Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Καλησπέρα, δεν ξέρω εάν υπάρχει ήδη συζήτηση, δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι.

Ερώτηση λοιπόν:
“Ήρθαν τα μαντάτα σου,
πάτησες τη γάτα σου…”

στους “Παπατζήδες” με τον Τάκη Μπίνη…

είναι ειδική έκφραση; ή απλά είναι το καθημερινό “την πάτησες” [και το “την γάτα σου” έχει καταργηθεί για συντομία];
καμία ειδική ετυμολογική ιστορία (ή ισχύει το αυτονόητο “πάτησες την ουρά της γάτας και καρφώθηκες επειδή έσκουξε”);

Ευχαριστώ και συγγνώμη αν σας κουράζω

Την εποχή που βγήκε αυτό το τραγούδι ήμουν πιά δεκάχρονο παιδάκι και θυμάμαι αρκετά καλά την εποχή. Μία θεία μου μάλιστα, μίλαγε με νόημα για την Αθηνάς και τους παπατζήδες, γνωρίζοντας και ότι βοηθούνταν από τσιλιαδόρους και αβανταδόρους, αν και δεν νομίζω να είχε ακούσει το τραγούδι. Αν η έκφραση «την πάτησα / -ες κλπ. αρχικά υπονοούσε γάτα (ή ειδικά την ουρά της) θα είχα ως δεκάχρονος ακούσει την έκφραση, πριν «εκλείψει» η γάτα, δεν ήταν από τις λαϊκές εκφράσεις που οι «μεγάλοι» του περιβάλλοντός μου φρόντιζαν να μην φτάνουν στα αφτιά των παιδιών. Άρα, μάλλον επινόηση του στιχουργού είναι για να ταιριάξει ο στίχος. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη φορά….

Νομίζω ότι στο κλασικό «την πάτησα» υπονοείται η πεπονόφλουδα.

Το σκεπτικό «πάτησα την ουρά της γάτας, αυτή φώναξε, και καρφώθηκα» δεν το βρίσκω και τόσο αυτονόητο, αντιθέτως, μάλλον προχωρημένη σκέψη είναι. Για να το πετάνε έτσι μέσα σ’ ένα τραγούδι περιμένοντας ότι ο άλλος θα καταλάβει, μπορεί και να υπήρχε ως έκφραση. Πάντως δεν την έχω ξανακούσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 01:13 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:41 —

Τώρα που το ξανασκέφτομαι:

Μέσα στο τραγούδι δε γίνεται λόγος για “κάρφωμα”. Ο άλλος απλώς έπεσε θύμα των παπατζήδων, δηλαδή την πάτησε, έπεσε στην παγίδα. Μήπως το νόημα της έκφρασης είναι όπως με την πεπονόφλουδα;

Η γάτα σου, η σπιτικιά, είναι συνηθισμένη να αράζει ανενόχλητη όπου να 'ναι. Αν καμιά φορά την πλησιάσεις χωρίς να τη δεις, εκείνη δε θα φύγει γιατί είναι ήμερη, και όταν τελικά την πατήσεις τινάζεται, σε ξαφνιάζει και χάνεις την ισορροπία σου.

Αν και ρεαλιστικό, και πάλι απέχει από το να είναι αυτονόητο.

Συμφωνώ κι εγώ ότι το «πάτημα» πιθανότατα προϋπέθετε πεπονόφλουδα κάποιαν εποχή, μπανάνες ακόμα δεν εισάγονταν (για Κρήτη ούτε λόγος…), αλλά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει σχετική έρευνα και τεκμηρίωση. Θα ʽπρεπε κάποια στιγμή, μιλάω γενικά για όλους μας εδώ μέσα, να δεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλά συμβαίνουν, they just so happen που λένε και στο χωριό μου, και εκείνοι που τα έκαναν να συμβούν δεν είχαν καμμίαν απολύτως υποχρέωση να τεκμηριώσουν το γιατί έπραξαν έτσι και όχι αλλιώς. Με την έννοια αυτή λοιπόν, ο στιχουργός των «Παπατζήδων» έβαλε κάτω τα «μαντάτα» να ξεκινήσει τραγούδι, του ήρθε αμέσως η γάτα να ριμάρει, δεν θέλει και πολύ, και σκάρωσε αυτό που σκάρωσε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χωρίς να νοιώσει ότι χρωστάει κάποιαν εξήγηση σε κάποιον. Εντάξει, αναρωτηθήκαμε 60κάτι χρόνια μετά, μπας και υπήρξε κάποιο προηγούμενο παρόμοιας έκφρασης, δεν το βρήκαμε, τελειώσαμε και ούτε κάν χρειάστηκε να ψεκάσουμε (για ψήφο, ούτε λόγος!..)*. Πάμε γι άλλα!

*πολύ θα ήθελα ένας ερευνητής στο μέλλον, με ενδιαφέρον για τη θεατρολογία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, να βρεί και να παραθέσει το μήνυμά μου αυτό ως απόδειξη ότι η επιθεώρηση «Ψεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» του 1984, παράφραση της πολυπαιγμένης στην τηλεόραση διαφήμησης «Ψεκάστε (τα τζάμια με Άζαχ), σκουπίστε (τα τζάμια με χαρτί κουζίνας), τελειώσατε (το καθάρισμα)!, επιβίωσε μέχρι το 2017…. (διευκρινίζω ότι δεν είχα παρακολουθήσει την επιθεώρηση, απλά είχα βομβαρδιστεί με τις διαφημήσεις της επιθεώρησης και, προτύτερα, και του Άζαχ, δεν είχα κόψει ακόμα την Τηλεόραση).

Ν’ αλλάξω θέμα:

Στο φόρουμ Translatum έχει αναρτηθεί, από την Elena Patelos, ένα πλούσιο γλωσσάρι της μάγκικης γλώσσας που έγραφε ο Τσιφόρος. Δεν ξέρω αν έχει ξανααναφερθεί εδώ. Ανέβηκε εδώ και πολλά χρόνια (2006), αλλά εγώ τώρα το πέτυχα. Μπορεί να μας φανεί χρήσιμο.

Για παράδειγμα, βλέπω με έκπληξη ότι κατά τον Τσιφόρο υπήρχε το «χόρτο = χασίς» ως παλιό μάγκικο, αντίθετα απ’ ό,τι είχα υποστηρίξει (και άλλοι εκτός από μένα) πριν μερικές σελίδες, στο παρόν νήμα, στη συζήτηση με τον Μπάμπη1974 για τους κορτάκηδες-χορτάκηδες στο «Πέντε μάγκες».

Στο τραγούδι “Τα μπρούτζινα καρφιά” των Γούναρη - Καμβύση, το τελευταίο κουπλέ συνήθως καταγράφεται ως:

Όλα τα φταίει μια μικρούλα που μου 'χει πάρει τα μυαλά,
συγχώρα με, κυρ πολισμάνε, και θα προσέχω άλλη φορά.

Αν όμως ακούσουμε λίγο πιο προσεχτικά θα δούμε ότι στην πραγματικότητα αντί της λέξης φορά, τόσο ο Χατζηχρήστος όσο και ο Παπαϊωάννου τραγουδούν μια σπάνια παραφθορά αυτής της λέξης: βολά. Κατά τον Μπαμπινιώτη η λέξη αυτή, η οποία έχει την ίδια σημασία με τη λέξη φορά, έχει προκύψει υπό την επίδραση του ουσιαστικού βολή.

Θα μπορούσε συνεπώς να προστεθεί και η λέξη βολά στο γλωσσάρι. Όπως φυσικά και η λεξική φράση μπρούτζινα καρφιά η οποία, απ’ όσο καταλαβαίνω, περιγράφει παλαιού τύπου διαβάσεις πεζών που οριοθετούνταν από μπρούτζινα καρφιά. Νομίζω δηλαδή. Άραγε τις πρόλαβε κανείς ώστε να μας πει περισσότερα;

H χρήση της λέξης βολά αντί για φορά παλιότερα δεν ήταν σπάνια.

Τα πρόλαβα τα καρφιά και τα θυμάμαι χαρακτηριστικότατα. Έχω μάλιστα κρατήσει και ένα, που το «διέσωσα» από τα μπάζα που περίμεναν να φορτωθούν σε φορτηγό. Ως σκέτα «καρφιά» τα ήξερα, χωρίς τον επιπλέον προσδιορισμό «μπρούτζινα» που όμως πράγματι μπρούτζινα ήταν. Θυμάμαι μάλιστα και χαρακτηριστικές αφίσες όπου αστυφύλακας (νομίζω σκιτσαρισμένος από τον Φ. Δημητριάδη) δείχνει «αυστηρά» με το χέρι του την οριοθετημένη με τα καρφιά διάβαση πεζών λέγοντας (χωρίς «συννεφάκι», αυτό ήρθε αργότερα με τα μίκυ μάους) «Από τα καρφιά!!!».

Η συχνότερη χρήση ήταν να οριοθετείται το σημείο όπου ο πεζός θα έπρεπε να διασχίσει την άσφαλτο για να φτάσει στη νησίδα ασφαλείας («καταφύγιο» λεγόταν) που υπήρχε στις μεγάλες, όχι σε όλες τις στάσεις του τράμ: έναν υπερυψωμένο χώρο όπου ο πεζός νοιώθει ασφαλής, περιμένοντας το τραμ. Καρφιά διέθεταν όμως και διαβάσεις ολόκληρου του δρόμου, με χαρακτηριστικότερη εκείνη που την θυμάμαι ακόμα, στα «Χαυτεία»: τέσσερεις λωρίδες πεζών στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Αιόλου / Πατησίων, με το «φανάρι» της τροχαίας να κρέμεται ψηλά ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης. Ίσως το σημείο της Αθήνας με τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Το φανάρι, τετράπλευρο με τρεις λάμπες (κόκκινη, κίτρινη, πράσινη) σε κάθε του όψη και με έναν αστυφύλακα στη γωνία Πατησίων και Παν/μίου, να περιστρέφει έναν διακόπτη διαστάσεων στρογγυλού πόμολου πόρτας ξενοδοχείου, φυτευμένου στον τοίχο. Φυσικά όμως, οι πεζοί δεν συμμορφώνονταν και κάποια στιγμή, για λίγους μόνο μήνες, τοποθετήθηκε στα Χαυτεία και δεύτερος αστυφύλακας οπλισμένος –όχι με πόμολο αλλά, με… μικρόφωνο, από το οποίο φώναζε «Η κυρία με το ριγέ άσπρο /βυσσινί φόρεμα, να επιστρέψει στο πεζοδρόμιο αμέσως!».

Τα καρφιά ξηλώθηκαν, μαζί με τις γραμμές του τραμ, όταν απέκτησε αυτόματη (χωρίς πόμολα!) σηματοδότηση και «Πράσινο κύμα» το κέντρο της Αθήνας με τους βασικούς άξονες (Σταδίου / Παν/μίου / Ακαδημίας) και όλους τους κάθετους και παράλληλους σε αυτές δρόμους να μονοδρομούνται και να αποκτούν πλέον σηματοδότες σε όλες τις γωνίες τους. Τότε καθιερώθηκε και η σηματοδότηση της διάβασης πεζών με φανάρια και οριοθετήθηκε αυτή όχι με καρφιά βέβαια, θα ήταν πανάκριβο, αλλά με δύο κάθετες προς το οδόστρωμα άσπρες λωρίδες στην άσφαλτο (οι φαρδιές, κατά μήκος της κίνησης λωρίδες ήρθαν πολύ αργότερα). Η σηματοδότηση γινόταν με τα ανθρωπάκια που «επιβιώνουν» μέχρι σήμερα και σύντομα ονομάστηκαν «Σταμάτης» (το κόκκινο) και «Γρηγόρης» (το πράσινο, που πριν κοκκινίσει άρχιζε να αναβοσβήνει».

Το «καρφί» είχε τη μορφή τεράστιας πινέζας, με το πομπέ κεφάλι της διαμέτρου περίπου 12 εκατοστών να καταλήγει σε ένα «καρφί» που πράγματι πρέπει να καρφωνόταν στην άσφαλτο. Δεν είδα ποτέ τη σχετική διαδικασία. Να σημειώσω επίσης ότι το «καρφί» που έχω στο σπίτι μου το «διέσωσα» όχι από διάβαση πεζών αλλά από ανακατασκευή δρόμου που, σε κάποια φάση, έχασε τη γραμμή τρόλεϊ που μέχρι τότε είχε. Η ΗΛΠΑΠ χρησιμοποίησε τα άχρηστα και μάλλον παραπεταμένα καρφιά ως «οδηγούς», καρφώνοντας ένα και μοναδικό καρφί στο οδόστρωμα, εκεί πού ακριβώς πρέπει να πατήσει «ντεμπραγιάζ» ο οδηγός, ώστε να ενεργοποιηθεί στην εναέρια γραμμή τροφοδοσίας η αλλαγή κατεύθυνσης των κεραιών, όταν πρέπει το τρόλεϊ να αλλάξει πορεία προς τα δεξιά ή τα αριστερά.

Ευχαριστώ κ. Νίκο για την ενημέρωση. Πόση ιστορία κρύβεται τελικά ακόμη και στα πιο απίθανα πράματα…

Τραγουδι “Η μποέμισσα” με την Εσκενάζυ.
\Λέει σε ένα σημείο:

και μεθω και “οριλιάζω”?

Καμια εξηγηση?

Αυτός ο ανεβάστορας του ΥΤ το καταγράφει «οριγιάζω». Κι εγώ μάλλον έτσι το ακούω. Θα μπορούσε να είναι η λέξη «οργιάζω», με την ιδιωματική προφορά της Ρόζας: βάζει γενικά ένα -γ- ή -γι- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, το 'χουμε ξανασχολιάσει αυτό, οπότε «οργϊάζω > *οργιγιάζω», και μετά απλοποίηση των δύο αλλεπάλληλων -γ- σε ένα, «οριγιάζω».

Επειδή το είπα, δε σημαίνει ότι το θεωρώ και πολύ πειστικό. Σήμερα οι λέξεις όργιο, οργιάζω, είναι κοινές, αλλά δε νομίζω ότι τότε ήταν ιδιαίτερα πιθανό να ακουστούν σε λαϊκό τραγούδι. Είναι όμως μια πιθανότητα, έστω και ισχνή.

Εγώ, απλά σηκώνω τα χέρια ψηλά. Συμφωνώ με τον Περικλή ότι τη λέξη «οργιάζω» («οριγιάζω» ακούω κι εγώ) δεν την είχαν και πολύ σε χρήση οι στιχοπλόκοι της εποχής: δεν θυμάμαι να υπάρχει και κάπου αλλού. Οπότε η απάντηση στον Γιάννη πρέπει, για ακόμα μία φορά, να είναι «Καμμία εξήγηση…».

Βρήκα άλλη μία σημασία της λέξης “τσαμπουκάς”, την οποία ομολογουμένως δεν γνώριζα:

[…Ο «σαμπουκάς ή τσαμπουκάς» δεν ήταν παρά ο στιγματισμός που προκαλούσε ο ίδιος στο σώμα του, κυρίως στα χέρια, σε εμφανή σημεία και μάλιστα εκεί που ήταν ιδιαίτερα επώδυνος, ώστε να γίνεται ορατός από τους άλλους και κατά συνέπεια να δηλώνεται η σκληρότητά του.
Ταυτόχρονα, ο «τσαμπουκάς», η στίξη, σε άλλη ανάγνωση συμβολίζει τον ανεξίτηλο αυτοστιγματισμό και στιγματισμό του χασισοπότη από την εξουσία και την κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό ο χασισοπότης πιστοποιεί τις προθέσεις του, ανεξαρτήτως διώξεων, να μην αλλάζει άποψη και να εξακολουθήσει τον ίδιο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, «κι αν με πιάσει το πολιτσμανάκι, είμαι πάλι μουρμουράκι»…]

Από τη διδακτορική διατριβή:
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΞΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ(1920-1940), του Δ. Υφαντή.

Το βάζω σ’ αυτή την ενότητα, με αφορμή τη λέξη “τσαμπουκάς”, έχει όμως πολύ ενδιαφέρον η προσέγγιση του θέματος.
Ειδικά στο β’ μέρος, (σ. 209 και εξής) που αναφέρεται στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Διαπίστωσα όμως ένα λαθάκι σε αναφορά στο τραγούδι “Μπελεδέρια”:
“…μη ψαρέψεις, μπελεδέρια…” και θυμήθηκα πόσο πολύ μας είχε παιδέψει και εμάς εδώ, ώσπου να καταλήξουμε στο σωστό, το οποίο και δεν αλλοιώνει το νόημα:
“ίσα, ρε, σεις, μπελεδέρια”

Με την έννοια που δίνει ο Υφαντής στον τσαμπουκά, θα εξηγούνταν πιθανά και η χρήση της λέξης στις «μάρκες» που έχουν τα μακρυμάνικα όργανα στα τάστα με φθόγγους – «κλειδιά»: στίξη, μαρκάρισμα. Όμως, το λεξικό μου είναι αδυσώπητο: çabuk: γρήγορος, γοργός, ταχύς, ραγδαίος, σύντομα, γρήγορα, γοργά, μάνι μάνι, σβέλτα, τσάκα τσάκα, τάκα τάκα. Καταχωρούνται και άλλα παράγωγα με αποκλειστικά παρεμφερή σημασία: ταχύτατα, πανεύκολα, γρήγορα, ταχέως, όσο να πεις κύμινο, επί τροχάδην, βιάσου, τάχιστα, επιτάχυνση, επίσπευση, ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα, συνοπτικότητα. Περί στιγματισμού στο σώμα, τατουάζ κλπ, ούτε κουβέντα! Επίσης, λήμμα sabuk, με ή χωρίς υπογεγραμμένη ψιλή, καθώς και cabuk δεν υφίστανται. Τι κάνουμε, δεχόμαστε την ερμηνεία του Υφαντή; Μήπως ο ίδιος, Ελένη, αναφέρει πηγή, παραδείγματα ή κάτι που να μας πείθει; Είναι και 400 σελίδες……

κι εγώ αναρωτιώμουν, κάποτε, τι στο καλό είδος ψαριού είναι το μπελεντέρι…:019:

Ναι, ακριβώς, Νίκο, οι “τσαμπουκάδες” στα μακρυμάνικα όργανα σχετίζονται με αυτή την ερμηνεία: “στίξη”, “μαρκάρισμα”.
Στη διατριβή, η αναφορά γίνεται στη σελ. 209 και δεν δίνεται κάποια πηγή.

Στα λεξικά δεν υπάρχει βέβαια αυτή η ερμηνεία. Ένας γηγενής θα μπορούσε να βοηθήσει, μήπως η αρχική σημασία επεκτάθηκε και στον αυτοστιγματισμό και στη στίξη…

:slight_smile:

Αφού λέει «τσαμπουκάς ή σαμπουκάς», μήπως έχουμε δύο διαφορετικές λέξεις, με διαφορετική σημασία και διαφορετική προέλευση, που στα ελληνικά η μία επηρέασε μορφολογικά την άλλη παρά το άσχετο των νοημάτων, και τελικά συνέπεσαν;

Η κλασική σημασία του τσαμπουκά εύκολα συνδέεται με το «cabuk = γρήγορος». Λέω λοιπόν, όπως και ο Νίκος, ότι η άλλη σημασία (στίγματα) μπορεί να προέρχεται από άλλη λέξη, όχι υποχρεωτικά τούρκικη.

(Νίκο, αν μείνουμε στα τούρκικα, δοκίμασες mp και mb, σε όλους τους συνδυασμούς με τα πιθανά αρχικά συριστικά; Επίσης, δοκίμασες ι αντί u;)

Η έννοια “τσαμπουκας” για σημάδι και “τσαμπουκαλεμενος” για σημαδεμένος χρησιμοποιείται κανονικά και σημερα.

Το έχω ακούσει, αλλά μόνο στην οργανοποιία. Λέγεται και για άλλες περιπτώσεις;

Άλλη μια μαρτυρία για τη σύνδεση τσαμπουκά και δερματοστιξίας από τον Ηλία Πετρόπουλο, από το βιβλίο του “Της φυλακής”:

«Τσαμπουκάς παναπεί τατουάζ.
Η λέξη τσαμπουκάς ανήκει στη γλώσσα του υποκόσμου μας και είναι πολυσύμαντη.
Εδώ δεν ενδιαφέρουν οι άλλες σημασίες της λέξεως (…) Οι τσαμπουκάδες είναι ανεξίτηλοι.
Αυτό και μόνο απαγορεύει στους φυλακισμένους να κάνουν τσαμπουκάδες στο πρόσωπο, ή σε άλλα εμφανή σημεία του σώματος.
Κι αυτό είναι μία απʼ τις αιτίες που οι μάγκες (και σχεδόν όλοι οι μάγκες έχουνε τσαμπουκάδες), φοράνε μακρυμάνικα πουκάμισα και αποφεύγουν τα μπάνια στη θάλασσα».
“Οι τσαμπουκάδες της φυλακής γίνονται από ερασιτέχνες που δουλεύουν συνήθως χωρίς αμοιβή. Πάντως αυτός που θα υποστεί την τέχνη τους δεν παραλείπει να δόσει ένα μικρό φιλοδώρημα (μερικά πακέτα τσιγάρα). Ο τρόπος εκτέλεσης του τσαμπουκά είναι σχετικά απλός. Ο τεχνίτης, αρχικά σχεδιάζει τον επιθυμητό τσαμπουκά με μελανί μολύβι (κόπιας) επάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Ύστερα βρέχει το σημείο του σώματος, όπου θα κεντήσει τον τσαμπουκά, και κολλάει εκεί το χαρτί. Όπως είναι επόμενο, το μολύβι ποτίζει και τότε το σχέδιο φαίνεται έντονα. Μετά ο τεχνίτης παίρνει τη βελόνα κι αρχίζει το κέντημα ακολουθώντας τις γραμμές του σχεδίου. Προηγουμένως ο τεχνίτης αφαιρεί το βρεγμένο χαρτί. Με το κέντημα η επιδερμίδα σχεδόν σκάβεται και το αίμα τρέχει άφθονο. Ωστόσο η στάμπα διακρίνεται. Ο τεχνίτης μαζί με το τσίμπημα κάνει και τον χρωματικό τόνο του σχεδίου, αφού βουτάει συνεχώς τη βελόνα στο χρώμα. Στο τέλος, για σιγουριά κάνει και μιαν επάλειψη με χρώμα. Πάνω στην γρατζουνισμένη στάμπα. Σε λίγες μέρες η πληγή πιάνει κουκούδι. Όταν απολεπιστεί το κουκούδι ο τσαμπουκάς είναι έτοιμος. Ως τότε ο κατάδικος δεν επιτρέπεται να πλύνει το μέρος όπου έγινε ο τσαμπουκάς.
Εκτός από τη μέθοδο της βελόνας έχουμε και την μέθοδο της σφραγίδας. Πρόκειται για μιαν άψυχη τυποποιημένη τεχνική εκτελέσεως τατουάζ. Σύμφωνα με τη μέθοδο της σφραγίδας, ο τεχνίτης χρησιμοποιεί μια μικρή-μικρή σανιδούλα όπου είναι μπηγμένες βελόνες που σφραγίζουν κάποιο σχέδιο (π.χ. Μια καρδιά). Η σχετική επέμβαση γίνεται με την πίεση της σφραγίδας πάνω στην επιδερμίδα. Επακολουθεί επάλειψη με χρώμα κτλ κτλ”.

Βεβαίως, από ουλή σε πρόσωπο μέχρι χτύπημα σε αντικείμενο.