Πέντε μάγκες

Για την ιστορία πάντως να πούμε ότι “βουναλάκι” λέγεται και η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Άλσος Βώκου (αλσάκι πάνω από τα Μανιάτικα). Άρα είναι άλλος ένας πιθανός λόγος να ισχύει το “βουνελάκι”.

Όπως το είπες Αλέξανδρε.Πιθανός.Και στον λόφο του προφήτη Ηλία στον Πειραιά (Κρητικά),κάτω από το μπόουλινγκ,προς την δυτική πλευρά,που βλέπει προς Νίκαια,υπάρχει μια τρύπα,βαθούλωμα,μικρό σπηλαίωμα,- που πηγαίναμε μαθητές με τα όργανα και ρίχναμε τις πενιές μας - ,που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τεκές.Πιθανός λόγος και αυτός.Αλλά για να πω την αλήθεια,δεν τους είχα τους ρεμπέτες,να ανεβαίνουν τέτοιες ανηφοριές για το πιώμα τους.Τους είχα πιο καλοπερασάκηδες.Το πιο πιθανό κατ ΄εμέ, είναι να μην λέει βουνα(ε)λάκι,ή να εννοεί κάποιο μικρό ύψωμα,κάπου εκεί στην σπηλιά του Δράκου,όπου φύλαγαν τα σύνεργα του καπνίσματος, ώστε να μην τα κουβαλούν όλη την ώρα.

Το αν το «σωστό» είναι αργιλές ή ναργιλές κοντεύει να λάβει διαστάσεις ανάλογες με το αν το σωστό σπάσιμο του βραστού αβγού είναι από τη μύτη ή από τον κώλο (αν έχετε διαβάσει τον Γκιούλιβερ [ο οποίος αν θέλουμε να είμαστε «σωστοί» λέγεται Γκάλιβερ]).

Ποιο σωστό; Το λένε και έτσι, το λένε και αλλιώς. Ο Καλυβόπουλος είναι σαφέστατο ότι έλεγε «ναργιλέ», εκτός αν τον έχουμε ακούσει σε άλλη ηχογράφηση να λέει «ένα άνθρωπο», επειδή είχε ανοίξει τη διαρκώς ογκούμενη διεθνή βιβλιογραφία και είχε βρει ότι:
α) Η αρχική μορφή της λέξης στα τούρκικα ή τα αραβικά ή τα φαρσί ή τα παχλεβί είναι χωρίς ν-
β) Το «ένας» προέρχεται από το τριτόκλιτο «εις» της αρχαίας και άρα δεν είναι σωστό να πάρει -ν στην αιτιατική (στα αρχαία όντως έλεγαν ένα άνθρωπον, όχι έναν άνθρωπον).

Αν αποκλείσουμε αυτή την ερμηνεία ως απίθανη, που θα το πρότεινα κάργα, δε μας μένουν παρά τ’ αφτιά μας: ακούω ένα νι ανάμεσα στο πιούμε και στο αργιλέ, άρα είπε «πά’ να πιούμε ναργιλέ».

Ούτως ή άλλως θεωρώ άνευ νοήματος τέτοιες αναλύσεις (όχι πλερώσουμε, μόνο πληρώσουμε -δηλαδή όποιος πει πλερώσουμε λέει λάθος τους στίχους;;;)… Ο Καλυβόπουλος δεν είναι η Πυθία, που να πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύσουμε τόσο εξονυχιστικά τις ρήσεις του. Καταλαβαίνουμε τι εννοεί, και αυτό είναι υπεραρκετό. Για το κουνελάκι / βουνελάκι, εδώ μάλιστα. Δεν καταλαβαίνουμε, και άρα έχει όντως νόημα να το ψάξουμε λίγο. Αν όμως επιμένουμε να αναλύσουμε και τα υπόλοιπα, τουλάχιστον μην ξεχνάμε την κοινή λογική και τη μητρική μας γλώσσα και πάμε κατευθείαν στα απίθανα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπήκαμε σε μία συζήτηση για μικρολεπτομέρειες, που δεν έχουν καμμία ουσιαστική σημασία.

Η διαφορά μεταξύ “στον Περαία” και “του Περαία”, ένα ευφωνικό νι ή κάποιες ακόμα μικρολεπτομέρειες γραμματικής ή συντακτικής φύσεως δεν αξίζει καν να διερευνηθούν αφού, όπως πολύ σωστά λέει ο Περικλής, “όλα παίζουν” και ούτε η κυρία Εϊτζιρίδη ούτε ο Καλυβόπουλος ασχολήθηκαν συνειδητά με την επιλογή της μίας ή της άλλης φόρμας.

Εκεί που υπάρχει λόγος να ψαχτεί το θέμα, γιατί μπορεί να βρεθούν με την ευκαιρία αυτή ιστορικές λεπτομέρειες που θα βοηθήσουν γενικότερα, όχι μόνο στο συγκεκριμένο τραγούδι, είναι αν υπήρξε π.χ. τοπωνύμιο Βουνελάκι (το Κουνελάκι ως παρατσούκλι τεκετζή δεν πείθει καθόλου, αφού είναι σαφέστατο ότι η στιχουργός μιλάει για προσωπική κρυψώνα και όχι για κρυφό τεκέ τρίτου προσώπου). Όμως, με τους Ουρανούς ή το Πύρ το Εξώτερον δεν υπάρχει δυστυχώς τρόπος επικοινωνίας και θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Κάθε απόπειρα ετυμολόγησης χωρίς στοιχεία οδηγεί το πολύ πολύ στην παρετυμολόγηση.

Τέλος, θα διαφωνήσω με τον Περικλή σε ένα μόνο σημείο: Ενώ οι τύποι “πλερώνω” ή “πληρώνω” θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν ίσες πιθανότητες επιλογής από τον Καλυβόπουλο (ή τη γυναίκα του Τσαούς), στα μεταπολιτευτικά πάλκα επελέγη συνειδητά νομίζω, ο πιο “μάγκικος” τρόπος (όπως τουλάχιστον θεώρησαν οι ερμηνευτές) και αυτό συνιστά ηθελημένη στρέβλωση. Κάτι ανάλογο με την επιλογή αργότερου (μα πολύ αργότερου!) τέμπου σε νεώτερες δισκογραφικές εκτελέσεις κλασικών κομματιών (π.χ. Φραγκοσυριανή) αποκλειστικά και μόνο για επίτευξη πιο “μάγκικης” ερμηνείας. Ή, άλλο γλωσσικό παράδειγμα, η “παραγγελιά” με τον τόνο στη λήγουσα, ενώ εμείς οι παλαιότεροι θυμόμαστε πολύ καλά ότι και επί επεισοδίου Κοεμτζή και νωρίτερα, η λέξη στα κέντρα τονιζόταν όπως και στην καθαρέυουσα: στην παραλήγουσα.

Θα έλεγα ότι καταλαβαίνουμε. “κουνελάκι” λέει. όποιος θέλει ας το ακούσει και αλλιώς. Μας μένει να λύσουμε τι ήταν το Κουνελάκι. Ύψωμα στην Δραπετσώνα; Άνθρωπος (ο Κουνελάκης)…και πάει λέγοντας…
Δεν θυμάμαι αν υπάρχει σε καμιά αυτοβιογραφία ως διήγηση και αναφορά.

Ακούγοντας την ηχογράφηση του 1935 απ’ τον Γιοβάν Τσαούς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είναι “στου Κουνελάκη”.

Επειδή πιστεύω ότι αφού τα παλαιότερα, πιο έμπειρα και με περισσότερες μουσικές και ιστορικές γνώσεις μέλη έχουν περιέλθει σε πιθανό αδιέξοδο, προτείνω την κάπως ανορθόδοξη (για την συγκεκριμένη περίπτωση) αλλά λογική μέθοδο των πιθανοτήτων που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες όταν ήθελαν να κατασκευάσουν σκάλες σωστού ύψους για να εκπορθήσουν τα τείχη της πόλης που πολιορκούσαν. Έβαζαν κάποιον αριθμό στρατιωτών (όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο) να μετρήσουν από ασφαλή απόσταση τους πλίνθους καθ’ ύψος του τείχους. Πρακτικά οι περισσότεροι μετρούσαν σωστά.

Ας καλέσουμε λοιπόν τα μέλη και τους επισκέπτες του χώρου μας να ακούσουν την παρακάτω εκτέλεση του 1935 και να μας πουν τι (πιθανώς) άκουσαν (κουνελάκι ή βουνελάκι).

Τουλάχιστον θα έχουμε μια αντικειμενική άποψη του ακούσματος.

Υ.Γ. Δεν ξέρω αν σε τέτοιες περιπτώσεις αυτός είναι ένας αποδεκτός τρόπος. Στο κάτω κάτω και οι ερευνητές από αντικρουόμενες μαρτυρίες αυτοπτών ή αυτήκοων μαρτύρων για κάποιο θέμα, βάσει πιθανοτήτων διαμορφώνουν άποψη όταν δεν έχουν άλλα στοιχεία. Αν δεν είναι αποδεκτός τρόπος συγχωρείστε την ασχετοσύνη μου.

Φίλε Κούρο, θα σε απογοητεύσω. Η βασική διαφορά μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και του σύγχρονου ερευνητή ήταν ότι έπρεπε, πάση θυσία, να εκπορθηθεί ένα τείχος. Το τίμημα, αν δεν εξεπορθείτο, ήταν μέγιστο. Εδώ πρόκειται για τελείως διαφορετική προσέγγιση. Ψάχνουμε για ασφαλή στοιχεία (όχι κατά προσέγγισιν, στατιστική ή άλλη) και όσο δεν τα βρίσκουμε, αφήνουμε τη λύση του προβλήματος για κάποια επόμενη χρονική στιγμή, όπου κάτι καινούργιο θα έχει βρεθεί. Μέχρι τότε, δεν κάνουμε τίποτα. Έτσι δουλεύει η επιστημονική έρευνα. Δεν είναι δικαστική, αλλά και εκεί, όταν δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία, ο κατηγορούμενος πρέπει να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών.

Επί τέλους, πρέπει να μάθουμε ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βρίσκουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που, και αν δεν απαντηθούν, δεν θα επέλθει η καταστροφή του κόσμου.

Γιατί όχι “πά’ να πιούμ’ έν’ αργιλέ”

Σωστός ο Πέτρος!!!

Επίσης, εγώ είμαι 100% βέβαιος ότι λέει “κουνελάκι”. Το ακούω πεντακάθαρα μετά από κάποια ηχοληπτική επεξεργασία.

θα συμφωνήσω και εγώ με την άποψη του Πέτρου. Μάλιστα να παρατηρήσω ότι λίγα δευτερόλεπτα ακούγεται ο στοίχος :

" …
φώναξαν τον τεκετζή
πιάσε έν’ αργιλέ αφράτο
… "

όπου εδώ παρατηρούμε ότι δεν μπορεί να είναι “ναργιλές” ή κάνω λάθος; :082:

Οι δύο περιπτώσεις είναι ακριβώς ίδιες.

Κατ’ αρχήν να ζητήσω συγγνώμη γιατί ο Μάνθος γράφει «“ναργιλές” είναι και όχι “αργιλές”», ενώ εγώ επιχειρηματολογούσα λες κι έλεγε το αντίστροφο.

Κατά δεύτερον, αν το ‘πα λίγο μπερδεμένα να το ξαναπάω: «Ένα αργιλέ» / «έν’ αργιλέ» δε στέκει, γιατί όταν έχουμε το αρσενικό ένας στην αιτιατική και ακολουθεί λέξη από φωνήεν, βάζουμε πάντοτε: έναν άνθρωπο, έναν άντρα, έναν αργιλέ, και όχι ένα άνθρωπο / έν’ άνθρωπο κλπ. Αυτούς τους κανόνες τους εφαρμόζουν εξίσου αλάνθαστα και όσοι τους ξέρουν θεωρητικά και όσοι δεν τους ξέρουν. Γι’ αυτό αναφέρθηκα προηγουμένως στη μητρική μας γλώσσα.
Το πα’ να πιούμε έν’ ναργιλέ εξίσου δε στέκει, γιατί όταν μετά το ένα (αρσενικό στην αιτιατική) ακολουθεί σύμφωνο, ν- ή άλλο, το δε χάνεται ποτέ: ένα νόμο, ένα νοικοκύρη, ένα ναργιλέ, και όχι έν’ νόμο -ούτε καν στον έμμετρο λόγο.
Σε όλα τα σημεία του τραγουδιού όπου υπάρχει η λέξη, έχουμε ένα ν που μόνο ως αρχικό της λέξης ναργιλές στέκει και όχι ως τελικό της προηγούμενης. Αν έλεγε κάπου «το ν αργιλέ», δε θα μαθαίναμε ποτέ τι ακριβώς λέει.
Ότι είναι απολύτως ασήμαντο ερώτημα, είναι. Επιπλέον όμως είναι και περιττό, αφού ο Καλυβόπουλος το έχει ήδη απαντήσει.

Εμένα δε μου κολλάει να λέει πά’ να πιούμε ναργιλέ & “πιάσε ναργιλέ αφράτο.”
Να επισημάνω ότι στα περισσότερα τραγούδια της εποχής - αν όχι σε όλα - αναφέρεται αργιλές και όχι ναργιλές.
Αργιλέ μου παινεμένε, Αργιλέ μου γιατί σβήνεις, Κάτσε ν’ ακούσεις μιά πενιά (ο αργιλές είν’ έτοιμος), Μ’ αργιλέ και μπαγλαμάδες, Σε λαχτάρησ’ αργιλέ μου.
Δεν αναφέρω τα τραγούδια όπως μας κυνηγούν τον αργιλέ, για να μη γίνει σύγχυση και υποστηρίξει κάποιος ότι είναι μας κυνηγούν το ναργιλέ και αρχίσουμε καινούρια αντιδικία.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 08:25 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 08:19 —

Με καθάρισμα και φιλτράρισμα στο adobe audition, κι εγώ ακούω καθαρά “κουνελάκι”, αν και είχα την εντύπωση ότι λέει βουνελάκι.

Ο Πετρος εχει απολυτο δικαιο…Ειναι πολυ σωστη η παραθεση παραδειγματων οπου αναφερεται ως Αργιλες.Επισης,ειναι δυνατον να βαζουμε τους νομους της γραμματικης στη στιχοπλασια του ρεμπετικου???Εδω πολυ μετα και γραμματιζουμενοι ανθρωποι παρελειπαν την γραμματικη στον βωμο της “ποιητικης αδοιας”, και καλα…Και μεσα σε ποιηματα ή σε στιχους πιο συγχρονους παρατηρεις τετοια γραμματικα και συντακτικα λαθη και εξαφνα εκει γινονται,εξυπνη χρηση της γλωσσας…χαχαχαχαχα…Τελος παντων,δεν στεκει το επιχειρημα της αιτιατικης…

Όχι. Όλο αυτό το σκεπτικό είναι λάθος. Μη σας παρασύρει το γεγονός ότι, προκειμένου να μιλήσουμε για γραμματική, αναπόφευκτα καταφεύγουμε σε ορολογία που είναι ξένη και αδιάφορη στους λαϊκούς δημιουργούς.
Η γραμματική δεν είναι η θεωρία του πώς πρέπει να εκφραζόμαστε (κακώς έχει περάσει αυτή η εντύπωση από την εκπαίδευση), αλλά η περιγραφή του πώς εκφραζόμαστε. Ο λαϊκός δημιουργός, ανεξαρτήτως θεωρίας, ξέρει ελληνικά. (Μάλιστα όσο πιο λαϊκός είναι ένας άνθρωπος, έχει την τάση να μιλάει πιο σωστά, γιατί χρησιμοποιεί τη φυσική, ζωντανή, μητρική του γλώσσα, ενώ ο πιο κουλτουριάρης μπορεί κάποια στιγμή να μπλέξει στο λόγο του και αρχαϊσμούς που δεν τους ελέγχει καλά.) Ο θεωρητικός λοιπόν έρχεται εκ των υστέρων, και λέει: «Παρατηρώ ότι στο έναν οι ομιλητές βάζουν πάντοτε τελικό -ν όταν ακολουθεί φωνήεν», και αυτό γίνεται κανόνας. Ο φυσικός ομιλητής, λαϊκός ή όχι, ήξερε ανέκαθεν να εφαρμόζει αυτό τον κανόνα.

Τα πράγματα είναι πολύ απλά: λέει κανείς ποτέ, ή ο Καλυβόπουλος ειδικότερα, ένα άνθρωπο; Είναι κανείς που το ακούει αυτό και δεν του χτυπάει παράξενα; Αν υπάρχει αυτό, τότε να δεχτώ ότι μπορεί να υπάρξει και το ένα αργιλέ.

Όσο για την ποιητική άδεια, δεν είναι μια αυθαιρεσία που επιτρέπει στον καθένα να στοιβάζει γράμματα, συλλαβές και λέξεις όπως λάχει και να ισχυρίζεται ότι είπε κάτι. Είναι μία συνειδητή διαδικασία, που την ακολουθούν κυρίως οι πιο εγγράμματοι ποιητές, με κάποιο σκεπτικό πέρα από το ότι «αν το πω σωστά δε θα μου βγει ο στίχος, οπότε τα στριμώχνω όπως όπως» -αυτό είναι απλή καλαμπορτζιά.
Η ερμηνεία βάσει ποιητικής αδείας είναι σαν να βλέπουμε ένα φυσικό φαινόμενο που οφείλεται σε άγνωστους σ’ εμάς νόμους, και να λέμε «θαύμα Κυρίου». Μόνο αν έχουμε εξαντλήσει κάθε λογική εξήγηση, τότε ίσως να πρόκειται περί θαύματος.

Όχι απλώς είναι δυνατόν, είναι το μόνο δυνατόν.

Επειδη ακριβως καταλαβαινει ο κυριος οτι δεν μπορει να ειναι ενα αργιλε,και επειδη ειναι λαϊκος ανθρωπος και το αντιλαμβανεται ενστικτωδος και οχι με συνειδηση γραμματικων νομων,βαζει την αποστροφο και το κανει ευηχα εν’αργιλε…Αυτο θεωρω εγω οτι συναιβει…Απο εκει κ περα ουτως η αλλως δεν μπορουμε να ειμαστε σιγουροι για το συγκεκριμενο,ενω παραλληλα δεν διεκδικω κανεναν τιτλο παραδοσιακορεμπετολαϊκολογου…Αυτα!

Γιάννη, απαντάς βιαστικά χωρίς να έχεις διαβάσει με υπομονή τα προηγούμενα. Γι’ αυτό κι εγώ εδώ και τρία (ήδη με αυτό τέσσερα) μηνύματα αναγκάζομαι να επαναλαμβάνω ακριβώς τα ίδια με διαφορετικές διατυπώσεις.

Ωραία λοιπόν, έν’ αργιλέ. Το έν’ άνθρωπο το έχεις ακούσει ποτέ;

Τι παει να πει “εχεις ακουσει”?Μπορει κ να υπαρχει σε τραγουδι που να μην το ξερω ουτε εγω,ουτε κ εσυ…Δεν μιλαμε γενικα κ αοριστα,μιλαμε για στιχους…Εμεις στο χωριο μου τις μισες λεξεις τισ λεμε χωρις συμφωνα…Δεν λεω οτι ειναι σωστο αλλα γινεται…Εχεις μιλησει με Πηλιωριτη?Τι να κανουμε τωρα υπαρχουν κ ιδιωματισμοι κ ανωμαλιες στην ελληνικη γλωσσα που παρατηρουνται και στη μουσικη…Σαν γενικο πλαισιο…Στο κομματι που μας αφορα θεωρω οτι ετσι τον βολευε,λεξη ναργιλες δεν υπαρχει…Τουλαχιστον απο αυτα που ξερω απο την γιαγια μου που ηρθε απο την τουρκια το 1940…Αρα αφου δεν υπαρχει λεξη ναργιλες κ επειδη αυτη η λεξη ειναι κατασκευασμα τελευταιων δεκαετιων,θαρρω πως ο ποιητης θελει να πει ενα αργιλε και επειδη δεν τον βολευει το κανει ουτε καν εν’αργιλε αλλα ‘ν’ αργιλε…Κοβει κ τ εψιλον επειδη ειναι καταληξη της προηγουμενης λεξης,κατι που συνηθιζεται αρκετα στα χωρια…Για παραδειγμα το “θα σου φερω τα ζωα” γινεται “ασ(ι)φερω τζα”…Δεν ειναι πολυ καλο παραδειγμα σε σχεση με το ε και το ν…Αλλα δειχνει ποσο ΔΕΝ πρεπει να λαμβανουμε κ πολυ υποψη την γραμματικη οταν αναφερομαστε στην καθομιλουμενη κ πολυ περισσοτερο σε τετοιες περιοδους…

Ανέκαθεν είχα την εντύπωση ότι λέει “εν’ αργιλέ” ή " ‘ν’ αργιλέ". Για δύο λόγους:

  1. Όπως προαναφέρθηκε, στα περισσότερα τραγούδια το συνταντάμε ως αργιλές και όχι ναργιλές (παρότι σύμφωνα με τα διαδικτυακά λεξικά, αυτό είναι το σωστό, nargile-ναργκιουλ=από είδος καρύδας που χρησιμοποιείτο για φιλτράρισμα αρχικά).
  2. Στο στίχο που φωνάζουν τον τεκετζή, απλά δεν πάει το “πιάσε ναργιλέ αφράτο”, καταρχήν λείπει η αναφορά στην ποσότητα. Έναν παρήγγειλαν, ο οποίος είχε και 2 τάλιρα άντε να του δίναν 3…
    Δε νομίζω ο Καλυβόπουλος ή ο χ λαϊκός ερμηνευτής να προβληματιζόταν που δε θα έβαζε το ν στο τέλος του έναν. Μπήκε μια απόστροφος στη φυσική ροή του λόγου (τραγούδι είναι) και το νόημα είναι κατανοητό.

Ίσως όλα τα παραπάνω να μην ισχύουν. Πάντως, όπως είναι γενικά κατανοητό, δεν έχει καμία σημασία αυτή η λεπτομέρεια. Το σημαντικό είναι να μην αλλάζουν άλλες λέξεις, πχ το “πληρώσουμε” να το κάνουμε “πλερώσουμε”, όπως δυστυχώς υπάρχει σε πολλά ευρετήρια στίχων. Δεν ταιριάζει με το ύφος της εποχής και των ανθρώπων, ή το “εσύ” σε “ρε συ”. Με την ίδια λογική, το “βουναλάκι” αν εννοούσε αυτό, γιατί να το κάνει “βουνελάκι”? “Κουνελάκι” λέει με μια προσεχτική παρατήρηση. Τοποθεσία?στέκι? εδώ δε χωράνε αναλύσεις και υποθέσεις. Μόνο πληροφορία, όποιος τυγχάνει να την ξέρει.

Είναι απόλυτα σωστό. Τι, έχεις την εντύπωση ότι όποιος μιλάει ιδιωματικά μιλάει λάθος; Ένας ξένος μπορεί ίσως να μιλήσει λάθος πηλιορείτικα, αν πάει να τα μιμηθεί. Ο Πηλιορείτης ο ίδιος μιλάει μόνο σωστά πηλιορείτικα.

Και στα ιδιώματα υπάρχουν κανόνες. Ο Πηλιορείτης ή κάθε άλλος, ακόμη κι όταν ακούσει μια καινούργια λέξη, θα τη μεταφέρει στο ιδίωμα σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιώματος, τους οποίους, όπως λες πιο πάνω, γνωρίζει ενστικτωδώς. Π.χ. θα κόψει κάποια γράμματα, αλλά όχι όποια του καπνίσει, παρά τα ίδια που θα έκοβε και ο κάθε συγχωριανός του.

Το αν θα λάβω εγώ υπόψη μου τη γραμματική, λίγη σημασία έχει. Δεν είμαι καλό δείγμα, επειδή ακροβώς την έχω μελετήσει θεωρητικά. Ο φυσικός ομιλητής όμως δεν παραβιάζει ποτέ τους κανόνες, όπως ένα φυσικό σώμα δεν παραβιάζει ποτέ το νόμο της βαρύτητας (αν το δούμε να πηγαίνει προς τα πάνω, πάει να πει ότι εκτός από τη βαρύτητα υπάρχει και κάποιο άλλο φαινόμενο που περιμένει την εξήγησή του.)

Ρε παιδιά έχω την εντύπωση οτι χανόμαστε λιγάκι. Είναι άλλο να μας ενδιαφέρει τι λέει το τραγούδι και άλλο αν το λέει σωστά. Συζητήσεις περι τραγουδιού κάνουμε οχι φιλολογικές αναλύσεις.
Το λέω γιατί εμένα τουλάχιστον (φαντάζομαι και άλλους) δεν με ενδιαφέρει αν το σωστό είναι με ν ή όχι. Αλλά τι λέει ο Καλυβόπουλος, στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Η ανάλυση μας λοξοδρόμησε