Ο Mάνος Χατζηδάκις και οι απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι
δεν γνωριζω αν υπάρχει ,( αν το έχουμε ) κάπου αλλού ?
Ο Mάνος Χατζηδάκις και οι απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι
δεν γνωριζω αν υπάρχει ,( αν το έχουμε ) κάπου αλλού ?
Πρόκειται για την σήμερα πλέον πασίγνωστη και ευκολότατα πλέον προσβάσιμη διάλεξη Χατζιδάκι στο Θέατρο Τέχνης, το 1949. Η περίφημη διάλεξη Μ. Χατζιδάκι - #23 από agis
(φυσικά, η αξιολογότατη αυτή και πρωτοποριακή τότε διάλεξη, δεν “συντάραξε” το ελληνικό τραγούδι, τους “λογίους” της Αθήνας συντάραξε, που οι περισσότεροι δεν ήξεραν τί θα πει ρεμπέτικο.)
Υπάρχουν στο youtube βιντεάκια με συνεντεύξεις του Χατζιδάκι από τα τέλη της δεκαετίας του 80, σαράντα χρόνια μετά την διάλεξη (δυστυχώς δεν έχω ένα πρόχειρο να παραπέμψω αυτή τη στιγμή. Αν θέλετε με πιστεύετε). Σε κάποια από τα βιντεάκια αυτά ο Χατζιδάκις βγάζει άλλη εικόνα. Με τσαντισμένο ύφος, κατακεραυνώνει τα ρεμπέτικα. (Θυμάμαι να λέει χαρακτηριστικά ότι από τα ρεμπέτικα αξίζουν καμιά δεκαριά. Το ίδιο και για τα δημοτικά). Από κει που στη διάλεξη εκθείαζε το όλο ρεμπέτικο ως διακριτό, καθαρά ελληνικό, είδος, τώρα είναι ανυπόληπτο με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Μπορώ να ερμηνεύσω τη στάση του. Τη δεκαετία του 80 το ρεμπέτικο ήταν πλήρως αποδεκτό πια και είχε μεγάλη προβολή (ίσως, μέχρι υπερβολής). Ο Χατζιδάκις εκείνη την περίοδο είχε μια τσαντίλα (να το θέσω έτσι) με την επικρατούσα γενική κατάσταση (πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, μουσική κλπ). Του φταίγανε όλα. Και πήρε η μπάλα και το ρεμπέτικο.
Στα «Πέριξ» που έβγαλε με τη Βούλα Σαββίδη, έναν δίσκο με διασκευές ρεμπέτικων, ο Χατζιδάκις δεν έχει βάλει καθόλου μπουζούκι, και στο οπισθόφυλλο αιτιολογούσε αυτή την επιλογή του με μια πολύ χαρακτηριστική φράση, ότι δεν το θέλει πια έτσι πως το έχουν καταντήσει, σαν… (δεν το θυμάμαι ακριβώς αλλά έλεγε κάτι σαν «κλαρινογαμπρό», που θα λέγαμε σήμερα.)
Χα! Τη συγκεκριμένη έκφραση ούτε εγώ τη θυμάμαι, όμως το γεγονός της αποφυγής μπουζουκιού στο δίσκο (LP βεβαίως, άρα 12 τίτλοι!) το είχαμε όλοι μας σχολιάσει στην παρέα, μας είχε κι εμάς ξαφνιάσει.
: ΤΑ ΠΕΡΙΞ
´Τον παλιό καιρό που τα ρεμπέτικα τα λέγαν ανδρικές βραχνές φωνές, οι πόρτες ήσανε κλειστές. Λέξεις κρυφές και άγνωστες για τους πολλούς, πάνω σε μια στενή μελωδική γραμμή, περιορισμένη αυτάρεσκα σε τρεις – τέσσερις φθόγγους το πολύ, συνθέτανε τραγούδια άξια μονάχα, για όσους «υπογείως είχαν μυηθεί»! Στην πανελλήνια ευαισθησία αρχίσανε να μιλούν αποκαλυπτικά, από την στιγμή που ακούστηκε μια γυναικεία φωνή -φωνή μιας ώριμης γυναίκας που ήταν συγχρόνως, κόρη, μητέρα κι αγαπητικιά. Και τα τραγούδια γίνανε πλατειά, με λόγια που θίγαν τους καιρούς κι αναταράζαν τους καημούς, πάνω σε δύο θέματα πρωταρχικά, γνησίως νεοελληνικά. Το θέμα της φυγής και του έρωτα -του από τρείς χιλιάδες χρόνια ανικανοποίητου.
Παράλληλα κι άλλα πολλά χυνόντουσαν απ’ τα τραγούδια αυτά και βάφαν τον αγέρα που οι μηχανές των οργανωτικών αγγέλων επιχειρούσαν να εμποδίσουν, μα που δεν μπόρεσαν ποτέ να σταματήσουν τη ροή κι επιρροή τους μέσα μας. Κι έτσι μπορεί κανείς να πει, πως η Μαρίκα Νίνου με το τραγούδι της «Κάποια μάνα αναστενάζει» σφράγιζε εκείνο τον καιρό οριστικά, ενώ συγχρόνως εδραιωνότανε ένα είδος παιδείας στη χώρα μας, του ταπεινού και της αυτογνωσίας, που για αρκετά χρόνια θα μας κρατούσε σοβαρούς και αρκούντως σκεπτόμενους. Γι’ αυτό και εγώ με τα «Πέριξ», αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω, μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με τη φωνή ενός κοριτσιού από την Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη. (Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι που δεν το μεταχειρίζομαι. Ετσι καθώς κατάντησε, καλοντυμένο, πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μας κληρονόμησαν οι άγνωστοι και ανώνυμοι δάσκαλοι των σεμνών καιρών).
Ολη η εργασία αυτή χαρίζεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής´.
Μπράβο Νίκο, αυτό!
Σε μερικά ακριβέστατος ο Χατζιδάκις, σε άλλα πάλι απολαμβάνει να καλπάζει με το άτι της έμπνευσής του.
Πάντως σημαντική λεπτομέρεια, που δε θυμόμουν, είναι ότι ζητάει συγγνώμη από το ίδιο το μπουζούκι.
Γιατί άδικο είχε; “Τα Πέριξ” κυκλοφόρησαν το 1990. Όσοι ζήσαμε την δεκαετία του 80 και τις αρχές των 90ς ξεχάσαμε ποιοι μεσουρανούσαν στο καλλιτεχνικό στερέωμα;
δεν εχεις άδικο. τοτε “κυκλοφορούσαν” πες,
100 χιλιάδες κομπλεξικοί 8χορδίστες.
ουτε οι ίδιοι ήξεραν τι έπεζαν.(πνιγμένοι στο spring reverb της Fender)
απλα τρέχανε. τους κυνηγούσε ο Χιώτης…