Αρχεία εφημερίδων

Πάρα πολύ ενδιαφέρον, μπράβο Φώτη! Ναι, κανείς δεν έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τον χορευτή, ούτε νομίζω ότι ο καφετζής κατάφερε να στρέψει όλα σχεδόν τα βλέμματα προς εκείνον. Απλά, μάλλον τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία, κάτι έλεγε ή ετοιμαζόταν να πει ο τιμώμενος επισκέπτης.

Έχει όμως πολύ ενδιαφέρον η φωτογραφία, διότι ο χωρικός που χορεύει, ζεϊμπέκικο φυσικά, δεν είναι Ζεϊμπέκης, της φυλής δηλαδή των Ζεϊμπέκων, χαρακτηριστικά μέλη της οποίας παρουσιάζονται, με τις παραδοσιακές τους φορεσιές και τον απαραίτητο στολισμό της κεφαλής, με φεσάκια το ένα πάνω στο άλλο, τόσα όσους ο φορών έχει σκοτώσει μέχρι σήμερα, στην παρακάτω φωτογραφία. Αυτό αποδεικνύει κάτι που σήμερα έχει πλέον με βεβαιότητα πιστοποιηθεί από Τούρκους ερευνητές, ότι δηλαδή, πριν ο Κεμάλ περιλάβει τον ζεϊμπέκικο, τον ονομάσει «Εθνικό Τουρκικό χορό», τον χορογραφήσει και επιβάλλει τη διδασκαλία του στα σχολεία, όπως περίπου διδάσκονταν σ’ εμάς ο καλαματιανός και ο τσάμικος, υπήρχαν περιοχές της Τουρκίας, εκτός του φυσικού χώρου των (καθεαυτού) Ζεϊμπέκων, στα βουνά πάνω από το Αϊβαλί και το Αϊδίνι αλλά και πολύ μακρύτερα, όπου χορευόταν ο χορός αυτός παραδοσιακά.

Ναι, ο φωτογράφος δεν μας έκανε τη χάρη να συμπεριλάβει και την ορχήστρα στο κάδρο του, αλλά είναι πλέον ή βέβαιον ότι αυτή περιλάμβανε ζουρνάδες και νταούλια και τίποτε άλλο. Τραγούδι, γιόκ.

1 «Μου αρέσει»

Πάντως να θυμηθούμε ότι και στην Ελλάδα οι ζουρνάδες παίζουν αποκλειστικά οργανικά, κι αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι πρόκειται για οργανικές μελωδίες. Παίζουν και τραγούδια, απλώς η έντασή τους είναι τόση ώστε θα εξαφάνιζαν τελείως τις φωνές, οπότε οι φωνές δεν μπαίνουν καν στον κόπο να προσπαθήσουν. (Μιλάμε για τραγούδια που μπορεί στα ίδια χωριά να τραγουδιούνταν κανονικά με σκέτες φωνές ή με πιο σιγανά όργανα, και να χορεύονταν εξίσου κανονικά, αλλά που στον μεγάλο χορό, με τους ζουρνατζήδες, απλώς ακούγεται μόνο η μελωδία τους.)

[Έχω υπόψη μου και κάποιες εξαιρέσεις, π.χ. τραγούδια της τάβλας στο Μεσολόγγι με εναλλαγή ανάμεσα σε ασυνόδευτο τραγούδι από την παρέα και σε αποκλειστικά οργανικά μέρη, αλλά ο γενικός κανόνας είναι ο παραπάνω.]

Θέλω να πω, γιατί να μην υπήρχε το ίδιο ζεϊμπέκικο και σε εκδοχή με τραγούδι και σάζι, ας πούμε, και σε εκδοχή με ζουρνάδες χωρίς τραγούδι;

1 «Μου αρέσει»

Μία ακόμη φωτογραφία με τον Άϊνσταιν και το αγαπημένο του βιολί.

Η Μανδολινάτα και η χορωδία των Πατρών στο τέλος του 1932.

1 «Μου αρέσει»

Η φιλαρμονική της Τρίπολης το 1908.

1 «Μου αρέσει»

Στο θέμα Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις ο καλός φίλος Κώστας @Peloponnisios, είχε ανεβάσει το τραγούδι των Γούναρη-Καμβύση “Τα μπρούτζινα καρφιά”, με τους Απ.Χατζηχρήστο και Γ.Παπαιωάννου, το οποίο αναφέρεται στα μπρούτζινα καρφιά που είχαν οι δρόμοι στις διαβάσεις των πεζών.

Ο πολύπειρος Ν.Πολίτης, στην απάντηση του, θυμόταν (πολύ καλά θα έλεγα) τα μπρούτζινα καρφιά που εμείς οι νεότεροι :sunglasses: δεν προλάβαμε ποτέ.

Ας θυμηθούμε την κατατοπιστική ανάρτηση του Ν.Πολίτη για τα μπρούτζινα καρφιά στους δρόμους.

Τα πρόλαβα τα καρφιά και τα θυμάμαι χαρακτηριστικότατα. Έχω μάλιστα κρατήσει και ένα, που το «διέσωσα» από τα μπάζα που περίμεναν να φορτωθούν σε φορτηγό. Ως σκέτα «καρφιά» τα ήξερα, χωρίς τον επιπλέον προσδιορισμό «μπρούτζινα» που όμως πράγματι μπρούτζινα ήταν. Θυμάμαι μάλιστα και χαρακτηριστικές αφίσες όπου αστυφύλακας (νομίζω σκιτσαρισμένος από τον Φ. Δημητριάδη) δείχνει «αυστηρά» με το χέρι του την οριοθετημένη με τα καρφιά διάβαση πεζών λέγοντας (χωρίς «συννεφάκι», αυτό ήρθε αργότερα με τα μίκυ μάους) «Από τα καρφιά!!!».

Η συχνότερη χρήση ήταν να οριοθετείται το σημείο όπου ο πεζός θα έπρεπε να διασχίσει την άσφαλτο για να φτάσει στη νησίδα ασφαλείας («καταφύγιο» λεγόταν) που υπήρχε στις μεγάλες, όχι σε όλες τις στάσεις του τράμ: έναν υπερυψωμένο χώρο όπου ο πεζός νοιώθει ασφαλής, περιμένοντας το τραμ. Καρφιά διέθεταν όμως και διαβάσεις ολόκληρου του δρόμου, με χαρακτηριστικότερη εκείνη που την θυμάμαι ακόμα, στα «Χαυτεία»: τέσσερεις λωρίδες πεζών στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Αιόλου / Πατησίων, με το «φανάρι» της τροχαίας να κρέμεται ψηλά ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης. Ίσως το σημείο της Αθήνας με τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Το φανάρι, τετράπλευρο με τρεις λάμπες (κόκκινη, κίτρινη, πράσινη) σε κάθε του όψη και με έναν αστυφύλακα στη γωνία Πατησίων και Παν/μίου, να περιστρέφει έναν διακόπτη διαστάσεων στρογγυλού πόμολου πόρτας ξενοδοχείου, φυτευμένου στον τοίχο. Φυσικά όμως, οι πεζοί δεν συμμορφώνονταν και κάποια στιγμή, για λίγους μόνο μήνες, τοποθετήθηκε στα Χαυτεία και δεύτερος αστυφύλακας οπλισμένος –όχι με πόμολο αλλά, με… μικρόφωνο, από το οποίο φώναζε «Η κυρία με το ριγέ άσπρο /βυσσινί φόρεμα, να επιστρέψει στο πεζοδρόμιο αμέσως!».

Τα καρφιά ξηλώθηκαν, μαζί με τις γραμμές του τραμ, όταν απέκτησε αυτόματη (χωρίς πόμολα!) σηματοδότηση και «Πράσινο κύμα» το κέντρο της Αθήνας με τους βασικούς άξονες (Σταδίου / Παν/μίου / Ακαδημίας) και όλους τους κάθετους και παράλληλους σε αυτές δρόμους να μονοδρομούνται και να αποκτούν πλέον σηματοδότες σε όλες τις γωνίες τους. Τότε καθιερώθηκε και η σηματοδότηση της διάβασης πεζών με φανάρια και οριοθετήθηκε αυτή όχι με καρφιά βέβαια, θα ήταν πανάκριβο, αλλά με δύο κάθετες προς το οδόστρωμα άσπρες λωρίδες στην άσφαλτο (οι φαρδιές, κατά μήκος της κίνησης λωρίδες ήρθαν πολύ αργότερα). Η σηματοδότηση γινόταν με τα ανθρωπάκια που «επιβιώνουν» μέχρι σήμερα και σύντομα ονομάστηκαν «Σταμάτης» (το κόκκινο) και «Γρηγόρης» (το πράσινο, που πριν κοκκινίσει άρχιζε να αναβοσβήνει».

Το «καρφί» είχε τη μορφή τεράστιας πινέζας, με το πομπέ κεφάλι της διαμέτρου περίπου 12 εκατοστών να καταλήγει σε ένα «καρφί» που πράγματι πρέπει να καρφωνόταν στην άσφαλτο. Δεν είδα ποτέ τη σχετική διαδικασία. Να σημειώσω επίσης ότι το «καρφί» που έχω στο σπίτι μου το «διέσωσα» όχι από διάβαση πεζών αλλά από ανακατασκευή δρόμου που, σε κάποια φάση, έχασε τη γραμμή τρόλεϊ που μέχρι τότε είχε. Η ΗΛΠΑΠ χρησιμοποίησε τα άχρηστα και μάλλον παραπεταμένα καρφιά ως «οδηγούς», καρφώνοντας ένα και μοναδικό καρφί στο οδόστρωμα, εκεί πού ακριβώς πρέπει να πατήσει «ντεμπραγιάζ» ο οδηγός, ώστε να ενεργοποιηθεί στην εναέρια γραμμή τροφοδοσίας η αλλαγή κατεύθυνσης των κεραιών, όταν πρέπει το τρόλεϊ να αλλάξει πορεία προς τα δεξιά ή τα αριστερά.

Γιατί όμως όλα αυτά;

Γιατί βρέθηκε φωτογραφία με τα “Μπρούτζινα καρφιά”, που όπως προκύπτει, πρέπει να καθιερώθηκαν το 1935. Σε αυτά τα μπρούτζινα καρφιά αναφέρονταν ο Γιώργος Καμβύσης, που έγραψε το 1940 τους στίχους του τραγουδιού.

Όλο το ρεπορτάζ για τα “Μπρούτζινα καρφιά” από την εφημερίδα “Ακρόπολις”, στις αρχές του 1935 εδώ.

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 9-1-1935.pdf (361,2 KB)

Να σημειώσω ότι το θέμα ανέβηκε εδώ γιατί το αρχικό νήμα της κουβέντας έχει κλείσει.

1 «Μου αρέσει»

Αυτή η φωτογραφία είναι γνωστή από τον Πετρόπουλο, ο οποίος δίνει ένα χαρακτηρισμό του τύπου «μια ετερόκλητη / απροσδόκητη (κάτι τέτοιο) ορχήστρα στη Μυτιλήνη». Δεκαετίες μετά, οι επιτόπιες έρευνες που έδωσαν τα βιβλία-με-σιντί «Λέσβος Αιολίς» και «Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο» αποκάλυψαν μια μουσική κανονικότητα στην οποία εντάσσεται ομαλότατα η ορχήστρα της φωτογραφίας.
Να συμπληρώσω ότι ο τοπικός όρος γι’ αυτά τα συγκροτήματα, που στην πληρέστερη εκδοχή τους μπορούν να περιλαμβάνουν διάφορα χάλκινα, κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, σαντούρι και κρουστά, είναι «Μουσική» (π.χ. έπαιζε η μουσική των Τάδε - έπαιζαν δύο μουσικές σε δύο πλατείες κλπ.), αν και εδώ στη λεζάντα μάλλουν «μουσική» σημαίνει αυτό που όλοι ξέρουμε.

1 «Μου αρέσει»

Δεν ισχύει πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση το “Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν”, τρεις χορεύουν (εκτός κι αν ο τρίτος δεν χορεύει, κάτι που προδίδει και η στάση του σώματος και το κρεμασμένο και όχι γυρισμένο πίσω από την πλάτη αριστερό χέρι)

Νομίζω ότι δύο χορεύουν καρσιλαμά (αν και δείχνουν να βαριούνται λίγο, τουλάχιστον από τη μέση και κάτω). Αν χορεύουν τρεις, χορεύει ο καθένας μόνος του: τι χορός είναι αυτός;

Ή, ενδεχομένως, δε χορεύει κανείς, και απλώς οι δύο παίζουν παλαμάκια ή μισοκουνιούνται από μεράκλωμα.

Του τρίτου η βράκα πέφτει με τέτοιον τρόπο που νομίζεις ότι φοράει φράκο.

(έτσι κι αλλοιώς, βράκα και φράκο έχουν την ίδια ρίζα :rofl: )

1 «Μου αρέσει»

Είναι ο μόνος που φαίνεται να μην κάνει τίποτα άλλο από το να παρακολουθεί.

Εάν κρίνω καθαρά εμπειρικά την εικόνα, δε χορεύει κανείς. Απλά βαράνε παλαμάκια και τραγουδάνε. Είναι χαρακτηριστική στάση στη Λέσβο τουλάχιστον.

Με αφορμή αυτό να πω και κάτι που μου έχει κάνει εντύπωση. Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά στη Λέσβο είναι και αυτή με βράκα μακριά (ως τον αστράγαλο).

1 «Μου αρέσει»

Αν και δεν είναι από τον Φ.Δημητριάδη, να ένα σκίτσο με κείμενο για τα μπρούτζινα καρφιά το 1953.

1 «Μου αρέσει»

Στο παρακάτω μικρό δημοσίευμα από την εφημερίδα “Νέα Ελλάς Βόλου”, το 1938, γίνεται αναφορά στο πως και από ποιον εφευρέθηκαν οι νότες.

2 «Μου αρέσει»

Πολλές φωτογραφίες από μανδολινάτες και χορωδίες από όλη την Ελλάδα

Μανδολινάτα Χρυσουπόλεως

Χορωδία “Ορφεύς” Πειραιώς

Χορωδία Αιγίου

Χορωδία “Αγίου Νικολάου” Κοζάνης

Καλύμνιοι

1 «Μου αρέσει»

Και η συνέχεια.

Μανδολινάτα σχολείου Νέας Ορεστιάδος

Εθνική Χορωδία Θεσσαλονίκης

Χορωδία Θεσσαλονίκης

Μανδολινάτα Οινόης Νέας Ορεστιάδος

Παιδική Χορωδία Ωδείου Κοζάνης

1 «Μου αρέσει»

Απ’ όλες τις φωτογραφίες, αυτή μου έκανε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση:

Στην Κάλυμνο, στη λαϊκή μουσική κυριρχούσαν μέχρι σχετικά …ιστορικούς χρόνους μόνο τα παλιά αγροτικά όργανα, τσαμπούνα και λύρα. Το βιολί με το λαούτο δεν εισήχθησαν πριν το τέλος του 19ου αιώνα, μπορεί να ‘ταν ήδη και 20ός, και ακόμη και σήμερα διατηρούν ένα ύφος εντελώς τραχύ, καθόλου «εξευγενισμένο». Μ’ αυτά τα δεδομένα, μου κάνει εντύπωση που το 1934 η χορωδία τους συνοδεύεται από δύο κιθαρίστες!

Βέβαια, μια ματιά στην εικόνα της Πόθιας (το λιμάνι και σημερινή πρωτεύουσα του νησιού) δίνει εικόνα αστική: τα σπίτια είναι νεοκλασικά, παρόμοια με της Σύμης, της Χάλκης και άλλων 12νήσων. Οι Καλύμνιοι παραδοσιακά ζούσαν από το σφουγγάρι. Δεν είναι γνωστό καπετανονήσι όπως λ.χ. η Κάσος (ή, εκτός 12νήσων, η Χίος, οι Οινούσες ή η Άνδρος). Όλες οι αφηγήσεις για τη ζωή στις αρχές του 20ού αιώνα εστιάζουν είτε στη σκληρή ζωή των σφουγγαράδων είτε στο στεριανό σκέλος, που ήταν αγροτικό και κυρίως ποιμενικό. Φαίνεται παρά ταύτα ότι υπήρχε και αστικού τύπου ανάπτυξη.

Σημειωτέον ότι το 1936 τα 12νησα ήταν ακόμη Ιταλία. Δεν ξέρω αν οι κιθάρες έχουν κάποια σχέση ειδικά με αυτό, πάντως στην καλύμνικη μουσική (και γενικά στις 12νησιακές) δεν υπάρχει κανένα έντονο ίχνος ιταλικής επίδρασης.