Οικογένεια Κίκιλη και συνεργάτες

Ναι. Εντωμεταξύ, η τέταρτη είναι ούτως ή άλλως σε απόσταση τόνου από τη δεύτερη.

Καλή φάση; :slight_smile:

  1. Το να είναι μονή η δεύτερη από πάνω χορδή συνηθίζεται και στην Σίφνο. Εδώ φαίνεται καθαρά:
  1. Πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ (α) τόνου (συχνότητας) και (β) έντασης της φωνής.

Τα σιφνέικα τραγουδιούνται σε υψηλές συχνότητες. Έχω την αίσθηση ότι οι παλιότεροι (γεννημένοι πριν το 1930) ήταν εξοικειωμένοι με αυτό. Ακούγοντας παλιότερους να τραγουδούν αρκετές φορές το ύφος έφερνε π.χ. σε Κάβουρα. Το αν κάποιος μπορεί να πάει ψηλά το καταλαβαίνεις και από τον τρόπο που μιλάει κανονικά (π.χ. οι φίλοι στους οποίους αναφέρεται ο Ν. Πολίτης).

Πράγματι συνηθίζεται υψηλή ένταση στη φωνή. Όταν έχεις κεφιαστεί θες να τα δώσεις όλα και φωνασκείς. Όπως και στο γήπεδο όταν μπαίνει γκολ.

Αν υψηλή ένταση και υψηλές συχνότητες στο τραγούδισμα αλληλοστηρίζονται δεν το ξέρω.

  1. Η περίπτωση Κίκιλη - Παπαιωάννου (μαζί με τις αδελφές τού Κώστα στο τραγούδι) είναι αξιοσημείωτη γιατί με την απλούστερη δυνατή ορχήστρα (βιολί-λαούτο) καλύπτουν ευρύ φάσμα παραδοσιακής μουσικής (κυρίως Αιγαίο αλλά και στεριανά) με τρόπο που είναι κοντά στα τοπικά ηχοχρώματα. (Π.χ. όταν παίζουν καμιά φορά Σιφνέικα, ο Κώστας αλλάζει το κούρδισμα στο βιολί). Αποδεικνύεται, δε, ότι μπορείς να διασκεδάσεις μια χαρά και με αυτόν τον τρόπο χωρίς να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε συναυλία.
2 «Μου αρέσει»

βεβαίως καλή φάση, είναι ευκολία αυτή η συμμετρία του λαούτου! μπορείς να μεταφέρεις θέσεις όχι μόνο οριζόντια αλλά και κάθετα.

ναι, όταν τραγουδάς ψηλά μπορείς να δώσεις όλη την ένταση. είναι ο βασικός λόγος που πουσάρουμε όλα τα κομμάτια σε ψηλούς τόνους. όταν δεν είχαν μικρόφωνα τραγουδούσαν σε ασύλληπτες εκτάσεις και εντάσεις για σήμερα. με τα μικρόφωνα έπεσαν 1-2 τόνους οι φωνές, και επίσης τα όργανα επηρρεάστηκαν αρνητικά.

1 «Μου αρέσει»

Έχω δει σολ χωρίς μπάσα και στην Κύπρο αν και έχω δει και με μπάσα. Μια θεωρία μου για το φαινόμενο είναι ότι μπορούσαν να παίξουν μελωδία στη σολ χορδή με ισοκράτη ντο, και μελωδία στη λα με ισοκράτη ρε, αλλά μάλλον λανθασμένη είναι η θεωρία μου, όπως είδαμε στα προηγούμενα βίντεο ο ισοκράτης αλλάζει από ντο σε ρε και πάλι πίσω με τη μελωδία στη λα.

Μια άλλη θεωρία μου που τη δανείζομαι από τα διαβάσματα μου για το πως εξελίχτηκε η μπαρόκ κιθάρα σε κλασσική κιθάρα, είναι ότι το κούρδισμα του λαούτου χρονολογείται από την εποχή που όλες οι χορδές ήταν εντέρινες (χωρίς μεταλλικό περιτύλιγμα), και ήταν πολύ δύσκολο να φτιάξεις πραγματικά μπάσες χορδές, άρα βάζεις μια μπάσα για να ξεγελάει το αυτί του ακροατή, και μια πρίμα για περισσότερη ένταση, και όταν δε μπορείς να κατασκευάσεις μπάσο ντο (ή ακόμη και μπάσο σολ) πας μια οκτάβα πάνω (όπως π.χ. και η “μπάσα” χορδή στο γιουκαλίλι).

Το ζητούμενο όμως μάλλον είναι: η σολ να είναι πιο ψηλή τονικά από τους ισοκράτες (ντο και ρε), ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι ο ισοκράτης δεν είναι σολ.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό ισχύει κατά γράμμα για τις λύρες. Η θρακιώτικη, η δραμινή και οι νησιώτικες (πλην Κρήτης) έχουν τρεις όμοιες εντέρινες χορδές, και το μεγαλύτερο διάστημα είναι μεταξύ πρώτης και δεύτερης. Η τρίτη κουρδίζεται κάπου ανάμεσα στις δύο πρώτες, γιατί δεν μπορεί να πάει ακόμη πιο χαμηλά. (Σε ορισμένα νησιά κρατάνε αυτό το κούρδισμα παρ’ ότι ορισμένες ή και όλες οι εντέρινες έχουν πλέον αντικατασταθεί από μεταλλικές.)

Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι το κάνανε ως λύση ανάγκης, ότι δηλαδή σκέφτονταν «μακάρι να 'χαμε και μπάσα αλλά ας βολευτούμε με ό,τι έχουμε»:

Πρώτον, στο παίξιμο δεν υπάρχουν άλματα οκτάβας. Όσο κάτω μπορούν να φτάσουν με πραγματικές νότες, τόσο φτάνουν και όχι παρακάτω. Άλλωστε, τα μεν τραγούδια δεν μπορούν να έχουν έκταση πέρα από τα λογικά όρια μιας συνήθους ανθρώπινης φωνής, τα δε οργανικά είναι τέτοιας δομής ώστε και με πολύ λιγότερες νότες κάνουν τη δουλειά τους. (Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τροπικά μια νότα δεν ισοδυναμεί με την ομώνυμή της σε άλλες οκτάβες: είναι διαφορετικές βαθμίδες.)

Δεύτερον, τουλάχιστον για τις λύρες, ένα τέτοιο κούρδισμα είναι πραγματικά λειτουργικό. Αν το πάρεις απόφαση ότι η έκταση που έχεις στη διάθεσή σου είναι αυτή και τέρμα, και το επόμενό σου πρόβλημα είναι πώς ακριβώς, τεχνικά, θα παίξεις τις νότες που διαθέτεις, μια τέτοια διάταξη δίνει πολλές λύσεις. Μεταξύ άλλων, πηδώντας από την πρώτη χορδή στην τρίτη μπορείς να συνεχίσεις να ισοκρατείς στη μεσαία, κάτι που στην κρητική λύρα (που οι χορδές κουρδίζονται με τη σειρά) ή στιο βιολί είναι αδύνατον.

Υπάρχει δε αξιοσημείωτη αναλογία του κουρδίσματος στις λύρες μ’ εκείνο στους ασκαύλους των ίδιων περιοχών: μια νησιώτικη λύρα έχει σχεδόν τα ίδια δεδομένα με μια τσαμπούνα (η λύρα και κάποια έξτρα), και μια δραμινή λύρα ακριβώς τα ίδια δεδομένα με μια γκάιντα.

Αναλυτικότερα εδώ και εδώ.

Δεν ξέρω τι γίνεται στο γιουκαλίλι. Έχω μια μικρή ιδέα για ένα παρόμοιο όργανο, το τσαράνγκο:

Κάποτε μου χάρισαν ένα. Αληθινό, με αρμαδίλο. Ήταν αρματωμένο με 5 ζευγάρια πετονιές, όλες ίδιες. Λέω: «τους απατεώνες, κοίτα τι πουλάνε στους τουρίστες!» και πάω να ψάξω χορδές. Σε κάποιο μαγαζί ένας υπάλληλος άνοιξε ένα βιβλίο σαν τηλεφωνικό κατάλογο, έψαξε ανάμεσα σε εκατοντάδες όργανα, και βρήκε το κούρδισμα του τσαράνγκο. Δεν έλεγε όμως τι χορδές να βάλουμε. Με βάση τους τόνους και τα μήκη (και παίρνοντας ως δεδομένο ότι θα είναι με τη σειρά), ο υπάλληλος μού έφτιαξε ένα σετ. Πήγα σπίτι, πήγα να το αρματώσω, οι πιο χοντρές χορδές δεν πέρναγαν από την τρύπα, φάρδυνα την τρύπα, χάλασα το όργανο. Το πήγα σ’ ένα μάστορα. Μου λέει «το βιάζεσαι;». Μπα, του λέω, τι να βιάζομαι…


Πέρασαν χρόνια, μπήκε το ίντερνετ στη ζωή μας, και έμαθα ότι οι αρχικές πετονιές ήταν σωστές. Και ορθώς ήταν όλες ίδιες, γιατί το κούρδισμα δεν είναι με τη σειρά αλλά re-entrant. Πού να το φανταστώ τότε! Πλέον όμως είχα γνωρίσει τις λύρες και ήξερα ότι υπάρχει και τέτοιο πράγμα. Γιατί όμως στο τσαράνγκο να είναι re-entrant? Γιατί το όργανο παίζει μόνο συγχορδίες! Δε χρειάζεται έκταση, τι να την κάνει; Βολικά πατήματα χρειάζεται, για να χωρέσουν όλα τα δάχτυλα στην κοντόφαρδη ταστιέρα με τα στενά (σαν μαντολίνου) διαστήματα.

Ενημέρωσα τον μάστορα και η επισκευή ολοκληρώθηκε. Μετά το χάρισα, κι αργότερα ο αποδέκτης το χάρισε παραπέρα. Κι εμένα μου το είχαν χαρίσει…

2 «Μου αρέσει»

Μια μέρα των ημερών θα διαβάσω και τη διατριβή σου :slight_smile:

Και στο 0:25 ο Παπαϊωάννου ανεβαίνει στο 15ο τάστο (εκει πάνω είναι κολλημένα στο ξύλο, όχι μπερντέδες), μαγκιά που την ακούμε συχνά π.χ. στις κυπριακές ηχογραφήσεις αλλά δεν τη βλέπω από τους αναβιωτές της παράδοσης.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό το ακούω σε μια ηχογράφηση Ανωγειανάκη/Πελοπονησιακού ιδρύματος CD 3 αρ.6: Αίγια κότσινη (οργανικό). Σόλο λαούτο Ευθύβουλος Δημητρίου γεν. 1902 (Κέδαρες).

Ακούγεται μόνο μελωδία σε χορδή σολ και ισοκράτημα σε χορδή ντο. Σε καμιά περίπτωση δεν αλλάζει το ισοκράτημα, ούτε ακούγονται άλλες χορδές. Οπότε μπορεί και όλο το όργανο να είναι κουρδισμένο ένα τόνο κάτω και απλά να παίζει μελωδία στο καντίνι, μπορεί να μην είναι και όντως να παίζει μελωδία στην ενδιάμεση σολ η οποία δεν έχει μπάσο.

Δεν έχω πρόχειρα τα σιντί, αλλά νομίζω ότι τη θυμάμαι την ηχογράφηση. Μια που θυμίζει σάζι δεν είναι;

Λογικά το πρώτο που λες θα πρέπει να ισχύει:

Έτσι κι αλλιώς, μόνο κατά τύχη θα είχε κουρδίσει το λα στο λα, σιγά μην είχε τονοδότη. Σε λαϊκά σύνολα εγχόρδων το απόλυτο κούρδισμα είναι πολύ πρόσφατος νεωτερισμός.

Την άλλη περίπτωση δεν τη θεωρώ πιθανή:

Αυτά τα παιξίματα είναι ταμπουρατζήδικης λογικής: παίζω μόνο στην πρώτη χορδή, οριζόντια και μονόχορδα, και βαράω και ανοιχτές. Μεμονωμένα μπορεί βέβαια κάποιος να σκέφτηκε να κάνει το ίδιο και σε μια από τις μέσα χορδές, αλλά είναι αρκετά εξεζητημένο, θα άλλαζε τις σχετικές βάσεις των δρόμων (στο πάτημα Λα είναι η βάση του Ουσάκ και του Χιτζάζ, στο πάτημα Σολ η βάση του Ραστ), και κυρίως δεν έχει κανένα λόγο να γίνει σ’ ένα κομμάτι σόλο λαούτο, αφού το ίδιο ακριβ΄ς μπορεί να γίνει με τον πολύ πιο απλό και συνηθισμένο τρόπο.

Νομίζω είναι το μόνο σόλο λαούτου στη συλλογή, θα σου το επιβεβαιώσω όταν μπορώ.

Γιατί μοιρολόι; Γυναίκα ψάχνει ο άνθρωπος, δεν πέθανε να τον κλάψουμε!

(πάρα πολύ καλοί πάντως, όλοι και όλες!)

3 «Μου αρέσει»

Ο τίτλος «Μοιρολόι - Κωσταντάκης» σημαίνει «Μοιρολόι ΚΑΙ Κωσταντάκης»: δύο κομμάτια.

4 «Μου αρέσει»

Μάλιστα. Βλέπεις, τα ηπειρώτικα μοιρολόγια τα έχουμε συνηθίσει με κλαρίνο…

Η άλλη αδελφή ονομάζεται Αγγελική
Εδώ, λένε και τον Θεραπιανό. Παίζουνε λίγο γρήγορα αλλά αποδίδουν απολύτως το ηχόχρωμα.

1 «Μου αρέσει»

Τον Κώστα με το βιολί τον γνώρισα και από κοντά και θα έλεγα πως είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση μουσικού. Δεν γνωρίζω άλλον παίχτη βιολιού που να προσαρμόζεται τόσο εύκολα στα διάφορα ηχοχρώματα. Τον έχω ακούσει σε νησιώτικα, στεριανά δημοτικά, κρητικά, ποντιακά, αλλά και σε ψαλμωδίες. Γνώση τεχνική αισθητική μπορεί να έχουν και άλλοι, αλλά με τόσες ‘‘μουσικές γλώσσες’’ εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει.

Αυτό μπορεί να είναι και καλό, μπορεί και όχι. Άκουσα με μεγάλη ευχαρίστηση το «θεραπειανό», από τα γνωστότερα της Σίφνου και ιδιαίτερα αρεστό σ’ εμένα προσωπικά. Να εξομολογηθώ την αμαρτία μου; Επειδή πάντα προσέχω το τοπικό ύφος, θα έλεγα ότι τα ακούσματα που έχω από ντόπιες ζυγιές, έχουν το χαρακτηριστικότατο τοπικό ύφος, που δεν το αναγνώρισα εδώ, κι ας είναι ασύγκριτα, μα ασύγκριτα καλύτερη η τεχνική και η ευαισθησία του Κίκιλη. Ειδικότερα αυτό ισχύει περισσότερο για το τραγούδισμα, βέβαια: μου έλειψαν οι αγριοφωνάρες.

Η αγριοφωνάρα είναι θέμα τόνου. Το κομμάτι παίζεται σ’ έναν δεδομένο τόνο, και ανάλογα με την έκταση που έχει του καθενός η φωνή το πιάνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη προσπάθεια. Εδώ φαίνεται ότι της μεν Βασιλικής έτυχε να είναι όντως ο τόνος της (τι να κάνουμε; ν’ αλλάξουμε τόνο για να την αναγκάσουμε να γκαρίξει;), ο δε Κώστας δε θα το έπιανε ούτε γκαρίζοντας στην πάνω οκτάβα, οπότε το λέει στην κάτω.

Δεν πειράζει. Και πάλι, το ποσοστό της προσέγγισης είναι από τα καλύτερα που μπορούμε να βρούμε.

Εδώ ο Κώστας σε πραγματικές συνθήκες: συμμετοχικό γλέντι στο άφτερ καλύμνικου πανηγυριού.

Οι Κικίληδες είναι οιονεί Καλύμνιοι, εκεί είναι μεγαλωμένοι. Το βίντεο έχει απαθανατίσει μια σύμπραξη γιγάντων στις καλύτερες στιγμές τους: Ο Μανώλης Χούλης, που τραγουδάει, είναι ο πιο μάχιμος τσαμπουνιέρης της Καλύμνου και μέγας βιρτουόζος, αλλά τραγουδιστής δεν είναι. Εδώ τραγουδάει απλώς ως μερακλής, ως μέλος της παρέας. Ο Μανώλης Φράγκος, με το λαούτο, θεωρείται από τους πιο ψαγμένους το καλύτερο λαούτο του νησιού αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ επαγγελματικά, γιατί το επάγγελμά του είναι βιολιτζής (επίσης εξαιρετικός, κατά την προσωπική μου γνώμη ο καλύτερος). Υποψιάζομαι ότι ο Φράγκος ήταν το βιολί του πανηγυριού, κι εδώ στα τελειώματα το έκανε πάσα στον Κίκιλη έτσι για να γουστάρουνε, και τον συνόδεψε στο λαούτο που κανονικά θα το έπαιζε κάποιος άλλος.

Ε λοιπόν, ο κλασικός καλύμνικος ήχος του βιολιού, όπως τον καθιέρωσε το Έννημα και τον καλλιεργούν όλοι οι μετέπειτα, είναι λίιιιιγο πιο βρώμικος από αυτό που ακούμε εδώ από τον Κίκιλη. Θα συμφωνήσω με τον Νίκο ότι λίγη βρωμιά μού έλειψε, αλλά η καθαρή ομορφιά της δοξαριάς του σε συνδυασμό με την όλη αλήθεια της στιγμής είναι τόση ώστε το παραβλέπω με μεγάλη χαρά.


(Σημείωση: από το #543 μέχρι εδώ, προσπάθησα νε μετακινήσω τα μηνύματα στο νήμα «Οικογένεια Κίκιλη και συνεργάτες», αλλά έμειναν στη θέση τους, ο δε «Συντονισμός» εμφανίζεται με πρόβλημα σύνδεσης. Όποιος εκλεκτός συνάδελφος -που να τον λένε Χρήστο :wink: - καταφέρει αυτό που δεν κατάφερα εγώ, ας σβήσει και την παρούσα σημείωση. Οι υπόλοιποι ας με συγχωρούν για το άσχετο.)

3 «Μου αρέσει»

Όντος έτσι πρέπει να είναι, και αυτό φαίνεται από το όργανο αλλά και από το δοξάρι που παίζει. Δεν μοιάζουν για δικά του ‘‘εργαλεία.’’

Ε, μα βέβαια! Μόνο ο Κίκιλης έχει την τεχνική άνεση, να παίξει σε όποιον τόνο ταιριάζει του / της τραγουδιστή / -ριας κάθε φορά, και φυσικά στης Βασιλικής τον τόνο θα πάρει το συγκεκριμένο κομμάτι, όχι στον δικό του. Το έχουμε επανειλημμένα συζητήσει στη Σίφνο το θέμα αυτό, με φίλους που ξέρουν μουσική αλλά και με τους ίδιους τους επαγγελματίες του νησιού. Στην αδυναμία αλλαγής τόνου βρίσκεται το πρόβλημα.
(το βιολί, είναι σαφέστατο ποιανού είναι: εκείνου που ξεβυσματώνει στο τέλος)

Ακριβώς το ίδιο συνέβη και μ’ εμένα, στο ηπειρώτικο μοιρολόι παραπάνω. Βιολί είναι, δεν είναι κλαρίνο, αλλά με τέτοια καθαρότητα και τέτοια ευαισθησία, χίλιες φορές χαλάλι!

Δεν την έχει. Δεν του τη δίνει το ίδιο το όργανο: πρέπει να έχει συγκεκριμένες ανοιχτές, πράγμα που γίνεται άλλοτε σ’ έναν μοναδικό τόνο και άλλοτε σε δύο (με διαφορά 4ης), που θεωρούνται «ο αντρικός» και «ο γυναικείος». Και άλλωστε, ακόμη κι αν παρέβλεπε τις ανοιχτές και πήγαινε σ’ όποιον τόνο ήθελε, ο λαουτιέρης τι θα έκανε;

Όχι, η τραγουδίστρια ήταν που κατ’ ευτυχή σύμπτωση ταίριαξε στον τόνο των οργάνων. Κι επειδή είναι πρώτη φορά στην ιστορία που συμβαίνει αυτό, ενώ πάντοτε άλλοτε τα κομμάτια παίζονται σε άβολους τόνους, εδώ παραβιάζεται η αισθητική που έχουμε συνηθίσει, να τραγουδούν ζορισμένα οι φωνές.

1 «Μου αρέσει»