μουρμούρικα, γιαλάδικα

Και με συνίζηση, 15σύλλαβο βγαίνει, αλλά νομίζω πως δεν είναι αυτό το θέμα.

Στον Μπάτη δε θα έλεγα ούτε ότι «σου 'χει λάχει» είναι παρακείμενος του λαγχάνω, αλλά είναι.

Οχτασύλλαβο είναι. (15σύλλαβο δίστιχο εννοώ δίστιχο από 15σύλλαβους στίχους. Τώρα φταίω εγώ που το διυλίζουμε τόσο;)

Κι εμένα περίεργο μου φαίνεται αυτό, Περικλή. Π.χ. ξέρω για το χωριό Βραστά Χαλκιδικής ότι υπήρχε ένας παππούς που έλεγε αμανέδες ωραίους. Και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που έλεγαν αμανέδες, αλλά όχι τόσο καλά όσο εκείνος, καθώς λένε. Επίσης, και είναι μάλλον σημαντικότερο, έχω μία ιδιωτική κασσέτα με τραγούδια από τον Σοχό (υπάρχει μία αμφιβολία ως προς αυτό, ίσως να είναι και από την Νικήσιανη), η οποία ηχογραφήθηκε σε γλέντι μέσα σε ένα καφενείο. Η κασσέτα είναι γεμάτη καθιστικά τραγούδια από κάτι απίστευτες φωνάρες!!! Θυμάμαι ότι υπάρχουν και αμανέδες μέσα σε όλα αυτά τα τραγούδια. Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι ο αμανές στην περιοχή αυτή δεν είναι θέμα επαγγελματιών, αλλά μερακλήδων.

Πρόκειται προφανώς για τη συνέντευξη που ανέβηκε σ’ αυτό το νήμα.

Δεν πειράζει να την ξαναβάλουμε, γιατί έχει πολύ ψωμί:

  1. Δε νομίζω ότι είχα ξανακούσει από έγκυρα χείλη τον όρο «γιουρούτικα». Η παραφθορά (από γιουρούκικα) νόμιζα ότι είχε γίνει από τους δευτερογενείς, τους ερευνητές. Λοιπόν όχι, πράγματι έτσι τα έλεγαν.

  2. Ο ερευνητής, ο Τεντ Πετρίδης, ρωτάει τον Γενίτσαρη: έχεις εδώ τον μπαγλαμά; Ναι, λέει εκείνος, και βγάζει ένα όργανο που σήμερα, τουλάχιστον με βάση το μήκος, θα το λέγαμε τζουρά. Αυτό μου θυμίζει εκείνη τη ρήση του Βαμβακάρη, που μου έχει κάνει πολλή εντύπωση αλλά γενικά δε νομίζω να έχει προσεχτεί τόσο:

Παρατηρούμε επίσης ότι έχει τον μπαγλαμά σε ντουζένι ενώ το μπουζούκι σε ρε-λα-ρε, παρόλο που σχολιάζει ότι και το μπουζούκι παλιά το κούρδιζαν σε ντουζένια.

  1. (Επίσης, δε νομίζω να είχα προσέξει άλλη φορά πόσο καλός μουσικός ήταν!)
4 «Μου αρέσει»

Χαιρομαι που το ξανανεβαζεις Περικλη. Ειναι επικαιρο για μας καθως μια δουλεια βασισμενη πολυ σε αυτο το βιντεο (και αλλα) ετοιμαζεται. Τα υπολοιπα στα κοντα!
Να παρατηρησω οτι δε φερνει απο μεγεθος σε τζουρά. Πιο πολυ σε γονατο. Αλλο ενα συγγενες οργανο, το οποιο ειναι πιο κοντα στο μπαγλαμα (σχεδον αποκλειστικα σκαφτα) παρα στο μπουζουκι (οπως ο τζουρας).
Το μπουζουκι απο οσα εχω κατανοησει ολα τα χρονια απο το μακρινο 13’ κατεληξε σχετικα προσφατα στο ρελαρε. Ο μαρκος στη βιογραφια του αναφερει οτι ο Αιβαλιωτης (η εμπνευση του εξ αρχης) επαιζε κατ’αποκλειστικοτητα σε συριανο ντουζενι.
Και ειναι φυσικο. Το μπουζουκι εχει καταγωγη απο τον ταμπουρα, οποτε οπως και ο ταμπουρας, παιζοταν με αρκετα ιδιαιτερους τροπους. Το μπουζουκι που εμεινε ειναι της σχολης του Πειραια και του Τζακ ομως. Οχι το ντουζενι. Αλλα κατι πιο ευελικτο καθως το ρελαρε ανοιγε τα χερια για να μπει πιο ευρυχωρα η δυση στα παιξιματα. Ο πρωτος που κινηθηκε εντονα δυτικα, ειναι ο Μαρκος!
Ο Μαρκος με τη λεξη τζουραδες, εννοει τις τζούρες. Μικροσκοπικα μπαγλαμαδακια με ημιτελη ταστιερα. Διχορδα, μονοχορδα ή οτι φανταζεσαι. Εξαιρετικα στο να τα κουρδιζει καποιος και να παιζει ενα βασικο σκοπο για τη συνοδεια του. Το μουρμουρικο τραγουδι. Το σκεπτικο ειναι οτι σε καθε γνωστο δρομο υπαρχουν καποιες μελωδικες κινησεις και σκεψεις που τις ακους απο το πρωτο ηχογραφημα στο γκερλιτς (υπαρχει νμζ και ντουζενι) μεχρι ταξιμι του Ζαμπετα. Η βαση του ρεμπετικου, τ θεμελια.
Ο γενιτσαρης ειναι θεος μουσικα! και ηταν πολυ ενεργος συνθετης και παικτης μεχρι τα βαθεια γεραματα! Και πολυ καλος ταξιμιτζης!

2 «Μου αρέσει»

Σωστά. Άρα ο μπαγλαμάς που δεν ήταν τζουράς μπορούσε να φτάνει μέχρι το μέγεθος που έχει εδώ ο Γενίτσαρης.

Είναι εύλογο ότι σε εποχές μικρότερης τυποποίησης των οργάνων υπήρχε μόνο η διάκριση «μικρό» και «μεγάλο», με μεγάλο εύρος ποικιλίας το καθένα. Όταν άρχισαν να στανταρίζονται, στον όποιο τέλος πάντων βαθμό στανταρίστηκαν, περίσσεψε θέση και για «μεσαίο», αυτό που λέμε σήμερα τζουρά.

Η λέξη τζούρα όμως πόθεν προκύπτει; Πιστεύω ότι πρέπει να ήταν «τζουράς», η ίδια λέξη όπως σήμερα, με λίγο όμως διαφορετική σημασία. Υπενθυμίζω:

Μη συγχέουμε με την τζούρα (στο κάπνισμα) που μεταφορικά μπορεί και να σημαίνει μικρή ποσότητα από οτιδήποτε.

Βεβαίως! Κάποτε, σε ένα κυκλαδονήσι, κοσκίνιζα το θυμάρι που νωρίτερα είχα μαζέψει, ξεράνει και τρίψει. Κάποιος περαστικός ρώτησε -Να πιάσω μια τζουρίτσα να μυρίσω;

1 «Μου αρέσει»

ο μαρκος ειναι σαφης στο τι ειναι ο τζουρας. αναφερεται στα πρωιμα μπαγλαμαδακια με τα 7 ταστα. σε αυτα επαιζες μονο με ντουζενια για να εχεις περισσοτερες νοτες και ειδικα αυτες που χρειαζεσαι, μεσα σε 7 ταστα. γι’αυτο και η ονομασια απο τους παλιους ‘‘μπαγλαμαδοντουζενια’’. εκει επαιζαν απλες μελωδιες και ελεγαν διαφορα στιχακια. αυτα ειναι τα μουρμουρικα που ξερουμε. εχουν μεινει πολλα στην δισκογραφια τα οποια κανουν μπαμ. αυτα φυσικα ειναι πολυ παλιοτερα απο την εποχη που ηχογραφηθηκαν. κλασικο παραδειγμα η μελωδια του ατσιγγανα, σου 'χει λαχει, σκυλα ‘μ’ εκανες και λιωνω, αντιλαλουν οι φυλακες, στα ορη βγαινει η καπαρη, ντουντου, τα φρυγανα, και πληθος αλλα… ειδικα στην δισκογραφια της αμερικης.

1 «Μου αρέσει»

Παίδες, μήπως κάποιος έχει πρόχειρη την ακριβή παραπομπή (σελίδα) του Βαμβακάρη για τους μπαγλαμάδες, τους τζουράδες και τα ντουζένια;

τζουρομπαγλαμάδες: 109-110
ντουζένια: 264-270

Ευχαριστώ Άνθιμε. Θα τα ξανακοιτάξω να έχω ακριβέστερη εικόνα.

Επιστρέφοντας στον Γενίτσαρη και στα όργανά του, εδώ ο @John88 τον ξανανέβασε σ’ ένα άλλο παίξιμο. Αυτή τη φορά κρατάει έναν κανονικό τζουρά. Κανονικό για μας σήμερα εννοώ. Έχουμε καμιά μαρτυρία πώς το ονόμαζε ο ίδιος αυτό το όργανο;

Δε θα με εξέπληττε να το έλεγε μπουζούκι ή μπουζουκάκι ή κάτι παρόμοιο, καθώς συχνά σε παλιές φωτογραφίες βλέπουμε μπουζούκια τόσο μικρότερα από τα σημερινά ώστε να έρχονται μάλλον προς τζουρά, χωρίς όμως οι παλιοί να τα θεωρούν διαφορετικό όργανο αλλά κανονικά μπουζούκια.

Όλα αυτά για να δω αν στέκει η υπόθεσή μου ότι

Ότι δηλαδή η ίδια η έννοια «τζουράς» είναι πρόσφατη, χωρίς κανένα αντίσοιχο στους παλιούς, και ότι άρα η λέξη «τζουράς» σήμαινε άλλο πράγμα απ’ ό,τι σήμερα…

2 «Μου αρέσει»

Ο Γενίτσαρης πώς τραγουδάει έτσι το “Στα Τρίκαλα στα δυο στενά”; Τι ακριβώς συμβαίνει; Το τραγούδι του Τσιτσάνη δεν είναι αυτό.

Ο Τσιτσάνης έφτιαξε δικό του τραγούδι, με στίχους όπως εκείνος τους ήθελε και μελωδία όπως εκείνος την σκέφτηκε. Αυτό που τραγουδάει ο Γενίτσαρης (και το είχε παρουσιάσει και ο Φέρρης σε κάποιαν παραγωγή του για την τηλεόραση) είναι λαϊκή μελωδία, κλασικό «μουρμούρικο» με θέμα τη δολοφονία του Σαρκαφλιά, που προϋπήρχε. Δεν ένοιωσε ο Τσιτσάνης (και καλά έκανε, βεβαίως) την ανάγκη να ακολουθήσει ακριβώς τη μελωδία ή την στιχουργική του ήδη τότε υπάρχοντος σχετικού μουρμούρικου.

1 «Μου αρέσει»

Επομένως, τα μουρμούρικα δεν έχουν επώνυμο δημιουργό, αν καταλαβαίνω καλά;

Βέβαια, τα μουρμούρικα είναι, κατά κάποιον τρόπο, συνέχεια των μεθόδων τις οποίες ακολουθούσε το δημοτικό τραγούδι, που και εκείνο (με ελαχιστότατες εξαιρέσεις) δεν έχει επώνυμους δημιουργούς.

1 «Μου αρέσει»

Δεν συγχεω την τζουρα του καπνισματος με κατι στο μυαλο μου.
Ο Αλεξανδρης ο οργανοποιος λεει τζούρα ως το πολυ μικρο μπαγλαμαδακι σαν αυτα πανω κατω των φυλακων. Μαλιστα εχει κατασκευασει καποιες και τυγχανει να εχω την τζουρα του στην κατοχη μου αυτη την περιοδο.
Ο Πετροπουλος αν θυμαμαι καλα στο αγιο χασισακι εχει μια ζωγραφια με απεικονισεις οργανων (αρκετα καλες) και εχει και τις κατηγοριες μπαγλαμαδακι, τζουρα-της φυλακης κλπ κλπ. Και ειναι ενας ορος που εχω ξανακουσει. Μπορει να ειναι φθορα ή λαθος χρηση, αλλα δεν μπερδευα καμια τζουρα του καπνισματος!
Φιλε ΚΕΠΕΜ, τα μουρμουρικα ανηκουν στη ανωνυμη δημιουργια, αλλα μεσω της φθορας του χρονου και του θανατου των τελευταιων αυθεντικων συνεχιστων, εχουμε τα δειγματα με την προσωπικη πινελια της επωνυμης δημιουργιας. Αλλα σαν τραγουδια δεν μπορουμε να ξερουμε απο που κρατει η σκουφια τους. Ειναι τραγουδια της μικροπαρεας και της μοναξιας. Του δωματιου. Εχουν ριζες απο κλεφτικο και δημοτικο, κυριως στο στιχο και παιζονται σχεδον ολα ζεμπεκικο. Η αυθεντικη τους εικονα κατα την αποψη μου, ειναι βολικα κουρδισματα που βολευουν καποιες μελωδιες και στιχο στο λεπτο αποτι τραγουδι ειχαν σταυτια τους και στο μυαλο τους οι συμμετεχοντες. Χαρακτηριστικο τραγουδι του Μπατη, σουχει λαχει. Πεταει και το μου παρηγγειλε το αηδονι.
Ο Σακαφλιας που παιζει ο γενιτσαρης ειναι η αρχικη μελωδια που παιζαν οι μαγκες απλα το εχει εμπλουτισει πολυ ο γενιτσαρης που ηταν δεξιοτεχνης στα ντουζενια με συνηχισμους και τετοια.
Ολα εικασιες ειναι παντως…

Θέμα διατύπωσης.

Σήμερα που εκτός από τα τραγούδια της δισκογραφίας (που πολλές φορές είναι παραλλαγές το ένα του άλλου) έχουμε πρόσβαση και σε βιντεάκια Κηρομύτη ή Μουφλουζέλη, σε ακυκλοφόρητες εγγραφές σαν αυτές του Σταύρου κλπ., είναι αρκετά εφικτό να ξεχωρίσουμε τι είναι πινελιά του κάθε συγκεκριμένου ερμηνευτή και τι είναι σταθερό στο τραγούδι.

Η προσωπική πινελιά πάντα και αναπόφευκτα υπάρχει. Κι αν ζούσαμε την εποχή που αυτό το είδος άκμαζε, και ακούγαμε κάθε μέρα μουρμούρικα στην παρέα από αυθεντικούς γνώστες, ο καθένας θα το έλεγε έτσι όπως το λέει ο ίδιος, αφού σταθερή τυποποιημένη μορφή δεν υπήρχε (γιατί αν υπήρχε δε θα 'ταν μουρμούρικα!).

Και αν δεν το έλεγε ένας αλλά ολόκληρη παρέα, και πάλι, τη στιγμή που ο καθένας παίρνει τον λόγο κάνει την προσωπική του παρέμβαση.

Πλέον όμως σήμερα είναι πλήρως γνωστοί οι τρόποι και οι κώδικες με τους οποίους ένα τραγούδι που δεν έχει συγκεκριμένη μορφή υλοποιείται κάθε φορά που παίζεται και έτσι αποκτά τη μορφή που το είπε μια παρέα χτες το βράδυ, την άλλη μορφή που το είπε μια άλλη παρέα σήμερα το πρωί, και, ανάμεσα σ’ όλες αυτές, και τη μορφή που το ηχογράφησε κάποιος στον δίσκο.

Όσο για την τζούρα:

Οκέι, δεν τα μπερδεύεις, αλλά αυτό που περιγράφεις εμένα μου φαίνεται σαν να τα μπερδεύει ο Αλεξανδρής, και μάλλον σαν να τα μπέρδεψε αρχικά ο Πετρόπουλος και να συμπαρέσυρε και όσους τον διάβασαν.

Γιατί επιμένω; Επειδή:
α) έχουμε μια λέξη, «η τζούρα», που όλες οι υπόλοιπες χρήσεις της δεν έχουν καμία σχέση με μικρό όργανο
β) έχουμε μια άλλη λέξη, «ο τζουράς», διαφορετικής ετυμολογίας, που όλες οι υπόλοιπες χρήσεις της δηλώνουν ακριβώς αυτό, το μικρό όργανο.

Δεν είναι δύσκολο να μπερδευτεί κανείς.

1 «Μου αρέσει»

“…Όσο πόλη μπορεί να θεωρηθεί η Αθήνα του 1830-1870…”. Καλό και αυτό!

Να σε πληροφορήσω πως η Αθήνα μεταξύ 1795 και 1821 ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Παλαιάς Ελλάδος με πληθυσμό γύρω στις 20.000 ψυχές*, όμως οι Αθηνιώτες όπως άλλωστε όλοι σχεδόν οι Ρουμελιώτες πλήρωσαν πολύ βαρύ φόρο αίματος. Το 28% σχεδόν του πληθυσμού της Αθήνας σκοτώθηκε κατά τις εχθροπραξίες 1821~1828**, ενώ ένα ποσοστό γύρω στο 22% την εγκατέλειψε για την Σαλαμίνα και την Αίγινα. Σίγουρα η Αθήνα δεν ήταν μεγαλούπολη, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη και σίγουρα ελάχιστοι την επέλεγαν για να πάνε να μείνουν σε αυτήν (πέρα από τις διοικητικές δυσκολίες που περιείχε κάτι τέτοιο)***, παρ’ όλα αυτά ήταν μία αξιόλογη πόλη, αφού θα πρέπει να σκεφτείς με τα τότε μέτρα και σταθμά. Ήτοι η αναγωγή ενός οικισμού του 1821 σε σύγχρονους αριθμούς (2011) απαιτεί τον πολλαπλασιασμό του με τον συντελεστή 5,3 και ενός οικισμού του 1835 σε σύγχρονους αριθμούς (2011) απαιτεί τον πολλαπλασιασμό του με τον συντελεστή 6,6. Αυτό σημαίνει πως η Αθήνα του 1821 είχε πληθυσμό, με τα σύγχρονα Ελληνικά δεδομένα, ισοδύναμο με106.000 ψυχές. Είναι δηλαδή σαν να μου λες πως η σημερινή Λάρισα είναι χωριό.

Αλλά ας πάμε στην πληροφορία που θέλω να σας δώσω, που πάει προφορικώς από πάππου προς πάππου στην οικογένειά μου με κίνδυνο να χαθεί, διότι είναι μόδα να σαι Μετανάστης αλλά ντεμοντέ να σαι Ντόπιος.

Μετά την απελευθέρωση το Ελληνικό κράτος τίμησε τον ηρωισμό των Αθηνιωτών με τους εξής τρόπους:

Πάνω από 2000 Αθηνιώτες, Χειμώνα του 1833~1834, εκδιώχτηκαν από τις πατρογονικές τους οικίες, με άγνωστη κατεύθυνση και χωρίς καμία αποζημίωση, διότι είτε τα σπίτια τους εμπόδιζαν στην χάραξη νέων δρόμων, είτε διότι αυτά ήταν πάνω σε διακριτές αρχαιότητες. Μέσα σε αυτές τις οικογένειες και η δική μου η οποία έκανε πάνω από αιώνα για να βρει μόνιμη κατοικία.

Δεν τιμήθηκε ουδείς οπλαρχηγός Αθηνιώτης. Δια του λόγου το αληθές τα ονόματα Ζαχαρίτσας, Ρουμπέσης, Εγγελής είναι παντελώς άγνωστα στους Νεοέλληνες. Ενώ περιοχές που έδωσαν ελάχιστους νεκρούς, αλλά ήταν πρώτοι στην πένα (και στην τρεχάλα), τιμήθηκαν ως πρόμαχοι των απελευθερωτών (σκεφτείτε το μόνοι σας ποιοι ήταν αυτοί).

Εκλάπησαν απ’ το Ελληνικό δημόσιο σχεδόν όλα τα κτήματα των Αθηνιωτών είτε χαρακτηρίζοντάς τα αυτά ως νομές, είτε με άλλα δόλια μέσα, χωρίς να λάβουν καμία απολύτως αποζημίωση.

Η γλώσσα τους θεωρήθηκε εντελώς χωριάτικη κυρίως λόγω του έντονου τσιτακισμού της και ας ήταν έως τότε η καθαρότερη Ελληνική γλώσσα μαζί με τα Μανιάτικα, τα Κουμέικα τα Αιγινίτικα, τα Αμπελακιώτικα και τα Στεφανιώτικα Κορινθίας (στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία θα την βρείτε ως Old Athenian an Maniot Language). Η γλώσσα αυτή χάθηκε με τους τελευταίους ομιλούντες να πεθαίνουν κατά την κατοχή της Αθήνας από τους Γερμανούς.

Οι Αθηνιώτες εξαθλιώθηκαν πλήρως και έγιναν ο πρώτος εργατικός πληθυσμός της χώρας.

Οι φυλακές γέμισαν με ανυπότακτους Αθηνιώτες όπου τάχθηκαν εναντίον της κρατικής αρχής. Και κάπου εκεί από τους ανυπότακτους Αθηνιώτες ξεκινάνε τα «μουρμούρικα».

Οι ξένοι (Φερτοί) άρχισαν να καταφθάνουν στην Αθήνα δειλά – δειλά από το 1834 και ύστερα. Οι ξένοι αυτοί χωρίζονταν σε 3 κάστες οι οποίοι ήταν οι εξής:

  1. Οι Πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού (κυρίως από Κωνσταντινούπολη, Μολδοβλαχία, χώρες τις κεντρική Ευρώπης, Επτάνησα και Βλάχοι)
  2. Οι Λοιποί Παλαιοελλαδίτες (κυρίως Πελοποννήσιοι)
  3. Οι Βαυαροί
    Ο κάθε ένας απ’ αυτούς αποκαλούσε τον κάθε ένα με ένα δικό του όνομα (εξώνυμο), κάποια εξ αυτών ήταν κανονικά και κάποια είχαν σκωπτικό χαρακτήρα. Δεν θα αναλωθώ σε αυτά, θα σας πω μόνον πως οι Πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού αποκαλούσαν τους Αθηνιώτες σκωπτικώς «Γκαγκαρέους», «Φουστανελάδες», και «Γιουρούκους» (λόγω του έκνομου και αδάμαστου χαρακτήρα τους). Ενώ οι Λοιποί Έλληνες αποκαλούσαν τους Αθηνιώτες σκωπτικώς «Γκαγκάρους», «Φουστανελάδες», «Ψειροποδιάδες» (ονομασία όπου χρησιμοποιούσαν γενικώς για όλους τους Ρουμελιώτες) και «Μουρμούρηδες» (γιατί πέραν από την απαρχαιωμένη τους γλώσσα που δεν την καταλάβαιναν οι περισσότεροι λοιποί έλληνες και τις τρομερές της παραφθορές τα τραγούδια τους που ανέπτυξαν στις φυλακές που κλείστηκαν μαζικώς ήταν υπό την επήρεια του χασίς πράγμα όπου επηρέαζε τον τρόπο ομιλίας τους.

Εν κατακλείδι τα Μουρμούρικα γεννήθηκαν στην Αθήνα και ήταν ο πόνος των Μουρμούρηδων (Αθηνιωτών) για την πλήρη εξαθλίωση όπου τους οδήγησε ο ένοπλος αγώνας τους εναντίων των Τούρκων και η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους πρωτίστως από τους Μπουρτζόβλαχους (βλ. Φερτοί Νο1) και τους Καράβλαχους (βλ. Φερτοί Νο2) και δευτερευόντως από τους Μπαυαρέζους (βλ. Φερτοί Νο3).

*: Λέγοντας Αθήνα εννοούμε την χώρα με τα χωριά που διαφεντεύει η Αθηνιώτικη γερουσία. Ήτοι την περιοχή από την σημερινή Γλυφάδα (πιο κάτω από εκεί διαφέντευε η Γερουσία του Κορωπίου) έως και το σημερινό Ίλιον (πιο πάνω από εκεί διαφέντευαν οι Γερουσίες των Μαρουσιωτών, Κηβισσεωτών, Μενιδιατών, Λιοσωτών, Χαλανδριωτών και Κουκουβαουνιωτών) και από τα όρη Αιγάλεω (πέρα από εκεί διαφέντευε η γερουσία των Λεψινιωτών) έως και Υμηττό (πέρα από εκεί διαφέντευε η γερουσία των Λιοπεσιωτών).

**: Την ίδια εποχή οι Μωρεάτες έχασαν το 13% του πληθυσμού τους και οι Νησιώτες μόλις το 0,12%, ενώ οι Λοιποί Ρουμελιώτες έχασαν περίπου το 30%(!) του πληθυσμού τους με πρώτους κατά πάσα πιθανότητα τους Αιτωλούς, δεύτερους τους Φωκιδιώτες και τρίτους τους Αττικιώτες. Βλ. Μανσόλας «Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος 1821~1867».

***: Απόδειξη τα Αθηνιώτικα επώνυμα όπου δείχνουν γεωγραφικό προσδιορισμό είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με άλλες πόλεις.

3 «Μου αρέσει»

Στην ηχρογράφηση του Γκέρλιτς η μελωδία πατάει στο χιτζάζ; Έκανα μια δοκιμή να το βγάλω ακουστικά στο περίπου και εκεί το ακούω να μοιάζει αρκετά.

1 «Μου αρέσει»

μακαμ χιτζασκιαρ. σε ελευθερη μεταφραση… διπλο χιτζαζ

2 «Μου αρέσει»