Κόβω: εξαπατώ, ξεγελάω, απομυζώ κάποιον
Ακούγεται στο τραγούδι του Περιστέρη “Η κατάρα του χαρτοπαίκτη” (1934)
Κόβω τους μάγκες γρήγορα, αμάν αμάν
μ’ ένα μικρό κολπάκι
Κόβω: εξαπατώ, ξεγελάω, απομυζώ κάποιον
Ακούγεται στο τραγούδι του Περιστέρη “Η κατάρα του χαρτοπαίκτη” (1934)
Κόβω τους μάγκες γρήγορα, αμάν αμάν
μ’ ένα μικρό κολπάκι
Από πού προκύπτει αυτή η ερμηνεία;
Από την ανάγνωση του ποιητικού κειμένου (όπως και από του Μάρκου “Δε με κόβεις μάγκα μου, βρε πια, με τα λιμά σου”) και από τα λεξικά της πιάτσας.
Με συγχωρείς πάρα πολύ, Άνθιμε! Στη φράση αυτή υπονοείται «Δεν μου χαλάς την ξερή μου, κόβοντάς την με τα λιμά (χαμηλής αξίας) ψωρόχαρτα που κρατάς» και όχι δεν με ξεγελάς, δεν με απομυζάς κττ.
Α…ξερή παίζουν στο τραγούδι του Μάρκου" Δεν παύει πια το στόμα σου";;; ![]()
'Οσο για τα “λιμά”, στο εν λόγω συγκείμενο, πληροφορήσου από το Γλωσσάρι
Πώς να σε συγχωρέσει κανείς; ![]()
Κόβω: παραπείθω/ξεγελώ (Δαγκίτση, Λεξικό της Λαϊκής)
Κόβω: εκμεταλλεύομαι καθ’ υπερβολήν και απομυζώ εντέχνως τινά: “Τον κόψανε χτες το βράδυ σ’ ένα σπίτι που έπαιζε και του φάγανε δέκα πέντε κομμάτια” (Καπετανάκη, Το Λεξικό της Πιάτσας)