Να πούμε ότι η δερματοστιξία ήταν γνωστή στη χώρα μας από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Οι εκάστοτε νικητές χάραζαν σύμβολα στο σώμα των ηττημένων, ως επίδειξη δύναμης.
Και μια σχετική αναφορά:
https://www.archaeology.org/issues/107-features/tattoos/1349-cucuteni-figurine-romania-neolithic
Τεράστιο ενδιαφέρον έχει όμως η αφήγηση του Καρκαβίτσα, από τις φυλακές Ναυπλίου, το 1891(;), όπου καταγράφει τα εξής:
“Ο ένας ήταν γονατιστός κʼ είχε ολόγυμνο το κορμί εμπρός στην πόρτα και οι άλλοι δύο εστέκοντο σκυμμένοι επάνω του. Εστοχάσθην ότι ήταν λαβωμένος και τον επεριπιούντο. Επλησίασα να ιδώ. Τι να ιδώ; Ανατρίχιασα όλος. Και οι δύο με ψιλά βελόνια εις τα χέρια τους εκέντουν το κορμί του γονατισμένου μέχρι αφαιμάξεως. Από τον σβέρκο, αμέσως κάτω από τα μαλλιά άρχιζε ένα ογκώδες κεφάλι φοβερού φιδιού, με ανοικτό στόμα και γλώσσα έξω βγαλμένη κατακόκκινη. Το φίδι κατέβαινε εις την ραχοκοκκαλιά, έπειτα έκλινε κάτʼ από τη ζερβιά μασχάλη, έβγαινε μπρος εις το στήθος και κατʼ από το δεξιό βυζί και την μασχάλην εγύριζε πάλι εις την ράχη. Φοβερό ήταν το σώμα του ερπετού, ολόπλουμο με χίλιες δυο φολίδες και μύρια χρώματα που ασπρογάλιαζαν επάνω εις το δέρμα σαν τʼ αληθινού φιδιού.
-Θα κάμετε πολύ ακόμη ερώτησα τον ένα.
-Θα το φτάσουμε κάτου ʽς τη φτέρνα.
-Και δε σε πονεί; ερώτησα εκείνον
-Τσʼ μου έκαμε μʼ επώδυνον όμως έκφρασιν.
Η παλληκαριά του δεν άφινε να ομολογήση τους πόνους του. Η καρδιά του όμως ή καλλίτερα το τομάρι του το ήξερε”.
Η δερματοστιξία ήταν επίδειξη παληκαριάς, αντοχής στον πόνο, μαγκιάς κ.λπ… απʼ ό,τι φαίνεται.
Ο Πετρόπουλος έχει σε σκίτσα και αρκετά σχέδια των τατουάζ, όπως τα είδε στα σώματα των φυλακόβιων.
[Άλλες σημασίες της λέξης «τσαμπουκάς», δεν αναφέρει, πέρα από τις γνωστές μας].
Επίσης, και σε λογοτεχνικό κείμενο υπάρχει ο «τσαμπουκάς», με την έννοια της δερματοστιξίας.
Στην τουρκική γλώσσα, απʼ ό,τι φαίνεται, Νίκο, το «τσαμπουκάς» διατήρησε τη σημασία του «γρήγορου» (δεν ξέρουμε βέβαια στη δική τους αργκό, τι γίνεται).
Σε μας, η λέξη «τσαμπουκάς», με όλα τα παράγωγά της, δεν είχε ποτέ αυτή τη σημασία.
«Τσαμπουκάς», σε μας, ήταν πάντα ο ευέξαπτος, αυτός που προκαλούσε καυγάδες κ.λπ.
Ως πηγή, έχουμε αυτές τις αφηγήσεις.
Από εκεί και μετά, παρακολουθούμε την πορεία της λέξης.
Οι τσαμπουκαλεμένοι φυλακόβιοι του Καρκαβίτσα και οι μετέπειτα, ως επίδειξη δύναμης, αντοχής στον πόνο, διάκρισης, ιδαιτερότητας, αναγνωριστικό μεταξύ τους σημάδι, κ.λπ., επιδίδονταν στη δερματοστιξία.
Είναι εύκολο λοιπόν να επεκτάθηκε η λέξη από τα πρόσωπα και το χαρακτήρα τους στην πράξη της δερματοστιξίας, αρχικά, αλλά και γενικά στη στίξη, αργότερα.
Έτσι φτάνουμε στη μαρτυρία του Πετρόπουλου (ο οποίος παρά τα λάθη του, εδώ, δεν μπορεί να επινόησε τη λέξη “τσαμπουκάς” για τη δερματοστιξία που παρατήρησε),
έως την αναφορά στη διατριβή…
και έως τους τσαμπουκάδες, τα σημάδια, στα μακρυμάνικα όργανα.