Για το «γιούφ» σε συνάρτηση με αργιλέ, νομίζω ότι αμέσως αμέσως στις τελευταίες δέκα δημοσιεύσεις εδώ, έχουμε αρκετά στοιχεία. Εγώ τουλάχιστον πείσθηκα ότι είναι ο τρόπος με τον οποίον ο χρήστης του αργιλέ, του αυτοκατασκευασμένου βέβαια, όχι εκείνου του εμπορίου που δεν έχει τέτοιες τρύπες αλλά εμφανές μαρκούτσι, μπορεί να «τραβήξει» ουσία ρουφώντας καπνό, συνήθως με τη βοήθεια κάποιου μικρού σωληνοειδούς αντικειμένου που πρόχειρα μπορεί να γίνει και από καλάμι δημητριακού κλπ. και ονομάζονται έτσι και η μικρή τρύπα στο σώμα του αργιλέ αλλά και το σωληνάκι. Κατʼ επέκταση το ρούφηγμα μπορεί να βοηθηθεί και όταν η ουσία είναι σε μορφή σκόνης, όχι καπνός. Κατʼ επέκταση επίσης, μπορεί να ονομαστεί γιούφ η μικρή τρύπα στα πλάγια των σαζοειδών οργάνων μικρού μεγέθους, που χρησιμεύει (όχι βεβαίως για ρούφηγμα αλλά) για εξισορρόπηση πιέσεων, θυμίζοντας την τρύπα αυτοσχέδιου αργιλέ. Τώρα, γιατί λέγεται γιούφ; Η δική μου υπόθεση εργασίας είναι ότι η λέξη είναι «πεποιημένη» που έλεγε και ο φιλόλογός μας, από τον ήχο του ρουφήγματος.
Γιατί όμως και γιάφ; Η δική μου, και πάλι, υπόθεση είναι ότι ο συνδυασμός των δύο λέξεων υπονοεί τη χρήση (ή τον χρήστη) ουσιών, είτε (αρχικά) από ναργιλέ είτε κατʼ επέκταση, με σνιφάρισμα σκόνης. Ακριβώς όπως λέμε «παφ, πουφ» υπονοώντας το κάπνισμα απλού τσιγάρου, όταν ο καπνιστής το παρακάνει. Αν, λοιπόν, οι υποθέσεις μου είναι σωστές, δεν θα συμφωνήσω, Ελένη μου, με τη σημασία της «έκφρασης πόνου και απελπισίας» που δίνεις στην έκφραση*. Όταν η έκφραση «γιαφ γιούφ» λέγεται από κοπέλα (π.χ. γιαφ, γιούφ, δεν σε θέλω πιά, στο διάβολο να πάς, άντε σύρε στη δουλειά σου κι από μένα δεν μασάς) νομίζω ότι το μήνυμα είναι σαφές: Δεν σε θέλω γιατί είσαι χρήστης ουσιών. Ή, σε άλλο στίχο, η μάνα μου δε σε θέλει γι αυτόν ακριβώς το λόγο.
*πού αλλού, αλήθεια, εκτός από τα γνωστά και αναφερόμενα τραγούδια, έχει χρησιμοποιηθεί η έκφραση αυτή με αυτό το νόημα;