Πρόταση για νέο λήμμα: "ΓΑΖΩΝΩ"

Γαζώνω: εξαπατώ, κοροϊδεύω, δουλεύω

Ακούγεται στο τραγούδι «Τις γυναίκες τις δουλεύω» των Παπαϊωάννου-Μάνεση (1948):

Κι όταν βρω καμιά κοπέλα κι είναι ξύπνια τσίφτισα
έρωτα της τάζω και αμέσως ψήνεται
την γαζώνω και στο τέλος θύμα γίνεται
έρωτα της τάζω και αμέσως ψήνεται

1 «Μου αρέσει»

Ναι, και εις έντασιν: Τη γάζωσε ψιλό γαζί!

1 «Μου αρέσει»