Πηγές για το ρεμπέτικο και την σημασία του στη Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας

Καλησπέρα, αναζητώ πηγές για το ρεμπέτικο και την ιστορική σημασία του στη σύγχρονη Ελλάδα στα αγγλικά. Αν θα μπορούσε κάποιος/α να με βοηθήσει θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως. Οποιοδήποτε οπτικοακουστικό και μη υλικό (απο άρθρα, εργασίες/έρευνες, βιβλία εώς ντοκιμαντέρ και ταινίες) είναι ευπρόσδεκτα! Ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων, Νίκος

Ιστορική σημασία; Εννοείς πώς επηρέασε το ρεμπέτικο την ιστορία της Ελλάδας, ή πώς το ρεμπέτικο μπορεί να αποτελεί ιστορική πηγή;

Μία περίπτωση όπου θεωρείται πιθανό ότι το ρεμπέτικο επηρέασε τον ρου της ιστορίας ήταν επί Μεταξά, όταν ο Τούντας έβγαλε τη “Βαρβάρα” και ο Μεταξάς έβγαλε το νόμο περί λογοκρισίας. Κάνε ένα κόπο να αναζητήσεις στο φόρουμ θέματα με λέξεις κλειδιά Μεταξάς, Λογοκρισία και Βαρβάρα. Κάνει σχετικό λόγο και ο Λιάβας στο βιβλίο «Το ελληνικό τραγούδι 1821-1950», και εγώ εδώ.

Αλλά και πάλι, ακόμη κι αν παραβλέψουμε ότι αυτή η περίπτωση θεωρείται πιθανή και όχι βέβαιη (το πιθανότερο είναι ότι ο Μεταξάς είχε ούτως ή άλλως σκοπό να επιβάλει λογοκρισία, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου τραγουδιού), η αλλαγή στην ιστορία πάλι τη μουσική αφορά. Το ρεμπέτικο να άλλαξε την καθαυτού ιστορία, την πολιτική ή πολεμική ιστορία ή την ιστορία του πνεύματος ή κάτι τέτοιο, δε νομίζω να συνέβη ποτέ.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 19:43 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:42 —

Α, και στα αγγλικά κιόλας; Δεν το είχα προσέξει. ΔΞΔΑ.

Ψάξε βρες το “Gail Holst, A road to Rebetiko”, δεν πρέπει να είναι εξαντλημένο. Κάτι ψιλοέχει αλλά έτσι όπως ρωτάς, στοχευμένες απαντήσεις είναι δύσκολο να πάρεις.

Pepe, μέχρι να μας διευκρινίσει ο φίλος περαιτέρω το ερώτημά του, να πω ότι ο Τούντας δεν την έβγαλε επί Μεταξά τη “Βαρβάρα”. Την έβγαλε μεν στο 1936 αλλά προ Μεταξά (ο Μανιάτης αναφέρει Μάρτιο, αλλά και στον Τύπο της εποχής σχολιάζεται ήδη από τον Ιούνιο…). Οπότε φεύγουμε από την πιθανότητα και πάμε στη βεβαιότητα ότι ο Μεταξάς ασχέτως πάσης Βαρβάρας απέβλεπε γενικότερα στη λογοκρισία των πάντων, μέρος των οποίων πάντων αποτελούσαν και οι δίσκοι γραμμοφώνου.

ΥΓ. Τώρα για το βιβλίο του Λιάβα, όπου και άλλες φορές έχεις παραπέμψει, δεν έχω καλή γνώμη. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Α!! Ευχαριστώ, αυτό είναι κάτι που δεν ήξερα. (Εκτός αν το είχα δει κάπου και δεν το θυμόμουν, που είναι το ίδιο…)

Έχετε δίκιο δεν έκανα σαφές το ερώτημα μου. Ουσιαστικά ψάχνω για οποιαδήποτε πηγή για το ρεμπέτικο στα αγγλικά που να αφορά την ιστορία και τις κοινωνικές προεκτάσεις του στην ελληνική κοινωνία.
Ευχαριστώ για τον κόπο σας και τον χρόνο σας. Συνονόματε Νίκο, θα ρίξω μια ματιά για αυτό που μου προτείνεις…

Μπορεί αυτό να σου φανεί ενδιαφέρον https://books.google.gr/books?id=OUDHzzbdEFQC&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false

Πράγματι, Δόξα.

Είναι εξαιρετικό βιβλίο από πολλές και διάφορες απόψεις. Το θέμα του δεν είναι τα ρεμπέτικα. Υπάρχει όμως μια ενότητα για τα ρεμπέτικα, όχι τον καιρό που πρωτοβγαίναν αλλά γύρω στο 1970 (αναβίωση), όπου πράγματι εξετάζεται η σχέση της μουσικής με όλη την υπόλοιπη επικαιρότητα (πολιτική, ιδεολογική κλπ.). Αλλά και εκτός ρεμπέτικων, όλο το υπόλοιπο βιβλίο δίνει ένα πολύ καλό μπούσουλα για το πώς εξετάζονται αυτές οι σχέσεις. Ακόμη κι αν δε δώσει απαντήσεις, βοηθάει πολύ στη διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων - που είναι το ήμισυ του παντός.

Ρίξε και μιά ματιά εδώ, αν εξαιρέσεις κάποιους τσακωμούς και κάποια αρνητικά αποτελέσματα ιδεοληψιών, προς το τέλος κυρίως της συζήγησης παρατίθεται αρκετά περιεκτική βιβλιογραφία του ρεμπέτικου. Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, η συντριπτική πλειοψηφία των καταχωρίσεων είναι σε ελληνική, όχι αγγλική γλώσσα.

Όχι, κάνεις λάθος Γιάννη. Ο τίτλος δεν είναι Traditional Music ή οτιδήποτε παρόμοιο.

Υπάρχει μια μουσική, που εκπροσωπείται από τον Ρος και -πλέον- από πολλές δεκάδες άλλους, που στην Ελλάδα τη λέμε “παραδοσιακά” (-εσύ τι ακούς; -Παραδοσιακά, Σινόπουλο, Φριντζήλα), ονομασία που δεν είναι δυνατόν να μετφραστεί σε καμία γλώσσα, αφού θα συνέπιπτε με το Traditional (= η λέξη για τα καθαυτού παραδοσιακά), οπότε ευφυέστατα η συγγραφέας την αφήνει αμετάφραστη: paradosiaka!!

“Επισκέπτη” εσύ μιλάς ελληνικά! Αν θες να πεις το ίδιο πράγμα στα αγγλικά, paradosiaka θα πεις; Λογικά μάλλον traditional. Αυτή εδώ στο διδακτορικό της στο SOAS λέει paradosiaka όμως, όχι traditional. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Ή κάτι άλλο εννοεί, ή τα αγγλικά της δεν είναι αρκετά καλά ώστε να ξέρει πώς ονομάζεται η μουσική που αποτελεί το θέμα της διατριβής της. Σπάνια λέξη άλλωστε το traditional για τους αγγλομαθείς Έλληνες, δεν υπάρχει σε καμία ταμπέλα μαγαζιού, σε κανένα εξώφυλλο δίσκου, σε κανένα μενού εστιατορίου, σε κανέναν τουριστικό οδηγό σ’ αυτή τη χώρα.

Εγώ, που έχω διαβάσει το βιβλίο, υποστηρίζω το πρώτο.

Αν σε ενδιαφέρει να το διαβάσεις κι εσύ (που σε διαβεβαιώ ότι μόνο κέρδος θα έχεις), θα δεις ότι δεν υπάρχει η παραμικρή αντίφαση με το γεγονός ότι εσύ (και όχι μόνο εσύ, όλοι μας) ονομάζεις μια άλλη μουσική με μια άλλη λέξη. Αν όχι, μείνε στην κοινή λογική, που αποδεικνύει ακριβώς το ίδιο.

(χωρίς προκλητική διάθεση, ειλικρινής ερώτηση)

Ξέρεις Αγγλικά;

Αν ναι, θες να διαβάσεις το βιβλίο; Έστω τον πρόλογο και την εισαγωγή; Νομίζω ότι τα λέει καλύτερα από μένα.
Αν όχι, το “παραδοσιακός” λέγεται traditional. Άρα όταν κάποιος δεν λέει traditional, δεν εννοεί “παραδοσιακός”. Το βιβλίο δεν λέει traditional, λέει paradosiaka. Αναπόδραστο συμπέρασμα: δεν εννοεί “παραδοσιακά”. Εσύ ανοίγεις τα περιεχόμενα, βλέπεις μόνο “Ρος Ντέιλι - Δυνάμεις”, και επιβεβαιώνεις αυτό το συμπέρασμα: πράγματι, δεν λέει για παραδοσιακά!

Θα διαφωνήσω με την αξιολόγηση του βιβλίου της Καλλιμοπούλου ως εξαιρετικού. Το βρίσκω όντως αξιανάγνωστο και ενδιαφέρον, καθώς προσπαθεί να χαρτογραφήσει ένα νέο κατά την αντίληψή της «είδος» (τα «παραδοσιακά»), αλλά εξαιρετικό δεν θα το έλεγα με την καμμία. Και επειδή το δικό μου τουλάχιστον ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ρεμπέτικο, θα έλεγα ότι δεν με ικανοποίησε η σχετική παρεμπίπτουσα πραγμάτευσή του.

Για παράδειγμα, όταν αναφερόμαστε στη συζήτηση του 1934 για τον αμανέ, δεν μπορούμε να παραπέμπουμε στην αναδημοσίευση της συζήτησης από τον Παναγιώτου το 1983, αλλά πάμε στην πρωτογενή πηγή (Αθηναϊκά Νέα) και διαβάζουμε τη συζήτηση και παραπέμπουμε πρωτίστως εκεί. Διότι, πώς ξέρουμε ότι ο Παναγιώτου έχει αναπαραγάγει χωρίς λάθη τη συζήτηση του 1934; Και έτσι καταλήγουμε (στη σελ. 25 της Καλλιμοπούλου) να γράφουμε τον Σφακιανάκη ως Δ., ενώ είναι Κ., μεταφέροντας το λάθος του Παναγιώτου…

Άλλο παράδειγμα: αφορά την περίφημη “Greek-Ottoman cafe music” κατά Καλλιμοπούλου, που στη σελίδα 23 ξεκινάει με αυτό τον όρο, αλλά στη συνέχεια «ξεχνάει» το Greek συστατικό και στις σελίδες 25 και 26 σερβίρεται στον αναγνώστη ως “Ottoman cafe music”/”Ottoman cafe style”/”Ottoman cafe idiom”… Επίσης: πώς μιλάμε τόσο άνετα και αξιωματικά για “myth of a separate Greek repertoire of Smyrna” και περί «ελληνοποίησης» και «εθνικοποίησης» του ”Ottoman cafe idiom” σε “Smyrnaic song” με μονοκονδυλιές και χωρίς την απαραίτητη συνοδό ανάλυση/τεκμηρίωση; (Εδώ επισημαίνω ότι η «καραμέλα» Pennanen έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και αναπαράγεται ανελέγκτως… αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση)

Άλλο παράδειγμα: από πού κι ως πού η Επιθεώρηση Τέχνης ήταν “music magazine”; (σελ. 25 υποσ. 39). Το βρίσκω ασύγγνωστο για διατριβή και μάλιστα ελληνικής καταγωγής…

Άλλο παράδειγμα: δεν μας λέει ποιοι ήταν αυτοί οι σολίστες που το γύρισαν και από ούτια, κανονάκια και σαντούρια που παίζανε, τα κάνανε μπουζούκια και κιθάρες; (σελ. 25)

Άλλο παράδειγμα: πώς γίνεται στη σελ. 26, υποσ. 40 να παραπέμπεις μόνο στα αποσπάσματα της διάλεξης Χατζιδάκι, όταν από χρόνια υπάρχει, διαδικτυακώς και εντύπως, η πλήρης μορφή της;

ΥΣ.: ίσως είναι σκόπιμο να μεταφερθεί η συζήτηση αυτή για την Καλλιμοπούλου σε αυτόνομη θεματική.

@Παρασάνταλο: Θα ήταν δυνατόν να τα δεχτεί κανείς όλα όσα βρήκες. Άλλο τόσο δυνατόν θα ήταν να φέρει και αντιρρήσεις για ορισμένα. Π.χ. για το ζήτημα του αμανέ:

Αν την ίδια παράλειψη (πηγών ) ή το ίδιο λάθος (το μικρό όνομα του Σφακιανάκη) το έβρισκα σε βιβλίο που να έχει ως κεντρικό θέμα τη διαμάχη περί του αμανέ ή, ξέρω γω, την ιστορία της ρεμπέτικης/ανατολίτικης δισκογραφίας, θα το πέταγα στα σκουπίδια. Την Καλλιμοπούλου όμως δεν τη διαβάζω για να ενημερωθώ ως προς εκείνα τα γεγονότα. Τη διαβάζω αφενός για να ενημερωθώ ως προς τα γεγονότα που αφορούν το δικό της κεντρικό θέμα, τα οποία ξεκινούν στη δεκαετία του ‘80, αφετέρου δε -και κυρίως- για να δω τους συσχετισμούς που βλέπει εκείνη ανάμεσα σ’ αυτά τα γεγονότα και στο πλαίσιό τους. Αυτό είναι το πεδίο όπου κατεξοχήν θα αξιολογηθεί το βιβλίο. Μέσα στο πλαίσιο λοιπόν, κάπου ανάμεσα σε άλλα, βρίσκεται και η διαμάχη για τον αμανέ. Εκεί ο αναγνώστης, αν δεν ξέρει ήδη τι γίνεται (η συγγραφέας δε δεσμεύεται να τον ενημερώσει εξαντλητικά), μπορεί να πάρει μια ιδέα. Εντοπίζεις ότι η ιδέα που δίνεται δεν είναι όσο σωστή θα μπορούσε/όφειλε: λάθος βέβαια, παράλειψη, και καλώς την επισημαίνεις, δεν μπορώ (ούτε και έχω κανένα λόγο) να τη δικαιολογήσω, αλλά δεν πρέπει και να υπερεκτιμηθεί.

(Και αν από τα παραπάνω φάνηκε ότι η βασική μου γνώμη είναι «έλα μωρέ, καλό είναι το βιβλίο, τι ψειρίζεις τώρα με το Δ. και το Κ. του Σφακιανάκη», υπάρχουν άλλα σημεία της κριτικής του Παρασάνταλου όπως το «“Greek-Ottoman cafe music” > “Ottoman cafe music”» που κι εγώ δε θα πω καθόλου «έλα μωρέ».)

Προσωπικά, πέρα από το κεντρικό θέμα, την Καλλιμοπούλου θα την διαβάσω -κατ’ εξαίρεσιν- και για να ενημερωθώ ως προς τα της ρεμπέτικης αναβίωσης (βρίσκω τώρα και μια αφορμή να ξανασυνδεθούμε με το αρχικό μας θέμα συζήτησης). Διατηρώ τη συνείδηση ότι δεν είναι η Καλλιμοπούλου η ιδανική πηγή, αλλά αφού δεν έχω βρει κανέναν να καταπιάστηκε ειδικώς μ’ αυτό το θέμα (πριν μας ποστάρεις, Παρασάνταλε, εκείνη την πτυχιακή της Άρτας που ακόμα με περιμένει να τη διαβάσω), μαζεύω όπου βρω, άρα και όσους καταπιάστηκαν παρεμπιπτόντως, όπως η Καλλιμοπούλου. Θα τους διαβάσω με όλη τη δέουσα επιφύλαξη.

Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με τα παραπάνω. Όχι κύριος, δεν μπορείς να πεις ούτε μία λέξη που να μην την έχεις διπλοτριπλοκαρατσεκάρει, είτε αφορά το κεντρικό σου θέμα είτε τα περιφερειακά. Σκόντα δεν κάνουμε.

Εύλογο. Και πάλι όμως, θεωρώ ότι από τον τρόπο που βλέπει η συγγραφέας τους συσχετισμούς ανάμεσα στα γεγονότα και το πλαίσιό τους έχουμε πολλά να ωφεληθούμε. Μπορώ να αλλάξω τη δική μου λέξη «εξαιρετικό» με το «αξιανάγνωστο» του Παρασάνταλου. Όπως και να 'χει, το βιβλίο εξακολουθώ να το προτείνω στον Νίκο Παπ., όχι για να μάθει πράγματα που έψαχνε αλλά για να πάρει ιδέες για τον τρόπο εξέτασης του δικού του θέματος.

Επιχείρησα να τεκμηριώσω -έστω και εξ όνυχος- γιατί δεν το βρίσκω εξαιρετικό το βιβλίο αλλά αξιανάγνωστο, και πάντως προσωπικά δεν πετάω ποτέ τίποτα στα σκουπίδια, ό,τι «επιλήψιμο» κι αν βρίσκω σε επιστημονικά και μη πεδία που μπορώ να ελέγξω. Αλλά δεν μπορώ και να μην τα παρατηρώ και να μην τα σημειώνω, ιδίως όταν τα συναντώ σε σειρές σαν κι αυτή της Ashgate, σε διατριβή εκδεδομένη σε βιβλίο το οποίο πλήρωσα θαρρώ κάπου 70 Ευρώ σαν καλός καταναλωτής λευκού πνεύματος. Από την άλλη, όντως για μένα δεν υπάρχουν κεντρικά και περιφερειακά θέματα, κατά στάθμιση των οποίων να φέρονται ως συγγνωστά ή λιγότερο συγγνωστά αυτού ή άλλου τύπου οι αστοχίες. Έχω κι εγώ τις εμμονές μου, συμπαθάτε με. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα «τρυγήσω» το ατόφιο μέλι που θα βρω.

Επιπλέον, και το υπογραμμίζω αυτό, δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που επισημαίνω με αφορμή τη συζήτηση για τον αμανέ το 1934. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για ένα Σ ή ένα Κ στον Σφακιανάκη. Πρόκειται περί του ότι ορισμένοι επικείμενοι ή ήδη όντες πανεπιστημιακοί διαπράττουν αυτό το οποίο δεν συγχωρούν στους φοιτητές τους: τη μη διασταύρωση και μη κριτική εξέταση των πηγών…

Πολύ χειρότερα έκανε τα πράγματα με τη συζήτηση για τον αμανέ ο κ. Λιάβας στο βιβλίο του που προτείνεις και ξαναπροτείνεις, Pepe : στις σελίδες 240-243 αναπαράγει τη συζήτηση αντιγράφοντας χωρίς αυτό να δηλώνεται κάπου -ούτε μέσα στο κείμενο ούτε στη βιβλιογραφία- το άρθρο του Παναγιώτου! Και οι υπότιτλοι ακόμα («Ο αμανές ψυχή της Ανατολής», «Είμεθα στην Ανατολή», «Τον έφεραν οι Φοίνικες») στο βιβλίο του Λιάβα είναι υπότιτλοι του Παναγιώτου! Επιλέγοντας λοιπόν ο Λιάβας την αποσιωπημένη αντιγραφή, μετέφερε αυτούσια και τις παραναγνώσεις, διασκευές και τα λάθη του Παναγιώτου! Έτσι ο αναγνώστης νομίζει καλόπιστα ότι έτσι είχαν τα κείμενα των Παλαιολόγου (που μας τον αναφέρει κάποια στιγμή ως δημοσιογράφο των …Νέων…) Καλομοίρη, Ψάχου, Μητρόπουλου, Σφακιανάκη και Σπανούδη. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: η Σπανούδη φέρεται να λέει −στη σελ. 243 του βιβλίου του Λιάβα − ότι η υπό συζήτηση δισκογραφία «έφτανε σε μεγάλες ποσότητες από την Αμερική και την Αίγυπτο» στην Ελλάδα κλπ κλπ, ενώ η Σπανούδη έγραφε το ακριβώς αντίθετο στα Αθηναϊκά Νέα: ότι γίνονταν εξαγωγές προς την Αίγυπτο και την Αμερική κλπ κλπ. …

ΥΓ: Και επειδή παραπονέθηκες ότι δεν βρίσκεις κανέναν να έχει ασχοληθεί με την αναβίωση μεταπολιτευτικά του ρεμπέτικου: Μάρκου Βασιλική, Η έκφραση της λαϊκότητας στην Ελλάδα της δεκαετίας του ʼ80: η περίπτωση της αναβίωσης του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2012.

Μα πολύ καλά έκανες! Δεν είπα εγώ να μην το έκανες, απλώς απάντησα με μια διαφορετική πρόταση αξιολόγησης.

Έτσι κι αλλιώς, τις πηγές και φαίνεται να τις κατέχεις πολύ καλύτερα από μένα, αλλά και τις ελέγχεις πολύ πιο προσεχτικά. Εμένα αυτό που μου έμεινε από την Καλλιμοπούλου είναι αυτό που τόνισα και πριν, ο τρόπος εξέτασης, η οπτική γωνία.

Όσο για τον Λιάβα, οι λόγοι που τον προτείνω (αν θυμάμαι καλά, συνήθως σε σχέση με την ιστορία της λογοκρισίας) είναι δύο: πρώτον, συμβαίνει να έχω το βιβλίο (ενώ δεν έχω, ούτε έχω διαβάσει, όλα τα βιβλία που θα με ενδιέφεραν!), και δεύτερον, φαίνεται να κάνει την πληρέστερη συγκέντρωση στοιχείων που έτυχε να συναντήσω - στοιχείων που καθ’ έκαστα μπορεί να μην είναι άγνωστα, αλλά βρίσκονταν διάσπαρτα (συγκεκριμένα, μου έκανε εντύπωση ότι επιτέλους διάβασα το κείμενο του ίδιου του νόμου περί λογοκρισίας). Όχι γιατί δεν έχει λάθη ή αστοχίες - αυτό δεν έχω κάτσει να το ελέγξω. Συνεπώς, εσύ που τα ήλεγξες, καλά κάνεις και τα αναφέρεις.

Τέλος, ευχαριστώ για τη μτπτ. εργασία.


@Γιάννη Βρ., 21:

Υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν ανέφερα. Το αναφέρω τώρα γιατί ίσως να μην το γνωρίζεις, ή ίσως να μην το γνωρίζει κάνας άλλος αναγνώστης, αφού πρόκειται για κάπως “εσωτερικό” ζήτημα του κλάδου.

Το βιβλίο είναι εθνομουσικολογικό. Η εθνομουσικολογία των τελευταίων δεκαετιών, όπως και η κοινωνική ανθρωπολογία και ένας ολόκληρος κύκλος γνωστικών αντικειμένων εκείνης της γειτονιάς, έχουν μια τάση να ανάγουν σε όρους, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, λέξεις που προέρχονται από το γενικό λεξιλόγιο και μπορεί να τις έχουμε συνηθίσει με γενικότερη ή και ελαφρώς διαφορετική σημασία.

Η Καλλιμοπούλου, προκειμένου να ανοίξει επιστημονική συζήτηση για ένα είδος μουσικής που αντικειμενικά υπάρχει αλλά δεν είχε (απ’ όσο ξέρω) αποτελέσει αντικείμενο εθνομουσικολογικής εξέτασης, καλείται να το ονομάσει κάπως. Στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης για την ονοματοθεσία, θεωρώ θεμιτό το ότι επιλέγει να μεταφέρει στα αγγλικά αυτούσιο τον όρο με τον οποίο συνήθως το αναφέρουν στα ελληνικά οι φαν του. Η δική σου ένσταση αφορά την ορθότητα του όρου -ή μάλλον της λέξης όταν δε χρησιμοποιείται ως όρος- στα τρέχοντα ελληνικά.

Σκέψου όμως το εξής: Έστω ότι παίρνω ένα σάζι, βγάζω μερικά παραδοσιακά κομμάτια από δίσκους ή παρτιτούρες, και μαζί με μερικούς άλλους μουσικούς τα προβάρουμε και κάνουμε μια συναυλία. Αν μας ρωτήσει κάποιος «τι θα παίξετε στη συναυλία», θα του απαντήσουμε «θα παίξουμε παραδοσιακά». Δε θα είναι ανακριβές: τα κομμάτια μας προέρχονται από τη δημοτική παράδοση. Το ίδιο το γεγονός όμως, μια συναυλία (όχι πανηγύρι) με σάζια (όχι κλαρίνα) από μουσικούς σπουδαγμένους (όχι πρακτικούς), δεν εγγράφεται στη δημοτική παράδοση. Αυτή είναι μια διάκριση που όσο ξεκάθαρα την καταλαβαίνεις εσύ ή εγώ, άλλο τόσο και περισσότερο την ξεκαθαρίζει και το βιβλίο.

Αν η Καλλιμοπούλου έγραφε ελληνικά, δεν ξέρω τι όρο θα επέλεγε. Στ’ αγγλικά όμως ο όρος paradosiaka είναι πολύ καίριος. Η συγγραφέας επιλέγει να μην πει ούτε traditional, γιατί τότε θα καταλαβαίναμε κάτι άλλο από αυτό που εννοεί, αλλά ούτε και μια καινούργια λέξη (ξέρω γω «νεοπαραδοσιακά», «neo-traditional») που να μην την είπαν ποτέ οι ίδιοι οι μουσικοί ή οι ακροατές τους.

Το κείμενο του νόμου περί λογοκρισίας υπάρχει ήδη από το 2004, που το έφερε στο φως ο Βλησίδης (Όψεις του ρεμπέτικου): οι σελίδες 248-49 του βιβλίου του Λιάβα αντιγράφουν τις σελίδες 55-57 του βιβλίου του Βλησίδη…

Γενικότερα, τώρα, καλώς σου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι έχει μπροστά σου την «πληρέστερη συγκέντρωση στοιχείων», διότι ακριβώς πρόκειται περί αντιγραφικού-συμπιληματικού έργου: παίρνουμε ανά χείρας τη βιβλιογραφία που υπάρχει για κάθε πεδίο/περίοδο και κάνουμε το λεγόμενο «άρπα κόλλα» (copy paste). Δεν πειράζει. Ακόμη κι έτσι, έχει κάτι την αξία της συμπίλησης. Οι «τραγωδίες» αρχίζουν μετά, όταν οι κάθε λογής καλοπροαίρετοι ακαδημαϊκοί (φοιτητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες, μεταδιδακτορικοί φοιτητές κ.ά), καλή ώρα όπως εσύ σε κάποιες περιπτώσεις που έχεις παραπέμψει στον Φαλτάιτς («Τα τραγούδια του μπαγλαμά) ή στον Ζ. Παπαντωνίου κάποιος άλλος, αν δεν λαθεύω, μέσω παραπομπής στον Λιάβα, μόνο ατόφιο Φαλτάιτς και ατόφιο Παπαντωνίου δεν διαβάζουμε εκεί… Διότι, στην περίπτωση Λιάβα, έχουμε και άλλο φαινόμενο, πέραν του ότι αντιγράφουμε από δευτερογενείς πηγές χωρίς να ελέγξουμε εάν αυτές στοιχούν προς το πρωτότυπο, πριν δώσουμε την μασημένη πνευματική τροφή μας στους άλλους. Ακόμη κι όταν έχουμε προ οφθαλμών πρωτογενείς πηγές, ούτε αυτές κατορθώνουμε να αντιγράψουμε ορθά…

Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Το κείμενο του Φαλτάιτς (σελ. 244-47 Λιάβας) να είναι αντιγραμμένο με άλλο τίτλο, με 13 λάθη και με παράλειψη 8 αράδων, ο Μπίνης γίνεται Μίνης (σελ. 304), μία μυστηριώδης κυρία Βάρβογλη (σελ. 370) δεν είναι παρά ο Μάριος Βάρβογλης, το διάσημο άρθρο της Σπανούδη για τον Τσιτσάνη ενημερώνουμε τον κόσμο ότι γράφτηκε το 1952 (σελ. 17) αντιγράφοντας το λάθος της G. Holst την οποία αντιγράφουμε χωρίς ποτέ να πάμε να δούμε το ίδιο το άρθρο, κακοποιούμε βάναυσα τη γλώσσα της Αγγέλας Παπάζογλου (σελ. 207-221) και πάει λέγοντας και κλαίγοντας.

Πολύ αδόκιμος και άστοχος ο όρος"paradosiaka"!
Τι να καταλάβει το αλλοδαπό κοινό μ’ αυτό τον όρο ή έστω και το ελληνικό;

Έναν άλλο όρο έπρεπε να σκεφτεί.

Όσο για τα λάθη, εντοπίστηκαν ήδη.

Χωρίς να έχω κανέναν προσωπικό λόγο να υπερασπιστώ την Καλλιμοπούλου, θέλω να συστήσω σ’ όλους τους συζητητές να είναι πιο προσεκτικοί στα γραφόμενά τους, γιατί εδώ συζητάμε πεντέξη άτομα αλλά το πόσοι διαβάζουν δεν το ξέρουμε. Είναι λοιπόν επιπόλαιο να εκφράζονται απαξιωτικές κρίσεις χωρίς τεκμηρίωση.

Για παράδειγμα, στο «τι θα καταλάβει το κοινό», η απάντηση είναι προφανης: ας διαβάσει το βιβλίο. Μετά, ας κάνει όσες κρίσεις θέλει, όπως έκανε -άριστα- ο Παρασάνταλος.

-Μα, θα πεις κανείς, τι να διαβάσει, αφού ήδη ο τίτλος είναι παραπλανητικός.

Ο πλήρης τίτλος είναι Paradosiakα: Music, Meaning and Identity in Modern Greece. Ο καθένας, αν έχει ενδιαφέρον γι’ αυτού του είδους τα αναγνώσματα (ακόμη κι αν είναι από την Κίνα και δεν έχει ιδέα τι μουσικές υπάρχουν στην Ελλάδα), καταλαβαίνει ότι αυτό σημαίνει: «[κάποιο είδος μουσικής της Ελλάδας] - Μουσική, σημασία και ταυτότητα στη σύγχρονη Ελλάδα». Σ’ ενδιαφέρει η σχέση ανάμεσα στη μουσική και την ταυτότητα; Σ’ ενδιαφέρει η διαμόρφωση και εξέλιξη των μουσικών ρευμάτων στη σύγχρονη Ελλάδα στο πλαίσιο άλλων κοινωνικών εξελίξεων; Ανοίγεις και το διαβάζεις, κι εκεί θα δεις και ποιο είναι αυτό το μουσικό είδος, γιατί η συγγραφέας το ονομάζει έτσι, και με τι απ’ όσα λέει διαφωνείς. Σε αφήνουν αδιάφορο αυτά και ψάχνεις μόνο για την ελληνική δημοτική παράδοση; Λάθος επιλογή - την επόμενη φορά ξεφυλλίζεις πριν δώσεις 70 ευρώ.

“Επισκέπτη”, το ότι σου φαίνεται χαζό δε σημαίνει ότι δεν είναι κάτι που συμβαίνει. Αφού συμβαίνει, κάποιος έκατσε να μελετήσει πώς και γιατί συμβαίνει, πώς το βλέπουν οι απομέσα, πώς οι απέξω κλπ…

Άλλωστε το να παίρνεις μια λειτουργική μουσική, να απομονώνεις κάποια καθαρά μουσικά στοιχεία (μελωδίες κλπ.) από το όλο πλαίσιο της παράδοσής τους και να τα μεταφυτεύεις στο χώρο της μουσικής που μόνο ακούγεται και δε χρησιμεύει σε κάτι άλλο (έκφραση τοπικής ταυτότητας, σύσφιξη και επιβεβαίωση της συνέχειας και της συνοχής μιας κοινότητας, τέλεση κάποιου εθίμου κλπ.) -ή χρησιμεύει, αλλά σε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι αρχικά- δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει. Κι εμένα μ’ αρέσει καλύτερα ν’ ακούω τον πεντοζάλη από Κρητικούς στο χοροστάσι παρά από τον χαζό τον Σκαλκώτα, αλλά η εθνομουσικολογία δεν είναι «μ’ αρέσει - δε μ’ αρέσει». Είναι αναζήτηση συσχετισμών και ερμηνειών, αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στο μουσικό γεγονός και σε άλλα γεγονότα.

Ως προς αυτό το τελευταίο λοιπόν, κάθε κριτική είναι θεμιτή. Εφόσον φυσικά τηρούνται οι αυτονόητοι κανόνες της κριτικής, όπως το να έχουμε διαβάσει το κείμενο.

Οbjection! Πώς καθιστάς όλους τους συζητητές αντικείμενο αυτής της σύστασης; Μην το κάνουμε σαν το στρατό (και όχι μόνο) όπου κάποιος κάνει τη λαδιά αλλά την πληρώνουν όλοι… Αυτές οι γενικευτικές απευθύνσεις -ήδη άμα τη εκφωνήσει τους- αποκαλύπτουν μάλλον έλλειψη διακριτικής ικανότητας του εκφωνούντος. Να μένουμε επί συγκεκριμένου, θα έλεγα εγώ, και να απευθυνόμαστε προσωπικά όταν το νομίζουμε: π.χ. Βαγγέλη, αυτήν την απαξιωτική κρίση για το βιβλίο να την τεκμηριώσεις!

Ε, κι αν δεν την τεκμηριώσει, δηλαδή, τι έγινε; Του προέκυψε ενός μια αίσθηση για τον τίτλο του βιβλίου, έστω και αυθαίρετη, και αυτήν εξέφρασε, δεν προσέβαλε και την προσωπικότητα της συγγραφέως (το πρόσωπο του συγγραφέα δεν ταυτίζεται με το έργο του)… Κανένα καλό βιβλίο δεν έπαθε ποτέ τίποτα από ατεκμηρίωτες απαξιωτικές κρίσεις. Ακόμη κι αν υπάρχουν τέτοιες (δηλ. ατεκμηρίωτες), τότε ή απλώς λογίζονται ως μη γενόμενες ή και –παραταύτα- μας εμβάλλουν σε κάποιες σκέψεις (διότι μπορεί μεν ο απαξιώσας να μην αιτιολόγησε την κρίση του, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι του προέκυψε να εξωτερικεύσει έτσι την αίσθησή του ίσως να αποβεί ένα ενδιαφέρον «κρατούμενο» για τον συγγραφέα…)

Υποθέτω ότι βρισκόμαστε σε ένα ελεύθερο βήμα διαλόγου, όπου πρυτανεύουσα αρχή είναι η ελευθερία της έκφρασης και όχι ο «μπαμπούλας» του πόσοι μας διαβάζουν. Ούτε και θα με καταστήσει εμένα προσωπικά προσεκτικότερο το γεγονός ότι μπορεί να με διαβάζουν χιλιάδες (λέμε τώρα…). Κι ένας να με διαβάζει, οφείλω να είμαι όσο πιο προσεκτικός μού είναι εφικτό.

Αλλά η «επιβαλλόμενη» προσοχή δεν αφορά μόνο στις ατεκμηρίωτες απαξιωτικές κρίσεις, αλλά και στις ατεκμηρίωτες σκέτες κρίσεις και πληροφορίες, που μπορεί να κάνουν χειρότερη ζημιά: να διαδοθούν -ως εγγενώς αξιόπιστες- στα πέρατα του διαδικτύου, καθότι προέρχονται από ένα κατά τεκμήριο αξιόλογο ρεμπέτικο φόρουμ.

Γενικά, μπορεί να “επιβάλλεται” προσοχή, ανθρώπινο είναι όμως - θα συμφωνήσω - να ξεφεύγουμε.

Η ονοματοθεσία είναι ίσως το πιο σημαντικό σε ένα τέτοιο πόνημα.
Και περιφραστικά θα μπορούσε να δοθεί ένας όρος που να μην είναι ούτε άστοχος ούτε αδόκιμος, όπως το “paradosiaka”.