Ο Ζαμπέτας μιλάει για το μπουζούκι

Έχω ζήσει με πρόσφυγες από την Μ. Ασία και έχω γνωρίσει αρκετούς με το επώνυμο Γκαϊντατζής αλλά
ποτέ δεν το είχα συνδέσει με τον παίχτη της γκαϊντας!

φοβερο το διαβασα ενω παριστανα την φωνη του ζαμπεταρα… θεος…

Τώρα αυτό, ρε Οχτάχορδε, που κολλάει;

Όλα τα κουρεία κάπως έτσι ήταν τότε, το λέει και ο Μηλιαρέσης στα απομνημονεύματα του:

Στην προπολεμική Αθήνα η κρεμαστή κιθάρα στον τοίχο αποτελούσε τον απαραίτητο διάκοσμο της ταβέρνας και του κουρείου.

Και αναφέρεται συγκεκριμένα στο κουρείο του Βασίλη Αλεξίου, στην οδό Αγίου Μάρκου, όπου ήταν τακτικός φιλοξενούμενος κιθαρίστας στην Κατοχή.

Παρ’ όλα αυτά, πολύ ενδιαφέρον το εναρκτήριο κείμενο. Έχω ξανακούσει (από τον Κουρούση ίσως;) γι’ αυτούς τους «ελαφρούς» μπουζουξήδες, αλλά γενικά ελάχιστος λόγος γίνεται γι’ αυτούς.

Μία διόρθωση στον ίδιο τον Ζαμπέτα:

Ψαλιδόκωλος σημαίνει αυτός που φοράει φράκο (το σακκάκι με τη μακριά διπλή ουρά - εξαιρετικά εύγλωττος χαρακτηρισμός). Μπορεί, αφού το λέει ο Ζαμπέτας, η έννοια να είχε γενικώς επεκταθεί σ’ όλους τους ντιστεγκέδες, τα μοδάτα ξενομανή πλουσιόπαιδα, αλλά δεν ήταν «γι’ αυτό» που τους έλεγαν έτσι.

Είναι μια λέξη που νόμιζα ότι ήταν επινόηση του Καζαντζάκη, και στα κείμενα του θυμάμαι να χρησιμοποιείται γενικά για τους παντελονάδες (γιατί οι πραγματικοί άντρες φορούν βράκα :wink: )

Χμ…

Βλέπω ότι ειδικά στην Κρήτη φαίνεται να είχε όντως αυτή τη σημασία. Γενικότερα όμως δε νομίζω, και πάντως δεν είναι του Καζαντζάκη η λέξη.

Η σημασία του φρακοφόρου επιβεβαιώνεται από διάφορα ευρήματα του Γκουγκλ, αλλά σε κανονικό λεξικό (όσα έχω) δε βρίσκω ολωσδιόλου τη λέξη.

Πάντως είτε γενικώς με στενά (φράγκικα, δηλ. παντελόνια αντί βράκας ή φουστανέλας) είτε ειδικότερα με φράκο, το κυρίως νόημα είναι υποτιμητικό, αυτό που βασικά εννοεί κι ο Ζαμπέτας.

Όσους αλλάξανε ενδυμασία (που συνοδευόταν καθώς φαίνεται και από αλλαγή νοοτροπίας…) και φορέσανε «φράγκικα», «στενά», «ψαλιδοκέρια», «δικράνια», τους αποκαλούσαν υποτιμητικά κατά κύριο λόγο «ψαλιδοκέρια».

Βρίσκω τον όρο να ξεκινάει μάλλον γύρω στα 1820, και του κάνει χρήση στις Σάτυρές του ο Α. Σούτσος («Αυτοί ’νε οι σκυλόφραγκοι και τα ψαλιδοκέρια», Σάτυρα Τρίτη, 1826)

Όσο για το «ψαλιδόκωλος» το βλέπω και στον Πρεβελάκη («Ο Κρητικός», 1948: «Ο λαός που ίσαμε χτες τους ήξερε με τα σαλβάρια, τους είπε ψαλιδόκωλους, κορδοκωλάδες, ψαλιδοκέρια και άλλα τέτοια») και βέβαια στον Καζαντζάκη.

Ως προς τα Λεξικά, λημματογραφείται π.χ. στο Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Μαλλιάρης 1984):
https://books.google.gr/books?id=HFHnAAAAMAAJ&q="ψαλιδόκωλος"&dq="ψαλιδόκωλος"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjLgrnmxMbyAhV4SfEDHQQSBIwQ6AEwCHoECAgQAg

1 «Μου αρέσει»

Tη λέξη τη χρησιμοποιούσαμε κατά κόρον στα γυμνασιακά μας χρόνια, ήταν της μόδας. Λέγαμε μεταξύ μας ότι δημιουργήθηκε για τους καθωσπρέπει αστούς γενικά, που φορούσαν κουστούμι και γραβάτα και πραγματικά, όλοι οι αστοί κυκλοφορούσαν κουστουμαρισμένοι. Το σακάκι έχει πάντα μια κοψιά πίσω, στο ύψος περίπου των οπισθίων.

Να σημειωθεί πάντως ότι στο (δημόσιο) γυμνάσιο που φοίτησα, όλοι μα όλοι οι πατεράδες μας ήταν ψαλιδόκωλοι.

Οι «γιάπηδες με τζην» εμφανίστηκαν απ’ το ογδόντα και μετα :slight_smile:

Επιβεβαιώνει τα γραφόμενα της Ξεπαπαδάκου για την ελληνική μουσική σαλονιού, ότι σε αντίθεση με την ευρωπαική που περιλάμβανε σοβαρή μουσική δωματίου, ή δεξιοτεχνικά «σοβαρά» σόλα π.χ. Σοπέν,

1 «Μου αρέσει»