Την προεδρία την πήρε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού του μπερδευόντανε τα δάχτυλα· δεν το συνήθισε. Ο μουσαφίρης Σκαλτσογιώργος κάθισε πλάι του, ο Μάνθος Σακαρέλος παραπέρα, αντικρινά στο Γιαννακό Πλαστάρα, που είχε καθίσει με την πλάτη γυρισμένη προς την κούλια· από τον καιρό που μάλωσε με τη Μαριώ δεν ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια στα παράθυρά της.
Κατόπι πήρε θέση στη σειρά όλη η λεβεντιά του κάστρου κι ανάμεσό της ένας πολίτης φίλος τους με μια φυσαρμόνικα για να βαστά το μπάσο.
Τα δυο μπουζούκια του βελουχιού καθίσανε κοντά κοντά. Το ένα στα χέρια του Φωτούλα Τυλιγάδα, το άλλο στου Γιώργου Καραμπλιάκα από την Αντράνοβα. Το χωριό του, ονομαστό για τραγανά κεράσια και κορίτσια, δε φημίζεται για παιγνιδιάτορες, μα ο λοχίας Καραμπλιάκας έκαμε καιρό στην Καλαμάτα και κει ξεσκόλισε στο μπουζούκι.
Τα όργανα προσμένανε στην άκρη, όσο να φαγωθεί το αρνί και ν’ ανοίξει η διάθεση με τα ποτήρια, που αδειάζανε στην υγειά του ενός και του άλλου. Δεν άργησε και πρώτοι δώσανε το σημείο οι κλαψάρικοι τόνοι της φυσαρμόνικας.
«Τα λελούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα», ταίριασε με το μινόρε της τη σκληρή και ξεγοφιάρικη φωνή του ο μοραΐτης επιλοχίας Ανάστος Παδελόπουλος.
Δεύτερη και τρίτη τον ακολουθήσανε και το τραγούδι απλώθηκε. Τα μπουζούκια θελήσανε να το συνοδέψουνε, μα η μπουργάνα του Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι έπαθε και χαλούσε το ρυθμό.
- Ποιος διάτανους πήι κι του σκαντάλισι! Ιγώ του σ’ νάρ’ σα τ’ απέγιουμα, φουρκίστηκε ο Φωτούλας κι άρχισε να κουρδίζει το μπουζούκι του.
Το τραγούδι κόπηκε και μοναχή η φωνή του Γιαννακού Πλαστάρα αποτέλειωσε το γύρισμα:
Δώσ’ μου πίσω τα λελούδια,
δώσ’ μου πίσω τα φιλιά.
Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί και ξεχάστηκε.
Τα ποτήρια ξαναδειάσαν, όσο έσιαχνε ο Φωτούλας το μπουζούκι.
- Έλα, Φωτούλα, πάρ’ το τώρα· μας γκάστρωσες, πρόσταξε ο Συμεών Καραφωτιάς.
Ο Τυλιγάδας, γελαστότερη ψυχή από τον παίχτη της φυσαρμόνικας, χτύπησε πιο περίχαρη χορδή, πιο ανοιχτόκαρδο σκοπό:
-
Ούλες οι παπαρούνες, παπαρούνα μου, — αντιλάλησε η ψιλή, βραχνότρεμη φωνή του.
-
Ούλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές, βουίξαν όλοι μ’ ένα στόμα.
-
Άιντε τσολιά μου! αλάλαξε ο Καραφωτιάς, σκαρταρίζοντας ψηλά στον αέρα τα τρία δάχτυλα.
Μπιμ! μπαμ!
- Νίλα θα γένει απόψε! ρεκάξανε άλλες φωνές.
Και το γλέντι μπήκε στο δρόμο του. Τα δυο μπουζούκια παλεύανε ποιο να περάσει το άλλο, οι φωνές ποια να πάει ψηλότερα και πότε γελούμενοι, αλαφροί, πότε βαριοί, παθητικοί ακολουθούσαν ένας τον άλλον οι σκοποί, όσο που ο επιλοχίας Καραφωτιάς έδωσε πάλι το σημείο στην αλλαγή του τόνου.
Τα δυο μπουζούκια πάψανε, όταν τον είδανε να πάρει στα χέρια του τον ταμπουρά κι όλοι σωπάσανε.
Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν τραγουδιστής με τ’ όνομα στα ευζωνικά. Ο σεβντάς του ήτανε τα κλέφτικα. Η ζωή, που πέρασε στα ρουμελιώτικα βουνά κυνηγώντας τους φυγόδικους, του πλούτισε την ανθολογία και του ταίριασε τη φωνή με το γαργάρισμα της βρύσης και τη λαλιά της πέρδικας, με τη βουή του ελατιού και την τζαμάρα του τσοπάνη. Όλα τούτα αντιλαλούσανε μ’ όλους τους αχούς τους στο μεστό και λαγαρό τραγούδι του και κοντά σ’ αυτά και πρώτ’ απ’ όλα έτρεμε στη φωνή του κι αναστέναζε ο καημός μιας λεβεντιάς, που χάνεται ολοέν’ από τα βουνά, η πίκρα για το χαμό και μαζί και κάποια ελπίδα μήπως ξανανθίσει. Η λαχτάρα της σα να ξεχείλισε και την ώρ’ αυτή κι άρχισε βαθιά, βαριά:
- Με γέλασε μια χαραυγή, ο αυγερινός κι η πούλια, και πήρα πλάγια ταϊβουνά.
Ο ταμπουράς μόνο συνόδευε στα χέρια του ίδιου επιλοχία κι οι φωνές από τη μισή παρέα ακολουθούσαν αργά και σιγαλινά, για να το σηκώσει έπειτα η άλλη μισή με τη φωνή του Τυλιγάδα απάνω απάνω.
Όπως όλοι οι ξακουστοί τραγουδιστάδες, ο Συμεών Καραφωτιάς δεν τέλειωνε ποτέ τραγούδι. Και τώρα ύστερ’ από τρία τέσσερα γυρίσματα το έκοψε στη μέση.
Και σώπασε κι η άλλη μεριά.
Ο καημός του επιλοχία Καραφωτιά ξάναψε όμοιους πόθους σ’ όλο το τραπέζι. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας άδραξε πάλι το μπουζούκι.
Ο Γιαννακός Πλαστάρας βαλαντώθηκε και το τραγούδι του Κατσαντώνη απλώθηκε θλιμμένο και βαρύ.
Όμως η λάμψη του αγραφιώτη αρματολού ήταν παλιά και θαμπωμένη πια για το Φωτούλα Τυλιγάδα. Οι λαχτάρες του πετούσανε σε κοντινότερους καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές και δόξες, που γεμίσανε τον Έλυμπο και Κίσαβο, την Γκιόνα και τη Λιάκουρα, τον Μπούμπιστο και τη Βελίτσα.
- Εσείς, πουλιά του Γρεβενού, Τσίτσου κι Μήτσου μου, έσκισε τη νυχτιά η στριγκή λαλιά του πρώην λοχία.
Ο Τσιτσομήτσος ήτανε μια από εκείνες τις σκιές, που η γενιά του είχε νταραβέρια ζωντανότερα παρ’ ότι με τις δόξες του Βλαχάβα και του Κατσαντώνη, Στα νιάτα του τις κυνήγησε κι ο ίδιος στα βουνά κι έπλεξε γύρω τους κάποιο όμορφο όνειρο, που η τύχη το θέλησε να σβήσει έτσι σκληρά στη βρόμικη ποδιά του βελουχτζή εδώ στον όχτο του ακροπόταμου.
Τέτοιο όνειρο πλανεύει και τη λεβεντιά του κάστρου εκεί τριγύρω του. Όλοι έχουν τον ίδιο πόθο μαζί με τον Καραφωτιά, όλοι κλαιν ελπίδες που χάνουνται όσο πάνε. Γιατί ξέρουν πως οι σκιές, που ξύπνησε το τραγούδι του Φωτούλα Τυλιγάδα, δε γεμίσανε μόνο δόξα τα βουνά, δε στοιχειώσανε κάθε κορφή και ράχη και χωριό και χούνη, μα πλημμύρισαν και τους καφενέδες με χρυσά γαλόνια, στολίσανε τις στράτες με αστραφτερά σπαθιά και σκόρπισαν απόστρατους συνταξιούχους απ’ άκρη σ’ άκρη στα βουνά και στα χωριά.
Αργά, επίσημα, συγκρατητά κι απανωτά αντηχούνε τα τραγούδια του Σπανού, του Τάκη, του Ντελή, του Κάγκαλου, του Πατσαούρα. Καθένας έχει κι ένα χωριανό αρχιληστή να θυμηθεί και τα πουλιά ξορκίζονται να μη λαλήσουν, οι κούκοι και τ’ αηδόνια να βουβαθούν κι οι όμορφες να αλλάξουν τη Λαμπρή, γιατί τον έναν ήρωα σκοτώσανε, τον άλλον τον λαβώσανε, τον τρίτον πάνε να τον κρεμάσουν. Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες.
Μια δόξα μόνο δεν υμνήθηκε κι ένα όνομα δεν αναφέρθηκε· του Κωσταντέλου. Κάποιος, που το χωριό του ενεχότανε στο φόνο του, ήτανε στη συντροφιά και κανένας δεν είχε όρεξη να ξανάψει πατροπαράδοτες μνησικακίες στο βαλτινό λοχία. Ένας ήτανε φόβος μην το κάμει, ο νιόφερτος συνάδερφος, που ίσως δεν ήξερε πως ο αδερφός της μάνας του Σακαρέλου πήγε θράσος και κείνος μαζί με το μεγάλο ήρωα.
Μα τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν τόνε φλόγιζαν τέτοιοι πόθοι. Όταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει γύρισε ξαφνικά το σκοπό.
- Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά, βλάχα, βλαχούλα μου - άρχισε απαλά, σιγαλινά.
Όλοι σωπάσανε μεμιάς.
-
Κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει· θέλω και γω να σ’ αρνηθώ
-
κι ο πόνος δε μ’ αφήνει, το πήρε άξαφνα ο Γιαννακός Πλαστάρας από το άλλο πλευρό.
Ο Καραφωτιάς έκαμε κίνημα να τον σωπάσει. Αν δε φοβότανε μην το πάρει σε κακό ο πρωτυτερινός αγαπητικός της αρρεβωνιαστικιάς του, θα του βούλωνε το στόμα με την απαλάμη.
Μα πρόλαβε άλλος και του ένεψε και σώπασε.
Κι ο Σκαλτσογιώργος ξαναπήρε μόνος το τραγούδι.
Τριγύρω τσιμουδιά· όλοι κρατήσανε και την αναπνοή.
Η φωνή του Σκαλτσογιώργου, συνοδεμένη μόνο από τα μπουζούκια ανέβηκε σιγαλά σιγαλά κι υψώθηκε βεργολίγερη, τρεμούλιασε απαλά και λύγισε, κελάρισε και τρίλισε σαν την λαλιά του κότσυφα, ξαναχαμήλωσε, τσακίστηκε, βράχνιασε και μουρμούρισε σαν παράπονο τρυγονιού, για ν’ ανέβει και να παιγνιδίσει πάλι σα γελαστό φλυάρημα γαλιάντρας, να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί, να παιγνιδίσει και ν’ αναστενάξει, όσο να σβήσει ψιθυριστά σαν ανατρίχιασμ’ αεριού στα φύλλα. Ο Συμεών Καραφωτιάς σήκωσε το ποτήρι:
- Γεια σου, ορέ Σκαλτσογιώργο, γεια σου! Όλοι ήπιανε στην υγεία του Σκαλτσογιώργου και σιωπή κράτησε μερικές στιγμές.
Αντίκρυ στο μπαλκόνι της κούλιας σα ν’ αναδεύτηκε ένας ίσκιος κι ο επιλοχίας Καραφωτιάς αλαφιάστηκε.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε στο κάθισμά του. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού η φυσαρμόνικα ξανάρχισε το κλάμα :
Εις φρικώδη μαύρη νύχτα,
εις σιγήν κοιμητηρίου,
άντικρυ νεκροταφείου
μουρμούριζε ο Ανάστος Παδελόπουλος την ίδια στιγμή που ο Καραφωτιάς κεντημένος από το τραγούδημα του Σκαλτσογιώργου άπλωνε το χέρι στον ταμπουρά.
Ο Παδελόπουλος είδε το κίνημα και σώπασε.
-
Έλα, πάρε κανένα, του μουρμούρισε κι ο Σκαλτσογιώργος. Ο Καραφωτιάς ξανάπλωσε το χέρι. Μα η τρεκλιστή φωνή του Θόδωρου Μαυλή από την άλλη άκρη του τραπεζιού τον έκοψε ξανά.
-
Το παιδί που με - το παιδί που με -, τραύλιζε ο τσακιρωμένος υπαξιωματικός και σκουντούσε τους μπουζουξήδες να τον ακολουθήσουν.
-
Ας κάμ’ νε κι άλλοι του κέφ’ τς είπε ο Καραφωτιάς και σηκώθηκε ξάφνω αφήνοντας τον ταμπουρά στο κάθισμα.
-
Αχά, πού πας; ρώτησε ο Σκαλτσογιώργος.
-
Π’ θινά· θα γυρίσου άμεσους, είπε αδιάφορα ο επιλοχίας κι έφυγε.
Κανείς δεν τον πρόσεξε. Μονάχα ο Σκαλτσογιώργος και ο Σακαρέλος είδαν την φουστανέλα του, που άσπρισε μια στιγμή όξω στο δρόμο.
Ο Σακαρέλος είδε ακόμα πως χάθηκε κι ο ίσκιος από το μπαλκόνι της κούλιας και τη στιγμή αυτή δεν έμεινε ήσυχος στο κάθισμά του.
Το γλέντι άναψε τώρα στην αντίπερ’ άκρη του τραπεζιού. Κέντρο ήτανε εκεί ο Θόδωρος Μαυλής κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας, που είχε την τέχνη να ταιριάζεται με όλους. Ένιωθε και τις λεβέντικες ορμές του Καραφωτιά και τις παράτροπες λιγάκι του Θόδωρου Μαυλή. Οι κακές γλώσσες λέγανε μάλιστα πως τις είχε κι αυτός στο αίμα του, μα σα γεροντοπαλίκαρο που έμεινε και σα βελουχτζής που ήταν, του τις συμπαθούσαν. Και τη στιγμή αυτή με το τραγούδι, που άρχισε ο Μαυλής, σα να ξαναβαλαντώθηκε.
Ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος αηδίασε και βαρέθηκε να τους ακούει.
-
Πού να πάει ο Καραφωτιάς; ρώτησε το Σακαρέλο.
-
Θα πάει για φ’ λί, πετάχτηκε από αντικρινά ο Κώτσος Παπαδημούλης, που άκουσε το ρώτημα.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε, δε μίλησε. Ο Σκαλτσογιώργος λάγγεψε:
- Τι στο δρόμο το π’ λιούν εδώ το φ’ λί; ξαναείπε του Σακαρέλου χαμογελώντας.
Ο Σακαρέλος έκαμε πάλι πως δεν άκουσε.
- Γεια σ’, ορέ Μάνθο! Τα ’ρρ’ ξες κιόλας, νύσταξες! του φώναξε ο Γιαννακός Πλαστάρας κι άπλωσε το ποτήρι.
Ο Σακαρέλος πήρε το δικό του, τσούγγρισε μαζί του και το άδειασε χωρίς να βγάλει λόγο.
-
Κάτι θέλει να μου πει, τραύλιζε ολοένα ο Θόδωρος Μαυλής στην κάτω άκρη.
-
Στον μπαξέ θέλει να πάμε να γλεντήσουμε μαζί, συμπλήρωσε ο Γιαννακός Πλαστάρας και γύρισε κείθε χτυπώντας το ρυθμό με τις απαλάμες.
-
Αν είναι κείν’ η στρουμπ’λούλα, που είδα δω καρσί το δειλινό, χαλάλι τ’! μουρμούρισε του Σακαρέλου ο Σκαλτσογιώργος, χωρίς να λάβει πάλι απόκριση.
Ο Σακαρέλος ξανάδειασε το ποτήρι του μια δυο φορές αλλάζοντας με τους πλαγινούς του ομιλίες αδιάφορες. Δεν είχε τραγουδήσει όλο το βράδυ· ακολουθούσε μόνο τους άλλους μουρμουριστά. Δεν ήταν τραγουδιστής και δεν του άρεσε να καταπιάνεται με ό,τι δεν μπορούσε να το βγάλει πέρα.
Ο Καραφωτιάς δεν άργησε να γυρίσει. Όσοι τον είδαν κάμανε πως δεν τον πρόσεξαν. Κανένας δεν τον ρώτησε πού ήταν. Ο Σκαλτσογιώργος μόνο σφύριξε χαμογελώντας στο αυτί:
- Φάνηκε απόξω κανένας νταλματίας;
Ο επιλοχίας δε μίλησε.
- Τόνε λιτάρωσες καλά: τον παράδωσες στ’ ν υπομεραρχία; Ο Σκαλτσογιώργος είδε πως ο ανώτερός του δεν είχε όρεξη για χωρατά και σώπασε.
Μα η διάθεση δεν ξαναήρθε στο απάνω μέρος του τραπεζιού. Ο Καραφωτιάς δεν ξανάπλωσε το χέρι στον ταμπουρά, ο Σκαλτσογιώργος δεν ξανατραγούδησε.
Κοντεύανε μεσάνυχτα. Άδεια διανυκτερεύσεως δεν είχαν όλοι τους κι ήταν καιρός να το χαλάσουν. Αδειάσανε τελευταία φορά τα ποτήρια τους κάτω από το βραχνό τραγούδι του Μαυλή και σηκωθήκανε και πήραν το δρόμο του κάστρου.
Μονάχα ο Γιαννακός Πλαστάρας κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν είχαν όρεξη για ύπνο. Χωρίς να πούνε τίποτε στους άλλους, κοντοσταθήκανε και κάμανε κατά την πόλη. Η Κατινίτσα η Σμυρνιά χόρευε με το καφέ αμάν σ’ έναν από τους καφενέδες της πλατείας και τράβηξαν εκεί να ξεθυμάνουν τη βαριά καρδιά.
και το τραγουδι που ειπε ο μπουζουξης…