Γιάννη, εκτός από τις ευχές μπου γιά Καλό Πάσχα, θέλω να πω πως πίστευα ότι το θέμα έχει λυθεί προ καιρού. Όχι μόνο από τα πρίμα-σεγκόντα και πέρα, αλλά ακόμα και στην Πειραιώτικη κομπανία, αλλά και σ΄ένα σεβαστό μέρος της Σμυρνέϊκης του Πειραιά σχολής, το ρεμπέτικο τραγούδι είναι κατά βάσιν ΑΡΜΟΝΙΚΟ και διά τούτο ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ. Ακόμα και στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν τα ραστ, τα σαμπάχ, τα χιτζάζ και τα ουσάκ, το χέρι των Ελλήνων πάει έτσι που να τους κοτσάρουν έστω μιά δεύτερη φωνή, έστω και σε ουνίσον. Πράγμα που στην Ανατολίτικη μουσική δεν το συναντάς.
Απ’ ό,τι συνάγεται από την έρευνα του Σπύρου Παπαϊωάννου, η αρχή έγινε με τον Γιοβανίκα και το μινόρε του, κι άνοιξαν οι πόρτες σε λογή-λογής Μπουρνοβαλιά, Τζιβαέρια και Ματζορομίνορα. ʼλλωστε, αυτό είναι που επέτρεψε και στις Δυτικότροπες Εστουδιαντίνες να χρησιμοποιήσουν πότε τον ίδιο τον Γιοβανίκα πότε τον Γιάγκο Ψαμματιανό, στις μαντολινάτες πούγραφαν (πότε το “Θα σπάσω κούπες” και πότε το “Τικ Τακ”).
Νόμιζα πως το θέμα αυτό έχει λυθεί από καιρό.