαστε ότι από το «cabuk = γρήγορος», μέσω μιας μετακύλισης προς το «ορμητικός, άγριος» (που δε νομίζω ότι είναι απίθανη), φτάνουμε στο «τσαμπουκάς = νταηλίκι».

β) Μετά, κοιτάμε να δούμε πώς προέκυψε το «τσαμπουκάς = σημάδι / τατουάζ», και έχουμε δύο πιθανότητες:

β) i. Από το «τσαμπουκάς = νταηλίκι» να περάσαμε στο «τσαμπουκάς = τατουάζ» επειδή το τατουάζ είναι ένδειξη νταηλικιού, και από κει στη γενικότερη έννοια «σημάδι οτιδήποτε είδους».

β) ii. Να μην υπάρχει καμία σχέση. Να προέκυψε από κάποια άσχετη αρχική λέξη (την οποία αναζητούμε) το «τσαμπουκάς ή σαμπουκάς = σημάδι οτιδήποτε είδους», που στην πορεία προσέλαβε και κάποιες ειδικότερες έννοιες μεταξύ των οποίων το τατουάζ.

Ερώτηση:

Έχει κανείς υπόψη του αν το «σαμπουκάς» με σίγμα έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ και για την έννοια του νταηλικιού; (Γιατί αν όχι, τότε ίσως ενισχύεται -λιγάκι- η πιθανότητα β.ii της άσχετης προέλευσης.

[Και μια παράκληση: παιδιά, αποφύγετε αν θέλετε τα μεγάλα κείμενα με μαύρα στοιχεία, είναι λίγο δυσανάγνωστα. Αν βέβαια δε φταίει η όρασή μου!]

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:19 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:13 —

Συγγνώμη, κανονικά θα έπρεπε να διαγράψω όλο το προηγούμενο σχόλιο και να ξαναγράψω ένα καινούργιο.

Έχετε δει τι ετυμολογία δίνει το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη για τον γνωστό τσαμπουκά;

τουρκ. cabuka που έχει καταδικαστεί ξανά΄ -ς < sabιka προηγούμενη καταδίκη΄

Παρόμοια και το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη, ενώ το Χρηστικό της Ακαδημίας λέει απλώς «< τουρκ. sabika», χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει αυτό.

Άρα κάθε σχέση με το cabuk = γρήγορος καταρρίπτεται.

Για τον τσαμπουκά-σημάδι κανένα από τα τρία μεγάλα λεξικά δε λέει κουβέντα.

Ωστόσο υπάρχει στην Κάρπαθο το επώνυμο Τσαπούκης, και αυτό μαρτυρημένα παράγεται από το τούρκικο cabuk = γρήγορος. Το π αντί μπ για το τουρκικό b στα 12νησα και την Κύπρο δεν είναι σπάνιο, π.χ. πελάς = μπελάς. Φαίνεται όμως ότι εκεί τελειώνει η επίδραση της συγκεκριμένης τούρκικης λέξης στην ελληνική γλώσσα.

Ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το “τσαμπουκάς” από το τουρκ. sabika=προηγούμενη καταδίκη. ποινή, ποινικό παρελθόν.
Αναφέρει και το “sabikali” = σεσημασμένος, αυτός που δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο.

Άρα, καμιά σχέση με το “γρήγορος”.

Οι φυλακόβιοι που ήταν σίγουρα “τσαμπουκάδες”, [δηλαδή με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, σύμφωνα με την ετυμολογία του Μπ.] στιγμάτιζαν το σώμα τους και τα σημάδια αυτά ονομάστηκαν και αυτά “τσαμπουκάδες”.
Ετυμολογικά, αυτοί οι “τσαμπουκάδες”, τα σημάδια, δεν έχουν καμιά σχέση με ταχύτητα, άρα προέρχονται από την ίδια ρίζα, το τουρκ. sabika, όπως και οι ευέξαπτοι φυλακόβιοι.

Κατ’ επέκταση, μάλλον οι “τσαμπουκάδες” αυτονομήθηκαν ως έννοια και δήλωναν γενικά “σημάδια”, π.χ. στην ταστιέρα.

Το θεωρώ ως την πιο λογική εξήγηση.
Οπωσδήποτε, η μαρτυρία του Πετρόπουλου, με όλες τις λεπτομέρειες που δίνει, είναι σημαντική για να την παραβλέψουμε.

==============
Τώρα μόλις είδα και το μήνυμα του Περικλή.

Ναι. Ούτε αυτοί οι τσαμπουκάδες ούτε οι άλλοι, τα νταηλίκια. Πλέον πείστηκα κι εγώ (αφού έκανα αυτό που θα έπρεπε να κάνω πρώτο απ’ όλα, να ανοίξω ένα λεξικό!)

Εδώ παραμένω επιφυλακτικός. Δε βλέπω πώς από το πρώτο παράθεμα προκύπτει το συμπέρασμα του δεύτερου.

Μπορεί να ισχύει, αν έχουμε μια προϋπόθεση: να προηγήθηκε η ειδική σημασία «τατουάζ» και να ακολούθησε η γενικότερη «σημάδι» και όχι το αντίθετο. Αυτό όμως είναι προς το παρόν απλή υπόθεση, μένει να αποδειχτεί / απορριφθεί.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:50 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:37 —

Εϊ, για μια στιγμή!

Λέτε;

«Σεσημασμένος» κυριολεκτικά σημαίνει σημαδεμένος. Αν δεν απατώμαι, σεσημασμένος είναι εκείνος που του έχουν ήδη πάρει το «σημάδι», δηλ. τα δακτυλικά αποτυπώματα. Από κει προκύπτει η σημασία που έχει στην πράξη, εκείνου που έχει ποινικό μητρώο.

Να συνέβη και στην τούρκικη γλώσσα κάτι παρόμοιο; Μήπως, λ.χ., υπήρχε εποχή που τους καταδίκους τους σημαδεύανε (σαν τα γελάδια) με τατουάζ ή κάτι άλλο ανεξίτηλο; Αυτό πραγματικά θα ξεδιάλυνε τα πράγματα.

Μα πρόκειται για την ίδια λέξη: “τσαμπουκάδες”.
Άλλη ετυμολογία έχει στην α’ περίπτωση και άλλη στη β’;

Πώς να εξηγηθεί αυτό;

Οι “τσαμπουκάδες” στην ταστιέρα είναι, επομένως, “σημάδια”.
Καμιά σχέση με ταχύτητα.

Ευτυχώς, η ετυμολογία που δίνεται στο γλωσσάρι είναι σωστή.
Πώς στο καλό, μπερδευτήκαμε με ταχύτητες;

Γιατί, πρώτη φορά θα 'ναι; Δεν έχει διαφορετική ετυμολογία η βεντέτα (αλληλοσκοτωμός: vendetta) από τη βεντέτα του θεάματος (vedette); Και άλλα παραδείγματα υπάρχουν.

Ωστόσο Ελένη δες το προηγούμενο σχόλιό μου: έκανα μια προσθήκη που ενσωματώθηκε και δεν εμφανίζεται ως ξεχωριστό σχόλιο, ίσως σου διέφυγε. Και μάλιστα, τώρα που πέρασε λίγη ώρα τη σκέφτηκα και πιο ξεκάθαρα:

Στα ελληνικά, μια λέξη που στην κυριολεξία της σημαίνει σημαδεμένος χρησιμοποιείται με την έννοια του έχοντος ποινικά προηγούμενα: η λέξη «σεσημασμένος». Αυτό εξηγείται γιατί όποιον πιάσουν τον σημαδεύουν (εν προκειμένω, του παίρνουν τα αποτυπώματα). Αν στα τούρκικα συνέβη το αντίστροφο, μία λέξη που να σημαίνει κυριολεκτικά τον έχοντα ποινικά προηγούμενα έφτασε να σημαίνει σημαδεμένος, όχι λόγω της ιστορίας με τα τατουάζ (που τη βρίσκω πολύ απομακρυσμένη) αλλά επειδή και πάλι τούς σημάδευαν με κάποιο τρόπο, τότε η συσχέτιση των δύο τσαμπουκάδων φαντάζει πολύ πιθανή.

Αλλιώς, φαντάζει αρκετά λιγότερο πιθανή, ή πάντως πιο δύσκολη.

Σπανιότατη περίπτωση, όμως!

“Σημαδεμένος”, όχι. Από το “σημαίνω” προέρχεται, όχι από το “σημαδεύω”.
“Εντοπισμένος”, θα έλεγα.

Αυτό πρέπει όμως να αποδειχτεί και δεν ξέρω και πώς.
[Έχω χάσει και τα ίχνη ενός καλού ανθρώπου Τούρκου, Κουρδικής καταγωγής που ζούσε εδώ…]

Συγγνώμη που δεν έχω πηγές, απλά το ακούω από διάφορες συνομήλικες παρέες εδώ και χρόνια… Πιστεύω και άλλοι.

Φυσικά και δεν προέρχεται το σεσημασμένος από το σημαδεύω (απλώς όλα αυτά, όπως και το σημείο, η σημασία, η σημαία κ.ά., προέρχονται από το σήμα). Σεσημασμένος είναι μετοχή του σημαίνω.

Δε νομίζω όμως ότι σημαίνει εντοπισμένος, αυτή η έννοια ήρθε εκ των υστέρων: σεσημασμένος κακοποιός (=που είχε και στο παρελθόν καταχωρηθεί στα μητρώα) άρα ήδη γνωστός, εντοπισμένος. Χαριτολογώντας λέμε ότι «αυτός είναι σεσημασμένος» για κάποια συνήθεια που είναι γνωστό ότι έχει, η τυπική όμως έννοια είναι σχετική με το σημάδι.

Και η Σήμανση άλλωστε είναι η υπηρεσία που συλλέγει τα σημάδια που άφησαν οι δράστες στον τόπο κάποιου εγκλήματος. Η οδική σήμανση είναι τα σημάδια / σήματα που τοποθετούνται στον δρόμο για να δώσουν οδηγίες.

Όλα αυτά σχετίζονται με σημάδια που κάτι σημαίνουν. Και οι τσαμπουκάδες στο όργανο, κάτι σημαίνουν κι αυτοί. Και το τατουάζ, προκειμένου για φυλακισμένους εκείνης της εποχής, ήταν δηλωτικό σκληρότητας. Ένα μαύρισμα στο μάτι ή ένα βαθούλωμα στο αυτοκίνητο είναι σημάδια που δε δηλώνουν κάτι.

Από την αρχή της συζήτησης ήταν ξεκάθαρο το θέμα, απλά μπερδευτήκαμε με την άλλη τουρκ. λέξη, το cabuk.

  1. Τσαμπουκάς, στη γλώσσα μας, είναι αυτός που μπλέκει σε καυγάδες, ο εριστικός, ο φυλακόβιος
    Από το τουρκ. Sabika =προηγούμενη καταδίκη, ποινικό παρελθόν, ποινή.

  2. Σύμφωνα με μαρτυρίες των Καρκαβίτσα και Πετρόπουλου,
    οι φυλακόβιοι επιδίδονταν στη δερματοστιξία, κάνοντας σημάδια στο σώμα τους.

  3. Μαρτυρία Πετρόπουλου: Τα σημάδια στο σώμα (τατουάζ) τα ονόμαζαν τσαμπουκάδες
    [δεν τα ονόμασαν «σημάδια», ή «ουλές» ή κάτι παρεμφερές, Περικλή, «τσαμπουκάδες» τα ονόμασαν]

  4. «Τσαμπουκάδες», επιβεβαιωμένα και πάλι, λέγονται ακόμα και σήμερα τα «σημάδια» στα μακρυμάνικα όργανα, τοποθετημένα για τη διευκόλυνση των παικτών.

  5. Από άλλες πηγές, (προφορικές, λογοτεχνικές) «τσαμπουκάδες» και σήμερα ονομάζονται οι ουλές, τα σημάδια στο σώμα.

Έχουμε λοιπόν την πορεία της λέξης «τσαμπουκάς» ανάγλυφη μπροστά μας, με στοιχεία επιβεβαιωμένα από τις πηγές που διαθέτουμε.

[«Σεσημασμένος» είναι ο εντοπισμένος, ο γνωστός για τη δράση του στις αρχές και όλο αυτό για τα «σημάδια», δεν πείθει, Περικλή.]

Αυτή η πορεία Ελένη είναι πολύ πιθανή, αλλά σαφώς δεν είναι αποδεδειγμένη. Αναλυτικά:

Εντάξει. Το ξεχνάμε το cabuk. Ήταν μια δική μου παρανόηση.

Κατ’ αρχήν, αυτό που περιγράφεις είναι ο τσαμπουκαλής. Τσαμπουκάς είναι η ίδια η μανούρα, η εριστικότητα. Το να λέμε τσαμπουκάς αντί τσαμπουκαλής είναι πολύ πρόσφατο.

Πέραν όμως αυτής της λεπτομέρειας, φυσικά και δε διαφωνεί κανείς ότι η ελληνική σημασία είναι σχετική με νταηλίκια. Δεν είναι όμως η μόνη σημασία. Η λέξη έχει κι άλλες σημασίες, εσύ η ίδια τις παραθέτεις παρακάτω, και υποθέτεις ότι ακολούθησαν, πράγμα που πρέπει να αποδειχθεί.

Ίσα ίσα, τα ονόμασαν τσαμπουκάδες, δηλαδή σημάδια. (Κι αυτό υπόθεση είναι βέβαια.)

Αυτό που βλέπω εγώ είναι μια λέξη που εμφανίζεται με δύο εντελώς διαφορετικές δέσμες σημασιών. Από τη μία, η εριστικότητα, που με τρόπο πειστικό συνδέεται με την τουρκική έννοια του έχοντος καταδίκη στο ενεργητικό του. Από την άλλη, γενικό συνώνυμο του «σημαδιού» αλλά και ειδικότερα διάφορα συγκεκριμένα είδη σημαδιών: ουλές, τα σημάδια στα όργανα, τα τατουάζ.

Για το πώς συνδέονται αυτές οι δύο δέσμες εννοιών, υπάρχει αφενός η υπόθεσή σου. Αφετέρου, άλλες δύο που προτείνω:

α) Να μην υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση, παρά μόνο δύο διαφορετικές ετυμολογικές γραμμές που συμπτωματικά καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα.
β) Να υπήρξε στα τούρκικα είτε αρχική σημασία «σημαδεμένος» και μετακύλισή της σε «αυτός που έχει καταδικαστεί», είτε το αντίστροφο, πράγμα που θεωρώ όχι απίθανο βάσει του πολύ ανάλογου παραδείγματος στα ελληνικά (αλλά που δε μαρτυρείται, εξ όσων είδαμε ως τώρα).

Και επ’ αυτού του τελευταίου:

Προφανώς δε διαφωνούμε ως προς το τι είναι, στην πράξη, ο σεσημασμένος. Εγώ όμως συζητώ για το πώς αυτή η έννοια έφτασε να αποδίδεται με τη λέξη σεσημασμένος και όχι κάποιαν άλλη. Δες λοιπόν τι γράφουν τα λεξικά σχετικά:

[λόγ. < αρχ. σεσημασμένος (μππ. του σημαίνω) `καλά σφραγισμένος΄ σημδ. γαλλ. marque (παλ. για κατάδικους που σημαδεύονταν στον ώμο με καυτό σίδερο)]

(Τριανταφυλλίδης - η συντομογραφία «σημδ» σημαίνει σημασιολογικό δάνειο, τουτέστιν: επειδή αυτή η έννοια στα γαλλικά αποδιδόταν με τη λέξη marque [με οξεία στο e], που γενικότερα σημαίνει, ακριβώς, «σημαδεμένος», γι’ αυτό και στα ελληνικά επελέγη το «σεσημασμένος», που σημαίνει το ίδιο.)

Το Χρηστικό λέει περίπου τα ίδια, αλλά στο ερμήνευμα δίνει επιπλέον και την πληροφορία ότι σεσημασμένος είναι αυτός που η αστυνομία έχει τα δακτυλικά του αποτυπώματα, φωτογραφίες του και άλλα στοιχεία ταυτοποίησης.

Άρα, αποδεικνύεται η ύπαρξη του ελληνικού παραλλήλου, και μαθαίνουμε ότι επιπλέον υπάρχει και το γαλλικό. Γιατί όχι λοιπόν και τούρκικο;

Περικλή, αναφέρθηκα από την αρχή κυρίως στις σημασίες της λέξης “τσαμπουκάς” και “τσαμπουκάδες”
και αυτές οφείλω να προσθέσω στο γλωσσάρι, αφού τις εντόπισα, τις ανέφερα και εδώ και δεν υπάρχει ένσταση επ’ αυτού.

Θεωρώ ότι πιθανότατα και η β’ σημασία “τσαμπουκάδες” = σημάδια προέρχεται από την ίδια ρίζα με την α’ σημασία, αυτή της έριδας και του εριστικού.

Εξάλλου, και για το “σεσημασμένος” όπως και για τον “τσαμπουκαλή” το λεξικό σε ίδιας ρίζας λέξης παραπέμπει:
“sabika” / “sabikali”.

Πρέπει να αποδειχτεί αυτό,Περικλή, όμως.
Αλλιώς, παραμένει υπόθεση μόνο.

Αυτό λέω κι εγώ. Έχουμε τρεις υποθέσεις μέχρι στιγμής. Οι δύο (δική σου και δική μου) υποστηρίζουν κοινή προέλευση των δύο «τσαμπουκάδων», αλλά προτείνουν διαφορετική εξήγηση για το πώς διαχωρίστηκαν τόσο πολύ οι σημασίες. Η τρίτη (δική μου κι αυτή) υποστηρίζει δύο διαφορετικές προελέυσεις.

Καμία από τις τρεις δεν είναι αποδεδειγμένη.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 08:16 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 08:09 —

Όχι για το σεσημασμένος. Για μια λέξη που είχε πρακτικά την ίδια χρήση, χωρίς να ξέρουμε αν την απέκτησε κατά τρόπο παρόμοιο όπως το ελληνικό «σεσημασμένος» και το γαλλικό «marque». Εγώ υποθέτω ότι μπορεί να έγινε το ίδιο.

Σαν να λέμε “πάω στην Αθήνα μέσω Αμερικής…”
Εμφανέστατα, sabika kai sabikali είναι η ίδια ακριβώς λέξη, με την προσθήκη της κατάληξης -li.

Προφανώς, οι φυλακισμένοι τσαμπουκάδες έκαναν στίγματα στο δέρμα τους, για λόγους που ειπώθηκαν ήδη.
Έκαναν “τσαμπουκάδες”, ονομάστηκαν δηλαδή έτσι αυτά τα στίγματα και η λέξη αυτονομήθηκε δηλώνοντας “σημάδια” γενικά.
Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που συνέβη κάτι παρόμοιο και στη γλώσσα μας.

Να βάλω και μια απορία για στίχους από το “Κάτσε να ακούσεις μια πενιά”

" πάρε σειρά γιατί μπορεί ίσως να μην προκάνεις
μη να συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις"

Δηλαδή, ποιο είναι το σοβαρό;
Κάτι μου διαφεύγει εδώ…

Ευχαριστώ προκαταβολικά!

Μια ακόμα αξιοσημείωτη μαρτυρία, αυτή τη φορά από το πολύτιμο βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου,

«Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871)

“σαπουκαλίδες” = όσοι, αφού περάσουν από φυλακή, μετά, με το παραμικρό, τους κουβαλάνε μέσα.

που σημαίνει ότι στην ελληνική αργκό η λέξη ήταν γνωστή και με την ίδια σημασία, όπως στην τουρκική γλώσσα, από όπου και προήλθε.

Θα υποθέσω εδώ ότι εννοεί κάποιο καυγά ή και επιδρομή της χωροφυλακής. Κάτι που θα τους έβγαζε από την κανονική ροή της βραδιάς με αποτέλεσμα να χρειαστεί να σταματήσουν και να μην ακούσει το τραγούδι που παράγγειλε.
Επίσης μια διόρθωση: δεν λέει “μη να συμβεί”, αλλά “και μας συμβεί”. Η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Στράτο https://www.youtube.com/watch?v=70EII6bJ4vQ
Και κάτι ακόμα, νομίζω ότι είναι ένα από τα τραγούδια του Κίτσου Τσιτσάνη αλλά δεν θυμάμαι που το έχω διαβάσει.