Πήρε το μάτι μου ένα βιβλιαράκι “Νίκος Σιδέρης, Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, σελίδες 128”. Το έχει διαβάσει μήπως κάποιος / – α; Κάποια πληροφορία για τον συγγραφέα;
Ε, ναι, το πήρε το μάτι μου το βιβλίο. Για κάποιο σχόλιο ρωτάω, κάποια πληροφορία για τον συγγραφέα….
δεν το εχω το βιβλίο.
“πολύγραφος” ο γιατρός. (ψυχίατρος).
Δεν είναι αυτός.
Ο “ρεμπετολόγος” λέγεται Σιδερής
Άκουσα ένα τμήμα τους. Τόσο ενημερωμένος για το ρεμπέτικο είναι, ώστε να περιλάβει στην ομιλία του και το παρακάτω απόσπασμα:
«Οι πρόσφυγες, μαζί με την εξαθλίωσή τους φέρνουν και τον πολιτισμό τους, την κουζίνα τους, [ … ]. Τα βιολιά, σ’ αυτή την περιθωριακή κοινωνία είναι πάρα πολύ σοφτ για να δέσουν με την εξαθλίωση, και έτσι αντικαθίστανται με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά [ … ].»
Ότι τα βιολιά δεν τα αντικατέστησε κανένας πρόσφυγας, αλλά ήταν ο Μάρκος απ’ τη Σύρα που πρωτόπαιξε και καθιέρωσε το μπουζούκι και τα όργανα του πειραιώτικου ρεμπέτικου, και μάλιστα όχι νωρίτερα απ’ το 1932, πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν το ξέρει, αφού δεν αναφέρει τίποτα σχετικά. Μέχρι τότε, οι ορχήστρες της λαϊκής μουσικής έπαιζαν σμυρναίικα με κύριο σολιστικό όργανο το βιολί, ενώ το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς ήταν παντελώς άγνωστα στον κόσμο της ελληνικής δισκογραφίας .
υ.γ. Καμμίαν εξαθλίωση δεν έφεραν οι πρόσφυγες μαζί τους, την αρχοντιά τους μόνο. Στην εξαθλίωση εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν, με τις συνθήκες που βρήκαν “εδώ”…
Τώρα που το ξανακοιτάζω το θέμα, πολύ στα μαλακά τον αφήσαμε να πέσει τον συγγραφέα του βιβλίου. Το οποίο βιβλίο, θα αγοράσει βέβαια και θα διαβάσει κάποιος κατά τεκμήριο νέος και μη γνώστης της ιστορίας του ρεμπέτικου, ακριβώς για να την μάθει. Ε, καλόν θα ήταν να μην θεωρήσει ο ενδιαφερόμενος για ενημέρωση αναγνώστης ότι τα “σοφτ” βιολιά αντικαταστάθηκαν από το μπουζούκι και τον μπαγλαμά, επειδή οι πρόσφυγες έφεραν στην καινούργια πατρίδα τους την εξαθλίωσή τους και άρα, αντί για βιολιά τα ρεμπέτικα άρχισαν να παίζονται με μπουζουκομπαγλαμάδες, για περισσότερη εξαθλίωση… Γι αυτό λοιπόν, προσωπικά, ΔΕΝ θα συνέστηνα σε τυχόν ενδιαφερόμενους που θα ανατρέξουν στο φόρουμ μας και τη συγκεκριμένη σελίδα, να αγοράσουν αυτό το βιβλίο.
Καλά, ας μη σχολαστικίζουμε. Το αν άνθρωποι πρώην αρχόντοι εκεί και μετέπειτα εξαθλιωμένοι εδώ έφεραν την εξαθλίωσή τους ήδη από το καράβι ή εξαθλιώθηκαν φτάνοντας, είναι και λίγο θέμα διατύπωσης. Πολύ πιο ουσιαστική είναι η διόρθωση για τα όργανα: εκείνοι έπαιζαν βιολί και πριν έρθουν και όταν ήρθαν, ενώ τα μπουζούκια τα έπαιζαν ήδη από πιο πριν οι αποδώ.
Κι ένα σχόλιο πέρα από τις διορθώσεις στον Σιδερή:
Τα τραγούδια που παίζονταν με μπουζουκομπαγλαμάδες ήταν άλλα και άλλου στυλ από τα βιολιτζήδικα. Δεν υπήρξε αντικατάσταση οργάνων, υπήρχαν δύο μουσικά στυλ που για ένα διάστημα συμπορεύτηκαν μέχρι που το μπουζουξήδικο, δηλδή το πειραιώτικο, επκράτησε του σμυρναίικου. Ίσα ίσα μάλιστα που έχουμε και δείγματα της αντίστροφης αντικατάστασης: τραγούδια του μπουζουκομπαγλαμά διασκευασμένα για βιολί και γενικώς για σμυρναίικου τύπου ορχήστρα, στα καφέ αμάν και στη δισκογραφική αποτύπωση του ρεπερτορίου του καφέ αμάν από Παπαγκίκα (ούτε Σμύρνη ούτε Πειραιά βέβαια, παρά ΗΠΑ), Νταλγκά κλπ.
Με συγχωρείς πολύ, Περικλή μου, δεν είναι θέμα διατύπωσης ή σχολαστικισμού, ουσιαστικότατο και πραγματικό θέμα είναι: Η εξαθλίωση άρχισε να δημιουργείται ήδη στο καράβι, και «ολοκληρώθηκε» στην «νέα πατρίδα», αν βέβαια θεωρήσουμε ότι ποτέ θεώρησαν οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς την Ελλάδα «πατρίδα». Καταλύτης για αυτή την προσέγγιση, φυσικά, είναι ο τρόπος με τον οποίον τους «υποδεχτήκαμε» εμείς, ονομάζοντάς τους «Τουρκόσπορους». Δεν την έφεραν μαζί τους λοιπόν την εξαθλίωση, αφού βεβαίως στην πατρίδα τους κάθε άλλο παρά εξαθλιωμένους θεωρούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Όπως ήδη σημείωσα, στην εξαθλίωση εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν με τις συνθήκες που βρήκαν “εδώ”, στην «πατρίδα» Ελλάδα, οι «Τουρκόσποροι»…
Αυτό, Περικλή μου, το επισήμανα ήδη, παραπάνω:
Μα δεν μπορεί να πιστευει ο άνθρωπος ότι οι Μικρασιάτες ήταν ήδη εξαθλιωμένοι στον τόπο τους.
Όταν ακούω πολύ χοντρές κοτσάνες, η πρώτη μου σκέψη είναι μήπως ο άλλος εννοούσε κάτι πολύ πιο λογικό που δεν το κατάλαβα.
Εξάλλου, όταν λες …
…, δε διαφωνείς ουσιαστικά με αυτό που καταλαβαίνω κι εγώ από τον Σιδέρη: φτάσαν στις στεριές του ελληνικού κράτους εξαθλιωμένοι. Σε άθλια κατάσταση τέλος πάντων (αν κανείς θεωρεί ότι η λέξη «εξαθλιωμένος» εμπεριέχει την έννοια «από καιρό ήδη», που εδώ δεν ισχύει).
Κάτι που, όντως, δεν είναι χοντρή κοτσάνα αλλά λογικό και σωστό.
Βασικά η προσφυγιά και η εξαθλίωση ξεκινάει τη στιγμή που ο καθένας εγκαταλείπει το σπίτι του. Για πολλούς αυτό πήρε ήδη κάποιο διάστημα πριν καταφέρουν να επιβιβαστούν σε κάποιο καράβι, και τελικά να φτάσουν εδώ. Είχε πορείες από την ενδοχώρα προς τη Σμύρνη, είχε μάταιη αναμονή στην προκυμαία ανάμεσα στους καπνούς από δω και στα αραγμένα καράβια από κει που παρατηρούσαν αδιάφορα για μερικές μέρες αν δεν κάνω λάθος, οπότε τελικά εξαθλιωμένοι έφτασαν.
Δεν ξέρω αν το πιστεύει ή όχι, όταν όμως λέει
, μάλλον θεωρεί, θα υπέθετα εγώ, ότι η εξαθλίωση προϋπήρχε, αλλιώς θα το διατύπωνε κάπως του τύπου «Οι πρόσφυγες φέρνουν τον πολιτισμό τους κλπ. αλλά ερχόμενοι, εξαθλιώνονται. Δεν το λέει όμως, αυτό.
Εδώ θα διαφωνήσω πλήρως, καθώς μάλιστα έχω από πρώτο χέρι προσωπική πληροφόρηση.
Η γιαγιά μου γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1895 (μάλιστα όταν τραγουδούσε μέσα στο σπίτι μαζεύονταν απέξω οι Τούρκοι να ακούσουν…) και ο πατέρας μου γεννήθηκε 3 μήνες πριν από την Καταστροφή. Ο δε παππούς μου πιάστηκε αιχμάλωτος και τράβηξε όσα διεκτραγωδεί ο Βενέζης στο Νούμερο 31328. Γύρισε μετά από καιρό ανάπηρος και αγνώριστος στην Ελλάδα…
Οι παραπάνω εξαθλιώθηκαν άμα τη Καταστροφή: ούτε στο πλοίο ούτε στην Ελλάδα…
Ένα βιβλίο με τέτοιο τίτλο, δε θα το 'παιρνα για να μάθω μικρασιατική ιστορία. Θα το 'παιρνα να μάθω για μουσική. Οπότε, ας μείνουμε στο ότι μιλώντας για μουσική δε μας τα λέει καλά.
Η υπόλοιπη συζήτηση όχι απλώς είναι περιφερειακή αλλά, κατά τη γνώμη μου, αφορά κυρίως το να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί (γιατί εδώ εντοπίζεται η διαφωνία μας) και, μόνο μετά από αυτό, το αν τα λέει σωστά. Οπότε, λέω να μη συνεχίσω.
Ιδίως που οι αμφιβολίες για την ερμηνεία του κειμένου μπορεί να λύνονταν αν διαβάζαμε το υπόλοιπο, αλλά δεν το έχουμε διαβάσει (και δε διακρίνω μεγάλη πρεμούρα να το διαβάσουμε!)
Ε…χμμ…να ομολογήσω ότι το διάβασα όταν κυκλοφόρησε, αλλά…δεν…
Τώρα με τρώει η περιέργεια να το διαβάσω!
Πάντως συμφωνώ με τον Περικλή πως εφόσων δεν το έχουμε διαβάσει, θα ήταν αδύνατον να έχουμε άποψη και μάλλον δύσκολο να κάνουμε συστάσεις σε πιθανούς μελλοντικούς αναγνώστες.
επεξεργασία:
πάντως ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρεί το έργο “ακριβές και ουσιώδες” στην κριτική που έκανε στο ίδιο του το έργο, στα σχολια εδώ
Εμείς, μπορεί…
Όχι όμως και ο αυστηρός, πλην ακριβοδίκαιος, Φώντας Τρούσας:
Ο κάθε συγγραφέας μπορεί να αξιολογεί κάθε έργο του όπως εκείνος νομίζει. Σ’ εμάς εναπόκειται, στη συνέχεια, να αξιολογήσουμε τις όποιες δικές του αξιολογήσεις με τα δικά μας, ο καθένας, κριτήρια.
(και να τα τεκμηριώσουμε, βεβαίως βεβαίως…)