Η αλαζονεία δεν είναι έμφυτη. Την αποχτάς με κόπους!

Εχω από καιρό σταματήσει να διαβάζω κριτικές από «ειδικούς», προκειμένου να ενημερωθώ για τις νέες μουσικές παραγωγές. Από τον καιρό που …σταμάτησε να γράφει ο Πάνος Γεραμάνης (συνήθως παρουσιάσεις δίσκων κι όχι καθαρά κριτικές), με τον οποίο μπορεί να μη συμφωνούσα πάντα, αναγνώριζα όμως στα γραπτά του την τιμιότητα και την ευαισθησία που τον χαρακτήριζαν. Ωστόσο και σήμερα κάνω πού και πού μερικές εξαιρέσεις, συνήθως σε κείμενα του Γιώργου Παπαδάκη, γιατί «τη βρίσκω» λιγάκι με το επιθετικό -συχνά ειρωνικό- ύφος του, αλλά και γιατί συμφωνώ μαζί του σε μερικά ζητήματα που αφορούν τη μουσική και ιδιαίτερα το λαϊκό τραγούδι. Μερικά από αυτά τα ζητήματα είναι η -συχνά ακραία- αρνητική στάση του εν λόγω αρθρογράφου απέναντι στις επανεκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών, καθώς και η επίσης συχνά αρνητική του στάση απέναντι σε καλλιτέχνες που αναδείχτηκαν μέσα από τους χώρους της αναβίωσης του ρεμπέτικου ή του δήθεν ρεμπέτικου. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, μέσα στις σελίδες της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» θα βρείτε κείμενα υπογεγραμμένα από το Γιώργο Παπαδάκη στο στυλ:
«…Ο τραγουδιστής απογοητεύει με τη μέτρια τεχνική και τη βομβοειδή, άχρωμη φωνή, τη μονοτονία της οποίας διακόπτουν η κ. Ελένη Τσαλιγοπούλου, που συμμετέχει με ένα τραγούδι και με τη γνωστή στερεότυπη ερμηνευτική - ηθοποιητική προσέγγιση (της αθώας και αναξιοπαθούσης ώριμης παιδίσκης), και η Σωτηρία Λεονάρδου που αποδίδει μια, όχι και τόσο ροκ, «ζεϊμπεκιά» (αποθέωση του κλισέ) με κάπως εριστικό ύφος. Αδηλον ποιες είναι οι καλλιτεχνικές ανάγκες που εξυπηρετούν οι συμμετοχές αυτές (σε προσωπικό δίσκο), ενώ κατάδηλον ποιες είναι οι εμπορικές τοιαύτες…» (κριτική στο δίσκο του Λάμπρου Καρελά «Κλέφτες Ονείρων», εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 11/01/2006).
Ξεκάθαρη κι αιχμηρότατη η άποψη του Γ. Παπαδάκη, κι αν θέλετε συμφωνώ μαζί του στο μεγαλύτερο μέρος.
Γενικά τα κείμενα του Γ. Παπαδάκη κινούνται σε αυτό το στυλ. Υπάρχουν και πιο ακραίες περιπτώσεις. Π.χ. η κριτική στο δίσκο «Και με οδηγό μου ένα παιδί», του συγκροτήματος «Μικρές περιπλανήσεις»:
«…όπως ισχυρίζονται διά του δελτίου Τύπου οι δημιουργοί του, «…έχει άρωμα νησιώτικο, στιχάκια και μουσικές που σε ταξιδεύουν σε νερά γαλανά στα πελάγη της φαντασίας. Υλικό που μαρτυρά ότι δημιουργήθηκε από ανθρώπους που ακόμα μπορούν να ονειρευτούν και να φιλοσοφήσουν, από μάτια που ατενίζουν το πέλαγος, από πρόσωπα που γελούν αβίαστα». Απίθανη… λογοτεχνία της οκάς και ταυτοχρόνως παρωδία διαφήμισης αλλά και έκθεσης ιδεών του δημοτικού σχολείου. Φαίνεται πως αυτοί που χρόνια τώρα γράφουν παρόμοια πράγματα για τους δίσκους διαφόρων καλλιτεχνών και «καλλιτεχνών» δεν διδάχτηκαν τίποτε από τις αποτυχίες τους. Αντί να καλυτερέψουν, από την πλευρά τους, τα πράγματα κάνουν ό,τι μπορούν για να τα χειροτερέψουν. Για κάτι που είναι μέτριο, να προκαλούν με μεγαλοστομίες και υπερβολές. Απευθύνονται δηλαδή σε αφελείς…».
Και παρακάτω, επί της ουσίας του δίσκου: «…Αλλη μια σειρά συνηθισμένων τραγουδιών μιας από καιρό απαξιωμένης ελαφρολαϊκής αισθητικής, χωρίς κάποια αναζήτηση στον τομέα της σύνθεσης, χωρίς έστω υπαινιγμούς για κάτι αληθινά καινούργιο, δροσερό, φρέσκο, ας πούμε, μια ανατροπή, μια πρόταση, κάτι που να ξεχωρίζει από τη μάζα. Τραγούδια που προορίζονται να χαθούν μέσα στο πλήθος εκατοντάδων παρόμοιων της μαζικής παραγωγής…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 4/10/2006).
Ακόμη πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση. Να κάποιος που λέει αυτό που σκέφτεται χωρίς περιστροφές! Είναι όμως πάντα έτσι;

Προχτές δημοσίευσε κριτική του δίσκου «16 ρεμπέτικα με κιθάρα», που έβγαλε πρόσφατα ο Δημήτρης Μυστακίδης. Εκεί «στράβωσα». Γιατί είχα ακούσει το δίσκο πριν ακόμα βγει στην κυκλοφορία, τον είχα παρουσιάσει στο ραδιόφωνο και είχα καταλήξει ότι πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά. Κι έρχεται ο Γ. Παπαδάκης να τον βγάζει άχρηστο!
Αφού ξαναδιάβασα την κριτική του, κάθισα κι ξανάκουσα το δίσκο ακόμη πιο προσεκτικά και ρίχνοντας μάλιστα το βάρος στην ανακάλυψη των όποιων αρνητικών του προσάπτονται. Τζίφος! Ή εγώ δεν παίρνω και πολύ χαμπάρι από μουσική ή ο Γ. Παπαδάκης είναι …αυτί πολύ μεγάλης κλάσης. Πώς αλλιώς δηλαδή έφτασε στο παρακάτω συμπέρασμα;
«…ακούω στο έργο του Μυστακίδη πρωτίστως την πρόθεση και τη φροντίδα της αναπαράστασης των παλαιών ηχογραφήσεων. Προσηλωμένος σ’ αυτό ο εκτελεστής, δεν αντλεί από την παλιά εκτέλεση άλλο τίποτε παρά το εξωτερικό της γνώρισμα. Περιορίζεται σ’ ένα σκιτσάρισμα των γενικών και κάποτε των ειδικών γραμμών. Κι αν συγκρίνουμε τις εκτελέσεις του με τις παλιές (που μοιραία ανακαλεί) οι δικές του είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αδιάφορες, χωρίς μεράκι, ενίοτε ψυχρές και «ακαδημαϊκές». Είναι σαν ο μουσικός να είναι μέσα του προσηλωμένος σε άλλα πρότυπα και κατ’ ανάγκην παίζει και ρεμπέτικα. Σαν να λέει στους μαθητές: «Να, αυτοί οι παλαιοί έτσι έπαιζαν, εμένα άλλα με συγκινούν»…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 7/2/2007).
Ωστε «…ο εκτελεστής, δεν αντλεί από την παλιά εκτέλεση άλλο τίποτε παρά το εξωτερικό της γνώρισμα…». Προφανώς κατά το Γ. Παπαδάκη υπάρχουν και πιο «εσωτερικά» γνωρίσματα. Μήπως «…άρωμα νησιώτικο, στιχάκια και μουσικές που σε ταξιδεύουν σε νερά γαλανά στα πελάγη της φαντασίας…», τα οποία σίγουρα θα αντλούσαν κάποιο άλλοι μουσικοί που «…που ακόμα μπορούν να ονειρευτούν και να φιλοσοφήσουν, από μάτια που ατενίζουν το πέλαγος, από πρόσωπα που γελούν αβίαστα…»; Τελικά μας αρέσει η «λογοτεχνία της οκάς» ή όχι;
Ο Μυστακίδης αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα ότι μπορεί ο δίσκος «…να γίνει αφορμή για μια νέα επίσκεψη της λαϊκής μουσικής που θα επιτρέψει μια νέα ανάγνωση του παλαιού υλικού και της αισθητικής του…»
Και ο Γ. Παπαδάκης σχολιάζει δηκτικά:
«…οι εκατοντάδες επανεκτελέσεις ρεμπέτικων στα τελευταία 30 και πλέον χρόνια εμπεριέχουν ασφαλώς πλήθος «αφορμές» για επισκέψεις στο παλαιό αυτό υλικό. Ο δημιουργός όμως του δίσκου, όπως φαίνεται, προκρίνει μόνο τις δικές του εκτελέσεις πρώτες και καλύτερες για το σκοπό αυτό…».
Απόλυτη διαστρέβλωση! Από πού συμπεραίνει ότι ο Μυστακίδης φιλοδοξεί να μονοπωλήσει την …παραπομπή στο «παλαιό υλικό»; Εγώ διαβάζοντας γιατί καταλαβαίνω άλλα;
Και μιας και μιλάει για «εκατοντάδες επανεκτελέσεις», μπορεί ο Γ. Παπαδάκης να μας πει πού βρήκε ανάλογες δουλειές να τις ακούσουμε κι εμείς; Κι όχι μόνο μια «κιθαρίστικη» άποψη για το ρεμπέτικο (δε θυμάμαι να βγει άλλη), αλλά έστω μια ανάλογη προσέγγιση ενός σύγχρονου μουσικού. Τι σχέση έχει η εμπορική εκμετάλλευση του ρεμπέτικου με την έκδοση ενός δίσκου που -δυστυχώς- απευθύνεται σε λίγους;
Το ότι ο Γ. Παπαδάκης έχει προαποφασίσει να ξεχέσει το δίσκο του Μυστακίδη φαίνεται και στο ότι προσπαθεί να του «χρεώσει» αρνητικά που δεν ισχύουν. Προσέξτε την παρακάτω πρόταση:
«…Οσον αφορά την εκπαιδευτική του αξία, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί πως ο δίσκος δεν μπορεί να κριθεί ως διδακτικό πόνημα, διότι κυκλοφορεί κανονικά και πωλείται όπως όλοι οι άλλοι στην αγορά των δίσκων…».
Τα διδακτικά πονήματα, π.χ. ας πούμε τα βιβλία- μοιράζονται δωρεάν; Δεν κυκλοφορούν -στη συντριπτική τους πλειοψηφία- κανονικά όπως όλα τʼ άλλα στην αγορά των βιβλίων; Κι εγώ τι πλήρωνα τόσα χρόνια; Και τέλος πάντων, αν ο δίσκος μπορούσε να «κριθεί ως παιδαγωγικό πόνημα», ως τι θα τον έκρινε ο Γ. Παπαδάκης; Ως παιδαγωγός;

Τα παραπάνω με έβαλαν σε υποψίες για την «αντικειμενικότητα» του κριτικού και τις αγαθές του προθέσεις. Μπήκα λοιπόν στον κόπο να διαβάσω (ή ξαναδιαβάσω) με «άλλο μάτι» κάμποσα κείμενα του αρθρογράφου της «Ελευθεροτυπίας», εκμεταλλευόμενος την ευκολία που μας παρέχει πια το διαδίκτυο. Ανάμεσα λοιπόν στα αιχμηρά κείμενα που στο παρελθόν διάβαζα με ευχαρίστηση, τώρα -πιο υποψιασμένος- είχα κι άλλα, διαφορετικά ευρήματα. Κάποιες απόψεις του Γ. Παπαδάκη δεν είναι και τόσο ξεκάθαρες. Ας αφήσουμε τα «περί ορέξεως» κι ας πάμε στα υπόλοιπα.
Στην εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 2/11/2005, παρουσιάζει το δίσκο του Κώστα Γρηγορέα «Κιθάρα σε ελληνικό τρόπο». Ο τίτλος του άρθρου είναι: «Σε τρόπο εξαιρετικό». Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ακολουθεί ένα εγκωμιαστικό κείμενο, με το οποίο δεν έχω λόγους να διαφωνήσω ή να συμφωνήσω (είπαμε να αφήσουμε τα «περί ορέξεως»). Ένα όμως κομμάτι αξίζει σχολιασμού, μιας και μιλάμε για κιθαρίστες:
«…Ο Κώστας Γρηγορέας, κορυφαίος εκπρόσωπος της τέχνης της κιθάρας με πλούσια σταδιοδρομία και συνεργάτης σημαντικών Ελλήνων συνθετών, είναι ένας από τους «τυχερούς» εκείνους μουσικούς που δεν «εμποδίζονται» από προβλήματα τεχνικής, προκειμένου να υλοποιήσουν στο ακέραιο και τις λεπτότερες εκφραστικές πτυχές του έργου που ερμηνεύουν, όπως ακριβώς το αισθάνονται…».
Σε σύγκριση με το αντίστοιχο άρθρο για το δίσκο του Μυστακίδη έχουμε τις εξής εμφανείς διαφορές:
Ο Γρηγορέας δεν «εμποδίζεται» να ερμηνεύσει αυτό που αισθάνεται, ενώ ο Μυστακίδης έχει αρκετά «εμπόδια».
Ο Γρηγορέας έχει πλούσια σταδιοδρομία, είναι συνεργάτης σημαντικών Ελλήνων συνθετών και είναι κορυφαίος κιθαρίστας, ενώ ο Μυστακίδης έχει πλούσια σταδιοδρομία, είναι συνεργάτης σημαντικών Ελλήνων συνθετών, αλλά δεν είναι κορυφαίος κιθαρίστας.
Αν το κριτήριο για να ανακηρύξεις κάποιον σε «κορυφαίο» είναι το αν τον γνωρίζεις ή όχι, τότε αν έγραφα εγώ κριτικές θα έπρεπε να πω τα αντίθετα, καθώς το Γρηγορέα τον έχω απλά ακουστά, ενώ το Μυστακίδη τον γνωρίζω.

Οπως είπαμε παραπάνω ο Γ. Παπαδάκης δείχνει να είναι πολύ επιθετικός όταν πρόκειται για επανεκτελέσεις ρεμπέτικων. Στην παρουσίαση του δίσκου του Μανώλη Δημητριανάκη «Η καρδιά του μάγκα» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 22/1/2006) αναφέρει:
«…Η πολύχρονη οργιαστική αυτή δραστηριότητα και η ακατάσχετη… ρεμπετοφαγία μάς άφησε […] και ένα μεγάλο αριθμό επανεκτελέσεων ρεμπέτικων και «ρεμπέτικων», το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, από ερμηνευτική άποψη, βρίσκεται κάτω του μετρίου, όταν δεν είναι εντελώς ανάξιο λόγου. Πολύ λίγοι μελετητές, μύστες του ρεμπέτικου θα λέγαμε, επιχείρησαν να προσεγγίσουν το είδος αυτό με αληθινό, άδολο και ανιδιοτελές ενδιαφέρον, με γνώση και μεράκι, αναζητώντας την ουσία. Ενας από αυτούς τους εραστές του ρεμπέτικου είναι και ο Μανώλης Δημητριαννάκης…».
Ο οποίος «…παίζοντας και τραγουδώντας ένα πολύ πλούσιο ρεπερτόριο, δεν επιδιώκει να πετύχει μια ωραιοποιημένη και εντυπωσιακή εκδοχή των παλαιών τραγουδιών, δεν τους επιθέτει, δηλαδή, τη στίλβη της σύγχρονης εποχής, δεν τα «γυαλίζει» εξωτερικά όπως επιχειρούν πολλοί και δεν τα διαχειρίζεται ως ένα προϊόν πολυτελείας…».
Εντυπωσιακό! Πώς και λέει καλή κουβέντα για κάποιον που επανεκτελεί ρεμπέτικο;
Μα ο Γ. Παπαδάκης ήταν για χρόνια συμπαίκτης του Δημητριανάκη στη «Ρεμπέτικη κομπανία»…! Πήγε η αντικειμενικότητα περίπατο!
Μάλιστα στο συγκεκριμένο δίσκο το Δημητριανάκη συνοδεύουν «…τέσσερις εξαίρετοι μουσικοί…»,εκ των οποίων ο ένας είναι ο Δ. Μυστακίδης, που στον προσωπικό του δίσκο δεν είναι και τόσο …εξαίρετος. Επίσης, τα εγκωμιαστικά σχόλια που παραθέτει σʼ αυτό το άρθρο ο Γ. Παπαδάκης αφορούν ένα δίσκο που ενορχήστρωσε ο Μυστακίδης! Ενώ στον προσωπικό του δίσκο ο Μήτσος προφανώς δεν έκανε καλά τη δουλειά του…

Πιθανότατα το ίδιο «αντικειμενική» είναι και η κριτική του Γ. Παπαδάκη στο Γιώργο Τζώρτζη, ο οποίος «…είναι ένας από τους λίγους μουσικούς-τραγουδιστές που στάθηκαν απέναντι στη μόδα τής αναβίωσης του παλαιού λαϊκού και ρεμπέτικου με σοβαρότητα και αληθινό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 10/1/2007). Εντελώς τυχαία, ο Γ. Παπαδάκης υπήρξε στο παρελθόν συνεργάτης του Γ. Τζώρτζη…

Θα περίμενε κανείς από κάποιον που επικρίνει τους άλλους για «…ψευτοεπιστημονική φλυαρία για τους ρεμπέτες και τα τραγούδια τους…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 22/1/2006) να έχει «επιστημονική» θέση επί του θέματος. Αντί γιʼ αυτό συναντάμε στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε ότι τα ρεμπέτικα είναι «…γνήσιες εκφράσεις των ανθρώπων του κοινωνικού περιθωρίου, ανώνυμων κυρίως δημιουργών μιας εποχής…».
Τι λε ρε παιδί μου, σοβαρά; Κι ο Χατζηχρήστος;

Οσο πιο πολύ ψάχνω τα κείμενα του Γ. Παπαδάκη τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι δεν έχω και τόσο σοβαρές απόψεις απέναντί μου. Εκτός κι αν μιλάμε για …κυκλοθυμικές απόψεις. Σύμφωνα με το Γ. Παπαδάκη (κι αν έχω καταλάβει καλά) οι επανεκτελέσεις ενός παλιότερου έργου θα πρέπει να έχουν κάτι «να δώσουν» ώστε να γίνουν σημείο αναφοράς, νʼ αποχτήσουν αξία. Τι το …κοσμογονικό είχε η επανεκτέλεση έργων των Θεοδωράκη - Χατζιδάκη από τη Μαρία Φαραντούρη που «…πλουτίζει την ελληνική δισκογραφία…» με ένα έργο «…αποκαλυπτικό, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο της καλλιτεχνικής αξίας των τραγουδιών (που είναι γνωστά και κορυφαία έργα των δύο μεγάλων μας συνθετών και των ποιητών που τα υπογράφουν) αλλά και της ερμηνευτικής δύναμης και του ταλέντου…»; (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 24/11/2004). Τι έχουμε εδώ; Αλλα μέτρα κι άλλα σταθμά;

Υπάρχουν κι άλλες …προοδευτικές απόψεις του Γ. Παπαδάκη:
«…Το συγκρότημα «Μικρές Περιπλανήσεις» το σύστησε στο κοινό το 1991 ο Νίκος Παπάζογλου. (Δεν είναι της ώρας αλλά όχι και χωρίς ενδιαφέρον το γιατί, με ποια ιδιότητα ή αρμοδιότητα, όχι μόνο ο Παπάζογλου αλλά και άλλοι, προ αυτού, τραγουδοποιοί των εταιρειών, θέλησαν να ασχοληθούν με την προαγωγή καλλιτεχνών)…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 4/10/2006).
Ωστε οι τραγουδοποιοί δεν είναι κατάλληλοι να προάγουν άλλους καλλιτέχνες. Φαντάζομαι ότι -αντίστοιχα- ούτε ο Σκορτσέζε δικαιούται να προάγει άλλους σκηνοθέτες. Και ποιος δηλαδή είναι ο κατάλληλος παραγωγός-προαγωγός; Μήπως ο κριτικός και μάλιστα κατά προτίμηση αυτός που αρθρογραφεί στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»;

Στην κριτική του δίσκου του Νίκου Παπάζογλου «Μάγισσα σελήνη» ο Γ. Παπαδάκης γράφει: «…Οσα μινόρε, ραστ, σαμπάχ, συρτά, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα κι αν καταφέρουμε, τώρα πια, να σκαρώσουμε, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι αν ψάξουμε καλά θα βρούμε τα παρόμοιά τους σε κάποιον παλιό δίσκο…» (εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 4/1/2006).
Ούτε λίγο ούτε πολύ λοιπόν μας λέει πως ό,τι ήταν να γραφτεί πάνω στους λαϊκούς δρόμους, έχει πια γραφτεί και πως κάθε προσπάθεια για κάτι καινούργιο είναι ματαιοπονία, αφού θα είναι ουσιαστικά η απομίμηση (μερική ή ολική) κάποιου παλιότερου. Για παρθενογένεση ψάχνει; Ή μήπως προσπαθεί να μας πει ότι η λαϊκή μουσική έχει συγκεκριμένα όρια συνολικού όγκου δημιουργίας; Για φανταστείτε να έπειθε κανείς γιʼ αυτή την άποψη το Λοΐζο, λίγο πριν γράψει το «Όταν βλέπετε να κλαίω»… Ας μας πει λοιπόν ο Γ. Παπαδάκης στα πόσα τραγούδια ή στα πόσα χρόνια μπλοκάρει το σύστημα;

Θα ʽλεγε κανείς πάντως, ότι πέρα απʼ τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς, ο Γ. Παπαδάκης «δε μασάει τα λόγια του». Είναι έτσι; Δεν το νομίζω πια. Κι αυτό δεν το λέω επειδή έχω τσαντιστεί μαζί του (αυτό είναι ολοφάνερο), αλλά γιατί τον πέρασα από το «τεστ Ζορζ».
Στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» της19/01/2005 παρουσιάζει το δίσκο του Γιώργου Νταλάρα «Στα τραγούδια σου γράφω». Διαβάζω τον τίτλο του άρθρου: «Πρωτοτυπία και φροντίδα»…
Γεμίσαμε σάλια!
Για φροντίδα δεν ξέρω. Αλλά για ποια πρωτοτυπία μιλάμε; Για το ότι κατάφερε ο Νταλάρας να φτιάξει έναν από τους πιο αδιάφορους δίσκους του, από τον οποίο εγώ προσωπικά δε θυμάμαι ούτε ένα τραγούδι; Α ναι, τότε αυτό είναι πράγματι πρωτοτυπία.
Λέει κι άλλα ευχάριστα παρακάτω, όπως ότι:
«…τα περισσότερα τραγούδια είναι ωραία, καλά, γραμμένα με μεράκι και υλοποιημένα με φρονίδα…» (σ.σ. προφανώς εννοεί «φροντίδα», αλλά μάλλον φταίει ο γνωστός δαίμων).
«…Αν και αυτό δεν το γνωρίζει ο ακροατής, ούτε και τον απασχολεί άλλωστε (σ.σ. μην το αποκλείεις κύριε Παπαδάκη, όλοι έχουμε διαστροφές), είναι ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, σημαντικό επειδή αποτελεί μια κατ’ εξαίρεσιν κατάσταση, που αφορά, ακριβώς, τον ένα από τους δύο καθοριστικούς παράγοντες (τη διαδικασία) δημιουργίας μουσικής που απευθύνεται στο ευρύτερο, στο μεγάλο, ακροατήριο (ο άλλος καθοριστικός παράγοντας είναι οι διαδικασίες διάδοσης)…».
«…Πρώτο και κυρίαρχο εντυπωσιακό στοιχείο των ενορχηστρωτικών αναζητήσεων είναι η ευρηματικότητα, συχνά η πρωτοτυπία (σ.σ. πήξαμε απʼ την πολλή πρωτοτυπία), αλλά και ένα μέτρο στη διαχείριση των ηλεκτρικών ήχων…».
Ομως στο τέλος δεν λείπει και η κριτική στα αδύνατα σημεία, κάτι που ποτέ δε θα παρέλειπε ένας αδέκαστος κριτής. Ο Γ. Παπαδάκης κατακεραυνώνει το Ζορζ:
«…Μια τελευταία παρατήρηση (ή, καλύτερα, ιδέα που υποβάλλει, ή προκαλεί, ο Γιώργος Νταλάρας) είναι πως άλλη μια φορά μας δίνει ένα δίσκο με μουσικές, ερμηνευτικές και άλλες προδιαγραφές, άνω των συνηθισμένων, με ψηλά τον πήχυ, αλλά σ’ ένα πεδίο που έχει, ήδη και αδιαμφισβήτητα, κατακτήσει εντελώς (όσο βέβαια μπορεί κανείς να πεί το εντελώς). Αυτές όμως ακριβώς οι κατακτήσεις του, η πείρα και η γνώση που τις συνοδεύουν, θα πρέπει πιστεύω να τον κάνουν ανήσυχο και ερευνητικό, και να τον οδηγήσουν σε ακόμη πιο «δύσκολα» εδάφη. Η μαγεία της μουσικής, για όσους την εξερευνούν, είναι ακριβώς ότι κάθε κατάκτηση, κάθε «κλειστή πόρτα» που ανοίγουν, αποκαλύπτει ακόμα μια «κλειστή», και φαίνεται πως αυτό δεν τελειώνει ποτέ».
Εχω δώσει αρκετή κλίση στο μπαλκόνι κι έτσι δεν κινδυνεύω να μου σκεβρώσουν τα ξύλα στο πάτωμα. Πλημμυρίσαμε από τα σάλια!!!

Κύριε Παπαδάκη. Οταν το αφεντικό «τα χώνει» στον υπάλληλο, αυτό δε λέγεται τσαμπουκάς. Οταν ο υπάλληλος «τα χώνει» στο αφεντικό, αυτό είναι τσαμπουκάς και μάλιστα γενναίος.
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε…

ΥΓ1. Ας μιλήσει κάποιος στους φιλολογικούς επιμελητές της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» για τη σωστή χρήση των σημείων στίξης και ιδιαίτερα του κόμματος. Η τελευταία παράγραφος για τον Νταλάρα είναι ο ορισμός της κατάχρησης.
ΥΓ2. «Σερέτης είμαι χασικλής», το δεύτερο κομμάτι του δίσκου «16 ρεμπέτικα με κιθάρα». Πολύ με φτιάχνει αυτή η εκτέλεση! Πολύ μάγκικη! Δεν το ʽχω σε πολύ να σηκωθώ και να στροφάρω. Γεια σου Μήτσο με τα ωραία σου!

Κάποιος έπρεπε να τον πασαλείψει αυτό τον μάπα…:mad:

πες τα Χρυσόστομε! από τις εποχές του Δίφωνου κρατάει αυτό το βιολί με τον Γ.Ε. Θυμάμαι κάτι κριτικές μπρρρρ! Εκτός …αν συμμετείχε ο “Ζορζ”. Εκεί σούζα!

:110:
Μπραβο Αρη που ξεκινας ενα τετοιο δυσκολο θεμα !!!

Και ειναι πραγματι η κριτικη της μουσικης, ενα ιδιαιτατα δυσκολο θεμα, γιατι ειναι λειτουργημα στην ουσια, για οσους θελουν να ποιουν τον αδεκαστο κριτη της τεχνης ! Υπαρχουν καταπληκτικοι κριτικοι στην Ελλαδα σε θεματα μουσικης με γνωσεις απεριοριστες και αυτους τοποθετω σαν οασεις στην ερημο της κακεντρεχειας και της μιζεριας που κατατρεχει πολλους κριτικους επαγγελματιες, εννοωντας οτι ζουν απο αυτο.
Δεν αθωωνω κανενα αταλαντο και ουτε ειμαι ο επιεικης κριτης και ευκολος δεκτης των παντων, αλλα κριτικη και προταση πρεπει να απεκδυονται το μανδυα της φιλαυτιας, μωροδοξιας, φιλοδοξιας, αλαζονείας (μπρρρ…), παθους, προκαταληψης, κομπλεξ και του οποιου συμφεροντος και διαπλοκης εννοωντας προσωπικη σχεση και οχι μονο, για να ειναι εγκυρες, ευρυτερα αποδεκτες, αταλαντευτες και ακεραιες στο χρονο και προυποθετουν [b]πολυποικιλη γνωση, καλη προαιρεση, δημιουργικη φαντασια και (ας μην παρεξηγηθω) επαφη με την πραγματικοτητα !!

[/b]Δεσμευομαι να ψαξω να βρω την διθυραμβικη κριτικη του Γ.Παπαδακη σε δισκο μουσικου γυμνασιου, με την παρακληση να το ακουσουμε αν το εχει καποιος !
Για το Μανωλη τον κολλητο και δασκαλο μου δεν μπορω να πω τιποτα, συμφωνω με τον Γ.Ε.Π. αλλα αν ηταν ωραιος σαν κριτικος, θα επρεπε με ευσχημο τροπο να τονισει οτι ειναι φιλος του, οπως και για τον Τζωρτζη οτι ειναι συνεργατης του, επιμελειται το προγραμμα εκει που εμφανιζεται (και μπραβο) κλπ
Εγω σε παρουσιασεις και οχι κριτικες, που κανω σε τοπικη εφημεριδα το κανω κατα κανονα αυτο !!
Επισης ειναι γνωστη η σχεση του σε μελετητικο πεδιο με το εργο του και με τον ιδιο το Μικη Θεοδωρακη. Κατι που κι αυτο ωφειλε να ενημερωνει το αναγνωστικο κοινο του !!

υγ
Αυτη τη στιγμη ακουω Joni Mitchell : Blue … πραγμα που με κανει ενδεχομενως αναξιο -κατα τον Παπαδακη- να ερμηνευσω ρεμπετικο συμφωνα με την σκανδαλωδη πια και παροιμιωδη ρηση :
Είναι σαν ο μουσικός να είναι μέσα του προσηλωμένος σε άλλα πρότυπα και κατ’ ανάγκην παίζει και ρεμπέτικα.
:080:

Αχ, βρε Άρη, γι αυτό “σε πάω” κι ας μη συμφωνούμε σε όλα…
Είσαι ακόμα ένα παιδί, έτοιμος να αναθεωρήσει τις απόψεις του αν ο άλλος τον πείσει, και συγχρόνως αφελής (με την καλή σημασία) ως προς τις προθέσεις των άλλων. Λοιπόν:

Ο Γιώργος Παπαδάκης ήταν ηχολήπτης (όπως κι ο Παπάζογλου). Ήταν μάλιστα ο ηχολήπτης της συνέντευξης με τον Τσιτσάνη, το 1975. Ύστερα απ’ αυτή τη συνέντευξη, βρέθηκε στην Αίγινα γιά ένα άλλο “Παρασκήνιο”, κι εκεί συνάντησε τον περίφημο “Θανάση”, που τούβαλε ν’ ακούσει κάποιες παλιές πλάκες. Έτσι άρχισε το “ενδιαφέρον” του γιά το ρεμπέτικο.

Ήταν όμως και… πιανίστας! Έτσι, έγραψε τη μουσική γιά το “Βαρύ Πεπόνι” του Τάσιου, το 1977. Η συνάφειά του με τους κινηματογραφιστές και τηλεοπτικούς, του έδωσε πρόσβαση στο κρατικό ραδιόφωνο πρώτα, κι ύστερα στην τηλεόραση, όπου διορίστηκε Μουσικός Διευθυντής!

Το γρήγορο σκαρφάλωμα και η διαπλοκή, αν δεν έχεις ταξική συνείδηση όπως θάλεγες κι εσύ, ή ηθικό σκελετό που λέω εγώ, φέρνουν τα τρία κακά της μοίρας του! Δεν είναι μόνο οι προσωπικές αντιπάθειες ή συμπάθειες, που σε κάνουν να έχεις πολλά μέτρα και πολλά σταθμά. Είναι φυσικά και τα συμφέροντα που χρειάζονται πότε γλυψίματα και πότε βρισιές. Αλλά κυρίως, είναι η πεποίθηση (βλ. Κώστας Γεωργουσόπουλος) πως όσο πιό σκληρά χτυπήσεις τους καλλιτέχνες, τόσο πιό… “φίρμα” γίνεσαι εσύ!

Μόνο γιά τον Νταλάρα (και δη στην Ελευθεροτυπία) τον… καταλαβαίνω! Όταν κάποτε ο Απέργης έγραψε μιά κάποια μικρή κριτική γιά τον Ακατανόμαστο, εκείνος ο ίδιος πήγε στην εφημερίδα και τον έδειρε!!!

Είναι λοιπόν ευκαιρία να ξανακοιτάξεις κι άλλους που ασχολούνται με το ρεμπέτικο, ως προς τις αληθινές τους προθέσεις, και τις διαπλοκές τους (βλ. Βλησίδης).

Νάσαι καλά.

Τώρα μόλις διάβασα ολόκληρη την “κριτική” του Παπαδάκη, και το μήνυμα του Φραγκίσκου. Δεν άκουσα ακόμα τον δίσκο, αλλά γνωρίζω την αξία του Μυστακίδη, και ξέρω πως πρόκειται γιά εξαιρετικό δίσκο. Το σημαντικότερο, είναι δίσκος “μέ άποψη”, και φυσικά ικανός ν’ ανοίξει νέους δρόμους.

Θέλω να πω όμως πως το κείμενο του Παπαδάκη, είναι σαφέστατα χυδαίο, κακιασμένο και κιτρινιάρικο, με σημαντικότερο χαρακτηριστικό την έκταση που δίνει σε μιά “κριτική” έργου που… δεν του άρεσε!

Γιά το μήνυμα του Φραν που αναγνωρίζει (καλωσύνη του) κάποιες αξίες στη παρελθούσα δουλειά του Π., έχω να δώσω κάποια στοιχεία: Η “δουλειά” του στην παράδοση, αντλήθηκε από την τεράστια δουλειά που είχε κάνει η Ελένη Καραϊνδρου γιά το Τρίτο του Χατζηδάκι. Και η “δουλειά” του πάνω στο ρεμπέτικο, αντλήθηκε από τη ραδιοφωνική σειρά “Το Ρεμπέτικο Τραγούδι” του Σπύρου Παπαϊωάννου.

Μουλωχτός και χαμηλοβλεπούσα…

(Γιά να μην παρεξηγηθώ, πρέπει να πω πως εμένα δε με “χτύπησε” ποτέ, άρα δεν έχω προσωπικά μαζί του).

κ Φέρρη τί ακριβώς θέλετε να πείτε για τον Βλησίδη;

Ο Κώστας (Βλησίδης) είναι εντάξει. Από το λίγο που τον ξέρω, δεν νομίζω πως είναι διαπλεκόμενος με κανέναν, αντίθετα κάνει μια δουλειά υποδομής άσχετα αν συμφωνεί κανείς με τις απόψεις του. Κώστα (Φέρρη), μήπως εννοείς την εμπλοκή του με τον Κουνάδη?

Ε, όχι και ο Κώστας Βλησίδης διαπλεκόμενος ! Είσαστε άδικοι ( ή μη γνώστες)…
Από τα ελάχιστα άτομα στο χώρο που κάνει τόσο σεμνά τη δουλειά του, με πρόγραμμα, συνέπεια, αφοσίωση και επιμελή έρευνα.

Τώρα, αν δεν σας καλύπτει που δεν διατυμπανίζει -γιατί σίγουρα έχει- την “προσωπική θέση” στα βιβλία του, αλλά παραθέτει (και κάποιες φορές ψιλοσχολιάζει) τα τεκμηριωμένα του ντοκουμέντα, προς περαιτέρω έρευνα και ανάλυση, τι να πω !!!???
Εκτός, αν έχουμε όλοι μας στο βάθος, ένα αγκαθάκι ζήλειας, που ένα απλό παιδί σαν και εμάς -χωρίς τις υπονοούμενες διαπλοκές- έκανε τόσες σπουδαίες έρευνες και εμείς μείναμε πίσω…

Και ποιά εμπλοκή φίλε Φραγκίσκο υπάρχει με τον Κουνάδη; Δηλαδή, όποιος γνωρίζει τον Κουνάδη ή σέβεται τον Κουνάδη, για όλο αυτό το πλούσιο έργο που μας έχει προσφέρει και τα περισσότερα στοιχεία που επικαλούμαστε “στις δικές μας θεωρίες” από αυτόν τα αντλούμε -ας μην γελιόμαστε…- σημαίνει ότι είναι εμπλεκόμενος και διαπλεκόμενος; Και σε τι; Υπάρχει διαπλοκή και στο ρεμπέτικο; Και πού την εννοείτε; Κάποιος που εργάζεται για τον χώρο είναι διαπλεκόμενος; Ή επειδή ο Κουνάδης βγάζει τόσα χρόνια στον Μάτσα -και όχι μόνο- τα ηχογραφήματα από το αρχείο του, για να τα πρωτακούσουμε (οι περισσότεροι έστω) είναι στοιχείο διαπλοκής;
Δεν σας καταλαβαίνω…
Κι αν αυτό είναι για κάποιων την άποψη εμπλοκή-διαπλοκή, λέω με παρρησία: Ναι ! Τιμή μου που γνωρίζω και είναι αγαπημένος φίλος ο Παναγιώτης Κουνάδης. Ναι, εμπίπτω στην “ρεμπέτικη διαπλοκή” !
Και επειδή ξέρω και τον Φέρρη (κι έχουμε και αγαπησιάρικη σχέση) φαντάζομαι… Για την πυρά !!! Η Ιωάννα στην οδό πυράς…

Αχ… Αχ…
Τι να πω ! Μόνον απορώ…

ΥΓ:
Για τον Γιώργο Παπαδάκη δεν θα σχολιάσω. Γιατί είναι κι αυτός παλιός φίλος και έχει προσφέρει πάρα πολλά. Σέβομαι την άποψή του, την ακούω πάντα με προσοχή, γιατί σίγουρα ποτέ δεν λέει αερολογίες, αλλά σε βάζει να “διαβάσεις” και με μια άλλη ματιά. Εχω ακούσει διαλόγους με ανθρώπους που κριτικάρισε “σκληρά” να προβληματίζονται και να δέχονται κάποια σημεία της κριτικής του. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο !
Τούτο όμως, δεν σημαίνει πως ασπάζομαι ντε και καλά και όλες τις απόψεις του!

Μα γιαυτό είναι οι φίλοι… Να διαφωνούν και να γίνεται εποικοδομητικός διάλογος.
Με τους άσχετους και αδιάφορους δεν ανοίγω κουβέντες. Το έχω σαν αρχή μου και τόσα χρόνια μια χαρά τα πάω. Ηρεμία, περισυλλογή, λόγια ουσίας και εξέλιξη στον τρόπο σκέψης μας είναι ο διάλογος με φίλους.

Αυτό πιστεύω -ή θέλω να ισχύει- πως κάνουμε κι εμείς τόσα χρόνια εδώ μέσα.

ΥΓ2:
Να σας θυμίσω την μεγαλειώδη δουλειά τού Γιώργου Παπαδάκη, που με την τεχνική υποστήριξη του αείμνηστου ηχολήπτη Μανώλη Μποφιλιάκη -και ιδρυτή του Bon Studio, ηχογράφησε τα ντοκουμέντα του Πολυτεχνείου, που αργότερα εκδόθηκαν στον δίσκο “ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ”.
Καθώς, και την εξαιρετική του μουσική επένδυση στην ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη “Κρυστάλλινες νύχτες”.

Ιωάννα μου πας καλά? Διαβάζεις τι λέει ο άλλος πριν απαντήσεις ή απαντάς σε ότι νομίζεις ότι έγραψε? Όσο για τον Κουνάδη, τι ζόρι τραβάς? Τον προσέβαλλε κανείς σε αυτό το φόρουμ και τρέχεις να τον υπερασπιστείς ή κηνυγάς ανεμόμυλους?

Ετσι λέω Φρανκ μου. Καλά πάω ! Υπέροχα! Σένια σε όλα μου… Και οι γύρω μου το λένε (και το πρόσφατο ιατρικό μου τσεκάπ ) :slight_smile:

Η ερώτηση-απορία μου ήταν στην έκφρασή σου “εμπλοκή Βλησίδη με Κουνάδη”.
Περί διαπλοκής και μικροκακιών για Βλησίδη, ναι δεν το είπες εσύ -που αντιθέτως ως γνώστης, ξέρεις να αξιολογήσεις την προσφορά του- αλλά ο φίλτατος Κωσταφέρρης (που τον θεωρώ φίλο, άσχετα αν διαφωνώ μαζί του στα περισσότερα !!!).

Τα υπόλοιπα σχόλια σου περί ανεμόμυλων, ας μην τα σχολιάσω…
Ναι, κυνηγάμε τις ουτοπίες… Κάτι θα βγει πιστεύω και από αυτές !
Τα σέβη μου.

Μια μικρή παρέμβαση…

Αναγνωρίζω την προσφορά του Κ. Βλησίδη εκτός των άλλων και στη συγκέντρωση της βιβλιογραφίας σχετικά με το ρεμπέτικο.
Θα προτιμούσα, όμως, πρώτα πρώτα να παρέθετε τα κείμενα ολόκληρα, όχι αποσπασματικά και κατά δεύτερο λόγο χωρίς τα προσωπικά του σχόλια.
Έτσι και ο αναγνώστης θα είχε μια σαφή εικόνα της αρθρογραφίας της εποχής εκείνης, χωρίς την ανάγκη να αναζητά αυτούσια τα κείμενα από εδώ κι από εκεί και κυρίως χωρίς τα λάθη στα οποία έπεσε ο Βλησίδης:
συγκεκριμένα, το ότι αποκαλεί «ρεμπέτες» όλους συλλήβδην, στιχουργούς, συνθέτες, τραγουδιστές κλπ., παρόλο που οι ίδιοι δεν αποκαλούσαν έτσι τον εαυτό τους. Επίσης, πάλι κατ΄αυτόν, άπαντες οι λαϊκοί δημιουργοί, οι «ρεμπέτες», όπως τους αποκαλεί, είναι μια υποπολιτισμική ομάδα με χαρακτηριστικά περιθωριακά, χασικλίδικα και άλλα σχετικά.
Πώς να εντάξεις λαϊκούς δημιουργούς, όπως τον Τούντα, τον Περιστέρη, το Βίρβο κλπ. σ΄αυτή την κατηγορία είναι ένα ζήτημα που με την παραπάνω συλλογιστική μπάζει…
Δεν είναι, βέβαια, ο μόνος που προχώρησε στο συλλογισμό: λαϊκός δημιουργός= ρεμπέτης= περιθωριακός = υπόκοσμος.
Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Πετρόπουλος.
Θα περιμέναμε, όμως, μετά από τόσα χρόνια να αποφεύγονται οι αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Όσον αφορά στην κριτική του Παπαδάκη για το cd του Μυστακίδη…
Με τις λιγοστές μουσικές γνώσεις μου, θα έλεγα πως αδικεί το Μυστακίδη όλος αυτός ο αρνητισμός του Παπαδάκη – έστω και αν είναι επιλεκτικός – στις επανεκτελέσεις ρεμπέτικων.
Η συγκεκριμένη προσπάθεια του Δημήτρη Μυστακίδη γίνεται με απόλυτο σεβασμό προς τους δημιουργούς. Επίσης, κάτι πρωτόγνωρο, αξιοποιεί και αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λαϊκής κιθάρας και το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα είναι άψογο!.
(Αν κατάλαβα καλά, νομίζω ότι ο Δημήτρης ετοιμάζει και βιβλίο για τη λαϊκή κιθάρα. Άντε, με το καλό!)

Με τη φόρα που πήραμε στα περί διαπλοκών, ξέχασα το δίσκο του αγαπητού Δημήτρη Μυστακίδη !
Δεν πάνε να λένε οι άλλοι το μακρύ και το κοντό τους; Και ο Παπαδάκης και η Ιωάννα και ο Γιώργης και ο Άρης ;
Ο καλλιτέχνης εκφράστηκε. Δημιούργησε. Γέννησε.
Πρώτα απόλαυσε αυτός. Αυτή είναι η ουσία της τέχνης…
Και σε όλους εδώ να μην άρεσε το αποτέλεσμα, δεν αλλάζει κάτι στην απόλαυση της γέννησης ενός καλλιτεχνικού έργου.
Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς !

Καλοταξίδευτος Δημήτρη.
Και εις άλλα !
Ναι, έχω προκαταλήψεις… Στων φίλων τα έργα έχω ευαισθησίες. Αλλιώς ακουμπάνε μέσα μου. Άλλη χαρά νιώθω…
Κι εσύ είσαι φίλος !

ΥΓ:
Φιλενάδα Ελένη, διαφωνώ μαζί σου σε πολλά σημεία. Και για τον Βλησίδη και για το τι είναι “ρεμπέτικο”… Αλλά τι; Πάλι θα αρχίσουμε να βάζουμε εξαρχής ορισμούς; Και σε πράματα δεδομένα πια ;
Πρέπει να φύγω. Μιαν άλλη φορά θα τα πούμε καλύτερα -και προτιμότερα στα νότια…
Χαιρετισμούς, θερμότατους.

Μα η Τέχνη, και μαλιστα η λαϊκη, ειναι για όλους!
Να δείτε τον παππου μου με τα “παλληκαρόπουλα”, τους φιλους του, πώς τραγουδούσαν την “Υπόγα”, μαζι με τη δική μου παρέα…

Γεια σου Δημήτρη Μυστακίδη με τα ωραία σου!!!

Και για να ειμαστε μονοπαντοι, να κι ενα αποσπασμα απο εκπομπη του Παπαδακη στην ΕΡΤ :

http://www.youtube.com/watch?v=msukBL1864E

Κωστας Μουντακης, Νικος Αλεφαντινος : Σταφιδιανος

Ευχαριστω το www.cretan-music.gr

Γιά τον Βλησίδη: Άψογη η Ελένη, με κάλυψε πλήρως, είμαι βέβαιος πως πολλοί θα συμφωνίσουν μαζί μας στις περί του “περιθωρίου” παρεξηγήσεις, από τις οποίες δεν ξέφυγε ούτε ο (υπέροχος κατά τα άλλα) μακαρίτης Στάθης Δαμιανάκος. Γιά μένα, επιστημονική δουλειά με κιτρινίλα και προσωπικές εμπάθειες, δε συμβιβάζονται. Κι επειδή έτυχε να είμαι ο πρώτος που τσακώθηκε με τον Βλησίδη σ’ αυτό εδώ το φόρουμ, θα σταματήσω -διά παντός- εδώ, μην τυχόν και φανώ κι εγώ εμπαθής. Είμαι βέβαιος πως ο χρόνος θα δείξει.

Στην Ιωάννα:
Περίπτωση 1η: Να με κάψουν στην πυρά, και να με σώσεις με τη δροσιά σου.
Περίπτωση 2η: Να πνίγεσαι, και να εξατμίσω τα νερά με τη φωτιά μου.
Περίπτωση 3η: Να μας κάψουν και τους δυό ως αμαρτωλούς…
Περίπτωση 4η (και καλύτερη): Να μας λιθοβολήσουν (to get stoned) με κασμίρι κατά προτίμησιν.

Γενικά:
Πετρόπουλος, Κουνάδης, Παπαδάκης, Νέαρχος Γωργιάδης, και τόσοι τόσοι φίλοι είναι από πολύ παλιά, από πολύ-πολύ παλιά. Αυτό δε μ’ εμποδίζει να εκτιμώ τη δουλειά και άλλων φίλων από παλιά, Σπύρου Παπαϊωάννου, Γιώργη Χριστοφιλάκη, Στάθη Gauntlet και βάλε, βάλε, βάλε…

Από την άλλη όμως, η “διαπλοκή” δεν αφορά το ρεμπέτικο, αλλά τη ματαιοδοξία της “αναγνώρισης”, του προσωπικού “σουξέ”, των γλυψιμάτων και των επιθέσεων γιά να πετύχουν τους ματαιόδοξους σκοπούς των “διαπλεκομένων”, το ξεπούλημα των ιδεών κ.λ. κ.λ. Κι όλα αυτά γιατί; Γιά να πετύχουμε μιάν έδρα “ρεμπετολογίας” στο… Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας (ξέρω τι λέω), ή μιά διευθυντική καρέκλα στην ΕΡΤ ή στο Μέγαρο (και πάλι ξέρω τι λέω). Βλέπεις, Ιωάννα, το οικονομικό, το να φρονίσεις να βγάλεις και κάποια λεφτά από τη δουλειά σου, δεν είναι μεμπτό φυσικά. Απαράδεκτο είναι να το κάνεις πατώντας επί πτωμάτων.

Το αποτέλεσμα ποιό είναι; Ό,τι έχτισε ο Σπύρος και 2-3 άλλοι, να το καταστρέφουν με τις γνωστές μυθολογίες οι προχειρολόγοι και ματαιόδοξοι, κι είναι οι ίδιοι που κατηγορούν τον Πετρόπουλο γιά τις προχειρότητές του.

Η ουσία είναι μία: Μη βιαστείτε ν’ αγοράσετε την “Ιστορία του ρεμπέτικου” στην κασετίνα που κυκλοφόρησε. Σε 4 μήνες θα κυκλοφορήσει η 8τομη Εγκυκλοπαίδεια, με 8 DVDs και 16 CDs, και θ’ ακολουθήσει ένα πλήρες πρόγραμμα εκπαίδευσης, με σελίδα στο Διαδύκτιο.

Η δουλειά του Βλησίδη είναι ανεκτίμητη και πρόκειται για βιβλιογραφική καταγραφή :

1)Ήθελες ολόκληρα τα κείμενα ? να τα τυλίξουμε, είναι για δώρο ? (πλάκα κάνω, δεν ειρωνεύομαι). Νομίζω πως δεν θα ήταν εφικτή μία τέτοια έκδοση από άποψη χώρου, και δεν ξέρω και άν είχε το δικαίωμα να τα δημοσιεύσει αυτούσια.

2)Εάν δεν υπήρχε το βιβλίο του Βλησίδη, ούτε που θα πέρναμε χαμπάρι πολλοί για τα (σπάνια και παλιά) κείμενα/άρθρα.

3)Εάν σε ενδιαφέρει πραγματικά το θέμα της λαϊκής μουσικής και το ρεμπέτικο, να “τρέξεις από 'δώ κι από εκεί” πρωτού κατηγορήσεις τον κάθε Βλησίδη που έτρεξε πριν από εσένα για σένα.

4)Δεν θέλεις την άποψη του Βλησίδη ? διάβασε μόνο τα κείμενα. Ωστόσο, θεωρώ πως κάθε συγγραφέας έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του, τουλάχιστον στα βιβλία του.

Ας είμαστε λίγο πιο ορθοί στις κρίσεις μας.
μπάμπης

Και κάθε αναγνώστης έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του για τα βιβλία που διαβάζει. Το αν μειώνεται ή όχι η δουλειά του συγγραφέα από αυτές τις κρίσεις έχει να κάνει με την επιχειρηματολογία του καθενός.
Ανεκτίμητη συγγραφική δουλειά έχουν κάνει π.χ. ο Βάρναλης, ο Κορδάτος, ο Κριαράς κ.ά. Να είμαστε και λιγάκι μετρημένοι με τους χαρακτηρισμούς μας.
Τώρα όσον αφορά την άποψη της Ελένης ότι ο Βλησίδης θα έπρεπε να δημοσιεύσει ολόκληρα κείμενα, φυσικά αυτό δε γίνεται (να μην πω απαγορεύεται).

Α, ναι, δεν το συζητώ, θέλω δωράκι.:090:
Τα κείμενα τα θέλω ολόκληρα βεβαίως, αλλά και ό,τι άλλο προαιρείσαι…
Θα σε παρακαλέσω να προσέξεις και το αμπαλάζ, να είναι κόκκινο φλογερό, της φωτιάς, επίκαιρο και λόγω Βαλεντίνου, παθιασμένο, σαν και μένα!

Σοβαρά, τώρα…
Έχω πει, ήδη, ότι αναγνωρίζω την προσφορά του Βλησίδη στην καταγραφή της βιβλιογραφίας σχετικά με το ρεμπέτικο.
Η ένστασή μου ήταν: Α) στην αποσπασματικότητα των κειμένων. Πρώτη φορά ακούω ότι απαγορεύεται η πλήρης αναδημοσίευση ενός κειμένου. Και εγώ προσωπικά, όπως και τόσοι άλλοι, έχω αναδημοσιεύσει άρθρα, κριτικές κλπ. χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά πάντα με ακριβή αναφορά στην πηγή, στην προέλευση του κειμένου. Ούτε υπάρχει θέμα με την έκταση, απλά είναι ογκωδέστερο το έργο που προκύπτει. Β) Κριτική άσκησα στις απόψεις του Βλησίδη περί περιθωρίου και κατάχρησης του όρου «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο» και την ορθότητα της θέσης μου αυτής τη συζητάμε, αν θέλεις και όσο θέλεις.
Βεβαίως και επιβάλλεται να παίρνει θέση ο συγγραφέας πάνω στα θέματα που θίγει, δεν το αμφισβήτησα καθόλου, κριτική – αναφαίρετο δικαίωμα και υποχρέωση ενός αναγνώστη, που δ ι α β ά ζ ε ι πραγματικά ένα βιβλίο, δηλαδή «ανοίγει νοητό διάλογο με το συγγραφέα» – άσκησα.
Σε διαβεβαιώ ότι μπήκα στον κόπο να αναζητήσω μόνη μου αυτούσια τα κείμενα για το ρεμπέτικο, που αναφέρει ο Βλησίδης. Και βρήκα μερικά απ΄αυτά, ολόκληρα βέβαια, όχι αποσπασματικά, αναδιατυπωμένα, κυρίως από την «Επιθεώρηση Τέχνης», το περιοδικό «Θέατρο» και άλλα που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή.
Ο οποιοσδήποτε που από μεράκι θες, από πάθος ή τρέλα ασχολείται με ένα θέμα, και υπονοώ το ρεμπέτικο, συγκεκριμένα, προβληματίζεται για την προσέγγισή του από ένα συγγραφέα. Δεν με εντυπωσιάζει τόσο η «πρωτιά», ποιος πρώτος κατέγραψε στίχους ή έφερε στο φως σπάνια κείμενα π.χ. για το είδος αυτό.
Βαθύτατα, όμως, με προβληματίζει κατά πόσο το έργο του αυτό ωφελεί, διαφωτίζει θέματα σχετικά με το ρεμπέτικο ή τελικά προξενεί ζημιά. Και – προς Θεού – δεν υπονοώ μ΄αυτό, το τελευταίο, το έργο του Βλησίδη.

Πάντα φιλικά και πάντα με απόλυτο σεβασμό προς όλες τις απόψεις που τεκμηριώνονται,
Ελένη.

Καλέ Ελενίτσα, μάλλον μιλάς για το προηγούμενο βιβλίο του Κώστα Βλησίδη "Για μια βιβλιογραφία του ρεμπέτικου (1873-2001).

Δεν θα πήρες χαμπάρι, πως στα μέσα του Δεκέμβρη του 2006, εκδόθηκε αυτό που αναζητάς; “Σπάνια κείμενα για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (1929-1959)”, εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Διάθεση : Χρηστάκης, Ιπποκράτους 10 -Τηλ:210-3607876.
Μια επιλογή από πολλά δημοσιεύματα με τα πλήρη κείμενα τους !
Εχεις χάσει ! Αναζήτησέ το !

Βεβαίως, δεν κατάλαβα τι σε προβληματίζει… Περί διαφώτισης, ωφέλειας και … (προς Θεού!) ζημιάς !!!
Αυτό θα 'θελα να το εξηγήσεις αγαπητή.


Ιδού ένα άρθρο, για τον Αγάπιο Τομπούλη, από την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ το 1937, του συντάκτη Θ-ς.

Ο μερακλής τραγουδιστής των τελευταίων σουλτάνων

Τον λένε Τομπούλη. Θα ημπορούσαν να τον έλεγαν Στρομπούλη. Η λαϊκουριά που ξέρη να γλεντλήση, να μερακλωθή, δίχως ετικέττα, δίχως το πηρούνι αριστερά, το μαχαίρι δεξιά, τον αναζητά σ’ όποια ταβέρνα ρίξη άγκυρα. Και ρίχνει άγκυρα από Σάββατο σε Σάββατο σε όλα τα ταβερνεία. Είνε ολοστρόγγυλος, με κεφάλι, λαιμό, κοιλιά, πόδια, ένα τόπι. Δυό μάτια αγαθά και ένα αδιάκοπο χαμόγελο, δίνουν την γοητεία της καλωσύνης στο στρογγυλό πρόσωπό του.
Είπαμε πως η γλεντζέδικη λαϊκουριά τον κυνηγά σ’ όσες ταβέρνες αγκυροβολήση από εβδομάδα σ’ εβδομάδα. Τον κυνηγά ν’ ακούση το ούτι του, την διπλοπεννιά του, τα τραγούδια του τα μακρόσυρτα τ’ ανατολίτικα, τα παθητικά. Τον κυνηγά γι’ αυτά πρό παντός η κατακαημένη προσφυγιά. Οι Πολίτες ακόμη περισσότερο που τον είχαν ζήσει σε καλύτερες γι’ αυτούς ημέρες, οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι, οι Λαζοί. Ξέρει όλα τα σεβνταλίδικα τραγούδια τους, τα γιαρεδάκια και τα μπουσελίκια τα λάζικα.
Αν δεν κάναμε όλοι φθηνή κατανάλωσι πνεύματος, κάποιος θα τον άρπαζε και θα τον έστιβε να δώση σ’ ένα σπαρταριστό βιβλίο όλη την ελληνική ανατολίτικη λαϊκή μούσα, που την ξέρει ο «ταμπουρατζής» Τομπούλης και η οποία σιγά-σιγά θα χαθή. Αυτές τις μέρες έχει τους καημούς του. Του στοίχισε η κατάργησις των μανέδων, που τόσους ήξερε. Έχει όμως τα τετράστιχά του με τους παθητικούς σκοπούς της λαγγεμένης Ανατολής και παρηγοριέται και αυτός και η πελατεία του. Αυτές τις ημέρες τον νέμεται η Πλάκα με τα ταβερνεία της. Την περασμένη εβδομάδα κάποιος συνοικισμός εκεί που είνε η μεγάλη του προτίμησις να τον έχη αιχμάλωτο. Ένας φίλος Πολίτης με παρέσυρε μια περασμένη νύχτα στο στέκι στην ταβέρνα της Πλάκας.

  • Πάμε ν’ ακούσης τον ουτιέρη των τελευταίων Σουλτάνων.
    Πήγα από ενδιαφέρον δημοσιογραφικό και έγινα θύμα στα μεράκια του, θαυμαστής του. Όλους θα μας ηλεκτρίζη πάντοτε η προγονική φλόγα της Ανατολής, μ’ όλους τους εξευρωπαϊσμούς μας και τις μοντέρνες κατακτήσεις. Φωνή κοινή, βραχνή λίγο, μα ολόκληρο το χρώμα τους πάθους της Ανατολής.
    -Ήσουν οργανοπαίκτης, Τομπούλη, στους Σουλτάνους; Ένα ποτηράκι κοκκινέλι μονορούφι και ύστερα η απάντησις:
    -Τι τα θές, αυτά περάσανε. Μεγαλεία χαμένα. Τώρα τι γινόμαστε. Στεναγμός κατόπιν, βόγγος στο ούτι και συνέχεια το τραγούδι: Ήθελα νάμουνα κουμπές…
    -Για σταμάτα, Τομπούλη. Πώς είχες πάει στους Σουλτάνους; Αποφασίζει να μιλήση με στεναχώρια. Τον πειράζει που θα ξεσκεπάση την πίκρα της ψυχής του. Η επιμονή μας τον αναγκάζει:
    -Ήμουνα παιδί αμούστακο όταν μ’ άκουσε μια ημέρα στο Βόσπορο ο μακαρίτης ο Χαμήτ. Τότε είχα καλή φωνή. Τώρα δεν την έχω. Αλλά έπαιζα και τότε όπως και τώρα ούτι με κάτι φίλους μου. Ο Σουλτάνος περνούσε βαρκάδα με την ακολουθία του. Δεν τον κατάλαβα γρηγορώτερα να σωπάσω. Ξέρεις πώς αν ο Σουλτάνος ήταν στις κακοκεφιές του μπορούσα να πάθω κανένα άσχημο καζίκι. Και νόμισα πώς θα το πάθαινα, όταν ύστερα από λίγο ένας από τους δικούς του ήρθε και ζήτησε να μάθη ποιος είμαι. Πήγε η ψυχή μου στο στόμα μου όταν μου είπε πώς το άλλο βράδυ έπρεπε να πάω με το ούτι μου στο σεράϊ του Ντολμά Μπαξέ. Είπα θα μου το σπάση καθώς και το κεφάλι μου. Μα ο αιμοβόρος εκείνος Σουλτάνος ήταν μερακλής. Το βράδυ που πήγα έκανε τα μουσαφιριλίκια σε κάτι δικούς του, ξένους και Τούρκους. Μ’ έβαλαν με άλλους και μόνο να τραγουδήσω και να παίξω. Έκαμα ό,τι μπορούσα, έπαιξα και για ένα χορό λάζικο που χόρεψαν δυό χανουμάκια. Ο Σουλτάνος με κύτταγε στο πρόσωπο. Εγώ με κλεφτές ματιές τον έβλεπα. Πήρα γενναίο μπαξίσι, μα το καλύτερο ήταν όταν μου είπαν ότι θα ανήκω με κάτι άλλους στη μουσική του παλατιού. Μούβαλαν μισθό και μου είπαν να κυττάξω να διορθωθώ. Έτσι, επειδή δεύτερη κουβέντα δεν χωρούσε στις επιθυμίες του Χαμήτ, έγινα μουσικός επαγγελματίας. Άλλα σχέδια είχα στη ζωή μου. Ο Χαμήτ όμως έτσι το θέλησε. Κισμέτ όλα, θα ειπής. Άντε γεία.
    Νέοι βόγγοι στο ούτι, νέο μεράκι και σεβντάς. Όταν σε βλέπω και περνάς…Αλλά το μεράκι έχει τώρα πνιγή από την δημοσιογραφική περιέργεια.
    -Καλά, ο Χαμήτ έπεσε. Ύστερα τι έγινες;
    -Αμάν, σκολσούμ, επιμένεις. Ύστερα ξέμεινα. Ήμουνα μισθωτός στο σεράϊ. Ο αδερφός του Χαμήτ που ανέβηκε στο θρόνο έδιωξε πολλούς από την κομπανία. Μα κράτησε τους Έλληνες. Ήταν καλύτερος αυτός και δεν ήθελε να πειράξη τους Ρωμιούς.
    -Ραγιάς είσαι σύ, μου είπε ένας άνθρωπός του, αλλά το λές καλά. Κύτταξε νάσαι φρόνιμος.
    -Θα είμαι, πασά μου. Εγώ τραγουδιστής μονάχα είμαι, του είπα. Έμεινα στο σεράϊ και επειδή ύστερα έγιναν οι πόλεμοι πηγαίναμε να διασκεδάσωμε το χαρέμι.
    Σταματά, κάτι τον συγκινεί περισσότερο και προσθέτει:
    -Αμάν, τι μου θύμισες πάλι.
    -Κανένα χανουμάκι, Τομπούλη, του Πατισάχ;
    -Ούφ! Άντε γειά, μουρμουρίζει. Ένα ποτηράκι ακόμη και κατόπιν:
    -Μη τ’ ακούς αυτά που λένε. Δεν ήσαν εύκολα αυτά τα πράγματα. Ματιές μπορεί, νάζια ναι, γλυκοκαμώματα ναι, μα όποιος πήγε να βάλη σε πράξι ό,τι είχε κατά νου έχανε το κεφάλι του. Εγώ πού πέρναγα πολλές φορές το Βόσπορο είχα ιδή πολλούς πνγμένους στα κύματα. Τέτοια να μας έλειπαν. Είχαμε και οικογένεια να θρέψουμε. Ύστερα μας πήρε το φιλότιμο, η πατρίδα. Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, οι Έλληνες πήγαμε να κάνουμε το καθήκο μας. Αφήσαμε τον ταμπουρά και πήραμε το ντουφέκι. Άστα να χαρής…
    Και θεριεμένος τώρα στο βλέμμα του αρχίζει πάλι την διπλοπεννιά στο ούτι του. Δεν μιλούσε πια παρά την επιμονή μας. Είχε αφοσιωθή όλος στο τραγούδι του, που του ξαλάφρωνε το βάρος των αναμνήσεων.

Θ-ς

Ακρόπολις, 30 Δεκεμβρίου 1937

(Η πληκτρολόγηση-παρουσίαση του κειμένου, από το βιβλίο του Κώστα Βλησίδη, είναι του μέλους Adonis, στο sealabs, στις 30 Δεκεμβρίου 2006, ακριβώς 69 χρόνια μετά ! )