Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Αυτός ο ανεβάστορας του ΥΤ το καταγράφει «οριγιάζω». Κι εγώ μάλλον έτσι το ακούω. Θα μπορούσε να είναι η λέξη «οργιάζω», με την ιδιωματική προφορά της Ρόζας: βάζει γενικά ένα -γ- ή -γι- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, το 'χουμε ξανασχολιάσει αυτό, οπότε «οργϊάζω > *οργιγιάζω», και μετά απλοποίηση των δύο αλλεπάλληλων -γ- σε ένα, «οριγιάζω».

Επειδή το είπα, δε σημαίνει ότι το θεωρώ και πολύ πειστικό. Σήμερα οι λέξεις όργιο, οργιάζω, είναι κοινές, αλλά δε νομίζω ότι τότε ήταν ιδιαίτερα πιθανό να ακουστούν σε λαϊκό τραγούδι. Είναι όμως μια πιθανότητα, έστω και ισχνή.

Εγώ, απλά σηκώνω τα χέρια ψηλά. Συμφωνώ με τον Περικλή ότι τη λέξη «οργιάζω» («οριγιάζω» ακούω κι εγώ) δεν την είχαν και πολύ σε χρήση οι στιχοπλόκοι της εποχής: δεν θυμάμαι να υπάρχει και κάπου αλλού. Οπότε η απάντηση στον Γιάννη πρέπει, για ακόμα μία φορά, να είναι «Καμμία εξήγηση…».

Βρήκα άλλη μία σημασία της λέξης “τσαμπουκάς”, την οποία ομολογουμένως δεν γνώριζα:

[…Ο «σαμπουκάς ή τσαμπουκάς» δεν ήταν παρά ο στιγματισμός που προκαλούσε ο ίδιος στο σώμα του, κυρίως στα χέρια, σε εμφανή σημεία και μάλιστα εκεί που ήταν ιδιαίτερα επώδυνος, ώστε να γίνεται ορατός από τους άλλους και κατά συνέπεια να δηλώνεται η σκληρότητά του.
Ταυτόχρονα, ο «τσαμπουκάς», η στίξη, σε άλλη ανάγνωση συμβολίζει τον ανεξίτηλο αυτοστιγματισμό και στιγματισμό του χασισοπότη από την εξουσία και την κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό ο χασισοπότης πιστοποιεί τις προθέσεις του, ανεξαρτήτως διώξεων, να μην αλλάζει άποψη και να εξακολουθήσει τον ίδιο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, «κι αν με πιάσει το πολιτσμανάκι, είμαι πάλι μουρμουράκι»…]

Από τη διδακτορική διατριβή:
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΞΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ(1920-1940), του Δ. Υφαντή.

Το βάζω σ’ αυτή την ενότητα, με αφορμή τη λέξη “τσαμπουκάς”, έχει όμως πολύ ενδιαφέρον η προσέγγιση του θέματος.
Ειδικά στο β’ μέρος, (σ. 209 και εξής) που αναφέρεται στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Διαπίστωσα όμως ένα λαθάκι σε αναφορά στο τραγούδι “Μπελεδέρια”:
“…μη ψαρέψεις, μπελεδέρια…” και θυμήθηκα πόσο πολύ μας είχε παιδέψει και εμάς εδώ, ώσπου να καταλήξουμε στο σωστό, το οποίο και δεν αλλοιώνει το νόημα:
“ίσα, ρε, σεις, μπελεδέρια”

Με την έννοια που δίνει ο Υφαντής στον τσαμπουκά, θα εξηγούνταν πιθανά και η χρήση της λέξης στις «μάρκες» που έχουν τα μακρυμάνικα όργανα στα τάστα με φθόγγους – «κλειδιά»: στίξη, μαρκάρισμα. Όμως, το λεξικό μου είναι αδυσώπητο: çabuk: γρήγορος, γοργός, ταχύς, ραγδαίος, σύντομα, γρήγορα, γοργά, μάνι μάνι, σβέλτα, τσάκα τσάκα, τάκα τάκα. Καταχωρούνται και άλλα παράγωγα με αποκλειστικά παρεμφερή σημασία: ταχύτατα, πανεύκολα, γρήγορα, ταχέως, όσο να πεις κύμινο, επί τροχάδην, βιάσου, τάχιστα, επιτάχυνση, επίσπευση, ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα, συνοπτικότητα. Περί στιγματισμού στο σώμα, τατουάζ κλπ, ούτε κουβέντα! Επίσης, λήμμα sabuk, με ή χωρίς υπογεγραμμένη ψιλή, καθώς και cabuk δεν υφίστανται. Τι κάνουμε, δεχόμαστε την ερμηνεία του Υφαντή; Μήπως ο ίδιος, Ελένη, αναφέρει πηγή, παραδείγματα ή κάτι που να μας πείθει; Είναι και 400 σελίδες……

κι εγώ αναρωτιώμουν, κάποτε, τι στο καλό είδος ψαριού είναι το μπελεντέρι…:019:

Ναι, ακριβώς, Νίκο, οι “τσαμπουκάδες” στα μακρυμάνικα όργανα σχετίζονται με αυτή την ερμηνεία: “στίξη”, “μαρκάρισμα”.
Στη διατριβή, η αναφορά γίνεται στη σελ. 209 και δεν δίνεται κάποια πηγή.

Στα λεξικά δεν υπάρχει βέβαια αυτή η ερμηνεία. Ένας γηγενής θα μπορούσε να βοηθήσει, μήπως η αρχική σημασία επεκτάθηκε και στον αυτοστιγματισμό και στη στίξη…

:slight_smile:

Αφού λέει «τσαμπουκάς ή σαμπουκάς», μήπως έχουμε δύο διαφορετικές λέξεις, με διαφορετική σημασία και διαφορετική προέλευση, που στα ελληνικά η μία επηρέασε μορφολογικά την άλλη παρά το άσχετο των νοημάτων, και τελικά συνέπεσαν;

Η κλασική σημασία του τσαμπουκά εύκολα συνδέεται με το «cabuk = γρήγορος». Λέω λοιπόν, όπως και ο Νίκος, ότι η άλλη σημασία (στίγματα) μπορεί να προέρχεται από άλλη λέξη, όχι υποχρεωτικά τούρκικη.

(Νίκο, αν μείνουμε στα τούρκικα, δοκίμασες mp και mb, σε όλους τους συνδυασμούς με τα πιθανά αρχικά συριστικά; Επίσης, δοκίμασες ι αντί u;)

Η έννοια “τσαμπουκας” για σημάδι και “τσαμπουκαλεμενος” για σημαδεμένος χρησιμοποιείται κανονικά και σημερα.

Το έχω ακούσει, αλλά μόνο στην οργανοποιία. Λέγεται και για άλλες περιπτώσεις;

Άλλη μια μαρτυρία για τη σύνδεση τσαμπουκά και δερματοστιξίας από τον Ηλία Πετρόπουλο, από το βιβλίο του “Της φυλακής”:

«Τσαμπουκάς παναπεί τατουάζ.
Η λέξη τσαμπουκάς ανήκει στη γλώσσα του υποκόσμου μας και είναι πολυσύμαντη.
Εδώ δεν ενδιαφέρουν οι άλλες σημασίες της λέξεως (…) Οι τσαμπουκάδες είναι ανεξίτηλοι.
Αυτό και μόνο απαγορεύει στους φυλακισμένους να κάνουν τσαμπουκάδες στο πρόσωπο, ή σε άλλα εμφανή σημεία του σώματος.
Κι αυτό είναι μία απʼ τις αιτίες που οι μάγκες (και σχεδόν όλοι οι μάγκες έχουνε τσαμπουκάδες), φοράνε μακρυμάνικα πουκάμισα και αποφεύγουν τα μπάνια στη θάλασσα».
“Οι τσαμπουκάδες της φυλακής γίνονται από ερασιτέχνες που δουλεύουν συνήθως χωρίς αμοιβή. Πάντως αυτός που θα υποστεί την τέχνη τους δεν παραλείπει να δόσει ένα μικρό φιλοδώρημα (μερικά πακέτα τσιγάρα). Ο τρόπος εκτέλεσης του τσαμπουκά είναι σχετικά απλός. Ο τεχνίτης, αρχικά σχεδιάζει τον επιθυμητό τσαμπουκά με μελανί μολύβι (κόπιας) επάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Ύστερα βρέχει το σημείο του σώματος, όπου θα κεντήσει τον τσαμπουκά, και κολλάει εκεί το χαρτί. Όπως είναι επόμενο, το μολύβι ποτίζει και τότε το σχέδιο φαίνεται έντονα. Μετά ο τεχνίτης παίρνει τη βελόνα κι αρχίζει το κέντημα ακολουθώντας τις γραμμές του σχεδίου. Προηγουμένως ο τεχνίτης αφαιρεί το βρεγμένο χαρτί. Με το κέντημα η επιδερμίδα σχεδόν σκάβεται και το αίμα τρέχει άφθονο. Ωστόσο η στάμπα διακρίνεται. Ο τεχνίτης μαζί με το τσίμπημα κάνει και τον χρωματικό τόνο του σχεδίου, αφού βουτάει συνεχώς τη βελόνα στο χρώμα. Στο τέλος, για σιγουριά κάνει και μιαν επάλειψη με χρώμα. Πάνω στην γρατζουνισμένη στάμπα. Σε λίγες μέρες η πληγή πιάνει κουκούδι. Όταν απολεπιστεί το κουκούδι ο τσαμπουκάς είναι έτοιμος. Ως τότε ο κατάδικος δεν επιτρέπεται να πλύνει το μέρος όπου έγινε ο τσαμπουκάς.
Εκτός από τη μέθοδο της βελόνας έχουμε και την μέθοδο της σφραγίδας. Πρόκειται για μιαν άψυχη τυποποιημένη τεχνική εκτελέσεως τατουάζ. Σύμφωνα με τη μέθοδο της σφραγίδας, ο τεχνίτης χρησιμοποιεί μια μικρή-μικρή σανιδούλα όπου είναι μπηγμένες βελόνες που σφραγίζουν κάποιο σχέδιο (π.χ. Μια καρδιά). Η σχετική επέμβαση γίνεται με την πίεση της σφραγίδας πάνω στην επιδερμίδα. Επακολουθεί επάλειψη με χρώμα κτλ κτλ”.

Βεβαίως, από ουλή σε πρόσωπο μέχρι χτύπημα σε αντικείμενο.

Έχουμε λοιπόν:

  • την αναφορά του Υφαντή
  • τη μαρτυρία του Πετρόπουλου
  • καταγραφή και στο [b]βικιλεξικό.[/b]
  • τη μαρτυρία του Νίκου: :slight_smile:

Οπότε, σίγουρα υπάρχει και αυτή η ερμηνεία.

Ναι Περικλή, τίποτα δεν βρήκα. Αυτό που δεν είχα ελέγξει είναι τα στοιχεία που παραθέτει η Ελένη απʼ το βικιλεξικό. Όπως όλοι ξέρουμε, τέτοιες πληροφορίες πρέπει να προσεγγίζονται με μέγιστη προσοχή και επιπλέον, κάτι που δεν μου αρέσει είναι ότι στο βικιλεξικό το λήμμα μας καταγράφεται με την προσθήκη ενός a, κάτι που το λεξικό μου δεν το έχει. Ο τύπος cabucak (= γρήγορα, ταχέως, όσο να πεις κύμινο, επί τροχάδην) ανήκει και αυτός (στο λεξικό μου πάντα, που όμως του έχω εμπιστοσύνη πολύ περισσότερη απʼ τη βικιπαίδεια) στις έννοιες γρηγοράδας, τελείως άσχετος με το «που τον έχουν καταδικάσει ξανά». Το λήμμα sabik / sabika έχει την έννοια του «καταγεγραμμένος, σεσημασμένος, με γεμάτο ποινικό μητρώο» κλπ, τελείως εκτός της έννοιας «γρήγορος» κλπ. Έτσι τον αναφέρει το λεξικό μου.

Ελένη, ο μεν Υφαντής, απʼ ό,τι λες, μόνο την έννοια «στίξη» δίνει αλλά χωρίς πηγές. Το ίδιο και ο Πετρόπουλος, εκτός αν κάτι λέει για τις «άλλες σημασίες της λέξεως». Και η μαρτυρία του Νίκου (liga rosa) μόνο για στίξη αναφέρεται, και πάλι χωρίς πηγές. Μου κάνει όμως εντύπωση ότι το λεξικό του «Κέντρου Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού» δεν αναφέρει απολύτως τίποτα για έννοια στίξης κλπ, μόνο για γρηγοράδα και τα παρόμοια.

Να πούμε ότι η δερματοστιξία ήταν γνωστή στη χώρα μας από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Οι εκάστοτε νικητές χάραζαν σύμβολα στο σώμα των ηττημένων, ως επίδειξη δύναμης.
Και μια σχετική αναφορά:
https://www.archaeology.org/issues/107-features/tattoos/1349-cucuteni-figurine-romania-neolithic

Τεράστιο ενδιαφέρον έχει όμως η αφήγηση του Καρκαβίτσα, από τις φυλακές Ναυπλίου, το 1891(;), όπου καταγράφει τα εξής:

“Ο ένας ήταν γονατιστός κʼ είχε ολόγυμνο το κορμί εμπρός στην πόρτα και οι άλλοι δύο εστέκοντο σκυμμένοι επάνω του. Εστοχάσθην ότι ήταν λαβωμένος και τον επεριπιούντο. Επλησίασα να ιδώ. Τι να ιδώ; Ανατρίχιασα όλος. Και οι δύο με ψιλά βελόνια εις τα χέρια τους εκέντουν το κορμί του γονατισμένου μέχρι αφαιμάξεως. Από τον σβέρκο, αμέσως κάτω από τα μαλλιά άρχιζε ένα ογκώδες κεφάλι φοβερού φιδιού, με ανοικτό στόμα και γλώσσα έξω βγαλμένη κατακόκκινη. Το φίδι κατέβαινε εις την ραχοκοκκαλιά, έπειτα έκλινε κάτʼ από τη ζερβιά μασχάλη, έβγαινε μπρος εις το στήθος και κατʼ από το δεξιό βυζί και την μασχάλην εγύριζε πάλι εις την ράχη. Φοβερό ήταν το σώμα του ερπετού, ολόπλουμο με χίλιες δυο φολίδες και μύρια χρώματα που ασπρογάλιαζαν επάνω εις το δέρμα σαν τʼ αληθινού φιδιού.
-Θα κάμετε πολύ ακόμη ερώτησα τον ένα.
-Θα το φτάσουμε κάτου ʽς τη φτέρνα.
-Και δε σε πονεί; ερώτησα εκείνον
-Τσʼ μου έκαμε μʼ επώδυνον όμως έκφρασιν.
Η παλληκαριά του δεν άφινε να ομολογήση τους πόνους του. Η καρδιά του όμως ή καλλίτερα το τομάρι του το ήξερε”.

Η δερματοστιξία ήταν επίδειξη παληκαριάς, αντοχής στον πόνο, μαγκιάς κ.λπ… απʼ ό,τι φαίνεται.

Ο Πετρόπουλος έχει σε σκίτσα και αρκετά σχέδια των τατουάζ, όπως τα είδε στα σώματα των φυλακόβιων.
[Άλλες σημασίες της λέξης «τσαμπουκάς», δεν αναφέρει, πέρα από τις γνωστές μας].

Επίσης, και σε λογοτεχνικό κείμενο υπάρχει ο «τσαμπουκάς», με την έννοια της δερματοστιξίας.

Στην τουρκική γλώσσα, απʼ ό,τι φαίνεται, Νίκο, το «τσαμπουκάς» διατήρησε τη σημασία του «γρήγορου» (δεν ξέρουμε βέβαια στη δική τους αργκό, τι γίνεται).
Σε μας, η λέξη «τσαμπουκάς», με όλα τα παράγωγά της, δεν είχε ποτέ αυτή τη σημασία.
«Τσαμπουκάς», σε μας, ήταν πάντα ο ευέξαπτος, αυτός που προκαλούσε καυγάδες κ.λπ.

Ως πηγή, έχουμε αυτές τις αφηγήσεις.
Από εκεί και μετά, παρακολουθούμε την πορεία της λέξης.

Οι τσαμπουκαλεμένοι φυλακόβιοι του Καρκαβίτσα και οι μετέπειτα, ως επίδειξη δύναμης, αντοχής στον πόνο, διάκρισης, ιδαιτερότητας, αναγνωριστικό μεταξύ τους σημάδι, κ.λπ., επιδίδονταν στη δερματοστιξία.
Είναι εύκολο λοιπόν να επεκτάθηκε η λέξη από τα πρόσωπα και το χαρακτήρα τους στην πράξη της δερματοστιξίας, αρχικά, αλλά και γενικά στη στίξη, αργότερα.

Έτσι φτάνουμε στη μαρτυρία του Πετρόπουλου (ο οποίος παρά τα λάθη του, εδώ, δεν μπορεί να επινόησε τη λέξη “τσαμπουκάς” για τη δερματοστιξία που παρατήρησε),
έως την αναφορά στη διατριβή…
και έως τους τσαμπουκάδες, τα σημάδια, στα μακρυμάνικα όργανα.

Αν από όλες τις υποπεριπτώσεις της έννοιας «σημάδι, σημάδεμα» η αρχική ήταν αυτή του τατουάζ, τότε φαίνεται όντως πιθανό. Πάντως θεωρώ ότι το ζήτημα της ετυμολογίας αυτού του «τσαμπουκά» παραμένει ανοιχτό.

Κι εγώ αυτή την άποψη έχω. Πάντως, είναι πιθανό η αρχική έννοια να ήταν απλά «σημάδεμα» όπως αυτό που έχουν τα μακρυμάνικα όργανα για να ξέρουμε πού να πατήσουμε, και αργότερα να επεκτάθηκε αρχικά στο τατουάζ των φυλακισμένων και από κεί στη σημερινή σημασία της νταηλίδικης συμπεριφοράς.

Μα αν πήγε μ’ αυτή τη σειρά, τότε χάνεται κάθε σύνδεση με το «cabuk = γρήγορος».

Η δική μου πρόταση είναι:

α) Δεχόμαστε ότι από το «cabuk = γρήγορος», μέσω μιας μετακύλισης προς το «ορμητικός, άγριος» (που δε νομίζω ότι είναι απίθανη), φτάνουμε στο «τσαμπουκάς = νταηλίκι».

β) Μετά, κοιτάμε να δούμε πώς προέκυψε το «τσαμπουκάς = σημάδι / τατουάζ», και έχουμε δύο πιθανότητες:

β) i. Από το «τσαμπουκάς = νταηλίκι» να περάσαμε στο «τσαμπουκάς = τατουάζ» επειδή το τατουάζ είναι ένδειξη νταηλικιού, και από κει στη γενικότερη έννοια «σημάδι οτιδήποτε είδους».

β) ii. Να μην υπάρχει καμία σχέση. Να προέκυψε από κάποια άσχετη αρχική λέξη (την οποία αναζητούμε) το «τσαμπουκάς ή σαμπουκάς = σημάδι οτιδήποτε είδους», που στην πορεία προσέλαβε και κάποιες ειδικότερες έννοιες μεταξύ των οποίων το τατουάζ.

Ερώτηση:

Έχει κανείς υπόψη του αν το «σαμπουκάς» με σίγμα έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ και για την έννοια του νταηλικιού; (Γιατί αν όχι, τότε ίσως ενισχύεται -λιγάκι- η πιθανότητα β.ii της άσχετης προέλευσης.

[Και μια παράκληση: παιδιά, αποφύγετε αν θέλετε τα μεγάλα κείμενα με μαύρα στοιχεία, είναι λίγο δυσανάγνωστα. Αν βέβαια δε φταίει η όρασή μου!]

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:19 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:13 —

Συγγνώμη, κανονικά θα έπρεπε να διαγράψω όλο το προηγούμενο σχόλιο και να ξαναγράψω ένα καινούργιο.

Έχετε δει τι ετυμολογία δίνει το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη για τον γνωστό τσαμπουκά;

τουρκ. cabuka που έχει καταδικαστεί ξανά΄ -ς < sabιka προηγούμενη καταδίκη΄

Παρόμοια και το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη, ενώ το Χρηστικό της Ακαδημίας λέει απλώς «< τουρκ. sabika», χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει αυτό.

Άρα κάθε σχέση με το cabuk = γρήγορος καταρρίπτεται.

Για τον τσαμπουκά-σημάδι κανένα από τα τρία μεγάλα λεξικά δε λέει κουβέντα.

Ωστόσο υπάρχει στην Κάρπαθο το επώνυμο Τσαπούκης, και αυτό μαρτυρημένα παράγεται από το τούρκικο cabuk = γρήγορος. Το π αντί μπ για το τουρκικό b στα 12νησα και την Κύπρο δεν είναι σπάνιο, π.χ. πελάς = μπελάς. Φαίνεται όμως ότι εκεί τελειώνει η επίδραση της συγκεκριμένης τούρκικης λέξης στην ελληνική γλώσσα.

Ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το “τσαμπουκάς” από το τουρκ. sabika=προηγούμενη καταδίκη. ποινή, ποινικό παρελθόν.
Αναφέρει και το “sabikali” = σεσημασμένος, αυτός που δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο.

Άρα, καμιά σχέση με το “γρήγορος”.

Οι φυλακόβιοι που ήταν σίγουρα “τσαμπουκάδες”, [δηλαδή με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, σύμφωνα με την ετυμολογία του Μπ.] στιγμάτιζαν το σώμα τους και τα σημάδια αυτά ονομάστηκαν και αυτά “τσαμπουκάδες”.
Ετυμολογικά, αυτοί οι “τσαμπουκάδες”, τα σημάδια, δεν έχουν καμιά σχέση με ταχύτητα, άρα προέρχονται από την ίδια ρίζα, το τουρκ. sabika, όπως και οι ευέξαπτοι φυλακόβιοι.

Κατ’ επέκταση, μάλλον οι “τσαμπουκάδες” αυτονομήθηκαν ως έννοια και δήλωναν γενικά “σημάδια”, π.χ. στην ταστιέρα.

Το θεωρώ ως την πιο λογική εξήγηση.
Οπωσδήποτε, η μαρτυρία του Πετρόπουλου, με όλες τις λεπτομέρειες που δίνει, είναι σημαντική για να την παραβλέψουμε.

==============
Τώρα μόλις είδα και το μήνυμα του Περικλή.

Ναι. Ούτε αυτοί οι τσαμπουκάδες ούτε οι άλλοι, τα νταηλίκια. Πλέον πείστηκα κι εγώ (αφού έκανα αυτό που θα έπρεπε να κάνω πρώτο απ’ όλα, να ανοίξω ένα λεξικό!)

Εδώ παραμένω επιφυλακτικός. Δε βλέπω πώς από το πρώτο παράθεμα προκύπτει το συμπέρασμα του δεύτερου.

Μπορεί να ισχύει, αν έχουμε μια προϋπόθεση: να προηγήθηκε η ειδική σημασία «τατουάζ» και να ακολούθησε η γενικότερη «σημάδι» και όχι το αντίθετο. Αυτό όμως είναι προς το παρόν απλή υπόθεση, μένει να αποδειχτεί / απορριφθεί.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:50 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:37 —

Εϊ, για μια στιγμή!

Λέτε;

«Σεσημασμένος» κυριολεκτικά σημαίνει σημαδεμένος. Αν δεν απατώμαι, σεσημασμένος είναι εκείνος που του έχουν ήδη πάρει το «σημάδι», δηλ. τα δακτυλικά αποτυπώματα. Από κει προκύπτει η σημασία που έχει στην πράξη, εκείνου που έχει ποινικό μητρώο.

Να συνέβη και στην τούρκικη γλώσσα κάτι παρόμοιο; Μήπως, λ.χ., υπήρχε εποχή που τους καταδίκους τους σημαδεύανε (σαν τα γελάδια) με τατουάζ ή κάτι άλλο ανεξίτηλο; Αυτό πραγματικά θα ξεδιάλυνε τα πράγματα.

Μα πρόκειται για την ίδια λέξη: “τσαμπουκάδες”.
Άλλη ετυμολογία έχει στην α’ περίπτωση και άλλη στη β’;

Πώς να εξηγηθεί αυτό;

Οι “τσαμπουκάδες” στην ταστιέρα είναι, επομένως, “σημάδια”.
Καμιά σχέση με ταχύτητα.

Ευτυχώς, η ετυμολογία που δίνεται στο γλωσσάρι είναι σωστή.
Πώς στο καλό, μπερδευτήκαμε με ταχύτητες;

Γιατί, πρώτη φορά θα 'ναι; Δεν έχει διαφορετική ετυμολογία η βεντέτα (αλληλοσκοτωμός: vendetta) από τη βεντέτα του θεάματος (vedette); Και άλλα παραδείγματα υπάρχουν.

Ωστόσο Ελένη δες το προηγούμενο σχόλιό μου: έκανα μια προσθήκη που ενσωματώθηκε και δεν εμφανίζεται ως ξεχωριστό σχόλιο, ίσως σου διέφυγε. Και μάλιστα, τώρα που πέρασε λίγη ώρα τη σκέφτηκα και πιο ξεκάθαρα:

Στα ελληνικά, μια λέξη που στην κυριολεξία της σημαίνει σημαδεμένος χρησιμοποιείται με την έννοια του έχοντος ποινικά προηγούμενα: η λέξη «σεσημασμένος». Αυτό εξηγείται γιατί όποιον πιάσουν τον σημαδεύουν (εν προκειμένω, του παίρνουν τα αποτυπώματα). Αν στα τούρκικα συνέβη το αντίστροφο, μία λέξη που να σημαίνει κυριολεκτικά τον έχοντα ποινικά προηγούμενα έφτασε να σημαίνει σημαδεμένος, όχι λόγω της ιστορίας με τα τατουάζ (που τη βρίσκω πολύ απομακρυσμένη) αλλά επειδή και πάλι τούς σημάδευαν με κάποιο τρόπο, τότε η συσχέτιση των δύο τσαμπουκάδων φαντάζει πολύ πιθανή.

Αλλιώς, φαντάζει αρκετά λιγότερο πιθανή, ή πάντως πιο δύσκολη.