(Χ. Λάζαρης, Τα Λευκαδίτικα – Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος – 1970)
μπάινα (η) - (ναυτ.) το κεντρικό από τα φελά της τράτας, το οποίο είναι και μεγαλύτερο, σαν σημαδούρα, το οποίο χρησιμεύει και σαν σημάδι για το αν κατά το τράβηγμα του σάκου αυτός έρχεται ομοιόμορφα < ; Σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη, φαίνεται να χρησιμοποιείται στη Λευκάδα, αλλά και στη Θεσσαλία.
Φέρε το … όξω! Ζύγωσε το καΐκι, Μηνά! Και σήκω, Γιάννη! Εσείς, παιδιά! Το μποτόνι! Αβάρα το καΐκι! Αβάρα! Φέρτε τα σκοινιά μέσα! Ίσα τα κουπιά, να ξανακαλάρουμε!
Κάποια βοήθεια; Το μποτόνι, τί είναι; μην είναι το κοντάρι με το οποίο κρατάνε αβάρα το καΐκι;
Φέρε τον πασαδόρο / πασαδούρο, μάλλον πρέπει να λέει και - αν είναι έτσι – εννοεί την ανεμόσκαλα.
Μποτόνι: μάλλον ποντόνι πρέπει να λέει και να εννοεί ένα είδος μακριάς και στενής βάρκας με υπερυψωμένη πλώρη και πρύμνη, που κινείται με ένα μόνο κουπί ή [ανάλογα με την περίπτωση] μεγάλη πλωτή δεξαμενή χωρίς μέσα προώθησης που χρησιμοποιείται στα λιμάνια για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων.
Πρέπει να βάλουμε και το «αβάρα», την προστακτική αυτή που σημαίνει απομάκρυνε, φύγε, στρίβε, σπρώξε
Αυτό ακούω κι εγώ, αλλά με δύο τόνους, «τον πολίγαδόρο».
Μάλλον λήγει σε -ο που σχεδόν συγχωνεύεται με το ο- του «όξω». Οπότε, κάπου ανάμεσα στις πέντε και τις τέσσερις συλλαβές.
Θυμίζω ότι για τέτοιες δυσκολίες έχουμε και την αλλαγή ταχύτητας: από το εικονίδιο με το γρανάζι μπορούμε να παίξουμε το βίντεο στα 3/4, το μισό ή το 1/4 της ταχύτητας. Στο 1/4 όλα βγαίνουν αλλοιωμένα, αλλά στο μισό ή ακόμη καλύτερα στα 3/4 μπορεί ν’ ακούσουμε κάτι που αλλιώς μας διέφευγε.
Εγώ έβαλα 3/4 και μέχρι εκεί κατάλαβα, αλλά δεν κατέχω και το ψαράδικο λεξιλόγιο.
_______________________________________
Εντωμεταξύ ο σκοπός είναι μια ενδιαφέρουσα επεξεργασία της γνωστής παραδοσιακής «Τράτας» (η τράτα μας η κουρελού).
Πληροφορήθηκα για μια δουλειά που αγνοούσα: το βιβλίο της Μ. Μπούτση (ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ -ο βάρδος του δημοτικού τραγουδιού, 2021)
Εδώ βλέπουμε να παρουσιάζει το εν λόγω τραγούδι, συνοδευόμενο από δισκογραφικό τεκμήριο της εποχής.
Διαπιστώνουμε ότι η μία λέξη είναι “μοτόνι” (να μπει και αυτή στο Γλωσσάρι θα πρότεινα), η άλλη λέξη είναι “μπολιγαδόρος” (αναμένω μήπως μάθω τι σημαίνει…) και το άλλο ενδιαφέρον είναι όχι “σήκω Γιάννη” όπως γράφεται παντού στο διαδίκτυο, αλλά “συ Πογιάννη”, όπου Πογιάννης φέρεται (όπως μου είπαν) να είναι το παρατσούκλι ενός από τους συμμετασχόντες στον δίσκο
Το βιβλίο δε φαίνεται να αναφέρεται πουθενά στο ίντερνετ, ο Γούγλης δεν το ξέρει.
Αν καταλαβαίνω, Άνθιμε, ούτε εσύ το έχεις, σωστά; Έχεις κάποιο μέτρο της αξιοπιστίας του;
Γιατί μπορεί π.χ. κάποιος συγγραφέας να είναι άριστος σε άλλα αλλά όχι στα “ειδικά” λεξιλόγια όπως εδώ των τρατάρηδων, ή το αντίστροφο, να χάνει ξερωγώ μεθοδολογικά ή κάπου αλλού αλλά να κατέχει πολύ καλά κάποια συγκεκριμένη, σπάνια γνώση, χρήσιμη για το αντικείμενο που πραγματεύεται.
Τα λέω όλα αυτά επειδή σε βλέπω και λες «διαπιστώνουμε», και όχι κάποια πιο επιφυλακτική έκφραση.
Από εκεί και πέρα, μπορείς να βάλεις όπου “διαπιστώνουμε” το “διαβάζουμε/βλέπουμε”
Όσο με αφορά, διασταύρωσα ότι η λέξη “μοτόνι”, που άκουγα και ο ίδιος, υπάρχει (και εντόπισα τι σημαίνει), ο “μπολιγαδόρος” φέρνει στον “πολιγαδόρο” που άκουγα και ο ίδιος (και θα ψάξουμε τη σημασία) και το κλου ήταν ο “Πογιάννης”, που μου μεταφέρθηκε ότι είναι πραγματικό παρατσούκλι πραγματικού προσώπου
Σα να φαίνεται και φως στο τούνελ του “μπολιγαδόρου”…
Στις “Σημειώσεις αλιείας” του Βελτανισιάν διαβάζουμε
μπολιγάρισμα, το, ουσ.: το πλησίασμα δύο πλοίων για να σηκώσουν από κοινού τα δίχτυα με μεγάλη ψαριά. Γινόταν με ένα καμάκι που τραβούσε κάποιος το ένα πλοίο με το άλλο.
Οπότε, συνάγω ότι μπολιγαδόρος ήταν μάλλον αυτό το μακρύ καμάκι…
Α μάλιστα, νομίζω ότι την έχω την εικόνα. Πρέπει να είναι ένα με γυριστή άκρη, σαν είδος γάντζου στην άκρη του κονταριού. (Νομίζω, έτσι; μην το πάρετε σαν αξιόπιστη μαρτυρία…)
Άρα θα υπάρχει κάποιο ρήμα μπολιγάρω, που θα βγαίνει πιθανώς από κάποια ιταλική ή βενετσιάνικη λέξη…
___________________
Προσθήκη: Αν καταλαβαίνω καλά, η προσπάθειά τους είναι να τραβάνε από δύο πλεούμενα, το ένα καΐκι, το άλλο δεν προσδιορίζεται, και αυτά τα δύο πλεούμενα να τα κρατάνε κοντά μεταξύ τους, με τον μπολιγαδόρο, αλλά όχι και να τσουγκρίσουν (αβάρα). Φαντάζομαι ότι το να μην τσουγκρίσουν το πετυχαίνουν πάλι με τον μπολιγαδόρο, τράβα-σμπρώξε.
Η ναυτοσύνη απαιτεί τα δύο πλεούμενα, σε τέτοιες περιπτώσεις, να είναι περίπου ίδιου εκτοπίσματος και δυναμικότητας. Και ναί, το κοντάρι για το “αβάρα” φοράει στην άκρη ένα μπρούτζινο τελείωμα με συνδυασμό γάντζου για τον ελκυσμό και σφαίρας για το αγαντάρισμα.
μπουλιγάρω - ξεχειλίζω, παραγεμίζω, φουλάρω (κυρίως για υγρά) < πιθανολόγηση: ιταλ. bollire = βράζω, κοχλάζω μπουλιγάρισμα, μπουλιγαρισμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.