16 Ρεμπέτικα Τραγούδια - Δημήτρης Μυστακίδης

Κυκλοφόρησε το εξαιρετικό CD του Δημήτρη Μυστακίδη: 16 Ρεμπέτικα Τραγούδια Παιγμένα με κιθάρα από το Music Corner (Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, τηλ: 2103304000). Ο τίτλος του CD δείχνει το εξαιρετικό και ταυτόχρονα μοναδικό περιεχόμενο στην ελληνική δισκογραφία (διορθώστε με αν υπάρχει κάτι όμοιο αν και δεν το πιστεύω). Ο Δημήτρης Μυστακίδης με την κιθάρα του και με δεξιοτεχνικό τρόπο ερμηνεύει τα 16 ρεμπέτικα τραγούδια. Στα 13 από αυτά η φωνή είναι του Μυστακίδη ενώ στα άλλα τρία η φωνή είναι του Χρήστου Μαστέλου.
Το CD συνοδεύεται από μικρό ένθετο με εισαγωγικό σημείωμα από Φραγκίσκο Κουτελιέρη που αναφέρεται στην κιθάρα και πως εντάσσεται στο αστικό λαικό τραγούδι (το οποίο είχε προδημοσιευτεί στην κλίκα, τεύχος 4. Στο άρθρο αυτό υπάρχει και ηχητικό δείγμα από 3 από τα 16 τραγούδια). Στο ένθετο αναφέρονται όλα τα τραγούδια, ο μουσικός δρόμος πάνω στον οποίο “πατάνε” καθώς και το πότε πρωτοκυκλοφόρησαν μαζί με τον αριθμό μήτρας.
Τα τραγούδια του CD είναι:

  1. Στην υπόγα, 2) Ο Σερέτης, 3) Βουνό με Βουνό, 4) Μες στον τεκέ της Μαριγώς, 5) Ντερτιλίδικο, 6) Ερηνάκι, 7) Giuzel, 8) Ο Μπεκρής, 9) Εφουμέρναμε ένα βράδυ, 10) Τρούμπα, 11) Κοντραμπατζήδες, 12) Το κουκλί της Κοκκινιάς, 13) Το σερβικάκι, 14) Ο Τεκετζής, 15) Το παιδί του δρόμου, 16) Παρτίδες. Συνολικός χρόνος 58 λεπτά περίπου.

Τέτοιες άξιες δουλειές είναι σημαντικό να στηρίζονται απ΄όλους τους φίλους του ρεμπέτικου ιδιαίτερα μάλιστα όταν σέβονται την τσέπη μας (15 ευρώ).

Εκ παραδρομής ο admin έγραψε ότι το σχετικό άρθρο του Φραγκίσκου δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος της Κλίκας, ενώ βρίσκεται στην αρθρογραφία του 5ου τεύχους. Ο Δαίμων του… πληκτρολογίου.

Γεια σου Μητσο συναδελφε με τα ωραια σου !!!

Απο τα δειγματα που ακουσα στην ΚΛΙΚΑ ειναι μια πολυ καλη, προσεγμενη, σεμνη και αξιοπιστη δουλεια !!! Για να σταθουμε επαξια οι κιθαριστες απεναντι στον καταιγισμο των μπουζουκιων πια !!
:089:

Καλες δουλειες και στο μαγαζι του Δημητρη στη Σαλονικη !!

Να που μια σειρα καλων και περιζητητων στην πιατσα μουσικων διαλεγουν την εναλλακτικη λυση παρα να ειναι τα “τσιρακια” των μεγαλων, ποιων μεγαλων ;; Πρωτο παραδειγμα ο Παππος που διαλεγει τις εναλλακτικες σκηνες και ως ενα βαθμο την “αβεβαιοτητα” απο τη σιγουρια των γκλαμουρατων εντεχνων ή ντεμεκ εντεχνων … επιλογων (αλλη λεξη ηθελα να γραψω …) και να και ο Δημητρης με τις δικες του αψογες επιλογες !!
Παντα τετοια κι εμεις απο διπλα !!

Υπ’οψιν οτι την περασμενη Δευτερα που πηγαμε να ακουσουμε τον Παππο στην Κληματαρια ειχε παει να παιξει στο μαγαζι του Δημητρη Μυστακιδη στη Σαλονικη !!
Αγαπιε, Παναγιωτη Καγ. μην παραλειψετε να πατε …

Δυστυχώς μια σειρά συγκυρίες δεν μας επέτρεψε να πάω στην Πριγκιπέσσα τα Χριστούγεννα που είμουνα στη Σαλονίκη.

Μόλις την Παρασκευή κατάφερα να κατέβω στο κέντρο στο Music Corner και αγόρασα το CD. Οι εντυπώσεις μου:

  1. Όπως είπε και ο Admin είναι μοναδικό στο είδος του. Η μόνη εκδοχή ρεμπέτικων με κιθάρα που εγώ γνωρίζω, είναι εκείνη του Νότη Μαυρουδή και Παναγιώτη Μάργαρη που έχουν διασκευάσει μερικά τραγούδια του Τσιτσάνη και του Μάρκου, για κλασική κιθάρα και περιλαμβάνονται στο CD Vol.5 της σειράς δίσκων του ντουέτου με τον γενικό τίτλο “CAFE DE L’ ART” . Όμως στις συγκεκριμένες διασκευές το ύφος καθορίζεται απόλυτα τόσο από τις καταβολές του ντουέτου (δεξιοτέχνες κλασικής κιθάρας) όσο και από το τρόπο που παίζονται τα τραγούδια (με τις τεχνικές της κλασικής κιθάρας και όχι με εκείνες της ρεμπέτικης κιθάρας). Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι το ντουέτο όταν αποφασίζει να βάλει σε κάποιο σημείο του δίσκου και ένα μπουζούκι, διαλέγει τον Θανάση Πολυκανδριώτη να το παίξει, που είναι νομίζω ένας τυπικός τετράχορδος εκτελεστής (που προσπαθεί να βάλει το μπουζούκι να παίξει με συμφωνικές ορχήστρες), με ότι αυτό συνεπάγεται. Παρά το ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι τίμιο και αξιόλογο, ο συγκεκριμένος δίσκος νομίζω ότι απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό και γιαυτό το λόγο τα τραγούδια που περιλαμβάνονται είναι τα γνωστότερα (ας πούμε τα “σουξέ”) των δύο συγκεκριμένων συνθετών, όπως το Μπακτσέ Τσιφλίκι, Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, 'Ολοι οι ρέμπέτες του ντουνιά κ.ά.

  2. Οι διασκευές του Δ. Μυστακίδη είναι αντίθετα πολύ κοντά στο αρχικό ύφος του ρεμπέτικου. Έχουν το ίδιο συναίσθημα, το ίδιο ύφος, παίζονται με λίγα όργανα (στη συγκεκριμένη περίπτωση μία ή δύο κιθάρες) άρα είναι απέριττες, που όμως δεν παύουν να είναι πολύ στέρεες στη δομή τους αλλά και να να έχουν μεγάλες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις. Και το σημαντικότερο είναι ότι δεν εκτελούνται απλώς από τις κιθάρες του Δ. Μυστακίδη, αλλά τραγουδιούνται κιόλας με ανάλογο ύφος είτε από τον ίδιο, είτε από τον Χρήστο Μαστέλο. Με λίγα λόγια, ο Δ. Μυστακίδης πραγματοποιεί αυτό που εγώ τουλάχιστον εκτιμώ απεριόριστα και ομολογώ ζηλεύω. Δηλαδή ένα συνδυασμό που έχει σαν βάση την βαθύτατη γνώση, την αγάπη και το μεγάλο σεβασμό προς το υλικό, αλλά μαζί με το ταλέντο και την ικανότητα να το χειριστεί δημιουργικά. Έτσι το τελικό αποτέλεσμα δεν καταλήγει σε μια ακόμα επανάληψη γνωστών πραγμάτων, αλλά είναι απολύτως φρέσκο και προχωρά την δική μας μουσική απόλαυση αλλά και το τραγούδι μας, ένα βήμα παραπέρα. Δηλαδή ξεχυλίζει από δημιουργία.

Συμπέρασμα: Ένας από τους καλύτερους δίσκους που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό.

Δεν γινόταν καλλίτερο σχόλιο από το παραπάνω του Παναγιωτη… :110:
Και εγώ ζηλεύω, με την καλή έννοια…, κάπως έτσι θέλω να παίζω όταν μεγαλώσω…!:109:

H αλήθεια είναι αυτή…Πολύ καλό Σιντί.Και το καλύτερο είναι ότι υπάρχουν μαζωμένα αγαπημένα τραγούδια σε άριστες επανεκτελέσεις (το παιδί του δρόμου με τσάκισε).
Και ευτυχώς που ήρ8ε φέτος αυτό το σιντί (καλά λέει ο Πακαγκ) γιατί είχα ψιλοαπογοητευτεί λιγάκι απ τα καινούρια που κυκλοφόρησαν (ακόμα και απ του Θαν. Παπακων/νου που παίζει και εκεί ο Δημ. Μυστακίδης)

Πάντα τέτοια και καλά κρασά στη Πριγκηπέσσα…

Να συμπληρώσω ότι ο Δημήτρης στο συγκεκριμένο δίσκο δε χρησιμοποιεί μόνο το κλασσικό κούρδισμα της κιθάρας, αλλά κι ένα κιθαρίστικο …ντουζένι!
Εχουμε σκοπό να παρουσιάσουμε το δίσκο στο επόμενο τεύχος της Κλίκας. Νομίζω ότι θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και το σχόλιο του Pakag, αν δεν έχει βέβαια αντίρρηση.

Αυτό δα έλλειπε να έχω και αντίρρηση.
Τιμή μου Άρη!

Κατ΄αρχήν ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
Θέλω απλώς να διορθώσω τον Άρη,τα κουρδίσματα που χρησιμοποίησα(εκτός του κλασσικού) είναι 2.Ανοικτό Σόλ(από κάτω πρός τα πάνω ρε σι σολ ρε σολ ρε και ανοικτό ρε από κάτω πρός τα πάνω ρε λα φα ρε λα ρε).

Εγώ μόνο το δεύτερο “έπιασα”. Και πάλι ευχαριστμένος είμαι!
:slight_smile:

αγόρασα εχτές το δίσκο και τον άκουσα με πολύ ενδιαφέρον. Καταρχάς ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι πολύ καλός παίχτης. Δεξιοτέχνης, αλλά με ουσιαστικό παίξιμο και αυθεντικό ύφος, χωρίς φιγούρες. Καλές και οι φωνές.

Θα ήθελα να μοιραστώ όμως μαζί σας μια μικρή —καλοποροαίρετη— ένσταση.
Εάν κατάλαβα καλά ξεφυλλίζοντας το βιβλιαράκι του cd (αν δεν μου ξέφυγε τίποτα), αφού δεν αναφέρονται άλλοι μουσικοί εκτός των τραγουδιστών, ό,τι ακούγεται το παίζει ο ίδιος ο Μυστακίδης. Εφ’όσον ισχύει αυτό, διαφωνώ με το concept του δίσκου.
Δεν θα ήταν πιο μουσικό, πιο πραγματικό και πιο ανθρώπινο να παιχτούν (τα κομμάτια που έχουν πάνω από μια κιθάρα) μαζί με άλλους καλούς κιθαρίστες ίδιου ύφους ? Να γίνει ανταλλαγή feeling, να είναι κάτι το ομαδικό, να βάλουν όλοι από ένα λιθαράκι στην τέχνη του Μυστακίδη ?
το μουσικό ύφος των ρεμπέτικων χαρακτηρίζεται από την “ζωντανή” ηχογράφηση, την συμμετοχή πολλών κορυφαίων μουσικών για την αποτύπωση στο δίσκο. Το να κάτσει κάποιος στο cubase ή στο studio και να παίξει όλα τα όργανα το ένα πάνω στο άλλο μπορεί να έχει ακαδημαϊκή, εκπαιδευτική/παιδαγωγική αξία εφ’όσον είναι καλός μουσικός, αλλά δεν έχει σίγουρα την ατμόσφαιρα που θα παραπέμπει σε κάτι “αυθεντικό”, όπως οι παλιές ηχογραφήσεις. Θα μου πείτε, όλοι έτσι γράφουν στα στούντιο σήμερα… Ίσως να’ναι δύσκολο τεχνικά (ηχοληπτικά) να παίξουν όλοι μαζί… Δεν ξέρω, πάντως θα το προτιμούσα σαν προσέγγιση.

περιμένω τις σκέψεις σας επ’αυτού
μπάμπης

Κι εμένα δε μ’ αρέσει αυτό που γίνεται. Ακόμη χειρότερα στις φωνές, όταν ακούς ντουέτο από έναν τραγουδιστή!
Προσωπικά κάνω ένα διαχωρισμό σε δύο κατηγορίες:

  1. Τους δίσκους που βγαίνουν με παραγωγή από τις μεγάλες εταιρίες. Οταν δηλαδή ακούς: Πρώτο μπουζούκι: Χρ. Νικολόπουλος, δεύτερο μπουζούκι: Χρ. Νικολόπουλος, μπαγλαμά: Χρ. Νικολόπουλος και πρώτη φωνή: Νταλάρας, δεύτερη φωνή: Νταλάρας, χορωδία: Νταλάρας επί πέντε. Παράδειγμα δίνω τώρα…
    Το θεωρώ απαράδεκτο, πέρα από ορισμένες εξαιρέσεις.

  2. Τους δίσκους όπου το μάστερ πήγε έτοιμο στην (συνήθως μικρή) εταιρία, φτιαγμένο από το δημιουργό.
    Εκεί το θέμα είναι οικονομικό κι έχει να κάνει, όχι με μεροκάματα μουσικών, αλλά με το χώρο που γίνεται η ηχογράφηση. Πολλοί από τους δίσκους που γράφτηκαν μπροστά σε ένα pc ή σε μια εξακάναλη κονσολίτσα σε κάποιο δωματιάκι, πολύ απλά δε θα υπήρχαν αν οι δημιουργοί ήταν υποχρεωμένοι να γράψουν σε στούντιο.

Οπως και να 'χει πάντως το πράμα κι εγώ προτιμάω τις “μια κι έξω” ηχογραφήσεις στο ρεμπέτικο. Φαντάζομαι μάλιστα ότι και οι ίδιοι οι “δισκογραφούμενοι” θα ήθελαν να έχουν τις προϋποθέσεις να γράφουν έτσι.

Αν και ο Άρης κάλυψε σε γενικές γραμμές το θέμα,θα πω και εγώ μερικά πράγματα για τον συγκεκριμένο δίσκο.
Όσο απλός και αν ακούγεται ο δίσκος έγινε σε μια περίοδο 2 και βάλε χρόνων.Να φανταστείς ότι όταν ξεκίνησα να τον γράφω είχα ένα παιδί και τώρα έχω τρία.Στην αρχή δεν υπήρχε σκέψη για να εκδοθεί γιατί ξεκίνησα να ηχογραφώ τα κομμάτια μόνο για τους μαθητές μου.Στην πορεία εμφανίστηκε η εταιρία που δέχτηκε να τον εκδώσει και τον συνέχισα έτσι ώστε να είναι εκδόσιμος.Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα λέφτα δεν είναι ο λόγος που τα κομμάτια δεν γράφτηκαν ζωντανά στο στούντιο
Είναι πολύ δύσκολο να βρείς καλούς μουσικούς που να έχουν την διάθεση να ηχογραφήσουν ρεμπέτικα και μάλιστα κιθαρίστες που να κατέχουν το συγκεκριμένο είδος.Άντε και τους βρήκες.Για κάτσε να βρείς τον χρόνο που χρειάζεται για να γίνει αυτή η δουλειά;Και μην φαντάζεσαι ότι είναι λίγος.Όσο και να έχει προχωρήσει η τεχνολογία για να ακούσεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου από τα μόνιτορ θέλει πάρα πολύ χρόνο.
Η δυνατότητα του να ηχογραφείς στο σπίτι σου δίνει ευελιξία σ αυτόν τον τομέα πχ πίνεις τον καφέ σου το πρωί ,γράφεις μια εισαγωγή ,αν δεν σ αρέσει μετά την φρουτόκρεμα του Νικόλα την ξαναγράφεις αλλάζεις μια πάνα στην μικρή γράφεις ένα ταξίμι και πάει λέγοντας.
Έχεις πάντως απόλυτο δίκιο, όσο και να προσπαθήσεις το αποτέλεσμα της ζωντανής ηχογράφησης όλων των μουσικών δεν βγαίνει με τίποτα.Για αυτό μαζί με τον Παναγιώτη τον Αστεριάδη και έναν ακόμα κιθαρίστα που έίμαστε στις συζητήσεις θα ετοιμάσουμε τα κομμάτια για να τα πάιξουμε ζωντανά .

Γεια χαρά.

Δημήτρη,
απλά διευκρινίζω ότι δεν θεωρώ καθόλου απλό ή εύκολο το δίσκο. και όπως τόνισα, μου άρεσε πολύ.

μακάρι στο μέλλον να πραγματοποιήσεις όσα project έχεις στο μυαλό σου.

καλή επιτυχία στο CD

Παραθέτω την κριτική του Κου Παπαδάκη χωρίς κανένα σχόλιο.

"Αναπαράσταση παλαιών ηχογραφήσεων

Σε ήχο Ελληνικό

ΓΙΩΡΓΟΣ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ: 16 ρεμπέτικα με κιθάρα (Παραγωγή: Music Corner)

Ρεμπέτικα με κιθάρα που, όπως λέει ο Δημήτρης Μυστακίδης που τα έπαιξε και τα τραγούδησε, ηχογραφήθηκαν σε δίσκο στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με τη διδασκαλία της λαϊκής κιθάρας στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου στην Αρτα. Από τη διδασκαλία, σύμφωνα πάντα με τον Μυστακίδη, φάνηκε η ανάγκη να αναζητηθούν τραγούδια πρόσφορα να παιχτούν με κιθάρα και μάλιστα να είναι αντιπροσωπευτικά των διαφόρων τεχνοτροπιών που αναπτύχθηκαν από τους μουσικούς του λαϊκού τραγουδιού μέχρι τη δεκαετία του '50. Στο σημείωμά του προσθέτει ακόμα ότι επιθυμεί οι εκτελέσεις αυτές να ανακαλέσουν, χωρίς όμως και να ταυτιστούν με τις πρωτότυπες και πως το πρώτο του έρεισμα ήταν «…η υπογράμμιση των τεχνικών στοιχείων που υποστηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, με παράλληλο σεβασμό στον αυθεντικό χαρακτήρα των κομματιών». Σχετικά με το ερώτημα τι νόημα έχει η επανεκτέλεση αυτών των τραγουδιών σήμερα, υπάρχουν, σύμφωνα με τον δημιουργό του δίσκου, δύο απαντήσεις: Είτε το ηχογράφημά του μπορεί «…να γίνει αφορμή για μια νέα επίσκεψη της λαϊκής μουσικής που θα επιτρέψει μια νέα ανάγνωση του παλαιού υλικού και της αισθητικής του…» είτε: «…μπορεί, όπως λέει ο φίλος μου Θανάσης Παπακωνσταντίνου, απλώς το τέρας της ματαιοδοξίας να με νίκησε για μία ακόμη φορά».

Από το τελευταίο αρχίζοντας, δεν αποφεύγω τον πειρασμό να πω ότι θα περίμενε κανείς μια… μετριοφρονέστερη στάση και αμέσως να ταχθώ στο πλευρό του Θανάση Παπακωνσταντίνου, διότι οι εκατοντάδες επανεκτελέσεις ρεμπέτικων στα τελευταία 30 και πλέον χρόνια εμπεριέχουν ασφαλώς πλήθος «αφορμές» για επισκέψεις στο παλαιό αυτό υλικό. Ο δημιουργός όμως του δίσκου, όπως φαίνεται, προκρίνει μόνο τις δικές του εκτελέσεις πρώτες και καλύτερες για το σκοπό αυτό. Δεν λέω πως δεν είναι κι αυτές αφορμή για σκέψεις και επισκέψεις, αλλά αυτό είναι προτιμότερο να το πουν, πλην του ίδιου, όλοι οι άλλοι.

Οσον αφορά την εκπαιδευτική του αξία, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί πως ο δίσκος δεν μπορεί να κριθεί ως διδακτικό πόνημα, διότι κυκλοφορεί κανονικά και πωλείται όπως όλοι οι άλλοι στην αγορά των δίσκων. Δεν απευθύνεται σε σπουδαστές αλλά σε ακροατές έργων τέχνης που δεν έχουν λόγο (και ορθώς) να ρυθμίζουν τις απαιτήσεις τους ανάλογα με «οδηγίες» που λαμβάνουν έξωθεν (του έργου).

Ως ακροατής, λοιπόν, που τον αφορούν ελάχιστα, ή καθόλου, τα μαθήματα της λαϊκής κιθάρας, ακούω στο έργο του Μυστακίδη πρωτίστως την πρόθεση και τη φροντίδα της αναπαράστασης των παλαιών ηχογραφήσεων. Προσηλωμένος σ’ αυτό ο εκτελεστής, δεν αντλεί από την παλιά εκτέλεση άλλο τίποτε παρά το εξωτερικό της γνώρισμα. Περιορίζεται σ’ ένα σκιτσάρισμα των γενικών και κάποτε των ειδικών γραμμών. Κι αν συγκρίνουμε τις εκτελέσεις του με τις παλιές (που μοιραία ανακαλεί) οι δικές του είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αδιάφορες, χωρίς μεράκι, ενίοτε ψυχρές και «ακαδημαϊκές». Είναι σαν ο μουσικός να είναι μέσα του προσηλωμένος σε άλλα πρότυπα και κατ’ ανάγκην παίζει και ρεμπέτικα. Σαν να λέει στους μαθητές: «Να, αυτοί οι παλαιοί έτσι έπαιζαν, εμένα άλλα με συγκινούν».

Από τότε που άρχισε η… επανακατανάλωση των ρεμπέτικων, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, οι περισσότεροι μουσικοί και τραγουδιστές, που τα ξαναπαίζουν, κάνουν το ίδιο πράγμα: άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο αντιγράφουν τις παλιές εκτελέσεις και διαγωνίζονται ποιος θα μιμιθεί καλύτερα τον ένα ή τον άλλο παλαιό τραγουδιστή ή οργανοπαίχτη. Και όμως, η πιο σημαντική απαίτηση που προβάλλει (που λογικά θα πρέπει να προβάλει) όσον αφορά τις επανεκτελέσεις είναι κυρίως καλλιτεχνική. Η ερμηνεία είναι και αυτή πρωτότυπη δημιουργία και ο ερμηνευτής καλείται να μορφοποιήσει ένα προσωπικό έργο που έχει κι αυτό ένα περιεχόμενο. Τι είδους «νέα ανάγνωση» είναι άραγε αυτή; Τι έρχεται να προσθέσει, ή να εισηγηθεί, η απλή απομίμηση του παιξίματος του Σπύρου Περιστέρη, του Γιώργου Κατσαρού ή του Α. Κωστή;

Πιστεύω ότι όποιος ενδιαφέρεται, είτε αυτός είναι απλός ακροατής, προς ευχαρίστησιν, είτε σπουδαστής, προς μελέτην, οι πολλές, καλές και γνήσιες πληροφορίες βρίσκονται στις παλιές πρωτότυπες εγγραφές, που ευτυχώς εσώθησαν και είναι στη διάθεσή μας.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/02/2007"

Να πληροφορήσει κάποιος τον κύριο αρθρογράφο ότι κυκλοφορούν θαυμάσιες μπατονέτες για τον καθαρισμό των αυτιών.Για την εμπάθεια δεν υπάρχει φάρμακο , είναι αθεράπευτη.
Ο δίσκος του Μυστακίδη είναι μια πολυ ενδιαφέρουσα δουλειά με φρεσκάδα και άποψη που θα αγκαλιαστεί απο το κοινό του “ρεμπέτικου” τα υπόλοιπα είναι για κατανάλωση , οι κουλτουριάρηδες αναλυτές των φυλλάδων μπορούν να εξακολουθήσουν να ασχολούνται την υψηλή αισθητική που τους εκφράζει.

Είχα εκτιμήσει συνολικά, τα μέχρι τώρα πολύ προσεκτικά μηνύματα του Δημήτρη Μυστακίδη στο Φόρουμ. Θέλει όμως κότσια και άλλη ποιότητα ήθους, για να δημοσιεύεις ο ίδιος τις αρνητικές κριτικές που σου κάνουν.

Να πω την αλήθεια χθές πριν τη διαβάσω, μόλις έπεσε το μάτι μου στη σχετική στήλη της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠIΑΣ, χάρηκα πολύ και χαμογέλασα για την σύμπτωση. Όμως όταν διάβασα την κριτική του Γ. Παπαδάκη …έμεινα! Ο άνθρωπος δεν βρήκε να πει ούτε μια καλή κουβέντα.

Μου κάνουν όμως εντύπωση δύο πράγματα:

  1. Ο Δ. Μυστακίδης δεν είναι και καμιά φίρμα της νύχτας ή των καναλιών, ώστε έστω και πολύ τραβηγμένα να δικαιολογούσε την όποια “καλή πρόθεση” του κ. Παπαδάκη να μας αποτρέψει από το να αγοράσουμε “το όνομα” και να μην δώσουμε τα λεφτά μας σε κάτι αδιάφορο και την πατήσουμε.
  2. Ο δίσκος κυκλοφορεί από μια μικρή εταιρεία τη Music Corner (στην ουσία ένα δισκάδικο) που κάποιες φορές παίρνει το ρίσκο και κάνει κάποιες εκδόσεις μουσικής (π.χ. ο δίσκος του Δημητριανάκη βγήκε επίσης από τη Music Corner). Και ξέρουμε τι ζόρι τραβάει σήμερα η δισκογραφία, πόσο μάλλον οι μικρές εταιρείες.

Παρόλα αυτά ο κ. κοτζάμ Παπαδάκης χρειάστηκε να αναλώσει μισή σελίδα κοτζάμ Ελευθεροτυπίας για να ασχοληθεί με “τον αδιάφορο” αυτό δίσκο από μια σχεδόν άγνωστη (για τον πολύ κόσμο) εταιρία. Αν δεν υπάρχει άλλη εξήγηση που εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ (μόνο ίσως αυτή που ανέφερε ο Σώτος), το μόνο που μπορώ να πώ είναι … “Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου”.

Δημήτρη, πρέπει να σου πω ότι εκτίμηση η δική μου για το δίσκο δεν επηρεάστηκε ούτε κατά κεραία από την “κριτική” του Γ. Παπαδάκη. Και νομίζω ότι όποιος ακούσει το δίσκο, ματαίως θα προσπαθήσει να καταλάβει που τα βρήκε αυτά που λέει στο άρθρο του. Πιστεύω ακράδαντα ότι η δουλειά σου αξίζει πολύ και σίγουρα έχει λόγο ύπαρξης. Ιδιαίτερα για όσους έχουν έστω και μικρή σχέση τόσο με το ρεμπέτικο όσο και με την κιθάρα, θα αποτελεί πιστεύω δίσκο αναφοράς. Όμως είμαι σίγουρος ότι θα εκτιμηθεί και γενικότερα. Σε κάθε περίπτωση το εύχομαι ολόψυχα και … “μή μασάς”.

Να είναι καλά κ. Παπαδάκης, ευτυχώς με πρόλαβε πριν αγοράσω το ευτελές δισκίον… αυτού του μίμου του Μουστοξύδη! α πα πα:079:
αλήθεια, τι όργανα-ο παίζει?:241:

Πάντως το στύλ του Παπαδάκη είναι πάνω κάτω έτσι.Χρησιμοποιώντας “ακαδημαϊκό” τόνο θα ανεβάσει ή θα θάψει ένα δίσκο δείχνοντας τις περισσότερες φορές εμπάθεια (σε αυτούς τους μουσικούς συνή8ως που δεν ανήκουν στον “κύκλο” των ευνοημένων που είναι φανερό ότι έχει).Ίσως πάλι σαν πασίγνωστος μουσικολόγος θα ήθελε να είχε αυτός πρώτος την ευκαιρία να μιλήσει για την κιθάρα στο ρεμπέτικο ή έστω να αναλάβει να κάνει το εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου (ευτυχώς για μάς δεν έγινε κάτι τέτοιο.Φραγκισκος φορ πρέσιντεντ).

Αστον να κουρεύεται…

αξίζει να ανοιχτεί ένα post για να συζητήσουμε τις επανεκτελέσεις των ρεμπέτικων, εάν δεν υπάρχει ήδη.

στην jazz υπάρχουν τα REAL BOOKS ή άλλα βιβλία με standards. Στην ελλάδα θεωρώ πως αντίστοιχα λειτουργούν οι πρώτες εκτελέσεις : είναι μια “παρτιτούρα” την οποία καθένας την ερμηνεύει ανάλογα με

α)την τεχνική του (κ την δεξιοτεχνία του)
β)τα συναισθήματά του (γιατί η μουσική εμπεριέχει έκφραση συναισθημάτων…)
γ)τα ερεθίσματα/την αισθητική του (δηλ. τί παραπάνω σου επιτρέπεται να βάλεις και πώς)
και κυρίως την ικανότητά του στην “ανάγνωση” και κατ’επέκταση στην “ερμηνεία” της παρτιτούρας.

Βέβαια –έχουμε την τύχη– οι εν λόγω παρτιτούρες να είναι ηχητικές, πράγμα που μας επιτρέπει καλύτερη υφολογική προσέγγιση (και άρα αντί ανάγνωσης μπορούμε να μιλάμε για ικανότητα ακοής/μίμησης).
Για μένα είναι πολύ πιο δύσκολο να παίξεις “πιστά” και “ορθόδοξα”,
από το να το παίξεις αποστασιοποιημένος και “μοντέρνος” και να κάνεις κάτι μόνο όπως μπορείς/όπως σου βγαίνει.
Δεν θεωρώ λοιπόν την μίμηση του παλαιού ύφους από σύγχρονους πισωγύρισμα σε καμία περίπτωση, εκτός εάν —ούτως ή άλλως— ο εκτελεστής είναι κακός.

Εάν υπήρχαν “πρώτες εκτελέσεις” κλασσικής μουσικής με π.χ τον Chopin να παίζει τα έργα του στο πιάνο, δεν θα υπήρχε καμιά αξία στο να επανεκτελεστούν αυτά τα έργα από άλλους μουσικούς ? Θα κατηγορούμε όποιον σέβεται μια αισθητική ότι “αντλεί μόνο το εξωτερικό της γνώρισμα” ? Ή μήπως θα έπρεπε να αρχίζουμε να υποστηρίζουμε μοντέρνα τερατουργήματα όπως το —πρόσφατο— φρικτό εθνομπίτ “Μπαξέ Τσιφλίκι” του Αλκίνοου Ιωαννίδη για να είμαστε “προοδευτικοί”?