Επταπύργιο: Yedi (= 7) Kule ( = πύργος / -οι)
Τον Κούλε του Ηρακλείου τον βλέπω κάθε μέρα, και γενικά την ξέρω τη λέξη (έχω μείνει και σ’ έναν γουλά στη Σαντορίνη), αλλά εν προκειμένω ο συνειρμός δε δούλεψε.
Όταν, πριν 3 – 4 δεκαετίες, είχαμε με μία (σήμερα μακαρίτισσα) καλή φίλη περιηγηθεί τη Σερβία με ελληνικό (το δικό της) ΙΧ, έμαθα ότι Κούλα είναι στα σέρβικα το κάστρο, ο πύργος, η οχύρωση. Δεκάδες κούλες είχαμε τότε επισκεφθεί…
Στο κείμενο του Χατζόπουλου διαβάζουμε: «Την πρωτακαθεδρία την έλαβε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού μπερδεύονταν τα δάχτυλά του• δεν το συνήθισε»
Μου φαίνεται ενδιαφέρον το σημείο αυτό. Μας λέει δηλ. ότι ο χειρισμός του ταμπουρά ήταν ευχερέστερος από τον χειρισμό του μπουζουκιού. Από ποια άποψη άραγε; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό από πλευράς οργανολογικής διακριτότητας;
Αν όχι ευχερέστερος, πάντως διαφορετικός.
Είτε άλλο κούρδισμα, είτε άλλο μέγεθος - ή και τα δύο. Μπορεί ακόμη και άλλος αριθμός χορδών.
Θα σκεφτόταν ίσως κανείς και διαφορετική διάταξη μπερντέδων, αλλά προσωπικά το αποκλείω: ποτέ δεν είδα κανένα ελληνικό λαϊκό όργανο με άλλους μπερντέδες/τάστα εκτός από δώδεκα στην οκτάβα, και θεωρώ ότι κάθε λεπτότερη διαίρεση (πολύ λεπτή όπως στις λάφτες, ή λίγο λεπτή όπως στα σάζια) είναι ξένη προς τις ελληνικές, τουλάχιστον, λαϊκές πρακτικές. Άλλο όταν σε άταστα όργανα ή στο τραγούδι εκτελούνται οσοδήποτε λεπτές διαστηματικές διαιρέσεις -αυτό γίνεται αυθόρμητα, με το αφτί- κι άλλο να είναι προετοιμασμένο το όργανο να τις εκτελέσει.
(Η διαπίστωσή μου ως τα τώρα είναι ότι στις ελληνικές λαϊκές πρακτικές η μουσική έχει όσα διαστήματα μπορεί να αποδώσει ένα όργανο, κι όχι το όργανο όσα διαστήματα «απαιτεί» η μουσική. Ακόμη κι όταν συνεργάζονται δύο όργανα που δεν έχουν τα ίδια διαστήματα, η απόλυτη ταυτοφωνία δεν αποτελεί επιδίωξη. Η ακριβής τιμή του κάθε διαστήματος ανήκει στον χαρακτήρα του κάθε οργάνου κι όχι του κάθε ρεπερτορίου.)
(Και οι λαουτιέρηδες ας ξαναρχίσουν να παίζουν χωρίς ενοχές τη συγκερασμένη μεγάλη τρίτη τους, αν θέλουν να είναι στ’ αλήθεια παραδοσιακοί!)
Οι παίχτες που έχουν συνηθίσει όργανα με μαλακές χορδές, συχνά δυσκολεύονται σε όργανα με πιο σκληρές. Στον ταμπουρά είναι πολύ χαλαρές, στο μπουζούκι πολύ τεντωμένες οι χορδές. Ίδια δυσκολία έχω δεί και σε μετάβαση από νάυλον σε σύρμα.
Βασικά το σύρμα, το μονό σύρμα όμως, σε κόβει αν δεν το 'χει συνηθίσει το δάχτυλό σου. Η ακουστική κιθάρα απλά δεν παίζεται!
Ερωτηση:
εφόσων η λέξη Kaba (ως χαμηλή έκταση/χορδή) μεταφράζεται : άξεστος, αγενης,τραχύς ακατέργαστος κλπ, έχει εξεταστεί η μετάφρασή της ως Vulgar/Vulgaris?
μέσα είσαι
(το ιδιο 10 φορες να ευχαριστηθεί το πρόγραμμα…)
Οπότε τι; Λες η μπουργάνα να έχει σχέση με το vulgaris?
Βέβαια κι εδώ πρέπει να ξέρουμε από πότε αυτή η λέξη προσέλαβε τη σημασία του άξεστου/χυδαίου, γιατί η αρχική είναι απλώς «κοινός».
Ξαναγυρνώντας στην λέξη Kaba, (και εδώ πρέπει να είμαι προσεκτικός γιατί έχω περιορισμένη κατανόηση) ιστορικά η χρήση της έχει να κάνει με διαχωρισμό μεταξύ ince-saz οπου μιλάμε για υψηλή τέχνη εσωτερικού χώρου και kaba-saz δηλαδή τα υπόλοιπα.
Kaba λοιπόν είναι το αντίθετο του υψηλού, του εκλεπτισμένου…κάπως χονδρικά.
Απο εκεί νομίζω δεν είναι τραβηγμένο να μεταφραστεί όπως συζηταμε.Το θεμα όμως είναι…γιατί; τι δουλειά έχει αυτή η λατινογενής λέξη στην ντόπια μας μουσική ορολογία, έστω και αλλαγμένη;
Πάντως στο χέρι η αίσθηση από τις μπουργάνες είναι όντως τραχιά σε σχέση με τις συρμάτινες ή τις εντέρινες. Οπότε έχει μια βάση.
δεν είχαμε δει διατονικά όργανα, με λιγότερους από 12 μπερντέδες στην οχτάβα; Και οι παλιοί μπαγλαμάδες που είναι κάτι ενδιάμεσο, σχεδόν χρωματικό όργανο αλλά όχι εντελώς και χωρίς τάστα/μπερντέδες ψηλά στο μπράτσο.
Αν εξαιρέσουμε ότι δεν ξέρω γρυ τούρκικα, η εντύπωσή μου είναι η εξής:
α) Το kaba σημαίνει αυτά που λέει το λεξικό του Νίκου: αγενής, άξεστος, χονδροειδής. Από κει δεν είναι δύσκολη η μετάβαση στο «μπάσος». Μην ξεχνάμε ότι και στα ελληνικά λέμε «χοντροί τρόποι», «χοντράδα», «χοντράνθρωπος» (=αγενής, άξεστος) και, με την ίδια ακριβώς λέξη, και «χοντρή φωνή» (μπάσα). Το ίδιο και με το αντίθετο: λεπτοί τρόποι (ευγενείς), λεπτή φωνή (ψηλή σε τόνο). Πολλοί λαοί φαίνεται να αισθάνονται κάτι κοινό νάμεσα σ’ αυτά τα δύο ζεύγη εννοιών.
β) Ως μουσικός όρος, πέρα από τη γενική έννοια του μπάσου, λαμβάνει δύο έννοιες: αυτήν που λέει ο Ζαραζ για τις οθωμανικές νότες, και αυτήν του πιο μπάσου μοντέλου ενός οργάνου σε σχέση με το θεωρούμενο στάνταρ. Όπως λέμε «σαξόφωνο (τενόρο) - βαρύτονο σαξόφωνο - άλτο σαξόφωνο», ετσι και τουρκογενώς λέμε «γκάιντα (ορτά: μεσαία, κανονική) - καμπά γκάιντα (μπάσα) - τζουρά γκάιντα (ψιλή)». Και φυσικά, για να βγει πιο ψιλή ή πιο μπάσα αλλάζει αντιστοίχως και το μέγεθος.
γ) Το λατινικό vulgaris σημαίνει κοινός. Πολύ συχνό π.χ. σε επιστημονικές ονομασίες φυτών και ζώων: Arundo vulgaris = common reed = κοινό καλάμι. Στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει λάβει συνεκδοχικά τη σημασία του χυδαίου, αλλά από πολύ διαφορετικό δρόμο απ’ ό,τι το «χοντρός / χονδροειδής».
Οπότε από το vulgaris μέχρι την μπουργάνα βλέπω μεγάλη απόσταση…
Την έλεγαν οι Κρητικοί του 1600 με σημασία πιο κοντινή στην ιταλική, ο Κατζούρμπος «σονάροντας την κιτάρα».
Σωστά. Εννοούσα ότι δεν έχω δει περισσότερους από 12. Λιγότερους ναι.
Θα μπορούσε το «σουνάρω» να είναι παρεξηγημένο βόρειο «σονάρω»; δηλαδή κάποιος βόρειος φωνηεντιστής να άκουσε «σουνάρω» και να μην αντελήφθη το «ου» της μάλλον καινούργιας λέξης ως νότιο «ο» αλλά ως νότιο «ου»;
Ή το «σ’νάρ’σα» να είναι βόρειο «συνάρεσα»;
repository.academyofathens.gr/document/140035.pdf
Μπορεί ο «ταμπουράς» για τον Χατζόπουλο να είναι ειδικά ο δίχορδος, ή ειδικά ο πολύχορδος/συνοδευτικός σαν του Μακρυγιάννη.
Είδες αλλά δεν μέτρησες: 14 στον ταμπουρά του Τζαβέλα, 13 στου Μακρυγιάννη.
Μπορεί κι αυτό. Αν και η διαφορά θα ήταν μικρότερη απ’ ό,τι σήμερα, θα υπήρχε σίγουρα λόγω ταστιέρας.
Δε νομίζω να έχει περάσει στα ελλ. με αυτή την σημασία, θα μπορούσε λες να έχει πάρει την έννοια της «μπάσας» σε κάποια ιταλικά, και να πέρασε κατευθείαν στα ελλ. ως φωνολογική Βουλγάρα;
Μάλλον αμέσως και αυτόματα σε οποιαδήποτε ανοιχτά ταξική κοινώνια, σκέψου την ετυμολογία των αγροίκος, βάναυσος, ευγενής…
Επίσης, ο «Πολίτης φίλος» που «βαστά το μπάσο» (εύκολο το γλίστρημα από το ίσο στο μπάσο, όχι;) θα πρέπει μάλλον να είναι «πολίτης» (οι άλλοι είναι στρατιωτικοί), και έτσι είναι στην έκδοση του 1925. Ο Τυλιγάδας πάντως είναι ο μαγαζάτορας, και έχει στο μαγαζί δύο μπουζούκια, το δικό του και ένα για κανέναν μερακλή πελάτη
σχετικά με την λέξη “μπουργάνα” = μπάσα χορδή, να μάθουμε και τις λέξεις των άλλων Ευρωπαϊκών η γειτονικών χωρών μας για την μπάσα χορδή η χορδές.
Μπα, μάλλον θα έπρεπε να έχει γίνει «σ’νάρισα».