Πώς ηχογραφούσαν τότε;

Γειά και χαρά σας.

Πρίν χρόνια είχα μια συζήτηση με κάτι φίλους για τραγούδια σμυρνέικα και ρεμπέτικα και με το πώς ηχογραφούσαν εκείνες τις εποχές δηλαδή τις δεκαετίες 1920, 1930 κτλ.
Είχα διάβασει σχετικά μερικές λεπτομέριες για τις τεχνικές δυσκολίες που υπήρχαν τότε για να βγάλει κανείς το “κέρινο” με το αποτύπωμα της ηχογράφησης για δίσκους 78 στροφών. Στην συζήτηση μέσα, αναφέρθηκε το προφανές οτι εκείνη την εποχή οι δίσκοι 78 στροφών αποτύπωναν συγκεκριμένο αριθμό λεπτών και δευτερολέπτων οπότε μέσα σε εκείνα τα λεπτά που χωράει ο δίσκος, έπρεπε να είχε αποτυπωθεί όλο το τραγούδι. Τι γινόταν όμως αν ήταν μεγάλο το τραγούδι; Μια σκέψη ήταν ότι το τραγούδι “κοβόταν”. Εκοβαν μελωδίες, ρεφρέν, γέφυρες κτλ ώστε να χωρέσει. Μου ακούγεται λογικό. Αληθεύει όμως; Αλλη μια σκέψη ήταν ότι το τραγούδι απο εκεί που ότι το σύνηθες ήταν να παίζεται με μια “άλφα” ταχύτητα, στην ηχογράφηση παιζόταν λίγο πιο γρήγορα για να χωρέσει. Αληθεύει και αυτο;

Είμαι σίγουρος ότι αυτά εκτος ότι τα άκουσα, τα είχα διαβάσει και απο κάπου.
Θέλω την γνώμη σας όσοι γνωρίζεται κάτι σχετικό.

Πολύ ενδιαφέρον θέμα, αλλά απαντήσεις για κάποια ερωτήματα υπάρχουν, γιά κάποια άλλα όχι.

Κατ’ αρχήν, αν και σήμερα σε κάποιους φαίνεται παράξενο, πρέπει να εξετάζουμε το θέμα βάζοντας χρονικές περιόδους, γιατί η τεχνολογία εξελίχθηκε αρκετά. Από την πρώτη ηχογράφηση, το 1877, όταν ο Έντισον κατέγραψε τον πρώτο στίχο από κάποιο αμερικάνικο παιδικό τραγουδάκι, μέχρι τη δεκαετία ΄50, όπου οι πλάκες 78 στροφών άρχισαν σταδιακά να υποκαθίστανται από το βυνίλιο, είχαμε πολλές εξελίξεις: Αρχικά το κερί ήταν τελεσίδικα αλειμμένο πάνω σε ένα κύλινδρο, μεγέθους περίπου σαν μεγάλο κουτί κονσέρβας, και ο πελάτης έπρεπε να προσέχει να μην ανέβει πολύ η θερμοκρασία και το κερί λυώσει. Αργότερα, κάποιος Berliner σκέφτηκε να ηχογραφήσει σε δίσκο, όπως τον ξέρουμε σήμερα, και να “ξεσηκώσει” την πληροφορία που είχε καταγραφεί στο κερί, ώστε να είναι δυνατή μετά η παραγωγή πολλών αντιτύπων σε πλάκα από (σκληρό) βακελίτη, που μόνο να σπάσει μπορούσε, να λυώσει όμως όχι εύκολα (και δεν αντιγραφόταν κιόλας, όπως οι κύλινδροι…). Κάποιος άλλος σκέφτηκε να κολλήσει δύο τέτοιες πλάκες μεταξύ τους, πλάτη με πλάτη, ώστε να φτάσουμε στην πλάκα γραμμοφώνου που από τότε δεν άλλαξε μορφή. Άλλαξαν όμως πολλά ακόμα. Ο ήχος, που αρχικά παραγόταν κάτω από ένα τεράστιο χωνί κρεμασμένο απ΄το ταβάνι, με σωλήνα στην άκρη του που στένευε, ένα είδος φυσικού (όχι ηλεκτρικού) ενισχυτή δηλαδή, αργότερα άρχισε να καταγράφεται με ηλεκτρικό τρόπο, για να περάσουμε στις νεώτερες δεκαετίες στο μικρόφωνο, που από μόνο του μετέτρεπε τον ήχο σε ηλεκτρικό ρεύμα. Και ένα σωρό άλλα πράγματα, που εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω αν κάπου είναι μαζεμένα, σε κάποιο βιβλίο με την “ιστορία των ηχογραφήσεων” ή κάτι τέτοιο. Αν κάποιος ξέρει κάτι, θα ήταν ενδιαφέρον.

Στις ερωτήσεις, τώρα, του φίλου Θερισσάνου, που τον καλωσορίζουμε κιόλας: Ναι, 3 λεπτά και περίπου 15 δεύτερα διαρκούσε μία ηχογράφηση και βεβαίως, στην αρχή αναγκάζονταν να “κόβουν” τους στίχους που δεν χωρούσαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα “κλέφτικα” δημοτικά, με συνήθως πάρα πολλούς στίχους, που και σε ένα γλέντι συχνά δεν λέγονταν όλοι. Επίσης, τα γνωστά κυρίως στη Μικρασία τραγουδάκια που “συρράπτονται” τη στιγμή της επιτέλεσης μέσα από ένα μεγάλο πλήθος έτοιμων δίστιχων ή τετράστιχων και που σε ένα γλέντι, πιθανόν να διαρκούσαν και μισή και παραπάνω ώρα, μέχρι όχι να τελειώσουν τα δίστιχα, αλλά να βαρεθούν οι συνδαιτυμόνες.

Αργότερα, όταν η βιομηχανία δίσκων ήταν πιά αρκετά προχωρημένη, προσαρμόστηκαν και οι “κατασκευαστές τραγουδιών”, γράφοντας πλέον τέτοια κομμάτια ώστε να χωράνε στα 3:10 λεπτά, σε σπανιότερες περιπτώσεις και στα 4:20 (νομίζω) των μεγαλύτερης διαμέτρου δίσκων. Το θέμα της ταχύτητας, πάλι, είναι άλλο. Όχι, δεν ήταν πάγια τακτική να ηχογραφείται ένα τραγούδι σε ταχύτερο τέμπο, ώστε να “χωρέσει” στα 3:10. Το συχνότατο φαινόμενο, σε παλαιότερες ηχογραφήσεις, όπου το τέμπο μεταξύ αρχής και τέλους της ηχογράφησης αυξάνεται σταδιακά, το έχουμε ξανασυζητήσει στο φόρουμ, οφείλεται όμως σε άλλους λόγους. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις νομίζουμε ότι, προς το τέλος πιά της ηχοληψίας, ο τεχνικός ήχου σκυμμένος με ανησυχία πάνω απ’ τη βελόνα που πλησίαζε απειλητικά το τέλος του χώρου καταγραφής, έκανε απεγνωσμένα σήματα στους μουσικούς να επιταχύνουν το τέμπο. Αλλά αυτά είναι απρογραμμάτιστες εξαιρέσεις.

Και ας κλείσω με μία δική μου απορία: Είναι γνωστή σε αρκετούς η διαφημιστική πλάκα τέλους δεκαετίας ΄30 με τίτλο “Συλλογή Τούντα”, όπου η “Μίς Οντεόν”, μία κοπελίτσα υπάλληλος μάλλον της εταιρίας, συνομιλεί με τον Τούντα και παρουσιάζονται, το ένα μετά το άλλο, μικρά αποσπάσματα – δείγματα από 11, νομίζω, διαφορετικούς δίσκους – επιτυχίες του δημοφιλέστατου συνθέτη. Η απορία μου, προς τους γνώστες: Πώς πέρασαν αυτά τα κομμάτια στο δίσκο; Το να μαζευτούν στο στούντιο όλοι οι συντελεστές, μουσικοί και ερμηνευτές, και να παίξουν η κάθε ομάδα το δικό της απόσπασμα από τραγούδι είναι τεχνικά εφικτό; θα έπρεπε σε τέτοια περίπτωση να υπάρχει τρόπος να σηκωθεί η βελόνα και να κρατηθεί αμετακίνητη, μέχρι να αλλάξει η ομάδα και να ξεκινήσει το επόμενο κομμάτι. Ή, οι ηχοληψίες πλέον γίνονταν αρχικά σε μαγνητόφωνο (σύρματος βέβαια);

Εγώ πιστεύω ότι ο βασικός κορμός της ενορχήστρωσης είναι ίδιος για όλα τα τραγούδια. Επομένως, ακόμα και εάν άλλαζε ένα όργανο δεν θα ήταν τίποτα δύσκολο. Άρα, θεωρώ ότι τα έπαιξαν ποτ-πουρί.

Αρχική μου σκέψη ήταν οτι θα μπορούσαν απλά να στήσουν ένα γραμμόφωνο “player” μπροστά στα μηχανήματα ηχογράφησης και ενώ συνομιλούν, απλά να παίζουν έναν έναν τους δίσκους σε επιλεγμένα σημεία.
Ομως αν ακούσουμε πχ τον δίσκο του 1931 “Το Κουκλί Τις Κοκκινιάς” με τον Στελλάκη, εκεί που λέει “Κλαίω μυστικά κουκλάκι μου μην το μάθει ο ντουνιάς” διαπιστώνουμε ότι τραγουδά σε ένα πιο αργό τέμπο από αυτό που ακούγεται στον δίσκο ποτ-πουρί.

Προσωπική μου γνώμη είναι ότι παίζει η ίδια ορχήστρα σε όλα και καθε φορά που λέει “άλλο” αλλάζει ο τραγουδιστής.

Κι ο Βολιότης-Καπετανάκης είναι της ίδιας γνώμης (“Αδέσποτες Μελωδίες”, 1999):
“Πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι συγκεντρώνονται οι παραπάνω τραγουδιστές με την ορχήστρα της εταιρείας και φωνογραφούν και πάλι, διαδοχικά και με τη μία, στο ίδιο κερί, αποσπάσματα από τα δημοφιλή τους κομμάτια, εκδοχή η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι μουσικά και στιχουργικά υπάρχουν αποκλίσεις σε σύγκριση με τους παλαιότερους δίσκους στους οποίους είναι γραμμένα ακέραια τα ίδια τραγούδια” (σελ.112)

Έτσι ακριβώς. Μία ορχήστρα με βιολί, πιάνο (και κάποιο νυκτό έγχορδο που εγώ δεν το ξεχωρίζω;) και τα κομμάτια το ένα μετά το άλλο, στα γρήγορα. Όχι μόνο πιό γρήγορο είναι το τέμπο στο“κουκλί της Κοκκινιάς”, λείπουν και τα βιολιστικά σόλο στις παύσεις του τραγουδιστή. Επίσης, το “Στον Ποδονίφτη” της Μαρίκας Φραντζεσκοπούλου, τελείως διαφορετική ηχογράφηση από εκείνην της “Συλλογής” και με λύρα, όχι βιολί (αν δεν πλανώμαι οικτρώς). Ευτυχώς που ξεκίνησε αυτό το θέμα και βρήκα τον καιρό, τελικά, να κάτσω ν’ ακούσω προσεκτικά τα κομμάτια.

Να σημειωθεί βέβαια,για την πλάκα του θέματος, ότι η κοπελίτσα δεν ζητάει μόνο “-Άλλο;”, λέει και “Γκούτ!!!” καμμιά – δυό φορές, αλλά και ένα “-Άντρες;” μιά φορά (= Άλλο).

Γνωρίζουμε πόσο στοίχιζε η ηχογράφηση τότε? πχ την δεκαετία του '30?

Ρίξε μια ματιά εδώ (κλίκ).

Εξαιρετικά ενδιαφέρον!Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για …την Ελλάδα του τότε!
Κάποιες απορίες από μια πρώτη γρήγορη ανάγνωση:

Ο Edmund Michael Innes ήταν υπάλληλος της Gramophone Company (μαμά εταιρεία της HMV?) και αυτό είναι μια έκθεση του για την πορεία της εταιρείας στην Ελλάδα?Η βιβλιογραφία που υπάρχει στο τέλος είναι του Hugo Strotbaum, ο οποίος επεξεργάστηκε την έκθεση αργότερα ?

Αν κατάλαβα καλά, ο Innes λέει ότι τα ρεμπέτικα (που τότε τα χαρακτηρίζει μοντέρνα/μη παραδοσιακά), μανέδες, λαϊκή μουσική είναι αρκετά διαδεδομένα στη “χαμηλή” τάξη (σελ 64) αλλά η εταιρεία τους πουλάει πιο πολύ Δυτική μουσική (σελ 34)?

13, 42, 29 £ κόστιζε τότε στην εταιρεία η ηχογράφηση του δίσκου (σελ 32) ?

Οι κοκκινισμένες φράσεις υπάρχουν και στο πρωτότυπο?

‘‘foros epitidevmatos’’ από τότε…!

Τι ακριβώς εννοείς; Μία ολοκληρωμένη διαδικασία ηχογράφησης ενός κομματιού, περιλαμβανομένων κόστους ενοικίασης στούντιο κλπ, αμοιβών για καλλιτέχνες και βοηθητικό προσωπικό καθώς και κόστους υλικών, μπορεί να διαφέρει σημαντικότατα στο κόστος της (που φυσικά πάντα αντιπαρατίθεται στο κόστος ζωής της συγκεκριμένης εποχής),αν ληφθούν υπόψη οικονομίες κλίμακος, φιλοσοφίες κοστολόγησης κλπ κλπ. Δεν έχω το χρόνο αυτή τη στιγμή να ξαναδιαβάσω την αναφορά του Innes, αν θυμάμαι καλά όμως δεν υπεισέρχεται σε επί μέρους κόστα ηχογράφησης. Μιλάει γενικότερα για την αξία της ελληνικής αγοράς και κυρίως, προσπαθεί να πείσει τους προϊσταμένους του ότι ο Κισσόπουλος πρέπει να πάρει πόδι.

Η The Grammophone Company ήταν πράγματι η μαμά της HMV. Ο σκοπός της μακρόχρονης έρευνάς του στην Ελλάδα ήταν να μαζέψει στοιχεία ώστε η εταιρία να προγραμματίσει τις επόμενες κινήσεις της, με κύριο βέβαια δεδομένο την λειτουργία του εργοστασίου της ανταγωνίστριας Columbia, σε ελάχιστους μήνες. Φυσικά ο Κισσόπουλος πετάχτηκε και την αντιπροσωπεία πήρε ο Λαμπρόπουλος (της Κολούμπια).

Από την έκθεση αυτή πάντως, μέχρι και διδακτορικό για την ελληνική βιομηχανία / εμπόριο της δεκαετίας ΄30 μπορεί να ξεκινήσει.

Παρέλειψα να απαντήσω σε κάποιες απορίες:

Ο Innes ήταν υπάλληλος της HMV.

Για ποιά βιβλιογραφία μιλάς; Δεν βλέπω εγώ βιβλιογραφία. Οι σημειώσεις πάντως (1– 24, σελίδες 153 – 160) είναι του Strotbaum.

Ο Innes είχε καταλάβει κάτι που στην Αγγλία δεν το καταλάβαιναν εύκολα, φαίνεται: Το μεγάλο κέρδος έβγαινε, στην ελληνική αγορά του ΄30, από τους λαϊκής κατανάλωσης δίσκους, που επιπλέον ήταν και πάρα πολύ φτηνότεροι στην παραγωγή τους. Οπερέτες και τέτοια, και κοστίζουν περισσότερο (άρα λιγότερο κέρδος με στάνταρ τιμή πώλησης δίσκου, είτε όπερα είτε μανές) και πολύ λιγότερο κοινό έχουν. Αυτό κι αν δεν το καταλάβαιναν οι Εγγλέζοι, συνηθισμένοι να πουλάνε (μηχάνημα και πλάκες) στους πλούσιους, ενώ στην Ελλάδα η αγορά ήταν κυρίως τα καφενεία και οι γραμμοφωνατζήδες, που είχαν και μεγάλη “αγορά αντικαταστάσεως”,για δίσκους που έπρεπε να πεταχτούν μετά από κάποιες εκατοντάδες επανακροάσεις, ενώ οι πλούσιοι πραγματοποιούσαν πολύ λιγότερες επανακροάσεις.

Αυτό με τις 13 / 42 / 29 λίρες / ηχογράφηση δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε τίποτα, αν δεν συγκριθεί ανάλογα με τους πίνακες που παρατίθενται σε άλλα σημεία (κάποιοι λείπουν όμως…), κάτι που εγώ τουλάχιστον δεν έχω κάνει.

Νομίζω ότι τα κοκκινισμένα είναι επιλογή τουStrotbaum.

Φόρος Επιτηδεύματος (αντικαταστάθηκε μεταπολεμικά με τον ΦΚΕ, Φόρος Κύκλου Εργασιών και αργότερα από τον ΦΠΑ): Ε, να μην φορολογείται η εμπορική δραστηριότητα;

Η βιβλιογραφία (σελ. 149-151) είναι του Στρότμπαουμ

Στην βιβλιογραφία σελ. 149-152 αναφέρθηκα όπως σημειώνει ο φίλος πάνω. Χρήσιμη και αυτή.

Στην σελ. 32 αναφέρει ότι το cost/session = 13, 42, 29 λίρες. Δεν είμαι σίγουρος πως ορίζει το session (= ολοκληρωμένη ηχογράφηση δίσκου ίσως?) . Λαμβάνει υπόψιν (πάλι δεν είμαι σίγουρος πως ακριβώς, αφού αναφέρει κ έναν πίνακα ο οποίος λείπει) αριθμό ηχογραφήσεων, αριθμό εκδόσεων, χασούρα, διαφήμιση, μερίδιο αγοράς ηχογραφήσεων κτλ. Καταλήγει στα παραπάνω νούμερα, προφανώς είναι μέσοι όροι. Επίσης αναφέρει ότι χάθηκαν τίτλοι, άρα τα κόστη αυτά θα μπορούσαν να είναι μικρότερα.

Αυτά τα νούμερα βέβαια, αν τα δεχτούμε ως μια βάση, δεν λένε κάτι εαν δεν συγκριθούν με τα οικονομικά δεδομένα της κοινωνίας του 1928-1930. Αναφέρονται διάσπαρτα δεδομένα όπως φόροι (σ 102), τελωνεία (σ 63) έξοδα μετακίνησης, μεταφοράς (σ 17), έξοδα διαβίωσης (cost of living index, σ 61), τιμές ηχοσυστημάτων (σ 107), τιμή για πνευματικά δικαιώματα (σ 118) αλλά τα νούμερα αυτά πάλι δεν μπορούν να οδηγήσουν κάπου.
Εδώ περιγράφεται η οικονομική κατάσταση της εποχής και η ισοτιμία της δραχμής με τη λίρα . 1 λίρα = 375 δρχ (ισοτιμία που καθιερώθηκε το 1928).

Θα ψάξω να βρω μισθούς, μεροκάματα και κόστος για βασικά αγαθά, έτσι ώστε να έχουμε μια πιο σωστή σύγκριση.

Υπάρχουν πάντως πάρα πολλές πληροφορίες…Φαίνεται η δυναμική που είχαν τα ρεμπέτικα, οι παράμετροι επιτυχίας/αποτυχίας πωλήσεων της εποχής, οι “σταρ” της εποχής κτλ κτλ

Για το τελευταίο, εντύπωση μου προκαλεί το γεγονός ότι αναφέρονται μόνον οι Τούντας, Δραγασάκης (ως οι ικανότεροι και πιο δημοφιλείς συνθέτες) και κάποιος ακόμη που δεν θυμάμαι τώρα, αλλά καθόλου οι Σκαρβέλης, Περιστέρης. Ο δε Νταλγκάς, αουτσάιντερ! (σελ 69)

Βεβαίως να φορολογείται η εμπορική δραστηριότητα…Απλά μου φάνηκε αστείο το να βλέπω foros epitidevmatos σε έκθεση το 1930…Κ η ονομασία να ισχύει ακόμη…


[SIZE=2]
Βρήκα τα παρακάτω (Αναφέρονται στο 1930) :

Κουβάλημα καυσόξυλων = 15-20 δρχ / φορτίο (κουβάλημα από άνθρωπο, όχι μηχάνημα)
Κουβάλημα αποσκευών παραθεριστή = 2 δρχ
Μεροκάματο οικοδομής = 60 δρχ, μεροκάματο στα μπετά = 80 δρχ

πηγή: εδώ ([/SIZE]Θ. Πιστικίδης: Τα εφηβικά του χρόνια στη Ραφήνα του 30, όπως τα διηγείται ο Θανάσης Πιστικίδης στο βιβλίο του: “πες μας παππού…”, Δρυμός, 1986, σελ 56)

Ελάχιστο όριο συντήρησης εργατικής οικογένειας (ετησίως) = 33.000,00 δρχ
Το 17,50% των οικογενειών είχε ετήσιο εισόδημα <18.000,00 δρχ
Το 51,16% των οικογενειών είχε εισόδημα μεταξύ 18.000,00 και 30.000,00 δρχ

πηγή: εδώ (υπολογισμοί Ζολώτα, ελπίζω να μην ήταν μαγειρεμένοι υπολογισμοί για κάποιον σκοπό)

Εαν θεωρήσουμε 250 εργάσιμες/χρόνο, με μεροκάματο 70 δρχ, έχουμε ετήσιο εισόδημα 17.500,00. (οι δύο πηγές συμφωνούν ως προς αυτό)

Καταλήγοντας, δεχόμενοι ότι το μεροκάματο της οικοδομής πλέον είναι στα 40 Ευρώ (απλός εργάτης, ετήσιο εισόδημα = 10.000,00 Ευρώ περίπου):

13 λίρες = 4.850,00 δρχ (=περίπου 30% του ετησίου εισοδήματος του 1930, σήμερα = 3.000,00 Ευρώ)
42 λίρες = 15.750,00 δρχ (=περίπου 90% του ετησίου εισοδήματος του 1930, σήμερα = 9.000,00 Ευρώ)
29 λίρες = 10.875,00 δρχ (=περίπου 60% του ετησίου εισοδήματος του 1930, σήμερα = 6.000,00 Ευρώ)

Εντάξει, μια τάξη μεγέθους προσπάθησα να βγάλω και όχι ακριβή νούμερα. Πως σας φαίνεται?Αν κάποιος έχει στοιχεία αντίθετα, παρακαλώ να τα παραθέσει!
Απολογούμαι για το μέγεθος του πόστ…

Πολύ ενδιαφέρον το θέμα που άνοιξες, Θερισανέ, παρόλο που μερικές επιμέρους πτυχές του τις έχουμε ξανασυζητήσει. Στα αρχικά ερωτήματα που θέτεις με καλύπτει πλήρως ο Νίκος Π., εκτός από μερικές μικρές προσθηκούλες που έχω να κάνω:

Όπως ακριβώς τα λέει ο Νίκος, αλλά επιπλέον το ίδιο ισχύει και για τους αμανέδες. Σε πραγματικές συνθήκες η κλασική δομή ενός αμανέ, με τρία κύρια μέρη (πρώτος στίχος: έκθεση-ανάπτυξη του μακαμιού // ξανά β’ μισό πρώτου στίχου: ξεφεύγει και κάνει τα ωραία του // δεύτερος στίχος: το ξαναμαζεύει και κλείνει) + οργανικά ενδιάμεσα, είναι απλώς η νοερή βάση, πάνω στην οποία ο καλός αμανετζής απλώνει και διπλώνει και ξεδιπλώνει για πολύ παραπάνω από τρία άντε τέσσερα λεπτά. Στις ηχογραφήσεις αυτή η δομή δεν είναι η βάση, είναι η ίδια η εκτέλεση. Δυστυχώς δεν έχουμε -δε θα μπορούσαμε να είχαμε- ηχογραφήσεις κανονικών ερμηνειών αμανέ από το '10, το '20, το '30.

Και για τα ταξίμια ισχύει το ίδιο.

Και πάλι όπως τα λέει ο Νίκος, αλλά και για έναν επιπλέον σημαντικό λόγο: οι πλάκες δεν ήταν μόνο για να ακούμε μουσική αλλά κυριότατα για να χορεύουμε (εφόσον βέβαια πρόκειται για χορευτικά κομμάτια). Συνεπώς η ακρίβεια στο τέμπο δεν έχει μόνο αισθητική (άρα υποκειμενική) σημασία αλλά και λειτουργική.


All you need is ears
, George Martin.

Ο Μάρτιν ήταν φυσικά ο παραγωγός των Μπιτλς, αλλά ήταν μουσικός παραγωγός και πιο πριν και πιο ύστερα. Μπήκε στο κουρμπέτι τον καιρό της πλάκας γραμμοφώνου και έγραψε το βιβλίο όταν εμφανίζονταν τα πρώτα σπέρματα της ψηφιακής τεχνολογίας. Κατά τη δεκαετία '60 έζησε και πρωταγωνίστησε στο συναρπαστικό παιχνίδι όπου αφενός η στουντιακή τεχνολογία έκανε διάφορες προόδους με ταχείς ρυθμούς και αφετέρου το συγκρότημά του ανακάλυπτε νέους τρόπους να τις αξιοποιεί και δημιουργούσε παράλληλα και νέες απαιτήσεις για περαιτέρω προόδους.
Το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό που ζητάς Νίκο, η ιστορία της στουντιακής τεχνολογίας, γραμμένη πολύ ζωντανά και συναρπαστικά από έναν ινσάιντερ. Φυσικά περιλαμβάνονται και όσα συνέβαιναν πιο πριν, από την εποχή του Έντισον. Δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε εξειδικευμένο κοινό (ηχολήπτες ξέρω γω), ούτε βέβαια μόνο σε μπιτλόβιους.

Δεν την ξέρω αυτή την πλάκα, αλλά μαγνητόφωνο πριν τη δεκαετία 50 αποκλείεται νομίζω.

Πάρα πολύ ωραία, Περικλή, σε ευχαριστώ και θα το ψάξω το βιβλίο του παραγωγού των Μπιτλς. (ο τίτλος προφανώς επηρρεασμένος απ’ το “All you need is love”, όπου μάλιστα, όπως θυμάμαι, ο ηχολήπτης κάνει πραγματικά παπάδες…)

Δεν είναι έτσι, θα σου θυμήσω κάτι που κι εσύ σίγουρα έχεις ακούσει. Τελειώνει με τη φράση “ … Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.” και φυσικά εκφωνήθηκε την 28η Οκτωβρίου του 1940, ελάχιστα χρονάκια μόλις, πριν το χτύπημα της διαφημιστικής πλάκας. Δεν γραμμοφωνήθηκε.

Ομολογώ πως στο θέμα αυτό (εκτος του οτι ειναι ενδιαφερον) διάβασα πράματα που δεν γνωριζα. Ειχα την εντύπωση οτι είχα ακούσει τραγούδι της τότε εποχής που στο τέλος να χαμηλώνουν την ενταση ολοένα και περισσότερο(δεν ξερω πως λέγεται η τεχνική) αλλά μάλλον λάθος εντύπωση είχα. Δεν το είχα παρατηρήσει οτι οντως όπως λεει ο Νικος τα τραγουδια τοτε ηταν 3 λεπτα και περιπου 10-20 δευτερα. Μια εξαίρεση αποτελεί το μινόρε του Χαλκιά που διαρκεί σχεδόν 4 λεπτα. Ισως βέβαια παίζει ρόλο το γεγονός ότι ηχογραφήθηκε στην Αμερική ίσως είχαν άλλες τεχνολογίες εκεί. Αυτό όμως που παρατήρησα ειναι οτι το κλείσιμο των τραγουδιών (ακομα και στο μινορε του Χαλκιά) ειναι απότομο. Με το που παιχτει η συγχορδια, αυτοματα κλεινει το τραγουδι, χωρις να την αφησει να εχει ενα βάθος. Στο τραγούδι του Μπάτη ο Θερμαστής, αν ακουσετε το τέλος, σας δινεται η εντυπωση ότι θα ήθελε ο παίχτης να παίξει αλλη μια συγχορδια αλλά δεν πρόλαβε.

Μιας και είπατε για την λειτουργικότητα του ηχογραφημένου τραγουδιού για τον χορό, νομίζω πως έχω ένα παράδειγμα που μου φαίνεται οτι ταιριάζει στην συζήτηση και τα ερωτήματά μου. Το τραγούδι που έχω υπόψιν μου λέγεται “Πάρε Μαριώ την ρόκα σου” και μπορείτε να το ακούσετε απο εδώ. https://www.youtube.com/watch?v=OASlF7Lm-SQ Χορεύεται ως “καλαματιανό”. Εχω την εντύπωση οτι το τραγούδι έχει παιχτεί επίτηδες γρήγορα. Δοκιμάστε να το χορέψετε σε αυτό το τέμπο. Πείτε μου εντυπώσεις σας. Το παράδειγμα πιστεύετε ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις μου;

Εγώ ακούω συρτό 4αρι(σχεδόν ρυθμό μπαλλου) κ όχι καλαματιανό 7αρι κ θα το χόρευα (εάν ήξερα!) μια χαρά συρτό.

Εχετε δίκιο. Δεν θα τα χαλάσουμε ομως για το πως χορευεται. Δεν σας φαίνεται όμως γρήγορο;

Συμφωνώ με τον Μπάμπη, στο αναμενόμενο τέμπο είναι το κομμάτι. Η αλήθεια είναι ότι οι όροι συρτό και καλαματιανό σε σχέση με τα μέτρα τέσσερα και επτά, δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένοι στο μυαλό του καθενός. Αυτά έχει η προφορική παράδοση, δεν τα διδαχτήκαμε (ευτυχώς…) στο σχολείο αυτά.

Να επαναλάβω πάντως πως δεν γνωρίζω, εγώ τουλάχιστο, ούτε ένα παράδειγμα όπου κομμάτι παίχτηκε γρηγορότερα απ’ ό τι θα ήθελαν οι συντελεστές του, με μοναδικό κίνητρο να χωρέσει στο δεδομένο χρόνο μιάς πλάκας των 3:10 λεπτών (ή των 4:20). Ούτε υπάρχει η παραμικρή μαρτυρία για εφαρμογή τέτοιας τακτικής, οπουδήποτε.