Εισαγωγες

Εχω να ρωτησω κατι που οσο εχω ψαξει το φορουμ δεν εχει συζητηθει.(αν κανω λαθος ας μεταφερθει το θεμα) Εχω παρατηρησει πως σε πολλα μεταπολεμικα κομματια παροτι εχουν γραφτει αριστουργηματικες εισαγωγες οι συνθετες επιλεγουν να τις παιζουν ολοκληρες στην αρχη του κομματιου ενω τις υπολοιπες φορες παιζουν τις μισες (το δευτερο μερος της εισαγωγης). η κεντρικη ιδεα πανω σε αυτο ηταν να μπουν γρηγοροτερα στα λογια ωστε να μην ‘‘κουραζεται’’ το αυτι του ακροατη? αν ναι, γιατι δε συμβαινει αυτο σε συγχρονα κομματια? (ειτε σε λαικα ειτε σε παραπλησια των λαικων)

Για δώσε κάνα παράδειγμα.

Έτσι θεωρητικά, μπορώ να φανταστώ ότι ίσως ένα μελωδικό πέρασμα μπορεί να αποτελείται από Α και Β, όπου το Α ταιριάζει καλύτερα σαν κυριολεκτική εισαγωγή (=αρχή του κομματιού), ενώ στο Β πρέπει να έχει προηγηθεί είτε το Α (στην αρχή) είτε η μελωδία του στίχου (στη μέση και το τέλος), ενώ αν μεταξύ στίχου και Β υπάρχει και το Α να κλονίζεται η δομή.

Μπορώ ακόμη να φανταστώ περιπτώσεις όπου ο συνθέτης, ακριβώς για να τονίσει το αριστουργηματικό της σύνθεσης, να επιλέγει να ακουστεί αυτή μία μόνο φορά στο κομμάτι, έτσι για να μην τη συνηθίζουμε!

Πέρα από αυτό, μπόρώ να φανταστώ και ζητήματα διάρκειας. Δίσκοι 78στρ., με τους γνωστούς περιορισμούς, έβγαιναν μέχρι τη δεκαετία '50. Αλλά και στο ΛΠ ακόμα έχεις κάποιο περιορισμό. Έχω ένα ΛΠ του Τσιτσάνη, φτιαγμένο επί τούτω (όχι συλλογή από προϋπάρχουσες ηχογραφήσεις: τα κομμάτια υπήρχαν ήδη, σε άλλες όμως ηχογραφήσεις), που είναι σχεδόν δειγματοληψία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το Γιατί με ξύπνησες πρωί, με εισαγωγή στο 1/4 της συνολικής διάρκειας της πλήρους εισαγωγής. Κάθε φορά. Δηλ. η ολόκληρη δεν υπάρχει καθόλου, την πρωτοέμαθα πολύ αργότερα από άλλη ηχογράφηση.

Τέλος, όπως έχουμε συζητήσει κάπου για το Νύχτωσε χωρίς Φεγγάρι, οι εποχές και τα γούστα οδηγούσαν μερικές φορές και στην πιο αργή εκτέλεση των ίδιων τραγουδιών (κυρίως για τα ζεϊμπέκικα). Μια εκτενής εισαγωγή σε γρήγορο τέμπο, κατά την παλιότερη μόδα, μπορεί με το αργό τέμπο της μετέπειτα μόδας να καταντούσε τεράστια και κουραστική.

Μερικα παραδειγματα ειναι:
ο γυρισμος, γλυκοχαραζει ο αυγερινος, γιατι να φυγεις μακρια, κανε κουραγιο καρδια μου, ασπρο πουκαμισο φορω, κατηγορουμενο κορμι, αποψε φιλα με, κλαψε με μανα μου γλυκεια, παλιωσε το σακκακι μου, θελω να πω τον πονο μου, το κομπολογακι, πανε τα παλια.

στα περισσοτερα απο αυτα μπορουμε να πουμε πως η εισαγωγη χωριζεται σε Α και Β μερος. στην πρωτη εισαγωγη παιζεται το Α και Β μερος ενω στις υπολοιπες μονο το Β.
αλλη περιπτωση ειναι το κανε κουραγιο καρδια μου και παλιωσε το σακκακι μου που η πρωτη εισαγωγη εχει παραπανω μετρα απο τις υπολοιπες!
Νομιζω πως στα κομματια αυτα θα μπορουσαν ολες οι εισαγωγες να ειναι ιδιες με την πρωτη χωρις να χαλαει η δομη, δηλαδη θα εστεκαν κανονικα. αυτο που φανταζομαι ειναι ειτε οτι οντως μπορει να ειναι θεμα διαρκειας, ειτε ακριβως αυτο που ειπες οτι κραταν το αριστουργηματικο μερος για την πρωτη εισαγωγη.

Ο δίσκος είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια. Δεν έπρεπε να ξεπερνάει τα 3:30 λεπτά (περίπου). Οπότε έπαιζαν μισές τις ενδιάμεσες εισαγωγές ή και κάποια τραγούδια λίγο πιο γρήγορα από ότι ίσως ήθελαν, για να είναι μέσα στο χρόνο.

Καμια φορα στα στουντιο κατα τη διαρκεις της εγγραφης του δισκου οταν καθυστερουσε το κοματι και φαινοταν οτι θα ξεπερνουσε το χρονο των 3.30 λεπτων τους εκαναν σινιαλο να το παιξουν πιο γρηγορα.Γι’ αυτο ορισμενα τραγουδια στο τελος εχουν πιο γρηγορο τεμπο απ’ οτι στην αρχη.

Νομίζω ότι αυτό συνέβαινε παλιότερα, προπολεμικά. Όπως και το να αφήνουν μέσα μερικά εμφανή λάθη / αμηχανίες των μουσικών. Αργότερα φαίνεται ότι και η τεχνολογία εξελίχθηκε και επέτρεπε περισσότερες λήψεις χωρίς υπερβολικό κόστος, και οι μουσικοί εξοικειώθηκαν περισσότερο με τις πρακτικές της τυποποιημένης εκτέλεσης.

Ξέρετε, υπάρχει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την ιστορία και την εξέλιξη των μεθόδων ηχογράφησης: All you need is ears, του Georege Martin. Είναι φυσικά γνωστός ως ο παραγωγός των Μπητλς, αλλά πιο πριν είχε ήδη καριέρα ως παραγωγός δίσκων κλασικής μουσικής. Η σταδιοδρομία του καλύπτει όλο το διάστημα από τα 78άρια μέχρι που η ψηφιακή τεχνολογία είχε μόλις αρχίσει να σκάει μύτη (σε πειραματικό στάδιο, όχι μέσα στα στούντιο). Φυσικά δεν είχε δουλέψει με Έλληνες λαϊκούς μουσικούς, αλλά διαβάζοντάς τον μπορεί κανείς να κάνει νοερά την αναγωγή. Είναι στα αγγλικά, και για όποιον αυτό δεν είναι εμπόδιο είναι συναρπαστικά γραμμένο, σαν μυθιστόρημα!

Γενικά όταν μιλάμε για εξελίξεις στη μουσική πολύ συχνά ξεχνάμε να αναρωτηθούμε τι γινόταν μέσα στο στούντιο της δισκογραφικής και πόσο αυτό επηρέαζε το αποτέλεσμα. Κι όμως, αυτή η οπτική λύνει πολλά μυστήρια. Είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν κι άλλα πολλά βιβλία σ’ αυτή τη θεματική, πιθανώς εξίσου αποκαλυπτικά, απλώς εγώ αυτό μόνο έχω διαβάσει.